Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ



Η Πέρσα ζήτησε να πηγαίνουν, γιατί δεν αισθανόταν καλά, οπότε σηκώθηκαν όλοι να φύγουν. Ο Τόνι άφησε την Πέρσα απέξω από το σπίτι της και συνέχισε πάντα σιωπηλός για το σπίτι της Βερονίκης. Μόλις έφτασαν, έσβησε τη μηχανή, γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε με κρύο βλέμμα.
- Ξέρεις ποιος ήταν αυτός; τη ρώτησε.
- Για ποιον μιλάς; Δεν καταλαβαίνω.
- Γι' αυτόν με τον οποίον χόρεψες.
Ένα δυσάρεστο προαίσθημα, σαν ριπή παγωμένου αέρα, την έκανε να ανατριχιάσει.
- Φίλος σου. Εσύ έτσι μου τον σύστησες.
- Και πώς ήθελες να σου τον συστήσω; Από δω το μεγαλύτερο καμάκι του νησιού; Και να σκεφτείς, έβαλα στοίχημα μαζί του ότι θα αρνιόσουν να χορέψεις! 
- Έναν χορό μόνο. Κι αυτό γιατί σκέφτηκα πως έτσι έπρεπε να κάνω. Δεν ήθελα η Πέρσα... Σαστισμένη η Βερονίκη προσπαθούσε να εξηγήσει.



- Η Πέρσα... Άφησε την Πέρσα ήσυχη! Τη διέκοψε με οργισμένη ειρωνεία. Ακούμπησε τους αγκώνες στο τιμόνι, στήριξε το μέτωπό του στις παλάμες και σχεδόν μονολόγησε χαμηλόφωνα:
- Πώς μπόρεσες να φερθείς τόσο επιπόλαια;
- Επιπόλαια; Η Βερονίκη, εμβρόντητη, επανέλαβε σαν ηχώ.

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΛΑΓΙΑΖΕΙΣ Μ΄ΑΛΛΟΝ ΑΠ΄ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΣ

"Nordic Summer Evening"
painting by Sven Richard Bergh

Σηκώνεται και πηγαίνει στο σαλόνι. Τραβάει λίγο την άκρη της κουρτίνας κι από τη μεγάλη τζαμαρία του πέμπτου ορόφου αφήνει το βλέμμα της να χαϊδέψει τους βρεγμένους δρόμους, τους φανοστάτες και στο βάθος τα φώτα του αεροδρομίου. Η σκέψη της ταξιδεύει σ' ένα άλλο αεροδρόμιο, αλλού, σ' ένα νησί. Εκεί που υπάρχει αυτός που μπορεί να της χαρίσει την πραγματική ζωή με τη μορφή του, τον ήχο της φωνής του, με την ύπαρξή του.
Δεν ξέρει πώς ακριβώς είναι αυτή η πραγματική ζωή. Όμως, ξέρει ότι η ζωή που θα ζήσει εδώ, σ' αυτή τη μεγαλούπολη, με τον Μάριο, είναι η ζωή μιας άλλης. Κάποιας που ανέλαβε καθήκοντα και υποχρεώσεις που πρέπει αυτή, η Βερονίκη, να εκπληρώσει.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

ΧΡΟΝΟΣ ΑΚΙΝΗΤΟΣ! ΑΝΙΚΗΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ!

Ας σταματούσε ο χρόνος!


Όμως το ήξερε, ο Χρόνος νικάει, δεν νικιέται. Είναι ο κατακτητής, δεν κατακτάται. Ορίζει, δεν ορίζεται. Είναι ένας μάγος αυτοκράτορας που δίνει εντολές ανέκκλητες με την υπεροψία της αδιαφιλονίκητης εξουσίας του.

Με το μανδύα του ορίζει τι θα αποκαλυφθεί και τι θα παραμείνει μυστικό δικό του στους αιώνες. Με μια του κίνηση, τραβάει το μανδύα και τα κρυμμένα λούζονται στο φως και φανερώνονται. Και με μια άλλη κίνηση σκεπάζει πρόσωπα, πράξεις, πράγματα και το σκοτάδι καταπίνει τα μυστικά.

Αυτός ορίζει τι θα θεραπευτεί και τι ανίατο θα μείνει.

