Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αληθινή Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αληθινή Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ, του Αποστόλη Καλαντζή

Όταν ήμουν (κι εγώ) δάσκαλος 

Γράφει ο Αποστόλης Καλαντζής, 

Συνταξιούχος εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.



Φτωχή η πατρίδα μου η Ήπειρος. Το έδαφος αχαμνό και το χώμα λιγοστό. Άντε να προκόψουν σπορές και οπωρικά. Οι γονείς μου, αγρότες. « Άϊντε να μάθεις γράμματα», μου είπαν. Έγινα δάσκαλος.

Στις αρχές του 1964 πρωτοδιορίστηκα στην επαρχία Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Χωριά με φανταστικά τοπία, σπουδαία ιστορία και υπέροχους ανθρώπους. Τοποθετήθηκα στην Παυλιάδα, έναν συνοικισμό του χωριού «Γιάννης Σταθάς», που παλιότερα ονομάζονταν Δούνιστα.

Το χωριό αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά την επανάσταση του 1821, καθώς αποτελούσε αρματολίκι με οπλαρχηγό τον Δημήτρη Καραΐσκο ή Καραϊσκάκη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Δημήτρης Καραΐσκος ήταν πατέρας του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη και μιας καλογριάς, γι’ αυτό αργότερα τον έλεγαν «ο γιός της καλογριάς».

Στην Παυλιάδα, υπήρχε κανονικό Σχολείο με μια αίθουσα κι ένα γραφείο που το χρησιμοποιούσε ο δάσκαλος για κατοικία. Όταν πρωτόρθα στο χωριό, με καλωσόρισαν δυο καλοκάγαθοι γείτονες, ο μπάρμπα-Κώστας Σιατής και η κυρά-Χαρίκλεια, και με βεβαίωσαν με μεγάλη προθυμία ότι θα με συνδράμουν σε ό,τι χρειαστώ.

Οι χωριανοί, φτωχοί άνθρωποι, ήταν αγρότες με λίγα χωραφάκια και λίγα ζωντανά. Κατά τους χειμερινούς μήνες, για να ενισχύσουν το εισόδημά τους, πήγαιναν και έσκαβαν για να βγάλουν ρεικόριζα (ρίζα από ρείκια) που την πουλούσαν σε έμπορο για κατασκευή τσιμπουκιών. Αγαθοί άνθρωποι, με δέχτηκαν με καλοσύνη και παρ’ όλη τη φτώχια τους, ήταν πολύ φιλόξενοι. Στις γιορτές όλοι τους με καλούσαν για να φάμε στο σπίτι τους. 

Σ’ ένα σπίτι ήταν το κοινοτικό τηλέφωνο που λειτουργούσε και σαν καφενείο. Το διατηρούσε ένας γέρος, ο μπάρμπα-Μήτσος Σιατής, επειδή ο γιός του ο Αντρέας ήταν συνεχώς στα χωράφια και στα ζωντανά. Κάθε απόγευμα πήγαινα στο καφενείο και παίζαμε κολτσίνα με τον μπάρμπα-Μήτσο. Το έπαθλο ήταν ένα λουκούμι. Συνέχεια με κέρδιζε ο μπάρμπα-Μήτσος. Μια από τις πολλές φορές κέρδισα κι εγώ και λέω στη Θειά-Μήτσαινα: «Φέρε μου το λουκούμι κι έναν σπάγκο». «Τι τον θέλεις το σπάγκο;» με ρωτάει. «Να το κρεμάσω στην κερασιά του σχολείου», της λέω. Ο μπάρμπα-Μήτσος έσκασε στα γέλια.

Το χωριό δεν είχε εκκλησία παρά ένα εξωκλήσι. Παρακάλεσα τον παπά-Γιάννη από τον Σταθά να έρχεται μια φορά το μήνα στο ξωκκλήσι για λειτουργία, επειδή η Παυλιάδα ήταν μια ώρα μακριά από τον Σταθά, και μου ήταν δύσκολο να πηγαίνω τα παιδιά εκεί. Εκείνος αρνούνταν με τη δικαιολογία ότι η υγεία του δεν του το επέτρεπε. 

Μια μέρα που περνούσε από το χωριό ο παπάς, ο μπάρμπα-Μήτσος του φώναξε: «Εεε, εσύ με τα μαύρα φουστάνια, ξέχασες την αποστολή σου… Εμείς δεν είμαστε χριστιανοί;» Ο παπάς τάχυνε το βήμα του και εξαφανίστηκε.

Του Αγίου Κωνσταντίνου γιόρταζαν πολλοί χωριανοί. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Κώστας Κατσούλης που είχε ένα κοπάδι γίδια. Έρχονταν τακτικά τα βράδια στο Σχολείο να μάθει νέα από ένα μικρό τρανζίστορ που είχα. Ήταν η εποχή που ο Γκαγκάριν πήγε στο διάστημα και το ενδιαφέρον όλων μας ήταν μεγάλο γι’ αυτό το επίτευγμα. «Θα σε καλούσα στη γιορτή μου, αλλά δεν έχω σπίτι και μένω σε καλύβα», μου είπε. «Αύριο, Κώστα, θα έρθω να φάμε μαζί», του υποσχέθηκα. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Οι δε χωριανοί σχολίαζαν το γεγονός που ο δάσκαλος προτίμησε την καλύβα του Κατσούλη και όχι τα σπίτια τους.

Πολλά διηγούνταν οι χωριανοί για έναν παπά της περιοχής. Ο παπάς αυτός ήταν πολύ ψηλός και γεροδεμένος με στεντόρεια φωνή. Ο ευλογημένος ήταν λίγο άτσαλος στις κινήσεις του και μια φορά, όπως ανέμιζε το θυμιατό του, χύθηκε το λάδι από το καντήλι στο κεφάλι του.

