Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα loutraki365.gr. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα loutraki365.gr. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

ΑΝΔΡΑΣ ΠΡΟΤΥΠΟ, Τέσσας Δουλκέρη

 


ΑΝΔΡΑΣ ΠΡΟΤΥΠΟ(;)

Της Τέσσας Δουλκέρη
Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ
Α! Έκδοση 2017, Σελίδες 211


Με έναν ενδιαφέροντα τίτλο, - το ερωτηματικό δικό μου - και ένα εξίσου ενδιαφέρον εξώφυλλο, στο οποίο απεικονίζεται ένας νέος άνδρας με κοστούμι να αποχωρεί, εμείς βλέπουμε την πλάτη του, πιθανόν από μια αίθουσα συσκέψεων, αν κρίνουμε από το ελαφρώς τσαλακωμένο κοστούμι του και το λίγο γερμένο κεφάλι του, η συγγραφέας Τέσσα Δουλκέρη, μας συστήνει το βιβλίο της «Άνδρας Πρότυπο», από τις εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρη αν επιχειρεί να μας συστήσει έναν άντρα πρότυπο ή να μας προβληματίσει πάνω στο θέμα. Επιλέγω τη δεύτερη εκδοχή.

Το αντρικό πρότυπο, λοιπόν, στο προσκήνιο. Ποιο ήταν κάποτε; Ποιο είναι σήμερα; Κάποτε ήταν ο άριστος, ο γενναίος πολεμιστής/στρατιώτης, ο πατριάρχης, ο κουβαλητής. Στις μέρες μας μάλλον περνάει κρίση ταυτότητας.

Μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι ρόλοι των φύλων ήταν διακριτοί, μάλλον ξεκάθαρα οριοθετημένοι και σταθεροί. Άντρας κουβαλητής, γυναίκα στο σπίτι, στην υπηρεσία της οικογένειας. Από αυτό το σχήμα του άνδρα-κουβαλητή, που εξασφαλίζει τη γυναίκα και την οικογένειά του, περάσαμε στο πρότυπο του άντρα που μοιράζεται την καθημερινότητά του με την ισότιμη σύντροφό του και ασχολείται με τις συναισθηματικές και σεξουαλικές ανάγκες της.

Από τη δεκαετία του 1980, το παλαιό πρότυπο καταρρίπτεται, αμφισβητούνται οι μέχρι τότε ανδρικές προτεραιότητες, όπως π.χ. του οικογενειάρχη, και αναδεικνύονται άλλες, όπως επαγγελματική επιτυχία, πλούτος, καταναλωτισμός, έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση. Η στρατιωτική ανδροπρέπεια και αρρενωπότητα ξεπερνιέται, το αντρικό πρότυπο είναι πιο χαλαρό, τεχνοκρατικό.





 Ας δούμε λοιπόν, το βιβλίο «Άνδρας Πρότυπο», της Τέσσας Δουλκέρη. Το έργο της είναι δομημένο θεατρικά, σε 3 Σκηνές και 5 Πράξεις.

Στην Πρώτη Σκηνή, γνωρίζουμε την 35άρα δημοσιογράφο, Αθηνά, η οποία θα πάρει συνέντευξη από τον Ίωνα Μότσαρη, ώριμο πολιτικό ετών 75, ο οποίος είχε αποσυρθεί από την δράση κατά την τελευταία 10ετία, κάνοντας αλλεπάλληλα ταξίδια στο εξωτερικό. Γνωρίζουμε επίσης την συνάδελφό της δημοσιογράφο, την νεαρότερη Νεκταρία. Οι δύο γυναίκες είναι εξαρχής διαφορετικά διατεθειμένες απέναντι στον Ίωνα Μότσαρη. Η πρώτη ευνοϊκά, η δεύτερη αρνητικά. Ο λόγος της συνέντευξης που θα ακολουθήσει και θα καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, είναι για να συστήσει στο κοινό έναν από του 20 υποψηφίους και κύριο διεκδικητή του βραβείου «Άνδρας της 10ετίας».

