Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΕΝΑ ΠΡΩΙ, ΕΝΑΣ ΠΛΑΣΙΕ...

Το πρώτο μου χειρόγραφο ανασύρθηκε σήμερα, τυχαία και απρόσμενα, από κάποιο ντουλάπι. Χτυπημένο στην πρώτη μου γραφομηχανή OLYMPIA, δεν μπορούσε παρά να είναι αφιερωμένο στη μεγάλη μου αγάπη, το Βιβλίο!


ΣΥΝΤΟΜΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Μου συμβαίνει πολύ συχνά να σκέφτομαι την περασμένη μου ζωή, αναπολώντας, όχι τα μεγάλα γεγονότα, τα συνταρακτικά, αυτά που με σημάδεψαν ή με ενθουσίασαν ή με προσγείωσαν απότομα ή τέλος πάντων, αυτά για τα οποία συνήθως λέμε με δυο λόγια, ίσως μνησίκακοι και αποφασισμένοι, "δεν θα το ξεχάσω ποτέ". Αλλά κάποια άλλα γεγονότα μικρά, σκονισμένα από την ασημαντότητα και τη λησμονιά, πολύ μα πολύ καθημερινά. Γεγονότα αποκλειστικά για μένα, που οι άλλοι τα είδαν με την άκρη του ματιού τους, όπως βλέπουμε κάθε πρωί τη γωνία του δρόμου βγαίνοντας από το σπίτι μας για να πάμε στη δουλειά. Κι ακόμα μου συμβαίνει τακτικά να σκέφτομαι το πέρασμα. Το δικό μου από τη ζωή των άλλων και των άλλων από τη ζωή τη δική μου.
Και πολλές φορές απορώ και εκπλήσσομαι, αλλά και γοητεύομαι και συναρπάζομαι με το πόσο ανυποψίαστοι για το ρόλο που παίζουμε στη ζωή κάποιου άλλου, περνάμε ανέμελα, αδιάφορα, ίσως ανεύθυνα, απαλά ή σκληρά από τη δική του ζωή.

Γι' αυτό, λοιπόν, θα 'θελα να σας μιλήσω τώρα, για το γοητευτικό, σύντομο πέρασμα ενός περαστικού από τη δική μου ζωή. Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ θα μας πάει πολύ μακριά στο παρελθόν, σ' ένα κεφάλαιο ιδιαίτερης προσοχής για τον καθένα, θα μας ταξιδέψει στην ομίχλη της παιδικής ηλικίας...


Ήμουν κοντά έντεκα χρόνων τότε. Κι ήταν το πρωινό μιας συνηθισμένης μέρας. Ο πατέρας έλειπε στη δουλειά, η μητέρα μαγείρευε, κι εγώ έπαιζα στην αυλή, περιμένοντας να έρθει η ώρα για να πάω απογευματινή στο σχολείο. Αυτοί ήταν οι ρόλοι μας τότε, κι εμείς ένα ακόμα αντίγραφο του παραδοσιακού πρότυπου, έτσι κι εγώ έπαιζα, ξέροντας πως θα ερχόταν η μέρα να κάνω με τη σειρά μου δουλειές μέχρι να βαρεθεί η ψυχή μου. Βρισκόμουνα στον παιχνιδένιο μου κόσμο, όταν άκουσα τη βαριά, σιδερένια εξώπορτα να τρίζει, σημάδι πως κάποιος έμπαινε. Στάθηκα κοιτώντας προς τα κει, και είδα να εμφανίζεται ένας άντρας ψηλός και μεγάλος στην ηλικία, για μένα που ήμουν μικρή και κοντή και με κούραζε πολύ να τεντώνω το κεφάλι μου προς τα πάνω και πίσω για να κοιτάζω κατάματα τους μεγάλους. Κρατούσε ένα χαρτοκιβώτιο κάτω από τη μασχάλη του. Δεν τον ήξερα. Ήταν γελαστός και με ρώτησε που ήταν η μαμά μου. Έβαλα μια φωνή, "μαμά", χωρίς να κουνηθώ από τη θέση μου. Πράγματι, βγήκε η μητέρα και μόλις αντικρυστήκανε, ευχαρίστηση, χαιρετισμοί και γέλια, και ακολούθησε διάλογος. "Εδώ μένεις;" "Ναι. Και συ πότε ήρθες στην Αθήνα;" "Τώρα τελευταία. Παντρεύτηκα και κάνω τον πλασιέ βιβλίων προσωρινά." "Κάθισε να σε κεράσω!" Και άλλα τέτοια.



