ΟΡΗ
ΛΕΥΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ,
ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΚΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΝΤΡΕΑΣ ΛΟΥΚΑΣ
ΣΕΛΙΔΕΣ 60
ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2015
ΠΟΙΗΣΗ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ. ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ… Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Έπειτα από ένα αρμονικό συνταίριασμα ζωής των δημιουργών, στο Λεύκωμα «ΟΡΗ ΛΕΥΚΑ», εμπνευσμένο από τα Λεύκαρα και αφιερωμένο στα Λεύκαρα της Κύπρου, εκφράστηκε ένα ακόμα αρμονικό συνταίριασμα Ποίησης και Φωτογραφίας, με τα Ποιήματα της Μαρίας Λουκά και τις φωτογραφίες του Αντρέα Λουκά.
Οι
δημιουργοί είναι δύο άνθρωποι που αγαπούν, στηρίζουν και προάγουν τον Ελληνοκυπριακό Πολιτισμό και γενικότερα τον
Πολιτισμό και τις Τέχνες, και όπως εξομολογούνται οι ίδιοι στο εισαγωγικό τους
σημείωμα, θέλησαν να μοιραστούν μαζί μας, μέσω αυτού του Λευκώματος, το αίσθημα ότι η ποίηση είναι
εικόνες και οι εικόνες είναι ποίηση.
Πραγματικά
μας μετέδωσαν το αίσθημα αυτό. Αισθανθήκαμε την ποίηση στις φωτογραφίες και
φανταστήκαμε τις εικόνες όπως αναδύονταν μέσα από τον ποιητικό λόγο. Και
κατάφεραν με την Τέχνη τους να μας κάνουν κοινωνούς των αισθημάτων τους, να κινητοποιήσουν τον ψυχικό μας κόσμο και να
μας συγκινήσουν. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός της Τέχνης: Συγκίνηση και
Συναίσθημα. Και όπως είπε ο ποιητής μας
Γ. Σεφέρης, «Τίποτα δεν μας ενώνει καλύτερα από μια κοινή καλλιτεχνική
συγκίνηση».
Α) ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Έχουν
δοθεί πολλοί ορισμοί για την Ποίηση. Ο Ρόμπερτ Φροστ τη χαρακτήρισε ένα
παιχνίδι με υπέρογκα στοιχήματα, αφού πρέπει να έχει Ρυθμό, Μουσικότητα,
Τελετουργική υφή και Συγκινησιακή φόρτιση. Ενώ ο Πωλ Βαλερύ είπε ότι αν ο πεζός
λόγος είναι περπάτημα, η ποίηση είναι χορός. Προσωπικά
προτιμώ αυτόν που την ορίζει ως την καταγραφή μιας στιγμής και όλου του
σύμπαντος που αυτή η στιγμή εμπεριέχει, ένα σύμπαν φτιαγμένο από τόπους,
εικόνες και συναισθήματα, όνειρα, φόβους, επιθυμίες.
Ο
Ποιητής με εργαλεία του τις λέξεις (καθημερινή γλώσσα, επαναλήψεις, αντιθέσεις,
μεταφορές, παρομοιώσεις, εμψυχώσεις, προσωποποιήσεις και άλλα «λεκτικά
παιχνίδια»), τον ρυθμό, τη μουσικότητα, τη μαγεία, την τελετουργική υφή και, κυρίως,
το συγκινησιακό στοιχείο, που παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ποιητική λειτουργία,
δημιουργεί ποιήματα που γεννούν εικόνες και προκαλούν έντονα συναισθήματα. Και
όπως είπε ο Τόμας
Στερνς Έλιοτ, «Η Ποίηση είναι το αμάξι του συναισθήματος».
Όμως
το ίδιο δεν ισχύει και για τη φωτογραφία; Κι αυτή αιχμαλωτίζει και απαθανατίζει
την στιγμή και το σύμπαν της για το οποίο μόλις μιλήσαμε όσον αφορά στην
Ποίηση. Ο
Φωτογράφος με εργαλεία του τον φακό του (οπτική γωνία, φως και σκιά, χρώμα και
τον ψυχικό του κόσμο) δημιουργεί εικόνες, οι οποίες υπαινίσσονται λέξεις και
ιδέες και συγκινεί εξίσου έντονα με την Ποίηση τον εσωτερικό μας κόσμο.