Μια άλλη φορά, όπως διάβαζε τα αναστάσιμα «ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες…», θέλοντας να το καταλάβουν καλύτερα οι πιστοί, είπε «Αναστήθηκε ο Χριστός με πεντακόσιους διαβόλους…».

Άλλη φορά πάλι, διάβαζε από το ευαγγέλιο τη βίβλο γενέσεως Ιησού Χριστού, «Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, κ.λ.π.», και δίπλα του ένα παιδί του έφεγγε με το κερί. Σε κάποια στιγμή το χέρι του παιδιού κουράστηκε και χαμήλωσε το κερί. «Φέξε, ωρέ, να ιδούμε ποιος διάολος γέννησε τον άλλον… Ακούς εκεί άντρες και να γεννάνε;» Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο άντρας γεννά και η γυναίκα τίκτει.

Μερικές φορές πήγαινε και λειτουργούσε σ’ ένα ξωκλήσι. Πριν από τη λειτουργία έστηνε παγίδες για να πιάσει κοτσύφια. Άνοιγε την πλαϊνή πόρτα και παρακολουθούσε. Μεταξύ «Κύριε ελέησον», έλεγε στο κοτσύφι: «Τσίμπα διάβολε!» Και οι χωριανοί που ήξεραν τη μανία του με τις παγίδες, σχολίαζαν: «Ο παπάς το ένα μάτι το έχει στο ευαγγέλιο και τ’ άλλο στην παγίδα…»

Πολλές φορές πήγαινα τα παιδιά στην εκκλησία του διπλανού χωριού, την Αρωνιάδα. Εκεί ήταν παπάς ο παπά-Νταλάκος. Ένας σεβάσμιος γέροντας, αφοσιωμένος στο έργο του και ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα από τους χωριανούς για θανάτους, βαπτίσεις ή μνημόσυνα. Είχε, όμως, μια αδυναμία. Έπαιζε στο καφενείο πρέφα. Μόλις τελείωνε τη λειτουργία και έλεγε το «Δι ευχών…», μας έλεγε: «Άϊστε, δασκάλοι, πάρτε την κι έρχομαι». Ένας καλόγερος τον κατέδωσε στο Δεσπότη, ότι ο παπάς παίζει χαρτιά.

Ήρθε μια Κυριακή ο Δεσπότης και μετά τη λειτουργία καθίσαμε όλοι στο καφενείο. «Μου είπαν ότι παίζεις χαρτιά παπά-Σωτήρη», του είπε. «Παίζω, αλλά ξέρεις με ποιους παίζω;» «Με ποιους;» ρώτησε ο Δεσπότης. «Με τους δασκάλους παίζω, γιατί η πρέφα θέλει τρεις, οι δυο δάσκαλοι κι εγώ. Αν δεν τους παίξω εγώ, θα μας φύγουν οι δάσκαλοι», του είπε. Ο Δεσπότης συμφώνησε και συγχώρησε τον παπά-Σωτήρη.

Απέναντι από την Παυλιάδα, είναι το βουνό Καλάνα, στις παρυφές του οποίου βρίσκεται το χωριό Χαλκιόπουλοι. Κάθε 15 Μάη οι κάτοικοι γιορτάζουν τη μνήμη του αγίου Αντρέα, του ερημίτη. Ο άγιος γεννήθηκε στο χωριό Μονοδένδρι της Ηπείρου. Παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Εγκατέλειψε, όμως, οικογένεια και περιουσία για να ζήσει ερημίτης, για την αγάπη του Χριστού. Πέντε, περίπου, χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού ανακαλύφθηκε η σπηλιά στην οποία έζησε ο άγιος. Από το σημείο αυτό απολαμβάνει κανείς μια καταπληκτική θέα, έχοντας μπροστά του «πιάτο» τη Λίμνη των Κρεμαστών.

Η εποχή εκείνη, παρά τη φτώχια και τις στερήσεις, ήταν μια ανέμελη εποχή χωρίς άγχος. Οι ξωμάχοι αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες της ζωής με χιούμορ κι έβλεπες στα πρόσωπά τους μια ηρεμία και στα χείλη τους ένα χαμόγελο.


ΥΓ. 1: Ο τίτλος που πονήματος τούτου (Όταν ήμουν δάσκαλος) ανήκει στον συγγραφέα από την Κρήτη, Ιωάννη Κονδυλάκη. Πολύ νέος κι αυτός διορίστηκε δάσκαλος στα χωριά της Κρήτης, στις αρχές του 20ου αιώνα. Από τότε μέχρι και τη δεκαετία του ’60, οι συνθήκες για την εκπαίδευση στην ύπαιθρο της Ελλάδας δεν διέφεραν και πολύ από εκείνες που περιγράφει ο Κονδυλάκης.

ΥΓ. 2: Οι καλοσυνάτοι αυτοί γείτονες, ο μπάρμπα-Κώστας Σιατής και η κυρά-Χαρίκλεια, ήταν ο παππούς και η γιαγιά της συγγραφέως και ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη.

Α.Κ.