Όταν εκείνος βιάζεται, σε παρασύρει στο βιαστικό του βάδισμα, και δεν μπορείς να τον προλάβεις, όσο κι αν ασθμαίνεις. Και συνήθως βιάζεται όταν είσαι ευτυχισμένος...
Όταν βαριέται, πάει ανελέητα αργά και δεν μπορείς καν να τον σπρώξεις - είναι τόσο βαρύς! Και συνήθως βαριέται, όταν εσύ βαλτώνεις στην απελπισία...

Χρόνος ακίνητος! Ανίκητος Χρόνος!


Όταν γκρεμίζονται οι μύθοι και τα παιδικά πιστεύω
και βρίσκεις την τόλμη να ζήσεις τη δική σου ζωή
Έτσι κι αυτή τη φορά ο Χρόνος οδήγησε με τις βιαστικές δρασκελιές του την κούρσα, φέρνοντας την εβδομάδα των εραστών στο σκοτεινό χώρο των μυστικών του παρελθόντος και την ίδια τη Βερονίκη μαζί με την Ισμήνη στη σάλα αναμονής του αεροδρομίου του νησιού, να περιμένουν το Μάριο.

Ούτε στιγμή δεν είχε φανταστεί η Βερονίκη ότι και το δευτερόλεπτο μακριά από τον Τόνυ θα ήταν τόσο βασανιστικό κι ότι θα χρειαζόταν να πιέσει τόσο πολύ τον εαυτό της για να δείχνει χαρούμενη! Έπρεπε, όμως. Για το Μάριο. Που ήταν καλός και σωστός και σίγουρα δεν άξιζε όσα του έκρυβε.

Λιγομίλητη και μ' ένα αδιόρατο μελαγχολικό χαμόγελο τον παρακολουθούσε, ενώ μιλούσε με την ξαδέρφη του, και κατέληγε πάλι στο ίδιο απελπιστικό συμπέρασμα. Δεν είχε το δικαίωμα να τον πληγώσει. Ποτέ δεν θα έβρισκε το θάρρος να του πει τι συνέβαινε.

Και τον ακολούθησε ξανά, στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού αυτή τη φορά, κοιμήθηκε μαζί του στα λευκά σεντόνια ενός άλλου πολυτελούς ξενοδοχείου, ενώ η σκέψη της άλλο κορμί αγκάλιαζε κι άλλο στόμα φιλούσε, έβγαλε κι άλλες ευτυχισμένες φωτογραφίες κι έκλαψε κρυφά...


Το δικαίωμα του λάθους και της προσωπικής επιλογής

Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:













 


Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

ΣΥΝΤΟΜΕΨΕΣ ΤΟΣΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΠΑΦΗ, ΣΧΕΔΟΝ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΣ!

Από τη νουβέλα: Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει

Από: Το Ημερολόγιο της Λυδίας

Πέμπτη 23 Νοέμβρη


Το ταξί με άφησε μπροστά στο Ξενοδοχείο Esmeralda, σ’ έναν ήσυχο δρόμο. Στο βάθος η Notre Dame, επιβλητικά γοτθική, ανυπέρβλητα μεγαλειώδης, φαινόταν να μου προσφέρει τη στοργική σκέπη της. Ο οδηγός ήρθε από την πλευρά μου να μου ανοίξει την πόρτα. Μόλις πάτησα το πόδι μου στην άσφαλτο, μια παράξενη συγκίνηση με κατέλαβε κι ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Σήκωσα το βλέμμα ψηλά, στη στέγη του κτιρίου κι ακόμα πιο ψηλά, πέρα απ’ αυτήν, στον καθαρό, καταγάλανο ουρανό και πήρα μια βαθιά ανάσα.

Πατώ τον τόπο που ζεις!

Θα μπορούσα, αμετανόητη νοσταλγός, να γονατίσω και να φιλήσω τον τόπο που ζεις…

«Είμαι εδώ», σου είπα απλά, μόλις απάντησες στο τηλέφωνο.



 Φόρεσα ένα μπεζ ταγιέρ, όπως σου είχα πει, όταν συζητήσαμε πώς θα γνώριζε ο ένας τον άλλον. ‘Εσείς οι γυναίκες αλλάζετε διαρκώς’, μου είπες σοβαρά. ‘Ίσως είναι κι αυτό μέρος της γοητείας σας. Πώς είσαι;’ Σου είπα πως δεν έχω αλλάξει πολύ, έχω πάρει λίγα κιλά μονάχα κι έχω λίγο πιο κοντά τα μαλλιά μου. Με συμβούλεψες να ντυθώ ζεστά, γιατί τα βράδια είναι ψυχρά.