Η
φωτογραφία είναι και αυτή προσωπική έκφραση. Έχει τη δική της γλώσσα, κώδικα,
αλληλεπιδράσεις με εξωτερικούς παράγοντες, εκφραστικά εργαλεία, τεχνικά μέσα,
δυνατότητες και περιορισμούς. Ταυτοχρόνως, η φωτογραφία είναι κοινωνική
δημιουργία. Εκφράζει την εποχή, τις κοινωνικές συνθήκες, τις αισθητικές
προτιμήσεις, συγκρούσεις και εξελίξεις που κανένα πολίτη ενός τόπου δεν αφήνουν
ανεπηρέαστο.
Όπως
και η Ποίηση, αλληλεπιδρά με τις άλλες τέχνες, τα αισθητικά ρεύματα, τις
πολιτιστικές αξίες, επηρεάζεται από τις εξελίξεις, και κυρίως συγκινεί.
Προκαλεί σκέψεις και συναισθήματα, εμμέσως προτείνει ή αποτρέπει, εμπνέει, ή
τέλος αλλά εξίσου σημαντικό, μας προσφέρει αισθητική ευχαρίστηση.
Ο Έζρα
Πάουντ είπε: « Η εικόνα αποτελεί από μόνη της Λόγο».
Στο
πρώτο ποίημα του λευκώματος που
αποτελείται από 3 στροφές των 7 στίχων, έχουμε επανάληψη των στίχων 1,3,4,5,6 σε
κάθε στροφή και ομοιοκαταληξία του 7ου στίχου πρώτης, δεύτερης και τρίτης
στροφής. Η επανάληψη των συγκεκριμένων στίχων, «πέτρα και φως/φως και φωτιά/φωτιά
και ποταμοί/τυπώνουν και κεντούν», είναι μια επανάληψη που θυμίζει αρχαίο
τελετουργικό και δίνει έμφαση σε όσα εμπεριέχονται στην έννοια Όρη Λευκά, στο
φυσικό περιβάλλον και στην λαϊκή τέχνη, την αργυροχοΐα και την κεντητική. Είναι μια πραγματική εισαγωγή στο περιεχόμενο
του Λευκώματος.
Με
ενδιάμεσες αναφορές στο πλουμί, κέντημα-στολίδι, και στο φουρφούρι, τις
ασημένιες διακοσμήσεις οικιακών σκευών και τις περίτεχνες σιδεριές των φεγγιτών,
στο ποίημα δεσπόζει το Φως, το «λευκό», το «πρωτεϊκό», το «διάφανο», το
φιλοπαίγμον, που λούζει τους ανθρώπους και τα έργα τους, τους εμπνέει να
ονειρεύονται, παρηγορητικό στους καημούς τους και ελπιδοφόρο με την κάθε νέα
μέρα που φέρνει.
«Να ξεθωριάζει τους καημούς/να μας ξυπνά με φίλημα στα μάτια και στο μέτωπο/στο μέτωπο και στην καρδιά».
Η
Ποιήτρια απευθύνεται στο ψηλό μπαλκόνι με τις περίτεχνες σιδεριές του, οι
οποίες όπως και στους φεγγίτες, φέρουν πανάρχαια συμβολικά σχήματα, όπως
έλικες, κύκλους και ρόδακες.
Ο
κύκλος, παγκόσμιο σύμβολο, συμβολίζει την αιωνιότητα, την ολότητα, τη ζωή, την
τελειότητα, την αιώνια αγάπη, την ένωση, την αδελφότητα, την προστασία της
κοινότητας.
Ο
ρόδακας, πανάρχαιο ελληνικό σύμβολο, συμβολίζει την Φύση και τα στοιχεία της, (αέρας, γη, νερό, φωτιά), την Αγνότητα, την
Καθαρότητα, την Ομορφιά, την Ευγονία, την Ισχύ και διαχρονικά αποτέλεσε φυλακτό,
είτε του σπιτιού σκαλισμένο στις μετώπες, είτε προσωπικό φυλακτό φορεμένο ως
κόσμημα.
Τέλος
ο Έλικας συμβολίζει την ζωτική ενέργεια, την αέναη κίνηση, την εξέλιξη της
ζωής.