Πρώτη δημοσίευση: https://www.loutraki365.gr/blog/post/otan-imoyn-daskalos 



Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

ΣΕ ΓΗ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟ, της Πόλα Μακλέιν

 

ΣΕ ΓΗ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟ

Συγγραφέας:         ΠΟΛΑ ΜΑΚΛΕΪΝ

Μετάφραση:          Φωτεινή Πίπη

Εκδόσεις:              ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Σελίδες:                449

 


«Η οικογένεια Μάρκαμ ονειρεύεται μια νέα ζωή σε μια αφρικανική φάρμα κι έτσι αφήνει τις ανέσεις του σπιτιού της στην Αγγλία και πηγαίνει στην Κένυα. Εκεί, η Μπέριλ, η κόρη των Μάρκαμ, μεγαλώνει με τρόπο αντισυμβατικό, διαμορφώνοντας μια ισχυρή προσωπικότητα αλλά και μια μεγάλη αγάπη για οτιδήποτε άγριο. Όταν διαλύονται όλα όσα γνωρίζει και εμπιστεύεται, η ξεροκέφαλη νεαρή Μπέριλ ρίχνεται σε μια σειρά από καταστροφικές σχέσεις, πριν μπλεχτεί σ’ ένα παθιασμένο ερωτικό τρίγωνο με τον ακαταμάχητο κυνηγό σαφάρι Ντένις Φιντς Χάτον και τη συγγραφέα βαρόνη Κάρεν Μπλίξεν. Γενναία, τολμηρή και αντιφατική, η Μπέριλ θα διακινδυνεύσει τα πάντα για να κατακτήσει τον Ντένις, προτού συνειδητοποιήσει ότι το πεπρωμένο της είναι ένα και μοναδικό: να πετάει. Ένα δυνατό μυθιστόρημα που ταξιδεύει τον αναγνώστη στον μαγευτικό κόσμο του «Πέρα από την Αφρική», στην Κένυα της δεκαετίας του 1920, και αποκαλύπτει τις συναρπαστικές περιπέτειες της Μπέριλ Μάρκαμ, μιας γυναίκας πολύ πιο μπροστά από την εποχή της.» (Οπισθόφυλλο)

Έχοντας ήδη διαβάσει με μεγάλη ευχαρίστηση το προηγούμενο βιβλίο της Πόλα Μακλέιν, «Στο Παρίσι με τον Χεμινγουέι», άρχισα να διαβάζω το «ΣΕ ΓΗ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟ» με ανυπομονησία και ενθουσιασμό. Οι προσδοκίες μου επαληθεύτηκαν, καθώς βρήκα το μυθιστόρημα αυτό ακόμη πιο ενδιαφέρον από το προηγούμενο, και συναρπαστικό από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα.

Και αυτή τη φορά, η συγγραφέας επέλεξε να ασχοληθεί με ένα γυναικείο υπαρκτό πρόσωπο,  ως κεντρικό χαρακτήρα, και με πραγματικά γεγονότα. Υπαρκτοί είναι επίσης και οι περισσότεροι από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου, οι οποίοι κινούνται γύρω της και σχετίζονται με κάποιον τρόπο μαζί της.

Η συγγραφή ενός φανταστικού απολογισμού μιας ιστορικής προσωπικότητας είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, επειδή πάντα παραμονεύει ο κίνδυνος για υπερβολικά ρομαντική απόδοση, για αναχρονιστική επιβολή σύγχρονων ευαισθησιών στην ιστορική φιγούρα, ή για να κατακλυστούν οι αναγνώστες με πάρα πολλές ιστορικές λεπτομέρειες, που θα κουράσουν και θα αποσπάσουν την προσοχή από την ουσία του κειμένου.

Όμως, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη με την Πόλα Μακλέιν και το «ΣΕ ΓΗ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟ». Αντιθέτως, η συγγραφέας κατάφερε να μας δώσει μια ενδιαφέρουσα ιστορία και μια καταπληκτική απεικόνιση της Μπέριλ Μάρκαμ, η οποία ξεπηδά μέσα από τις σελίδες, πραγματική, πολυδιάστατη, ειλικρινής, μαχήτρια, επαναστατική, ανεξάρτητη, τολμηρή και πρωτοπόρος.

Δεν υπάρχουν ελαττώματα στον τρόπο με τον οποίο η ταλανταχούχα Αμερικανίδα συγγραφέας διηγήθηκε αυτή την ιστορία. Η γραφή της από την αρχή ως το τέλος, είναι μαγευτική, με ολοζώντανες εικόνες και περιγραφές τόπων και ζωηρή και πλήρη σκιαγράφηση όλων των χαρακτήρων, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μεταφέρεται και ο ίδιος στην Αφρική, στην αποικιακή Κένυα, στις αρχές του 20ου αιώνα. Βιώνει μαζί με τη Μπέριλ την αίσθηση της μεγάλης απώλειας, όταν η μητέρα της εγκαταλείπει την ίδια, σε ηλικία περίπου πέντε ετών, καθώς και τον πατέρα της, και επιστρέφει στην Αγγλία παίρνοντας μαζί της τον μεγαλύτερο αδελφό της. Παρακολουθεί την ισχυρή αλλά όχι αρκετά ικανοποιητική σχέση της Μπέριλ με τον πατέρα της, την αμηχανία της ως έφηβη νύφη, την ικανότητά της να προχωρήσει στη ζωή της, και τις σχέσεις της με ανθρώπους που τη βοήθησαν, ή αντιθέτως την εμπόδιζαν να είναι τόσο παθιασμένα ανεξάρτητη. Ο αναγνώστης, επίσης, κατανοεί τον δυνατό δεσμό της με την Κένυα και τη φύση, το χιούμορ της, την τόλμη της και την ισχυρή αίσθηση του εαυτού της και της σεξουαλικότητάς της.

Η ΜακΛέιν απεικονίζει με μαεστρία έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, μέσα στον οποίο οι επιλογές των γυναικών για μια ανεξάρτητη ζωή ήταν σχεδόν μηδενικές, και το τίμημα που πλήρωσε επανειλημμένα η Μπέριλ για να ζήσει τη ζωή της όπως επιθυμούσε, πολύ μεγάλο. Η αποικιοκρατούμενη Κένυα δεν απεικονίζεται ως ένα ρομαντικό σκηνικό της ιστορίας, αντιθέτως εμφανίζεται ως τόπος εκμετάλλευσης, συνάθροισης και διασκέδασης των πλούσιων και κακομαθημένων Ευρωπαίων, ενώ ισχύουν όχι μόνο οι φυλετικοί διαχωρισμοί αλλά και οι διαχωρισμοί κοινωνικής τάξης, εφόσον για τους μη ανήκοντες στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα δεν ίσχυαν οι ίδιοι κανόνες. Ωστόσο, για την Μπέριλ, που ποτέ δεν έδωσε την καρδιά της σε άλλον τόπο, η Κένυα αποτελούσε την πατρίδα και το αληθινό της σπίτι.