Ακολουθεί η Συνέντευξη. Μέσα από τις κατάλληλες ερωτήσεις της δημοσιογράφου, της Αθηνάς, ο παλαίμαχος πολιτικός αναλύει κατ’ αρχήν τους λόγους της Φυγής του (για να βρει την προσωπική του ισορροπία και να καθαρίσει το κάρμα του). Εξηγεί, επίσης, τι πιστεύει για το θέμα της πατρότητας και τι έπραξε ο ίδιος.

Στη συνέχεια, απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με την Άσκηση Εξουσίας. Θίγονται θέματα εξουσίας, ηγεσίας, συναλλαγών με ψηφοφόρους (ρουσφέτια), κατάστασης στα Πανεπιστήμια, συνεργασίας, ανταγωνισμού και τέλος ορισμού της επιτυχίας.

Κατόπιν, η Συνέντευξη προχωρά στο πεδίο των Σχέσεων. Ο Ίων Μότσαρης εκφράζει τις απόψεις του για την εικόνα της σύγχρονης γυναίκας, για τον Έρωτα και το Σεξ. Αναφέρεται σε παλαιότερες ερωτικές σχέσεις του αλλά και φιλικές, τόσο με άνδρες όσο και με γυναίκες.

Καθώς η Συνέντευξη προχωρά προς το τέλος της, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την καθημερινότητα του υποψηφίου (για το βραβείο), και τα μικρά πράγματα που, είτε τον εκνευρίζουν, είτε τον ευχαριστούν και τον διασκεδάζουν. Ο Ίων, έχοντας τον τελευταίο λόγο, κλείνει αυτόν τον κύκλο ερωτήσεων και απαντήσεων με μια φράση, που δηλώνει το ενδιαφέρον του για τα κοινά: «Να είσαι περίεργος, να μην αδιαφορείς, να συμμετέχεις».

Ωστόσο, η συνέντευξη έχει ήδη διαταραχθεί κατά διαστήματα από επιστολές και αναρτήσεις στο διαδίκτυο, οκτώ τον αριθμό, που είτε κατηγορούν τον πολιτικό, είτε με κάποιο τρόπο αναιρούν τα λεγόμενά του. Μεταξύ αυτών των επιστολών, υπάρχει και μία που τον υπερασπίζεται με θέρμη.

Στην τελευταία Σκηνή επέρχεται η πλήρης Ανατροπή. Η δημόσια εικόνα του Ίωνα Μότσαρη απειλείται πλέον ανοιχτά, εκτός από τις προηγούμενες επιστολές και αναρτήσεις, κυρίως από δύο τελευταίες επώνυμες επιστολές που λαμβάνει. Μαύρα σύννεφα και αδιέξοδο. Τι θα συμβεί;

Υπάρχει λύση και ποια θα είναι αυτή; Ποιος θα την προτείνει και ποιος θα την παράσχει; Με ποιες τεχνικές είναι δυνατόν να επιτευχθεί η χειραγώγηση της κοινής γνώμης, αυτή τη φορά, προς όφελος του Ίωνα;

Μήπως με την τεχνική της διασκέδασης, της απόσπασης δηλαδή της προσοχής του κοινού από τα σημαντικά, και της στροφής του σε διασκεδαστικές και ασήμαντες λεπτομέρειες;

Μήπως με την τεχνική της ενθάρρυνσης του κοινού να αρέσκεται στη μετριότητα, να βρίσκει «cool» ό,τι θα έπρεπε να απορρίπτει;

Ή, τέλος, με την τεχνική του να απευθύνεσαι στο συναίσθημα του κοινού μάλλον παρά στη λογική;