Το ψηλό μπαλκόνι κουβαλάει όλα αυτά τα σύμβολα-φυλακτά και επιπλέον είναι στολισμένο με λεβάντα και βασιλικό, φυτά αρωματικά, μαγειρικά και θεραπευτικά, ενώ έχει παρέα τον Δρόπη, ωφέλιμο υδρόφι και τη Μαρουδιά, τη σαύρα. Έτσι, επιτελείται μια αρμονική συνύπαρξη στοιχείων της Φύσης (γη και ουρανός, αέρας και άχλη), υλικών της γης (σίδερο, πέτρα), με φυτά και μικρά ζώα-ερπετά, σχεδόν κατοικίδια. Και το ψηλό μπαλκόνι γίνεται
«φρεγάτα
κρεμαστή μέσα στην άχλη του πρωινού/μεγάλη όσο μεγάλα είν’ τα μικρά/μικρή όσο
να χωράς τα όνειρά μας».
Η
καμάρα της αυλής αντιπροσωπεύει την ισορροπία, την ομορφιά, την αλήθεια. Ένα
χτίσμα αντιπροσωπεύει ιδέες. Η καμαρόπορτα φέρει οικόσημα που δείχνουν την ιστορία
της και πέτρινο σταυρό, θρησκευτικό φυλαχτό. Η φύση συμπληρώνει το κτίσμα, έργο
ανθρώπινων χεριών, με «ολάνθιστες» ροδιές, δεντρολίβανο, δυόσμο, ορτανσίες. Και
όλα αυτά, σε ένα «Ήρεμο αγκάλιασμα από θαύματα/που βάφει με λουλάκι ο ουρανός».
Το ποίημα αποκαλύπτει την Ορθόδοξη Παράδοση του τόπου, με τα μικρά παλιά εκκλησάκια για προστασία από το κακό, κι έναν Στρατό Αγίων και Μαρτύρων, που «Είδαν πολλά, το μάτι τους θολό και αγριεμένο./Όπου στενό κι όπου κορφή κι όπου κλειδί/κρατάνε καραούλι μες στους αιώνες».
6. ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
Η
Ποιήτρια ανεβαίνει στο Κάστρο, το βουνό, όπου βρισκόταν το εξοχικό της
Ρήγαινας. Στέκεται εκεί όπου στεκόταν η Ρήγαινα και φαντάζεται ότι βλέπει ό,τι
έβλεπε κι εκείνη. Με αυτή την αφορμή μας μιλάει για την ιστορία του τόπου και
πώς πήραν το όνομά τους οι τοποθεσίες. Μας δείχνει τα Φραγκομάτα, όπου ζούσαν
οι Ελεύθεροι που είχαν δικά τους χτήματα. Μας διηγείται για τον φοβερό ληστή
τον Μαύρο και μας δείχνει τη σπηλιά του. Μας μιλάει για τα λείψανα της μεγάλης
σφαγής στη Σφαήνα, που βγαίνουν λίγα-λίγα στο φως, πλάι στα νερά του χειμάρρου
Σιρκάτη που εσίρκασε, αηδίασε από το αίμα της σφαγής.
«Λίγο σκαλίζουμε το πρόσωπο σαν χώμα/Μεμιάς ξεθάβεται ο παλιός μας κόσμος».
Γιατί,
μέσα στη σιωπή κοιμάται η ιστορία, αλλά αρκεί να σαλέψει κανείς το χώμα, για να
ζωντανέψουν οι θρύλοι, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, να ζωντανέψει και η φρίκη και
το αίμα.
Η
Ποιήτρια σε α πρόσωπο δημιουργεί έναν φανταστικό χαρακτήρα, «Ήμουνα λέει παιδί αγόρι αμούστακο», και μας
μεταφέρει στην ιστορική περίοδο του 1570, όταν τα Λεύκαρα πλήρωσαν φόρο αίματος
στους Τούρκους που κατέσφαξαν άμαχο πληθυσμό μέσα στην εκκλησία του Τιμίου
Σταυρού. Όμως, κυνηγήθηκαν και από τους Ενετούς που θέλησαν να τους τιμωρήσουν
επειδή δήλωσαν υποταγή στους Τούρκους. Τότε από τα 850 χωριά έμειναν 550, ενώ
το μεταναστευτικό ρεύμα πού άρχισε τον 19ο αιώνα άφησε τα Λεύκαρα με
μειωμένο πληθυσμό και αυξημένο τον αριθμό των κλειστών και εγκαταλελειμμένων
στο χρόνο σπιτιών.