Αν σας αρέσουν οι ισχυρές και πρωτοπόρες γυναικείες προσωπικότητες ή  ενδιαφέρεστε για την αποικιακή Αφρική στις αρχές του 20ού αιώνα, τότε το βιβλίο ΣΕ ΓΗ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟ συνιστάται ανεπιφύλακτα.

Λίγα λόγια για την ηρωίδα του βιβλίου. Ποια ήταν η Μπέριλ Μάρκαμ;



Η Μπέριλ Μάρκαμ υπήρξε εκπαιδεύτρια αλόγων, πιλότος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1902, στο Άσγουελ του Ηνωμένου Βασιλείου. Όταν ήταν τεσσάρων ετών, η οικογένειά της μετακόμισε σε ένα αγρόκτημα, κοντά στην κοιλάδα Γκρέιτ Ριφτ, στην Κένυα. Εγκαταλειμμένη από τη μητέρα της, ανατράφηκε από τον πατέρα της και από τους ιθαγενείς της φυλής Κίπσιγκι που μοιράζονταν τη φάρμα τους. Πέρασε μια περιπετειώδη παιδική ηλικία και έγινε η πρώτη και νεαρότερη πιστοποιημένη εκπαιδεύτρια αλόγων στην Κένυα, λίγο πριν κλείσει τα δεκαοκτώ της χρόνια. (Μέχρι τότε  μόνο άντρες γίνονταν εκπαιδευτές αλόγων).

Στη συνέχεια, εκπαιδεύτηκε ως πιλότος μικρού αεροσκάφους που δεν απαιτεί αεροδρόμιο για την προσγείωση και την απογείωση, σε μια εποχή που οι περισσότεροι Αφρικανοί δεν είχαν δει ποτέ αεροπλάνο. Το 1936, δέχτηκε την απόλυτη πρόκληση: να διασχίσει τον Ατλαντικό Ωκεανό πετώντας μόνη, χωρίς στάση, από τα ανατολικά προς τα δυτικά, ένα επίτευγμα που είχε ολοκληρώσει αντιστρόφως, το 1932, η συνάδελφος αεροπόρος Αμέλια Ερχαρτ (από Χάρμπορ Γκρέις, Αμερική, προσγειώθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία). Η Μάρκαμ κατάφερε το στόχο της, με ενάντιους επικρατούντες ανέμους. Απογειώθηκε από το Άμπινγκτον στη Νότια Αγγλία, στις 16 Σεπτεμβρίου 1936, και προσγειώθηκε στη Νέα Σκοτία στον Καναδά, μετά από πτήση 20 ωρών.

Η ζωή της Μπέριλ Μάρκαμ είναι ένα πραγματικό έπος. Όχι μόνο πέτυχε νέους στόχους και έσπασε ρεκόρ ως πιλότος, αλλά και διέλυσε τις κοινωνικές προσδοκίες, ρίχτηκε σε τρομερές ερωτικές σχέσεις, και κατέγραψε τα πάντα. Το πιο διάσημο βιβλίο της είναι τα απομνημονεύματά της, "West With The Night", το οποίο εκτυπώθηκε το 1942  και ξεχάστηκε, έως ότου ανακαλύφθηκε ξανά από έναν εστιάτορα στην Καλιφόρνια το 1982, και πέτυχε νέα δημοτικότητα κατά την επανέκδοσή του το 1983, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Τα απομνημονεύματά της χαρακτηρίζονται από τη βαθιά αγάπη της για την "ψυχή της Αφρικής", την σπαρακτική ειλικρίνεια και την ευστροφία πνεύματος.

Η Μπέριλ Μάρκαμ πέθανε στις 03 Αυγούστου 1986, στο Ναϊρόμπι στην Κένυα.

 









 

Η φοβερή ζωή της Μπέριλ Μάρκαμ μεταφέρθηκε με επιτυχία στην μικρή οθόνη το 1988: 





Πηγές: 






Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ, της ΠΟΛΑ ΜΑΚΛΕΪΝ

 

ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

Της ΠΟΛΑ ΜΑΚΛΕΪΝ

Μετάφραση: Φωτεινή Πίπη

Εκδόσεις:      Ψυχογιός, 2019

Σελίδες:         428

 



Μπορείς να αγαπάς κάποιον υπερβολικά;

Αυτό το ερώτημα θέτει η συγγραφέας στο βιβλίο της, ενώ αφηγείται μια βαθιά υποβλητική ιστορία αγάπης, φιλοδοξίας και προδοσίας, και καταγράφει μια αξιοσημείωτη χρονική περίοδο και μια ερωτική σχέση μεταξύ δύο αξέχαστων ανθρώπων: του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και της συζύγου του, Χάντλι Ρίτσαρντσον.

Σικάγο, 1920. Η Χάντλι Ρίτσαρντσον είναι μια κοπέλα «καλής οικογενείας», συγκρατημένη και καθωσπρέπει. Μέχρι τη μέρα που εισβάλλει στη ζωή της ένας παρορμητικός και απίστευτα γοητευτικός άντρας που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας: ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ερωτεύονται παράφορα, παντρεύονται και φεύγουν για το Παρίσι, όπου θα γίνουν το χρυσό ζευγάρι μιας μυθικής παρέας, στην οποία συμμετέχουν η Γερτρούδη Στάιν, ο Έζρα Πάουντ και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.