Με το εύρημα της συνέντευξης, η οποία μας προκαλεί το ενδιαφέρον και την περιέργεια, τα ερωτήματα εκ πρώτης όψεως, απευθύνονται στον βουλευτή και υποψήφιο για το βραβείο του άνδρα της δεκαετίας, Ίωνα Μότσαρη. Εκείνος δίνει τις δικές του απαντήσεις, με τις οποίες εμείς, ως αναγνώστες και πολίτες με κρίση, μπορεί να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε. Στο βάθος όμως, τα ερωτήματα απευθύνονται σε μας τους ίδιους, τους αναγνώστες και αναγνώστριες. Τι θα απαντούσαμε; Τι θέση θα παίρναμε; Για ποιο λόγο και με ποιο τρόπο θα υποστηρίζαμε την άποψή μας; Θα προτάσσαμε το κοινωνικό συμφέρον ή θα οπισθοχωρούσαμε εν όψει του προσωπικού οφέλους; Θα ήμαστε συνεπείς στο λόγο μας, θα υπήρχε αρμονία ανάμεσα στα λεγόμενα και στις πράξεις μας; Τέλος, θα είχαμε τη γενναιότητα να αντιμετωπίσουμε ένα προσωπικό σκάνδαλο;

Άλλα ερωτήματα που θέτει το βιβλίο είναι:

Πόσο εύκολο είναι να γκρεμιστούν τα πρότυπα;

Πόσο δύσκολο είναι να καμφθεί η αντίσταση που προβάλλει το κατεστημένο;

Κατά πόσο η κοινή γνώμη διαμορφώνεται από πραγματικά ελεύθερη βούληση και δεν είναι προαποφασισμένη από γραφεία τύπου, προσωπικούς συμβούλους και φίλα προσκείμενα ή δωροδοκηθέντα μέσα ενημέρωσης;

Το βιβλίο «Άνδρας Πρότυπο» της Τέσσας Δουλκέρη είναι ευχάριστο, διασκεδαστικό, με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία να υποβόσκουν, ενδιαφέρον και δέχεται πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Θεωρώ επίσης εκπληκτικό ότι η συγγραφέας κατάφερε μέσα σε ένα σχετικά μικρό αριθμό σελίδων, να συμπεριλάβει τόσο πολλά ερωτήματα για τόσο πολλά θέματα που απασχολούν ή και πρέπει να απασχολούν όλους τους πολίτες από τον πρώτο ως τον τελευταίο.

Πέρα από την αναγνωστική ευχαρίστηση που προσφέρει, το βιβλίο είναι πραγματικά τροφή για σκέψη, ιδιαιτέρως θα έλεγα για τις γυναίκες αναγνώστριες, εφόσον εκτός από όλα όσα προανέφερα, θίγεται αμέσως ή εμμέσως ο τρόπος που τις αντιμετωπίζουν στο εργασιακό και κοινωνικό τους περιβάλλον και η επακόλουθη αντίδρασή τους.

Προσωπικά, μέσω κάποιων γυναικείων χαρακτήρων του βιβλίου, μού δημιουργήθηκε το εξής ερώτημα: Γιατί κάποιες γυναίκες αρνούνται τον εκσυγχρονισμό και επιδιώκουν την επιστροφή σε αναχρονιστικά πατριαρχικά πρότυπα (υποταγής και υπηρεσίας), απορρίπτοντας υποσυνείδητα ή βάλλοντας εναντίον του ίδιου τους του φύλου;

Όπως και να ’χει,  αναλόγως της πολιτικής και συναισθηματικής ωριμότητας του καθενός μας, το βιβλίο μπορεί, εκτός των άλλων, να μας οδηγήσει σε αυτοκριτική/αυτογνωσία, σχετικά με τις θέσεις μας, τις συνέπειες των πράξεών μας και την ανάληψη των ευθυνών μας στη ζωή.

 

Αγγελική Μπούλιαρη

Λουτράκι, 28 Αυγούστου 2023

Πρώτη Δημοσίευση, 01 Σεπτεμβρίου 2023 : https://www.loutraki365.gr/blog/post/i-aggeliki-mpoyliari-proteineiandras-protypo 

         








 

 

Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ, του Αποστόλη Καλαντζή

Όταν ήμουν (κι εγώ) δάσκαλος 

Γράφει ο Αποστόλης Καλαντζής, 

Συνταξιούχος εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.



Φτωχή η πατρίδα μου η Ήπειρος. Το έδαφος αχαμνό και το χώμα λιγοστό. Άντε να προκόψουν σπορές και οπωρικά. Οι γονείς μου, αγρότες. « Άϊντε να μάθεις γράμματα», μου είπαν. Έγινα δάσκαλος.