«Έρχομαι
και ξυπνώ και τι να δω;/Πόρτες παλιές, πόρτες κλειστές και πόρτες σφαλισμένες/και
οι καρδιές που καρτερούν διπλομανταλωμένες».
Με σκεπτικιστική διάθεση, το ποίημα αναφέρεται στην αργυροχοΐα και τη χρυσοχοΐα του παρελθόντος, στην αγορά και την επεξεργασία του ασημιού και του χρυσού από έμπειρους τεχνίτες, ώστε να δημιουργηθούν περίτεχνα περιδέραια, αλυσίδες, σκουλαρίκια, είδη σερβιρίσματος και άλλα σκεύη για θρησκευτικές τελετές. Η σύγκριση με το σήμερα που επικρατούν πρότυπα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα και εισαγωγή επιχρυσωμένων αλυσίδων, καταλήγει σε ένα μάλλον λυπηρό και ελαφρώς ειρωνικό συμπέρασμα:
«Η τρέλα λέν’ δεν πάει στα βουνά./Πάει όμως της αγοράς ο νόμος/γιατί
οι καιροί είναι καλοτάξιδοι κι ανύποπτοι/κι έχουμ’ εμείς συνείδηση τουριστική
και βάλε!»
Η Ποιήτρια με νοσταλγική διάθεση συγκρίνει το χτες με το σήμερα και αναπολεί τις παλιές αυθόρμητες συμπεριφορές φίλων και γειτόνων και τις δημιουργικές ασχολίες τους. Αντιλαμβάνεται ότι οι παλιές δημιουργίες έχουν τώρα θέση διακοσμητική και οι άνθρωποι σκοτώνουν το χρόνο τους, και καταλήγει:
«Μα πάει το χτες, μας άφησε
χρόνους πολλούς/και πορευόμαστε με φαγωμένα πρόσωπα στο σήμερα».
Το παλιό ρολόι θυμίζει την περασμένη εποχή του μεσοπολέμου, όταν η παραδοσιακή αρχιτεκτονική δέχτηκε την επίδραση του νεοκλασικισμού, με τα αετώματα και τις κολόνες, και επανήλθαν παλαιότερα αρχαιοελληνικά και χριστιανικά διακοσμητικά και συμβολικά μοτίβα, όπως το Λιοντάρι και ο Δικέφαλος Αετός, σύμβολα μεγαλοπρέπειας, πνευματικής δύναμης και γενναιότητας. Το παλιό ρολόι μπορεί να χάλασε, όμως το θαύμα της τεχνολογίας το επαναφέρει στη ζωή.
«Κι ο χρόνος άρχισε ξανά να
σαλαγάει/με τις βαριές οπλές του μες στις ρούγες».
«Εδώ η λαϊκή ψυχή σεργιανίζει μες στα στενά».
Εδώ η λαϊκή ψυχή ζει στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια, τις αυλές, στους σταμνοστάτες, στα σκεύη και στα εργαλεία, όπως η γάστρα και το χειρομήλι. Το ποίημα εκφράζει την πεποίθηση ότι κηρύσσοντας τη γειτονιά των Λευκάρων διατηρητέα, διατηρείται και η ψυχή του τόπου ζωντανή, έτσι που
«συναρμολογώντας τα κομμάτια μας,/καθρεφτιζόμαστε μες
στα πολλά της πρόσωπα».
Με
αναφορές στην παλιά καθημερινότητα του τόπου, στο κελάρι, τα πιθάρια του
κρασιού και της ρακής, την πίσω αυλή, και κυρίως στην Παλιά Πηγή τη ζωοδότρα,
γύρω από την οποία πρέπει να άρχισε να χτίζεται το χωριό των Λευκάρων, η
Ποιήτρια μας ενσταλάζει την αισιοδοξία της ότι η αναπαλαίωση σαν αεράκι δροσερό
θα φέρει την αναβίωση του τόπου.
Κλείνοντας τα Ποιήματα ΟΡΗ ΛΕΥΚΑ της Μαρίας Λουκά, μείναμε γοητευμένοι από τις εικόνες που μας παρουσίασε στις σελίδες του. Και θα χρησιμοποιήσω τους στίχους της από αυτό το τελευταίο ποίημά της:
«Εικόνες παιδικές και μαγικές/Σκηνές ενός αθέατου
θιάσου/Καλειδοσκόπιο που γυρίζει ρυθμικά/Και μας τραβά στους κύκλους του/Τυραννικά,
λυτρωτικά, κανείς δεν ξέρει.»