Αν και είναι βαθιά ερωτευμένοι, ο Έρνεστ και η Χάντλι, ωστόσο δεν είναι καλά προετοιμασμένοι για την άφθονη κατανάλωση αλκοόλ, την ακατάπαυστη μουσική της τζαζ και τη γρήγορη ζωή του μποέμικου Παρισιού, το οποίο δεν εκτιμά τις παραδοσιακές έννοιες της οικογένειας και της μονογαμίας.

Περιτριγυρισμένος από όμορφες γυναίκες και ανταγωνιστικούς άντρες, ο Έρνεστ αγωνίζεται να βρει τη φωνή που θα του χαρίσει μια θέση στην ιστορία της Λογοτεχνίας, μεταφέροντας όλο τον πλούτο και την ένταση της ζωής του με την Χάντλι και τον κύκλο των φίλων τους, στο μυθιστόρημά του, «Κι ο ήλιος ανατέλλει (Φιέστα).

Η Χάντλι, εν τω μεταξύ, προσπαθεί να διατηρήσει την αίσθηση του εαυτού της, καθώς οι απαιτήσεις της ζωής με τον Έρνεστ είναι πολυδάπανες, και οι ρόλοι της ως συζύγου, φίλης και μούσας γίνονται ολοένα και πιο απαιτητικοί.

Παρά την εξαιρετική σχέση τους και την απόκτηση του γιου τους, Μπάμπι, τελικά θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν την απόλυτη κρίση του γάμου τους, που θα οδηγήσει στο γκρέμισμα όλων εκείνων για τα οποία έχουν αγωνιστεί τόσο σκληρά.


Ο ίδιος ο Έρνεστ έγραψε αργότερα ότι θα προτιμούσε να είχε πεθάνει παρά να έχει ερωτευτεί οποιαδήποτε άλλη πέρα από τη Χάντλι, ενώ διηγήθηκε στον φίλο του, δημοσιογράφο, Ααρών Χότσνερ, όλη την αλήθεια για τη ρομαντική ζωή στο Παρίσι, τις λεπτομέρειες της εξωσυζυγικής του σχέσης με την Πωλίν Φάιφερ που κατέστρεψε τον πρώτο του γάμο, και για το πώς, χωρίζοντας τη Χάντλι, έχασε το «αληθινό μέρος κάθε γυναικείου χαρακτήρα που θα πρωταγωνιστούσε στα βιβλία του», όπως και τη μεγάλη αγάπη που μάταια θα αναζητούσε ξανά στην υπόλοιπη ζωή του. (Όλα αυτά καταγράφηκαν από τον Α. Χότσνερ στο βιβλίο του «Ερωτευμένος Χεμινγουέϊ», από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος).

Ένας από τους πιο μεγάλους και θυελλώδεις έρωτες στον χώρο της λογοτεχνίας γίνεται από την ταλαντούχα Πόλα ΜακΛέιν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που σκιαγραφεί έξοχα τόσο τη σύντροφο του συγγραφέα, τη «Σύζυγο του Παρισιού», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος, όσο και τον άντρα πίσω από τον συγγραφέα, και που δικαίως αγαπήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, έχοντας μεταφραστεί σε 34 γλώσσες.




Η ΠΟΛΑ ΜΑΚΛΕΪΝ γεννήθηκε στο Φρέσνο της Καλιφόρνια το 1965. Μεγάλωσε αλλάζοντας συχνά ανάδοχες οικογένειες, όπως και οι δύο αδελφές της, μιας και γνώρισε τη γονική εγκατάλειψη από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Δούλεψε από βοηθός νοσοκόμου μέχρι ντιλίβερι και σερβιτόρα, ώσπου να αποφασίσει ότι μπορούσε (και ήθελε πολύ) να γράφει. Σπούδασε ποίηση στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, μια αυτοβιογραφία και τέσσερα μυθιστορήματα, αποσπώντας πολλές υποτροφίες και διακρίσεις. Ζει με την οικογένειά της στο Κλίβελαντ.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Α-τύπος, Τεύχος 04, Ιούλιος 2020



Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

ΥΠΑΤΙΑ, Δημήτρη Βαρβαρήγου (2)


Η γυναίκα που πλήρωσε με τη ζωή της το δικαίωμά της να αντιστέκεται στο σκοτάδι


Γράφει η Αγγελική Μπούλιαρη-Αργυράκη
Φιλόλογος-συγγραφέας


ΥΠΑΤΙΑ
Είδος:             Ιστορικό Μυθιστόρημα
Συγγραφέας: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ
Σελίδες:         490
Εκδόσεις:      ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ, 2014