Στις αρχές του 1964 πρωτοδιορίστηκα στην επαρχία Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Χωριά με φανταστικά τοπία, σπουδαία ιστορία και υπέροχους ανθρώπους. Τοποθετήθηκα στην Παυλιάδα, έναν συνοικισμό του χωριού «Γιάννης Σταθάς», που παλιότερα ονομάζονταν Δούνιστα.

Το χωριό αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά την επανάσταση του 1821, καθώς αποτελούσε αρματολίκι με οπλαρχηγό τον Δημήτρη Καραΐσκο ή Καραϊσκάκη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Δημήτρης Καραΐσκος ήταν πατέρας του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη και μιας καλογριάς, γι’ αυτό αργότερα τον έλεγαν «ο γιός της καλογριάς».

Στην Παυλιάδα, υπήρχε κανονικό Σχολείο με μια αίθουσα κι ένα γραφείο που το χρησιμοποιούσε ο δάσκαλος για κατοικία. Όταν πρωτόρθα στο χωριό, με καλωσόρισαν δυο καλοκάγαθοι γείτονες, ο μπάρμπα-Κώστας Σιατής και η κυρά-Χαρίκλεια, και με βεβαίωσαν με μεγάλη προθυμία ότι θα με συνδράμουν σε ό,τι χρειαστώ.

Οι χωριανοί, φτωχοί άνθρωποι, ήταν αγρότες με λίγα χωραφάκια και λίγα ζωντανά. Κατά τους χειμερινούς μήνες, για να ενισχύσουν το εισόδημά τους, πήγαιναν και έσκαβαν για να βγάλουν ρεικόριζα (ρίζα από ρείκια) που την πουλούσαν σε έμπορο για κατασκευή τσιμπουκιών. Αγαθοί άνθρωποι, με δέχτηκαν με καλοσύνη και παρ’ όλη τη φτώχια τους, ήταν πολύ φιλόξενοι. Στις γιορτές όλοι τους με καλούσαν για να φάμε στο σπίτι τους. 

Σ’ ένα σπίτι ήταν το κοινοτικό τηλέφωνο που λειτουργούσε και σαν καφενείο. Το διατηρούσε ένας γέρος, ο μπάρμπα-Μήτσος Σιατής, επειδή ο γιός του ο Αντρέας ήταν συνεχώς στα χωράφια και στα ζωντανά. Κάθε απόγευμα πήγαινα στο καφενείο και παίζαμε κολτσίνα με τον μπάρμπα-Μήτσο. Το έπαθλο ήταν ένα λουκούμι. Συνέχεια με κέρδιζε ο μπάρμπα-Μήτσος. Μια από τις πολλές φορές κέρδισα κι εγώ και λέω στη Θειά-Μήτσαινα: «Φέρε μου το λουκούμι κι έναν σπάγκο». «Τι τον θέλεις το σπάγκο;» με ρωτάει. «Να το κρεμάσω στην κερασιά του σχολείου», της λέω. Ο μπάρμπα-Μήτσος έσκασε στα γέλια.

Το χωριό δεν είχε εκκλησία παρά ένα εξωκλήσι. Παρακάλεσα τον παπά-Γιάννη από τον Σταθά να έρχεται μια φορά το μήνα στο ξωκκλήσι για λειτουργία, επειδή η Παυλιάδα ήταν μια ώρα μακριά από τον Σταθά, και μου ήταν δύσκολο να πηγαίνω τα παιδιά εκεί. Εκείνος αρνούνταν με τη δικαιολογία ότι η υγεία του δεν του το επέτρεπε. 

Μια μέρα που περνούσε από το χωριό ο παπάς, ο μπάρμπα-Μήτσος του φώναξε: «Εεε, εσύ με τα μαύρα φουστάνια, ξέχασες την αποστολή σου… Εμείς δεν είμαστε χριστιανοί;» Ο παπάς τάχυνε το βήμα του και εξαφανίστηκε.