Πώς θα μου φαινόσουν; Μήπως μια πλάνη που θα κατέρρεε μέσα σε λίγες στιγμές, μια μακρόχρονη πλάνη με στιγμιαίο τέλος; Πώς θα σου φαινόμουν; Μια ‘καλοζωισμένη αστή’, μια ‘μεσήλικη νοικοκυρά’;

Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος. Σε λίγο θα αντιμετώπιζα ‘το στοιχειό’ της ζωής μου.  Ωστόσο ήμουν προετοιμασμένη. Και ποτέ δεν υπήρξα δειλή. Οδυνηρή ή όχι η συνάντηση αυτή, θα ήταν μια λύτρωση…

 Bγαίνοντας από το ξενοδοχείο, σε είδα αμέσως. Ήσουν ακουμπισμένος πάνω σ’ ένα μεγάλο τζιπ με πινακίδες του Διπλωματικού Σώματος. Δεν είχες αλλάξει καθόλου, μονάχα ακόμα πιο αδύνατος από τότε. Μοντέρνος όπως πάντα. Τότε μακριά μαλλιά, μούσι, μπλουτζίν και πουκαμίσες με ζωηρά χρώματα. Τώρα κοστούμι με πουκάμισο χωρίς γραβάτα και μαλλιά κουρεμένα πολύ κοντά. Σχεδόν όπως σ’ είχα ονειρευτεί…

Σταθήκαμε ο ένας απέναντι από τον άλλον και κοιταχτήκαμε βουβοί. Τα μάτια σου εξακολουθούσαν να είναι δυο λίμνες, σκοτεινές μα και γλυκές, που με  πλανερά καλέσματα με βούλιαζαν ηδονικά μες στο βυθό τους.

Ήταν παράξενο, λοιπόν, αλλά αληθινό: Ο χρόνος για μένα, πραγματικά, είχε σταματήσει στο παρελθόν…

Χαμογελάσαμε αμήχανοι και οι δύο.

«Ας χαιρετηθούμε, λοιπόν. Τι περιμένουμε;» είπες πρώτος.

Δώσαμε τα χέρια και φιληθήκαμε στο μάγουλο. Σαν δυο παλιόφιλοι που συναντιούνται ξανά, μετά από πολύ καιρό, αγκαλιαστήκαμε και με χτύπησες φιλικά στην πλάτη. Κι εγώ αφέθηκα. Ακούμπησα το κεφάλι μου απαλά στο στέρνο σου, κοντά στη λακκουβίτσα του λαιμού σου, κι ανέπνευσα τη μυρωδιά σου. Την είχα τόσο λαχταρήσει αυτή τη στιγμή! Τότε εσύ, με τα δυο σου χέρια, μ’ έπιασες από τα μπράτσα και με απομάκρυνες μαλακά…

Συντόμεψες τόσο αυτή την επαφή, σχεδόν την εξαφάνισες!

Και τότε ο χρόνος, με μια  ματωμένη χαρακιά, επιτέλους ξεκόλλησε από το παρελθόν και μ’ ένα τεράστιο άλμα, άρχισε πάλι να κυλά, από το παρόν αυτή τη φορά…



Απόσπασμα από το βιβλίο: Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει


Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ΔΕΝ ΜΕΤΡΑΕΙ ΚΑΝΕΙΣ, ΑΤΙΜΩΡΗΤΑ, ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ…

                                                      
Απόσπασμα από τη νουβέλα "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει", που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο:

Παρασκευή, 13 Οκτώβρη

Αγάπη πόσο δύσκολη είσαι!
Πόσα πολλά ζητάς!


Αυτήν ακριβώς την απαιτητική φύση της αγάπης σκέφτομαι, καθώς ψηλά από το διαμέρισμά μας στον έκτο όροφο, στέκομαι χαμένη ανάμεσα στην πρασινάδα των φυτών στη βεράντα, κι αφήνω το βλέμμα μου να ζητήσει παρηγοριά στη γαλάζια αγκαλιά που απλώνει ο κόλπος μεγαλόψυχα μπροστά μου.