Τι ήξερα εγώ για την Υπατία; Με αιδώ, ομολογώ, τίποτα άλλο παρά ότι ήταν ένα ουσιαστικό γένους θηλυκού, που μου θύμιζε το αξίωμα του υπάτου και της θητείας του (υπατείας). Βλέπετε, η γυναίκα που αντιστάθηκε στον σκοταδισμό μέχρι και την τελευταία της πνοή, παρέμεινε επί αιώνες επιμελώς κρυμμένη στο σκοτάδι. Χρειάστηκε μια ταινία, η AGORA , με τη σπουδαία Ρέιτσελ Βάις, το 2009, για να μάθω ότι η Υπατία που έζησε στην Αλεξάνδρεια (370-416 μΧ) ήταν μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος, δίδασκε τις επιστήμες αυτές, αλλά και μελετούσε αδιάκοπα για να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα και να επεκτείνει το πεδίο της γνώσης. Ταυτοχρόνως, έμαθα και για το τραγικό και βίαιο τέλος της, τίμημα με το οποίο πλήρωσε όχι μόνο τις πεποιθήσεις της περί ανεξιθρησκείας, ελευθερίας, δικαιώματος στη γνώση και στην επιλογή ζωής, που την έφεραν σε αντίθεση με το κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής, αλλά και το ίδιο το γεγονός ότι γεννήθηκε γυναίκα και μάλιστα με πνεύμα ισάξιο ανδρών επιστημόνων της εποχής της, καθώς επίσης και την τόλμη να εισχωρήσει και να διεκδικήσει τη θέση της σ’ αυτόν τον ανδρικό κόσμο. 
Ατυχώς, αγνοούσα ότι ήδη, προτού ακόμη εισχωρήσω στον κόσμο του διαδικτύου, ένας Έλληνας συγγραφέας, ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, μετά από πολυετή έρευνα και μόχθο, είχε συγγράψει και εκδώσει βιβλίο του με τίτλο και θέμα ακριβώς αυτό: ΥΠΑΤΙΑ.
Το βιβλίο με συνεπήρε και ως αναγνώστρια ένιωσα την πληρότητα και τη χαρά που φέρνει η ανάγνωση ενός πολύ καλού βιβλίου. Με την έντιμη, συνεπή και ανθρωπιστική γραφή του ο συγγραφέας με κέρδισε, έτσι ώστε να θέλω να διαβάσω και τα επόμενα αλλά και τα προηγούμενα βιβλία του.
Με αυτό το ιστορικό μυθιστόρημά του ο κ. Βαρβαρήγος μας ξεναγεί στην περίφημη Αλεξάνδρεια, σε μια δύσκολη εποχή, όταν φθίνει ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός και κηρύσσεται παράνομη η ελληνική φιλοσοφία, υπό την πίεση φανατικών του Ιουδαϊσμού αλλά και του χριστιανισμού που πλέον αποτελεί επίσημη θρησκεία του κράτους. Η Υπατία του μας πληροφορεί, μας προβληματίζει, διευρύνει τις γνώσεις μας, την οπτική γωνία μας, τον τρόπο σκέψης μας, και μας προτρέπει να ερευνούμε αδιάκοπα την κληρονομιά μας. 
Βρήκα έξοχη την αναπαράσταση της εποχής, με τα διάφορα ρεύματα και τις τάσεις στη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την πολιτική, τις επιστήμες, και πάνω απ' όλα γοητευτική και συγκινητική τη σύνθεση της αγνής, καθαρής και δυνατής προσωπικότητας της Υπατίας, χωρίς να υπολείπονται σε πληρότητα και όλοι οι άλλοι χαρακτήρες του βιβλίου. Καταγράφονται ήθη και έθιμα της εποχής και παρουσιάζεται με αδρές πινελιές η καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Οι διάλογοι, αληθοφανείς, με λόγο που κυλάει αβίαστα, σαν να παρακολουθείς πραγματική συζήτηση, πότε ανήσυχων πνευμάτων πότε απλών ανθρώπων, χωρίς περιττά στολίδια ή πομπώδεις εκφράσεις, φωτίζουν πρόσωπα και καταστάσεις.  
Οι επικεφαλίδες, που λειτουργούν και ως μικροί, ανεξάρτητοι θησαυροί, συμπυκνώνουν είτε το βαθύτερο στοχασμό του συγγραφέα πάνω σε κάθε κεφάλαιο, είτε αποδίδουν την κατάσταση γύρω από την Υπατία, και άλλοτε τον χαρακτήρα και τα πιστεύω της φιλοσόφου.
Όλα αναδείχτηκαν όπως έπρεπε και με τον καλύτερο τρόπο μέσω της εξαιρετικής γραφής του κ. Δημήτρη Βαρβαρήγου. Γραφή ωραία, ουσιαστική, χωρίς υπερβολές, με αίσθηση οικονομίας, με αγάπη προς το κείμενο και τον αναγνώστη, με περιγραφές ακριβείς, ιδιαίτερες  και χαρισματικές, ακόμα και όταν πρόκειται για τα δύσκολα και τα βίαια, αφού ο συγγραφέας διαθέτει το δικό του μαγικό πέπλο από λέξεις, με το οποίο τυλίγει τα γεγονότα και τα προσφέρει στον αναγνώστη, έτσι ώστε εκείνος να τα μαντέψει, να τα αντέξει και να τα δεχτεί.
Στις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνονται ηθικά διλήμματα, συγκρούσεις συμφερόντων και ιδεών καθώς και οι απόψεις της Υπατίας, ενός πραγματικά ελεύθερου πνεύματος, για την πίστη, τη γνώση, την ηθική, τον έρωτα, την ελευθερία, το θάνατο, την ευτυχία, τη μεταφυσική.
Είναι πάρα πολλά τα σημεία που κέντρισαν το ενδιαφέρον μου και αποτυπώθηκαν στη μνήμη μου, αλλά επειδή ο καθένας μας βρίσκει σ' ένα βιβλίο τους δικούς του προσωπικούς θησαυρούς, αρκούμαι να αναφέρω μόνο λίγα από αυτά.
Στη σελίδα 83, βρίσκουμε μια συνοπτική αλλά πλήρη παράθεση της έννοιας του Χριστιανισμού (ισότητα, φιλαλληλία, αγάπη) καθώς και τη συγκλονιστική δήλωση της Υπατίας, "Έχω δικαίωμα να αντισταθώ στο σκοτάδι". Λέτε γι' αυτό, αιώνες μετά, να δόθηκε το όνομά της σ' ένα αστέρι; (Το 1884, όταν ανακαλύφθηκε ο αστεροειδής 238, ονομάστηκε Υπατία). Λίγο παρακάτω, ωστόσο, στη σελίδα 97, συναντάμε το υποκριτικό πρόσωπο ενός αξιωματούχου χριστιανού.
Στη σελίδα 147, η Υπατία δηλώνει: " Η αρρώστια της γης είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν να επιβάλλουν τις ιδέες και απόψεις τους πάνω σε θέματα που άλλοι είναι αντίθετοι, είτε επειδή γνωρίζουν, είτε επειδή είναι αμαθείς". Νομίζω ότι και σήμερα επίκαιρη είναι η φράση αυτή.