Του έφερε καρέκλα και κάθισε πλάι στο τραπεζάκι της αυλής μας, ακουμπώντας το χαρτοκιβώτιο κάτω. Ήρθε το καφεδάκι, έπιασαν την κουβέντα με τη μητέρα, κι εγώ άκουγα με κρυμμένη περιέργεια ασχολούμενη με τα σοσόνια μου. Μιλούσαν για πράγματα δικά τους που δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον για μένα, κι απ' όλα όσα λέγανε δυο πράγματα μου μείνανε, ένα που κατάλαβα κι ένα που δεν κατάλαβα. Το πρώτο ότι ήταν συγγενής της μητέρας και το δεύτερο ότι ήταν πλασιέ, λέξη που δεν είχα ιδέα τι σήμαινε.
Τέλος, έφτασε η ώρα να φύγει, οπότε ανοίγει το κουτί και βγάζει ένα βιβλίο με πράσινο δερμάτινο εξώφυλλο. Μου το χάριζε, έτσι για τη χαρά που ένιωσε απ' αυτό το τυχαίο συναπάντημα.




Μόλις ο άντρας έφυγε, έτρεξα, άρπαξα το βιβλίο κι άρχισα να το ξεφυλλίζω με βιασύνη, περιέργεια, μα και χαρά! Μέχρι τότε το διάβασμά μου ήταν τα παραμύθια του Δαρεμά και του Παπαδημητρίου, παραμύθια του Άντερσεν και των αδερφών Γκριμ, τα Κλασικά Εικονογραφημένα και τα φωτορομάντζα εβδομαδιαίου περιοδικού που μου είχαν γνωρίσει τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα καθώς και την Κυρία με τις Καμέλιες. Δεν είχε καθόλου φωτογραφίες, γι' αυτό στην αρχή δεν μ' άρεσε. Φαίνεται όμως πως είχα αρχίσει να ωριμάζω κι έτσι ξεπέρασα το εμπόδιο κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμά του.
Μ' άρεσε πολύ ο τρόπος που μιλούσαν οι ήρωες του βιβλίου με κοφτές σύντομες φράσεις, μ' άρεσε ο έρωτας που ωρίμασε στις καρδιές τους μέσα στον πόλεμο, δεν μ' άρεσε μόνο το ότι η ηρωίδα πέθαινε στην προτελευταία σελίδα, αλλά και πάλι βρήκα γοητευτικό το τέλος του: Η ηρωίδα έχει πεθάνει, κι ο ήρωας, αφού τους διώχνει όλους και μένει για λίγο μαζί της, νιώθει σαν να λέει 'αντίο' σ' ένα άγαλμα. Τότε φεύγει από το νοσοκομείο για να γυρίσει στο ξενοδοχείο του περπατώντας μέσα στη βροχή. Τέλος.