Το ηλιοβασίλεμα είναι υπέροχο, με τον ήλιο, δίσκο πορφυρό, να δύει στο άνοιγμά του, να βυθίζεται στη θάλασσα, να χάνεται. Μερικές φορές μοιάζει με τη φημισμένη δύση του νησιού της Σαντορίνης! Απόψε είναι μια απ’ αυτές τις φορές.

Η σκέψη σου περνάει πάντα από το μυαλό μου αυτήν την ώρα. Φαντάζομαι ότι κι εσύ βλέπεις μια θαυμάσια δύση του ήλιου στο ποτάμι, ίσως ομορφότερη απ’ αυτή που βλέπω εγώ τώρα, κι εύχομαι, επιθυμώ, λαχταρώ να έχεις τα ίδια συναισθήματα με μένα, θέλω να με σκέφτεσαι!

Στα αυτιά μου φτάνει ένα βουητό που μου αρέσει, ο θόρυβος των αυτοκινήτων από την παραλιακή οδό μπροστά μου. Μα πιο πολύ απ’ όλα μου αρέσει αυτή η ώρα, όταν ο ήλιος έχει μόλις δύσει, και δεν είναι βράδυ ακόμα, οι φανοστάτες ανάβουν, ο ουρανός είναι σκούρος, πιτσιλισμένος με μια κοκκινωπή σκόνη, τα συννεφάκια μαύρες κηλίδες, το φεγγάρι και τα πρώτα αστέρια χρυσαφιά κρέμονται πάνω από τη σκοτεινή θάλασσα…

Είναι η αγαπημένη μου ώρα, η ώρα που η σκέψη ταξιδεύει, η ώρα που η ψυχή ξεπορτίζει…

Σε σκέφτομαι συνέχεια. Μερικές φορές ξεθάβω το κουτί με τις δικές μου, ξεχωριστές αναμνήσεις, βρίσκω τις φωτογραφίες σου και σε φιλώ με τρυφερότητα. Μόνο όμορφα πράγματα έχω να θυμάμαι από σένα. Πόσο με πονάει να αντιλαμβάνομαι ή μάλλον να παραδέχομαι τώρα ότι ταιριάζαμε σε τόσα πολλά και θα περνούσαμε μια όμορφη, γεμάτη ζωή μαζί, όμως δεν ξέρω γιατί, μα κάθε φορά που έφτανε η στιγμή να πω το ‘ναι’, έκανα πίσω, έβρισκα δικαιολογίες, σε απέφευγα…

Τώρα ξέρω πως φοβόμουν να αγαπήσω, να δεσμευθώ, φοβόμουν πως δεν ήμουν αρκετά καλή για σένα… Γιατί αυτός ο φόβος, αυτός ο πανικός; Άβυσσος όλων η ψυχή και η δική μου μέσα…

Την τελευταία φορά που πήγα να σε αποφύγω, πιάστηκα στο δόκανο και προτού το καταλάβω, βρέθηκα παντρεμένη…

Ήταν αρκετά μεγαλύτερός μου, ευκατάστατος, μου παρείχε σιγουριά και ασφάλεια, με φρόντιζε και με προστάτευε. Νόμιζα πως αυτά ήταν αρκετά για να αναλάβω την ευθύνη του.

Τα πρώτα χρόνια πέρασαν γρήγορα, γιατί είχα πολλά να κάνω, μα και ανώδυνα, γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη τις πράξεις μου ή μάλλον τα αποτελέσματά τους. Όποτε ερχόσουν στη σκέψη μου, σε απωθούσα με διάφορες δικαιολογίες. Έπρεπε να στηρίξω την απόφασή μου. Βρήκα έναν λόγο να ζω στη δημιουργία της οικογένειας και σαν να πέρασα μια αλυσίδα στα πόδια μου που δεν μπορώ να σπάσω…

Μετά, ο χρόνος κύλισε μ’ έναν παράδοξο τρόπο, έχοντας σταματήσει στην τελευταία μας συνάντηση, στο τελευταίο σου τηλεφώνημα, τότε που με ρωτούσες αν η απόφασή μου ήταν οριστική. Κι ακόμα πιο πίσω, τότε που πίστευα πως μόνο να σε χάσω δεν θα μπορούσα ν’ αντέξω, αλλά κι αυτό τελικά το άντεξα. Οι αντοχές μας είναι φαίνεται μεγαλύτερες απ’ ό,τι υπολογίζουμε, κι εγώ άντεξα να ζω χωρίς εσένα…