Στη σελίδα 192, η Υπατία αναρωτιέται: "Το να παραιτηθώ από τα πιστεύω μου είναι λήψη μέτρων;" ενώ στη σελίδα 462 ο Πέτρος συμπεραίνει για την ίδια: "Γνωρίζεις πολλά, μα όχι τη μεγαλύτερη τέχνη απ’ όλες, πώς να επιβιώσεις". Ίσως και να μην ήθελε να τη γνωρίσει αυτή την τέχνη, να μην την ενδιέφερε. Παρακαλάει μόνο μυστικά στη σελίδα 464, να προλάβει να ελευθερωθεί (δηλαδή, το πνεύμα της  να εγκαταλείψει το σώμα της) πριν τη συντριβή της.

Το βιβλίο κλείνει υπέροχα με το 19ο κεφάλαιο, μεστό σε ιδέες και νοήματα, και πρωταγωνιστή αυτόν που έμεινε πίσω για να βαστάξει το φορτίο της θλιβερής απώλειας και να αποδώσει την τέφρα της αγαπημένης του στο σύμπαν: τον Ορέστη.
 Στη σελίδα 470, ο Ορέστης σκέφτεται τα ατέλειωτα και αναπόφευκτα πάρε-δώσε των θνητών με τη μοίρα, που "ποτέ δεν χαρίζεται απόλυτα, αλλά με την πρώτη ευκαιρία παίρνει πίσω περισσότερα απ' όσα πρόσφερε", και στη σελίδα 474, ο ίδιος, μέσα στο ξέσπασμα της οδύνης του, αναφωνεί: "Πόλη μου, μαζί με την αγαπημένη μου σβήνει η ιερή σου φλόγα", μαντεύοντας έτσι το τέλος του ελληνιστικού κόσμου και την αρχή του σκοταδισμού-μεσαίωνα.

Τα λόγια του Ορέστη, στις δύο τελευταίες σελίδες του βιβλίου, προτρέπουν και καλούν όλους όσοι αγαπούν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τη γνώση και το πνεύμα, σε ένωση με το παρελθόν και συνέχεια:
 "Αίολε, δείξε μου τη μάνητά σου, να φουσκώσει τα πανιά των αποφάσεών μας, να ταξιδέψουμε στα πέρατα της γης. Ναύτες, λάμνετε τα κουπιά να βρεθούμε στα όνειρα που χάθηκαν, μέσα στο λαμπρό παρελθόν που αγάπησε... Κι όλοι εσείς, που κηλιδώσατε με το αίμα της τ' όνομά Του, μάθετε πως δεν θα μπορέσετε να αποφύγετε μέσα στο πανίσχυρο σύμπαν το παρελθόν που στέκει ζωντανό εμπρός μας και μας καλεί να ενωθούμε μαζί του, για να μη χαθεί η αρχαία γνώση, το κάλλος και το ιερό του πνεύμα. Είμαστε οι επίγονοι των πρωτοπόρων του μέλλοντος."

Η «Υπατία» αναδεικνύει έξοχα το μεγαλείο μιας γυναίκας υπεύθυνης, σοβαρής και αφιερωμένης στα ελληνικά ιδεώδη, της φιλοσόφου και επιστήμονος Υπατίας, και
 με αφορμή την τραγική κατάληξή της, επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία μόνο κακά σπέρνουν και θερίζουν, ενώ παράλληλα θίγει ένα θέμα ταμπού, ότι θύματα δεν υπήρχαν μόνο ανάμεσα στους οπαδούς του χριστιανισμού, αλλά και ανάμεσα σε όσους δεν είχαν ασπασθεί τη νέα θρησκεία.

Εν κατακλείδι, Η ΥΠΑΤΙΑ του Δημήτρη Βαρβαρήγου, είναι ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει!

Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: 4ος αιώνας, μ.Χ. Η φημισμένη Αλεξάνδρεια πνίγεται στο κρασί των καπηλειών, στις ηδονές των γυναικών του δρόμου, στις δεισιδαιμονίες, στις φιλοσοφικές διαφορές, στις διαμάχες των θρησκευτικών φανατισμών και στους φονικούς διωγμούς των εθνικών. Μέσα σε αυτή τη διαφθορά, η Υπατία, αφοσιωμένη στα ελληνικά ιδεώδη διδάσκει στο πανεπιστήμιο, στους δρόμους και στο σπίτι της το αστείρευτο ελληνικό πνεύμα. Αυτή η σοβαρή ευθύνη δεν της στερεί το γυναικείο ένστικτο και στο πρόσωπο του χριστιανού έπαρχου Ορέστη, βρίσκει τον έμπιστο φίλο και άντρα. Η φιλία και ο πλατωνικός δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσά τους ενοχλεί τον κλήρο που δεν αργεί να στραφεί εναντίον της, να της προσάψει κατηγορίες ως μάγισσας και υποκινήτριας εχθρικών ενεργειών εναντίον του. Συλλαμβάνεται, οδηγείται στην εκκλησία και δολοφονείται... Ο αγώνας δύο ανθρώπων γεμάτος ηθικό χρέος απέναντι στις ηγετικές θέσεις που κατέχουν και στις κοινωνικές συνθήκες της θρησκόληπτης φανατικής εποχής προσπαθούν, κρυφά, να ζήσουν την απλή ζωή να γευτούν τα πάθη της και τις μεγάλες στιγμές μιας ανομολόγητης αγάπης, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να την εκφράσουν...