Μ' άρεσε τόσο πολύ εκείνο το βιβλίο, ώστε μετά συνέχισα με άλλα και με άλλα βιβλία, και μια από τις μεγάλες μου απολαύσεις της εποχής εκείνης ήταν όταν έφευγαν όλοι από το σπίτι κι εγώ έμενα μόνη και ήσυχη για να διαβάσω ό,τι και όσο ήθελα, χωρίς συμβουλές του τύπου "πρώτα το σχολείο!"
Το ευγνωμονώ και του έχω δώσει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, επειδή άνοιξε για μένα "ένα θαυμαστό, καινούργιο κόσμο", τον κόσμο των βιβλίων. Έναν κόσμο που υπάρχει ακόμα για να με συντροφεύει, να με γαληνεύει, να με παρηγορεί, να με ενθαρρύνει, να μου χαρίζει γνώση και να με κάνει να μη νιώθω μόνη και χαμένη ...στο διάστημα.
Με αίσθημα ευγνωμοσύνης θυμάμαι, επίσης, εκείνον τον μακρινό συγγενή, τον αγράμματο συγχωριανό, που κατέβηκε στην πόλη, για να κάνει την τύχη του κάνοντας τον πλασιέ, πέφτοντας πάνω μας και χαρίζοντάς μας αυτό το βιβλίο, του οποίου θα σας πω τον τίτλο, έτσι, για να σας φύγει η περιέργεια, αν δεν το έχετε κιόλας καταλάβει. Ήταν ο "Αποχαιρετισμός στα Όπλα", του Έρνεστ Χεμινγουέη.



 Γι' αυτό, λοιπόν, μια που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή επίδρασή μας πάνω στους άλλους, ας μιλάμε κι ας φερόμαστε με αγάπη και υπευθυνότητα σε κάθε περίσταση, κι επειδή αυτό ίσως είναι κάπως δύσκολο, τουλάχιστον ας χαρίζουμε κάποιο βιβλίο. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να προκύψει. Ακόμα κι ένα ταλέντο... σαν το δικό μου!




Υ.Γ. Σας ευχαριστώ που μοιραστήκατε αυτό το κείμενο μαζί μου!




Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ: ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΙΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕ, ΝΙΚΟΥΣΕ



Έφυγε από το τραπέζι χωρίς να πει λέξη και πήγε στο δωμάτιό της. Όταν μπήκε η Δωροθέα, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω της, τη βρήκε καθιστή στην άκρη του κρεβατιού, να κοιτάζει αφηρημένα το είδωλό της στον καθρέφτη της ντουλάπας απέναντί της.

"Τι έγινε;" ρώτησε χαμηλόφωνα. "Δεν σ' αρέσει ο Αργύρης, για... για... μπαμπάς σου;" κατάφερε τελικά να ψελλίσει.


Η Άνθια τινάχτηκε όρθια, ξαφνιασμένη. Για... 'μπαμπάς' της! Κοίταξε τη μητέρα της κι έβαλε τα γέλια, νευρικά, σχεδόν υστερικά. Μετά σώπασε απότομα.

Στάθηκε στην άκρη της μπαλκονόπορτας, το μισό προφίλ στο φως αλλά αθέατο, το άλλο μισό ορατό μα στο σκοτάδι. Το βλέμμα της είχε περάσει το τζάμι, τα δέντρα του ακάλυπτου χώρου, τον γκρίζο τοίχο της πολυκατοικίας, την κάθετη στήλη με τα παραθυράκια του φωταγωγού στη σειρά. 
Και η ίδια, αβαρής και άυλη, είχε διαβεί την πόρτα και είχε φύγει τρέχοντας χωρίς αποσκευές στο άγνωστο μέλλον, μια άγνωστη κι αυτή χωρίς παρελθόν. Πίσω της, πρόσωπα, πράγματα, σώματα, μέχρι κι ο παλιός εαυτός της, και μπροστά της μια καινούργια αρχή, κάπου αλλού... 

Εκεί που οι άνθρωποι θα σε δέχονται όπως είσαι, δεν θα σε πεθαίνουν στις ερωτήσεις - τίνος είσαι, κοπέλα μου; δεν έχεις πατέρα; - δεν θα απαιτούν απαντήσεις, κατά προτίμηση ψεύτικες, θα σέβονται τη σιωπή σου και θα αρκούνται σε όση αλήθεια τους δίνεις. 

Εκεί που θα σε θέλουν γι' αυτό που είσαι και δεν θα σε αποδιώχνουν γι' αυτά που αθέλητα κουβαλάς.