Κι όλα αυτά τα χρόνια, το κορμί μου έμεινε πιστό, αρκέστηκε στα νόμιμα, στα καθήκοντα. Δεν ξέρω σε ποιον έμεινα πιστή: Στον άντρα μου ή στον αγαπημένο μου; Δεν ξέρω τι θα ’θελες να είσαι: Ο άντρας μου ή ο αγαπημένος μου; Ή ο κανένας; Ίσως, αυτό να είναι που πάνω απ’ όλα θέλω να μάθω…


Δεν ξέρω πότε ακριβώς άρχισα να προσμένω τη μέρα που θα σε ξαναδώ. Πάντως, δεν είχε περάσει πολύς καιρός αφότου ξεκίνησα τη νέα μου ζωή, κι έγινε απότομα. Σαν κελάρι σκοτεινό η ψυχή μου κι εσύ κλειδωμένο σεντούκι, και πιάνει ξαφνικά δυνατός αέρας, ανοίγει με ορμή την πόρτα και το φως εισβάλλει, παραβιάζοντας τα επτασφράγιστα μυστικά.


Κι από τότε μέχρι τώρα, η καρδιά μου στέκει  πεισμωμένη στο ίδιο σημείο, σε σένα, κι αρνείται να προχωρήσει μπροστά, ενώ το σώμα μου έχει προχωρήσει σ’ άλλους δρόμους και δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσει πίσω.


Δεν υπάρχει τρόπος, πια, να ενώσω την καρδιά με το σώμα, να συμπέσουν στο ίδιο σημείο, στον ίδιο τόπο, στον ίδιο χρόνο…


Νοιώθω να σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ; Έτσι λέει η καρδιά μου, που πονάει με την ίδια ένταση, κάθε φορά στη σκέψη σου. Κι ακόμα λέει πως και στη δική σου καρδιά είμαι κάτι ξεχωριστό. Είμαι; Αλλά, πώς να της έχω εμπιστοσύνη;


Η καρδιά πιστεύει αυτά που θέλει να πιστέψει…


 Προειδοποιώ τον εαυτό μου πως μπορεί να μην έχει μείνει τίποτε απολύτως από εκείνη την αγάπη. Τον προετοιμάζω πως αυτό το ταξίδι είναι ένα μαχαίρι δίκοπο, σαν και την αγάπη, αλλά δεν είναι πρόθυμος να μ’ ακούσει.


Τώρα που βρήκα το κουράγιο να παραδεχτώ τα σφάλματά μου, το θάρρος να με αποδεχτώ, θέλω να σε δω, να σου μιλήσω. Θέλω μόνο ν’ αποκαταστήσω τη χαμένη τιμή της αγάπης μου, δεν θέλω να κερδίσω ή να διεκδικήσω οτιδήποτε. Πώς θα μπορούσα άλλωστε;


Δεν μετράει κανείς, ατιμώρητα, το χρόνο διαφορετικά από τους άλλους…


Θα ήταν κρίμα να διαπιστώσω ότι δεν ήμουν σημαντική για σένα, ότι μ’ έχεις ξεχάσει ολότελα και δεν σου θυμίζω τίποτε, όμως αυτό κατά κάποιο τρόπο θα μ’ ελευθέρωνε. Θα ήταν επίσης κρίμα ν’ ανακαλύψω ότι δεν σ’ αγαπώ πραγματικά, ότι δεν ήσουν ο ένας μου, ότι όλα αυτά τα χρόνια αγαπούσα ένα ψέμα, μια φαντασίωση. Μα, πιο κρίμα θα ήταν η ίδια η διαπίστωση πως έζησα μια ολόκληρη ζωή, χωρίς να έχω γνωρίσει την αγάπη, χωρίς να έχω, εγώ, αγαπήσει… Αλλά θα τη δεχτώ. Αν αυτή είναι η αλήθεια, θα τη δεχτώ…

    Θέλω να μάθω, να λυτρωθώ!







Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Παράξενα, Ξεχωριστά Κοχύλια


Αυτό ήταν, λοιπόν, σκέφτηκε η Άνθια. Έτσι έκλεισε κι αυτό το κεφάλαιο μιας συνεργασίας τριών ετών, χωρίς μια λέξη. Ουδείς αναντικατάστατος, επαληθεύτηκε ακόμα μια φορά, άλλωστε, τώρα, το πιο πιθανό ήταν να μην χρειάζονταν καν βοηθό γραμματέα, αφού η Τζούλια είχε ξεμπερδέψει με γέννες και μπιμπερό και πάνες, και η παραίτηση να τους ήρθε κουτί.
Όσο σε χρειάζονται, σε ξεζουμίζουν. Θυμήθηκε τις αμέτρητες φορές που είχε βγάλει δουλειά δυο και τριών υπαλλήλων, αν είσαι τυχερός, σου πετάνε το κόκαλο του μπόνους και καθαρίζουν. Όταν εσύ έχεις ανάγκη, δεν σε ρωτάνε, οι παροχές δίνονται με το σταγονόμετρο, κι όταν πάψεις να προσφέρεις όσα συνήθιζες στο παρελθόν, αν δεν σε πετάξουν, πάντως ξέρουν να σου δείχνουν με τρόπο την πόρτα.


 Ο Μαθιόπουλος, ας πούμε, ποτέ δεν της είχε παραχωρήσει ούτε μια μέρα άδεια για να δώσει εξετάσεις, ούτε καν χωρίς αποδοχές. "Μόλις τελειώσεις το γράψιμο, γύρνα στο γραφείο, έχουμε πολλή δουλειά", ήταν το μοτίβο του, η άδεια που της έδινε ήταν για λίγες ώρες μονάχα.  Αναρωτήθηκε, αν η τόση προσφορά της, ως εργαζόμενης, άξιζε τον κόπο, και ψάχνοντας για την απάντηση, ένιωσε μπερδεμένη, διχασμένη, όσον αφορούσε στη θέση της εργασίας, γενικά, στη ζωή της. Παλιά, ήταν σίγουρη ότι άξιζε η δουλειά να είναι πρώτος στόχος στη ζωή, μετά ήρθε στη ζωή της ο Άλκης και ανέτρεψε την ισορροπία, έβαλε στην πρώτη θέση την καρδιά, και να πού κατέληξε, στην ανατροπή της ανατροπής...
Και τώρα, σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή, αυτή η δουλειά την έδιωχνε, μια άλλη, όμως, θα της άπλωνε σανίδα σωτηρίας, θα της έδινε ένα λόγο να ξυπνάει το πρωί, έναν τρόπο να ζει και να ξεχνάει... 
Παραδόξως, όλα αυτά τα εξέταζε με μια δόση ψυχρής απάθειας, σαν να είχαν νεκρωθεί πολλά από τα συναισθήματά της. Σαν να είχε ξαναγυρίσει στη ζωή το μυαλό της, αλλά όχι ολόκληρο, σαν να είχε παροπλισθεί κάποιο μέρος του.



Τέσσερις ακριβώς, βγήκε στο δρόμο. Δεν έριξε ούτε μια ματιά πίσω της, ούτε μια φορά δεν σήκωσε το κεφάλι προς το παράθυρο των γραφείων του τέταρτου ορόφου, εκεί που μόλις είχε αφήσει τρία χρόνια από τη μικρή ζωή της.
Ο ήλιος του απογεύματος, μιας από τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, της φάνηκε διαφορετικός. Ζεστός, γλυκός, σαν χάδι πάνω στα μάγουλα, στο λαιμό και στα μπράτσα της. Της έκανε εντύπωση που σκέφτηκε έτσι, αλλά από τη μέρα που πήρε εξιτήριο από τον 'Ευαγγελισμό', μ' έναν περίεργο τρόπο, είχαν οξυνθεί οι αισθήσεις της, είχε αρχίσει να βλέπει πράγματα, κοντινά, καθημερινά, που πριν αγνοούσε. Ο ήλιος ήταν ένα, και το πρώτο-πρώτο, από αυτά. Ήταν πάντα εκεί, μα δεν είχε προσέξει ποτέ τη ζέστα του πάνω στο δέρμα της!

Όπως τότε...