Σημείωση: Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Α-τύπος, τεύχος 01, Οκτώβριος 2019








Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

ΑΓΓΕΛΙΚΑ Η ΜΑΝΤΕΝΟΥΤΑ, Ελένη Κεκροπούλου


ΑΓΓΕΛΙΚΑ Η ΜΑΝΤΕΝΟΥΤΑ

Το μυθιστόρημα για την πραγματική ζωή της μητέρας του Διονυσίου Σολωμού


ΑΓΓΕΛΙΚΑ Η ΜΑΝΤΕΝΟΥΤΑ
της Ελένης Κεκροπούλου
Εκδόσεις Ωκεανός, 2010
Σελίδες 560



Οπισθόφυλλο:
Το όνομά της Αγγέλικα Νίκλη. Όμορφη σαν την ίδια την αναδυομένη Αφροδίτη.
Ο πατέρας της, ένας κατατρεγμένος Μανιάτης, θύμα της φτώχιας και της ανάγκης, την πούλησε στον βαθύπλουτο «Ταμπακιέρη», τον  Ζακυνθινό κόντε Σαλαμόν. Αυτός θα απαρνηθεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και θα απειλήσει με αποκλήρωση τον νόμιμο γυιό του Ροβέρτο, επειδή συντάχθηκε με τους Δημοκρατικούς που αγωνίζονταν για  την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. 
Από την ανίερη ένωση του ηλικιωμένου κόντε με την μικρή ερωμένη του, θα γεννηθούν τρεις γυιοί. Ο πρώτος θα γίνει ένας σπουδαίος ποιητής. Ο δεύτερος σημαντική πολιτική προσωπικότητα των Επτανήσων. Και ο τρίτος, γυιός μεταθανάτιος του κόντε, θα χάσει όλα του τα προνόμια. Μετά από χρόνια, θα αγωνιστεί για να κερδίσει το όνομα και την περιουσία που του στέρησαν τα δυο  μεγαλύτερα αδέρφια του. Θα αγωνιστεί και για την χαμένη τιμή της μάνας του, σε μια δίκη που θα αφήσει εποχή στα Επτάνησα. Την Δίκη των αδελφών Σολομών.

Αυτό το βιβλίο δεν θα γραφόταν ποτέ, όπως αποκαλύπτει η συγγραφέας στο Σημείωμα που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου, αν η ίδια δεν είχε πάθος με την ποίηση του Σολωμού και μανία να μαζεύει και να διαβάζει ό,τι γραφόταν για τον μεγάλο μας ποιητή. Η μελέτη αυτή της βιογραφίας του την οδήγησε στον εντοπισμό κάποιων παραποιημένων ημερομηνιών και της δημιούργησε πολλά ερωτήματα. Για παράδειγμα, μεγαλώνανε την ηλικία της Αγγέλικας, για να μη φαίνεται ότι ήταν παιδί, όταν ο γέρο-κόντες την έκανε μαντενούτα του και γέννησε τον Διονύσιο, και επίσης μεγαλώνανε την ηλικία του κόντε για να φανεί πως δεν μπορούσε, υπερήλικας ών, να συνουσιασθεί και να τεκνοποιήσει ένα τρίτο παιδί.

Η περιπέτεια της συγγραφέως με την Αγγέλικα Νίκλη ξεκίνησε, όταν έπεσε στα χέρια της το βιβλίο «Ο Σολωμός δέσμιος του Νομικού Καθεστώτος της Εποχής του», του Δημητρίου Χρ. Καπάδοχου, το οποίο της έλυσε κάποιες σημαντικές απορίες και της έδωσε το έναυσμα να γράψει, «όχι για τον Διονύσιο Σολωμό, αλλά για εκείνο το κοριτσάκι που υπήρξε η μητέρα του και που τόσο το περιφρόνησαν και το διέσυραν, στην ανόητη προσπάθειά τους να αγιοποιήσουν τον Σολωμό, οι βιογράφοι του. Όμως οι μεγάλοι ποιητές δεν χρειάζονται φωτοστέφανο αγίου. Άλλωστε οι άγιοι δεν είναι ποιητές και σίγουρα οι μεγάλοι ποιητές δεν είναι άγιοι».

Ακολούθησαν πολλαπλές και πολυεπίπεδες αναγνώσεις του έργου του Λίνου Πολίτη για τον Σολωμό καθώς και του Σωκράτη Καψάσκη. Επίσης η συγγραφέας μελέτησε οτιδήποτε έγραψαν για τον ποιητή οι: Πολυλάς, Παλαμάς, Ψυχάρης, Κριαράς, Τυπάλδος, και άλλοι. Τέλος όλα τα επίσημα έγγραφα που παρουσιάζονται στο βιβλίο όπως διαθήκες, δικόγραφα, ληξιαρχικές πράξεις, ομιλίες επισήμων, είναι όλα γνήσια.

Το μυθιστόρημα «Αγγέλικα η μαντενούτα» χαρακτηρίζεται ως ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα, ένα θαυμάσιο βιβλίο, με υπέροχη γλώσσα και ζωντανές περιγραφές, με εξαιρετική απόδοση της εποχής και φυσικά ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Είναι ένα βιβλίο-ύμνος στη γυναίκα και μάνα!


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η Ελένη Κεκροπούλου γεννήθηκε στον Ζυγό της Καβάλας, αλλά μεγάλωσε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Σπούδασε στο Καποδιστριακό πολιτικές επιστήμες και νομικά, καθώς και ξένες γλώσσες. Εργάζεται στον εκδοτικό χώρο εδώ και τριάντα έξι χρόνια ως μεταφράστρια, επιμελήτρια, εκδότρια και συγγραφέας.