Ποιος
δεν θυμάται με νοσταλγία, ή ποιος δεν έχει σε ξεχωριστή θέση στην καρδιά του
τον τόπο που γεννήθηκε, τον τόπο που πέρασε τα παιδικά του χρόνια; Ακόμα κι αν
κάποιος δεν απομακρύνθηκε από τον γενέθλιο τόπο, αλλά εξακολουθεί να ζει εκεί
στον ίδιο από γεωγραφικής άποψης τόπο, πάλι θα τον νοσταλγεί σε περασμένο
χρόνο, πάλι θα τον σκέφτεται ως έναν ξεχωριστό, ιδιαίτερο άλλον τόπο σε έναν
άλλο χρόνο. Γιατί με το πέρασμα του χρόνου και ο τόπος μεγαλώνει μαζί με εμάς,
η εμφάνισή του αλλάζει, καινούργια πράγματα προστίθενται, παλιά κρύβονται και
χάνονται σε ρωγμές και σκιές. Όμως ο γενέθλιος τόπος ποτέ δεν χάνει τη θέση του
μέσα μας. Ο γενέθλιος τόπος πότε μας ζεσταίνει και μάς παρηγορεί, πότε μας
ενθαρρύνει και μας εμπνέει.
Μέσα σ’
αυτήν την έννοια περικλείονται, το φυσικό περιβάλλον, τα γεγονότα που ζήσαμε οι
ίδιοι ή προηγήθηκαν της γέννησής μας, και τα πρόσωπα που έζησαν εκεί με
συγκεκριμένο τρόπο ζωής, ήθη και έθιμα, συνήθειες και ασχολίες, ακόμα κι εκείνα
που έζησαν πολύ παλιότερα, αιώνες πριν, και κάποια μπορεί να μαρτύρησαν και να
στοίχειωσαν τον τόπο.
Γιατί
δεν είναι όλα ευχάριστα όσα ζήσαμε στον γενέθλιο τόπο. Οι μνήμες μας, οι
προσωπικές μας αλλά κι εκείνες που μας παραδόθηκαν από τους προπάππους μας, δεν
είναι όλες χαρούμενες και ανέμελες. Πολλές είναι δραματικές, μπορεί και
τραυματικές. Τα παιδιά δεν ζουν συχνά σε εύκολες εποχές, οι αποφάσεις των
μεγάλων δεν είναι συχνά σοφές και πάντα υπάρχουν καταστάσεις που δεν μπορούμε
να τις ελέγξουμε ή να τις αποφύγουμε, αλλά μόνο να τις αντιμετωπίσουμε με όση γενναιότητα
μπορούμε. Όμως, ο γενέθλιος τόπος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο,
αντιπροσωπεύει ένα βασικό κομμάτι του εαυτού μας και πάντα μας συγκινεί βαθιά.
Στο
Λεύκωμα ΟΡΗ ΛΕΥΚΑ, η ποιήτρια, με τον πλούσιο σε στοιχεία που αναφέραμε
παραπάνω ποιητικό της λόγο, γεμάτο ολοζώντανες, καθαρές και φωτεινές εικόνες,
μάς παρουσιάζει τον τόπο των Λευκάρων γεμάτο από φως
«λευκό», «πρωτεϊκό», «διάφανο», φιλοπαίγμον, που λούζει τους ανθρώπους και τα
έργα τους, τους εμπνέει να ονειρεύονται, τους παρηγορεί στους καημούς τους και τους
κάνει να ελπίζουν με την κάθε νέα μέρα που φέρνει. Μας παρουσιάζει μια ζωή σε
δράση, και τον υπέροχο λαϊκό πολιτισμό του τόπου, από τις πιο απλές έως τις πιο
σύνθετες εκφράσεις του, σε μια αρμονική συνύπαρξη της Φύσης και των στοιχείων
της γης με τον Άνθρωπο.