 Καλοκαιριάτικο απόγευμα, σε κάποιες ολιγοήμερες διακοπές με τον Κοσμά, σε μια παραλία στα Κύθηρα, κοντά στην Αγία Πελαγία πρέπει να ήταν, δυσκολευόταν να θυμηθεί, υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν θυμόταν τώρα, ύστερα από την απόπειρα, "δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς", είχε πει ο γιατρός, "θυμάσαι όλα τα βασικά, αυτά που λείπουν είναι λεπτομέρειες, δεν θέλω να πιέζεσαι", έψαχνε για κοχύλια και δεν έβρισκε τίποτα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, τέτοιες ακτές, χωρίς κοχύλια!
Στο τελευταίο τους μπάνιο, την ώρα που μάζευε τα πράγματά της, ξεκουμπώθηκε το ένα της σκουλαρίκι κι έπεσε στην άμμο ανάμεσα στα βοτσαλάκια. Άρχισε να ψάχνει με προσοχή, προσέχοντας να μην μετακινηθεί καθόλου και το σπρώξει με το πάτημα προς τα κάτω, και τότε τα είδε.



Χιλιάδες μικροσκοπικά κοχύλια, άσπρα, ροζ, μπεζ, κεραμιδί, γκρι, στρογγυλά, μακρόστενα, χωνάκια, μισοφέγγαρα, βρίσκονταν εκεί, κοντά της, μπροστά στα πόδια της. Ήταν πάντα εκεί, αλλά εκείνη δεν τα έβλεπε. Έψαχνε για μεγάλα, παράξενα, ξεχωριστά κοχύλια, κι αυτά ήταν τόσο διακριτικά, τόσο ταπεινά... Ενθουσιασμένη, μάζεψε μια τσάντα. Όταν έφταναν στην Αθήνα, θα τα έβαζε σε διάφανες γυάλες με νερό. Ο Κοσμάς φώναζε, "Θα χάσουμε το πλοίο, τι τα θέλεις αυτά, πάμε σ' ένα μαγαζί με σουβενίρ, να σου αγοράσω τα καλύτερα".


Έτσι ήταν και η ζωή...  Έτσι έπρεπε να αρχίσει να βλέπει τη ζωή...
  

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ: ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΙΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕ, ΝΙΚΟΥΣΕ



Έφυγε από το τραπέζι χωρίς να πει λέξη και πήγε στο δωμάτιό της. Όταν μπήκε η Δωροθέα, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω της, τη βρήκε καθιστή στην άκρη του κρεβατιού, να κοιτάζει αφηρημένα το είδωλό της στον καθρέφτη της ντουλάπας απέναντί της.

"Τι έγινε;" ρώτησε χαμηλόφωνα. "Δεν σ' αρέσει ο Αργύρης, για... για... μπαμπάς σου;" κατάφερε τελικά να ψελλίσει.


Η Άνθια τινάχτηκε όρθια, ξαφνιασμένη. Για... 'μπαμπάς' της! Κοίταξε τη μητέρα της κι έβαλε τα γέλια, νευρικά, σχεδόν υστερικά. Μετά σώπασε απότομα.

Στάθηκε στην άκρη της μπαλκονόπορτας, το μισό προφίλ στο φως αλλά αθέατο, το άλλο μισό ορατό μα στο σκοτάδι. Το βλέμμα της είχε περάσει το τζάμι, τα δέντρα του ακάλυπτου χώρου, τον γκρίζο τοίχο της πολυκατοικίας, την κάθετη στήλη με τα παραθυράκια του φωταγωγού στη σειρά. 
Και η ίδια, αβαρής και άυλη, είχε διαβεί την πόρτα και είχε φύγει τρέχοντας χωρίς αποσκευές στο άγνωστο μέλλον, μια άγνωστη κι αυτή χωρίς παρελθόν. Πίσω της, πρόσωπα, πράγματα, σώματα, μέχρι κι ο παλιός εαυτός της, και μπροστά της μια καινούργια αρχή, κάπου αλλού... 

Εκεί που οι άνθρωποι θα σε δέχονται όπως είσαι, δεν θα σε πεθαίνουν στις ερωτήσεις - τίνος είσαι, κοπέλα μου; δεν έχεις πατέρα; - δεν θα απαιτούν απαντήσεις, κατά προτίμηση ψεύτικες, θα σέβονται τη σιωπή σου και θα αρκούνται σε όση αλήθεια τους δίνεις. 

Εκεί που θα σε θέλουν γι' αυτό που είσαι και δεν θα σε αποδιώχνουν γι' αυτά που αθέλητα κουβαλάς.