Το βλέμμα επιστρέφει, χαζεύει τα πολυπληθή φυτά της Δωροθέας. Τα περιποιείται με φανατική λατρεία, που όμοιά της δεν έχει δείξει ποτέ σε άνθρωπο. Ολόκληρη η βεράντα έχει μετατραπεί σε μια μικρή ζούγκλα από πρασινάδες, λουλούδια, δεντράκια, σ' όλων των ειδών τις γλάστρες, πήλινες, πλαστικές, τενεκεδένιες. 

Ήθελα μόνο τη φροντίδα μιας τυχαίας γλάστρας στο μπαλκόνι σου, τίποτα παραπάνω. 

Η Δωροθέα την κοιτάζει, περιμένοντας μιαν απάντηση. Μοιάζει στενοχωρημένη, πληγωμένη.
"Δεν είναι γελοίο;" ρωτάει η Άνθια. Η φωνή της ανεπαίσθητα αλλοιωμένη, η μικρή βραχνάδα κουβαλάει μια μεγαλύτερη σκληρότητα. "Τώρα πια χρειάζομαι έναν άντρα κι όχι έναν πατέρα".
"Μα τι φταίω εγώ; Τώρα βρέθηκε ένας άντρας που να θέλει να με παντρευτεί. Μήπως κι εγώ δεν ήθελα κάτι, νωρίτερα, όλα αυτά τα χρόνια", τραυλίζει η Δωροθέα. "Το ξέρεις πως δεν έφταιγα εγώ", καταλήγει.
"Δεν είπα κάτι τέτοιο. Αλλά γιατί να τον παντρευτείς; Αυτό δεν καταλαβαίνω. Τι παραπάνω θα σου δώσει ο γάμος; Δεν είστε καλά έτσι;"
Η Δωροθέα μένει για λίγο βουβή, ύστερα το ξεστομίζει. "Είμαι έγκυος, πρώτη φορά μετά από σένα, κι αυτός θέλει και το παιδί και μένα..."

Η Άνθια στέκεται ακίνητη, κεραυνοβολημένη. Τι να προσέξει πρώτο σ' αυτή τη φράση; Το πώς τόνισε το 'και' δύο φορές ή... 'έγκυος'! Μα, όπου να ΄ναι κλείνει τα σαράντα κι έχει μια κόρη που θα μπορούσε να την κάνει γιαγιά! 
Πώς είναι δυνατό να θέλει να το κρατήσει; Πώς είναι δυνατό να θέλει τώρα, σ' αυτήν την ηλικία, με καθυστέρηση τόσων χρόνων, να ξεκινήσει μια άλλη ζωή; Αν δεν είχε δοκιμάσει τη λεγόμενη 'χαρά της μητρότητας', θα το καταλάβαινε. Και πώς θα λέει η ίδια σε λίγο καιρό ότι έχει ένα αδερφάκι που θα μπορούσε να είναι παιδί της; Πόσες εκπλήξεις θα χωρέσουν σε μια μέρα;

Η Άνθια γυρίζει προς το μέρος της Δωροθέας. Χαμογελάει, είναι πειστική, ξέρει τι πρέπει να πει. 
"Χαίρομαι για σένα, ειλικρινά! Κι αυτό κάνει τα πράγματα ευκολότερα για μένα. Είχα σκεφτεί να ενοικιάσω δικό μου διαμέρισμα κοντά στη δουλειά μου. Βλέπεις, αυτή η καθημερινή ταλαιπωρία με τη συγκοινωνία με εξοντώνει. Σήμερα θα στο έλεγα, αλλά με πρόλαβες. Θα είμαι ήσυχη τώρα, ξέροντας πως θα έχεις σύντροφο και... παιδί..."
Αγκαλιάζει τη μητέρα της απαλά. Ποτέ δεν έσφιξε η μία την άλλη δυνατά στην αγκαλιά της. Τα σώματα δεν ακουμπούσαν τελείως, πάντα έμενε ένα μικρό κενό. 

Το αγκάλιασμα αβέβαιο και λειψό, αυτό που τις απομάκρυνε, νικούσε...


Απόσπασμα από το βιβλίο:
"Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ"
Βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος
21ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης και Πεζογραφίας



Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:

http://www.anemosekdotiki.gr/poihsh/nostalgia.html