Και
το κυριότερο: Η ποιήτρια με τα ποιήματά της καταφέρνει αβίαστα να κινητοποιήσει
τον ψυχικό μας κόσμο, κάνοντάς μας κοινωνούς στα δικά της συναισθήματα που διαπερνούν
όλο της το έργο. Αισθήματα αγάπης και σεβασμού προς τον γενέθλιο τόπο και το
περιβάλλον. Αγάπης και σεβασμού προς την πολιτιστική κληρονομιά. Θαυμασμού προς
τις διάφορες μορφές της τέχνης και τους τεχνίτες. Μας ξυπνάει συναισθήματα
νοσταλγίας για όσα μας αφορούν και υπήρξαν στο παρελθόν και πλέον δεν υπάρχουν,
ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που υπήρξαν. Μάς μεταδίδει την αισιοδοξία, ότι
από εμάς εξαρτάται να διατηρήσουμε ζωντανό το παρελθόν: «Η αναπαλαίωση αεράκι
δροσερό κι ελπίδα αναβίωσης» μας τονίζει στο ποίημά της «Ελπίδα Αναβίωσης». Κι
αυτός ο στίχος της, εκτός από αισιόδοξος, είναι και παρηγορητικός για όσα
έφυγαν από το προσκήνιο. Και ταυτοχρόνως, το σημαντικότερο, μάς ξυπνάει το
αίσθημα της ευθύνης απέναντι στον γενέθλιο τόπο, αφού όσο κρατάμε ζωντανή την
παράδοση, όσο διατηρούμε σταθερή τη σύνδεσή μας με τον τόπο μας, με τις ρίζες
μας, τόσο γνωρίζουμε τη θέση μας στον κόσμο. Γιατί πώς να βρει κανείς τη θέση
του στον κόσμο, αν αγνοεί το παρελθόν του, αν δεν συνδέεται με τις ρίζες του;
Δ) ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ…
Φέτος έκλεισαν 80 χρόνια από τότε που
εκδόθηκε ο πολυαγαπημένος μικρών και μεγάλων «Μικρός Πρίγκιπας», του Αντουάν
ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ας θυμηθούμε την ιστορία του:
Ο Μικρός Πρίγκιπας ζει σε έναν
μικροσκοπικό αστεροειδή, τον Β612. Καθημερινά φροντίζει ένα τριαντάφυλλο και
ένα αρνί, καθαρίζει τρία ηφαίστεια και ξεριζώνει τα βλαβερά δέντρα μπαομπάμπ
για να μην πνίξουν τον πλανήτη του. Κάποια στιγμή, αποφασίζει να ταξιδέψει σε
άλλους πλανήτες και τελικά καταλήγει στη Γη. Μέσα από τις περιπέτειες αυτού του
ταξιδιού, τις γνωριμίες και τις φιλίες του, ανακαλύπτει ότι, αποκομμένος από
τον πλανήτη του και από όσα χρειάζονταν τη φροντίδα του, η καθημερινότητά του
δεν έχει σημασία και αισθάνεται περισσότερο μόνος από ποτέ. Και αποφασίζει να
επιστρέψει…
Θα αναρωτιέστε: Τι κοινό μπορούν να
έχουν ο Μικρός Πρίγκιπας, του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ και Τα Όρη Λευκά, της
Μαρίας Λουκά; Καθώς κάθε αναγνώστης επικοινωνεί με τον δικό του τρόπο με το
Ποίημα και τον Ποιητή, έτσι κι εγώ στα Ποιήματα της Μαρίας Λουκά, είδα την ίδια
λαχτάρα να φροντίσει τον γενέθλιο τόπο, κρατώντας τον ζωντανό. Με ποιον τρόπο;
Καταγράφοντας με τον ποιητικό της λόγο ιστορικά γεγονότα και κυρίως τις πολλές
και ποικίλες εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού που υπήρξαν και αφορούσαν στα
Λεύκαρα, καθώς επίσης εμπνέοντας τους νεότερους. Επειδή, η Ποίηση, σύμφωνα πάλι με τον Τόμας Στερνς
΄Ελιοτ, είναι ταυτοχρόνως ατομική
αναγκαιότητα αλλά και κοινωνική λειτουργία, και επειδή τίποτα δεν πεθαίνει όσο
το κρατάμε ζωντανό στο μυαλό και στην καρδιά μας.
1. Παραδοσιακή και Μοντέρνα Ποίηση, Χάρη Σακελλαρίου, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2003
2.
Ανδρέας Κατσικούδης: www.akatsikoudis.blogspot.com
*Αγγελική Μπούλιαρη, Φιλόλογος, Συγγραφέας, 19-04-2023