Το βλέμμα επιστρέφει, χαζεύει τα πολυπληθή φυτά της Δωροθέας. Τα περιποιείται με φανατική λατρεία, που όμοιά της δεν έχει δείξει ποτέ σε άνθρωπο. Ολόκληρη η βεράντα έχει μετατραπεί σε μια μικρή ζούγκλα από πρασινάδες, λουλούδια, δεντράκια, σ' όλων των ειδών τις γλάστρες, πήλινες, πλαστικές, τενεκεδένιες. 

Ήθελα μόνο τη φροντίδα μιας τυχαίας γλάστρας στο μπαλκόνι σου, τίποτα παραπάνω. 

Η Δωροθέα την κοιτάζει, περιμένοντας μιαν απάντηση. Μοιάζει στενοχωρημένη, πληγωμένη.
"Δεν είναι γελοίο;" ρωτάει η Άνθια. Η φωνή της ανεπαίσθητα αλλοιωμένη, η μικρή βραχνάδα κουβαλάει μια μεγαλύτερη σκληρότητα. "Τώρα πια χρειάζομαι έναν άντρα κι όχι έναν πατέρα".
"Μα τι φταίω εγώ; Τώρα βρέθηκε ένας άντρας που να θέλει να με παντρευτεί. Μήπως κι εγώ δεν ήθελα κάτι, νωρίτερα, όλα αυτά τα χρόνια", τραυλίζει η Δωροθέα. "Το ξέρεις πως δεν έφταιγα εγώ", καταλήγει.
"Δεν είπα κάτι τέτοιο. Αλλά γιατί να τον παντρευτείς; Αυτό δεν καταλαβαίνω. Τι παραπάνω θα σου δώσει ο γάμος; Δεν είστε καλά έτσι;"
Η Δωροθέα μένει για λίγο βουβή, ύστερα το ξεστομίζει. "Είμαι έγκυος, πρώτη φορά μετά από σένα, κι αυτός θέλει και το παιδί και μένα..."

Η Άνθια στέκεται ακίνητη, κεραυνοβολημένη. Τι να προσέξει πρώτο σ' αυτή τη φράση; Το πώς τόνισε το 'και' δύο φορές ή... 'έγκυος'! Μα, όπου να ΄ναι κλείνει τα σαράντα κι έχει μια κόρη που θα μπορούσε να την κάνει γιαγιά! 
Πώς είναι δυνατό να θέλει να το κρατήσει; Πώς είναι δυνατό να θέλει τώρα, σ' αυτήν την ηλικία, με καθυστέρηση τόσων χρόνων, να ξεκινήσει μια άλλη ζωή; Αν δεν είχε δοκιμάσει τη λεγόμενη 'χαρά της μητρότητας', θα το καταλάβαινε. Και πώς θα λέει η ίδια σε λίγο καιρό ότι έχει ένα αδερφάκι που θα μπορούσε να είναι παιδί της; Πόσες εκπλήξεις θα χωρέσουν σε μια μέρα;

Η Άνθια γυρίζει προς το μέρος της Δωροθέας. Χαμογελάει, είναι πειστική, ξέρει τι πρέπει να πει. 
"Χαίρομαι για σένα, ειλικρινά! Κι αυτό κάνει τα πράγματα ευκολότερα για μένα. Είχα σκεφτεί να ενοικιάσω δικό μου διαμέρισμα κοντά στη δουλειά μου. Βλέπεις, αυτή η καθημερινή ταλαιπωρία με τη συγκοινωνία με εξοντώνει. Σήμερα θα στο έλεγα, αλλά με πρόλαβες. Θα είμαι ήσυχη τώρα, ξέροντας πως θα έχεις σύντροφο και... παιδί..."
Αγκαλιάζει τη μητέρα της απαλά. Ποτέ δεν έσφιξε η μία την άλλη δυνατά στην αγκαλιά της. Τα σώματα δεν ακουμπούσαν τελείως, πάντα έμενε ένα μικρό κενό. 

Το αγκάλιασμα αβέβαιο και λειψό, αυτό που τις απομάκρυνε, νικούσε...


Απόσπασμα από το βιβλίο:
"Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ"
Βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος
21ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης και Πεζογραφίας



Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:

http://www.anemosekdotiki.gr/poihsh/nostalgia.html