Του Αγίου Κωνσταντίνου γιόρταζαν πολλοί χωριανοί. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Κώστας Κατσούλης που είχε ένα κοπάδι γίδια. Έρχονταν τακτικά τα βράδια στο Σχολείο να μάθει νέα από ένα μικρό τρανζίστορ που είχα. Ήταν η εποχή που ο Γκαγκάριν πήγε στο διάστημα και το ενδιαφέρον όλων μας ήταν μεγάλο γι’ αυτό το επίτευγμα. «Θα σε καλούσα στη γιορτή μου, αλλά δεν έχω σπίτι και μένω σε καλύβα», μου είπε. «Αύριο, Κώστα, θα έρθω να φάμε μαζί», του υποσχέθηκα. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Οι δε χωριανοί σχολίαζαν το γεγονός που ο δάσκαλος προτίμησε την καλύβα του Κατσούλη και όχι τα σπίτια τους.

Πολλά διηγούνταν οι χωριανοί για έναν παπά της περιοχής. Ο παπάς αυτός ήταν πολύ ψηλός και γεροδεμένος με στεντόρεια φωνή. Ο ευλογημένος ήταν λίγο άτσαλος στις κινήσεις του και μια φορά, όπως ανέμιζε το θυμιατό του, χύθηκε το λάδι από το καντήλι στο κεφάλι του.

Μια άλλη φορά, όπως διάβαζε τα αναστάσιμα «ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες…», θέλοντας να το καταλάβουν καλύτερα οι πιστοί, είπε «Αναστήθηκε ο Χριστός με πεντακόσιους διαβόλους…».

Άλλη φορά πάλι, διάβαζε από το ευαγγέλιο τη βίβλο γενέσεως Ιησού Χριστού, «Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, κ.λ.π.», και δίπλα του ένα παιδί του έφεγγε με το κερί. Σε κάποια στιγμή το χέρι του παιδιού κουράστηκε και χαμήλωσε το κερί. «Φέξε, ωρέ, να ιδούμε ποιος διάολος γέννησε τον άλλον… Ακούς εκεί άντρες και να γεννάνε;» Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο άντρας γεννά και η γυναίκα τίκτει.

Μερικές φορές πήγαινε και λειτουργούσε σ’ ένα ξωκλήσι. Πριν από τη λειτουργία έστηνε παγίδες για να πιάσει κοτσύφια. Άνοιγε την πλαϊνή πόρτα και παρακολουθούσε. Μεταξύ «Κύριε ελέησον», έλεγε στο κοτσύφι: «Τσίμπα διάβολε!» Και οι χωριανοί που ήξεραν τη μανία του με τις παγίδες, σχολίαζαν: «Ο παπάς το ένα μάτι το έχει στο ευαγγέλιο και τ’ άλλο στην παγίδα…»

Πολλές φορές πήγαινα τα παιδιά στην εκκλησία του διπλανού χωριού, την Αρωνιάδα. Εκεί ήταν παπάς ο παπά-Νταλάκος. Ένας σεβάσμιος γέροντας, αφοσιωμένος στο έργο του και ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα από τους χωριανούς για θανάτους, βαπτίσεις ή μνημόσυνα. Είχε, όμως, μια αδυναμία. Έπαιζε στο καφενείο πρέφα. Μόλις τελείωνε τη λειτουργία και έλεγε το «Δι ευχών…», μας έλεγε: «Άϊστε, δασκάλοι, πάρτε την κι έρχομαι». Ένας καλόγερος τον κατέδωσε στο Δεσπότη, ότι ο παπάς παίζει χαρτιά.

Ήρθε μια Κυριακή ο Δεσπότης και μετά τη λειτουργία καθίσαμε όλοι στο καφενείο. «Μου είπαν ότι παίζεις χαρτιά παπά-Σωτήρη», του είπε. «Παίζω, αλλά ξέρεις με ποιους παίζω;» «Με ποιους;» ρώτησε ο Δεσπότης. «Με τους δασκάλους παίζω, γιατί η πρέφα θέλει τρεις, οι δυο δάσκαλοι κι εγώ. Αν δεν τους παίξω εγώ, θα μας φύγουν οι δάσκαλοι», του είπε. Ο Δεσπότης συμφώνησε και συγχώρησε τον παπά-Σωτήρη.

Απέναντι από την Παυλιάδα, είναι το βουνό Καλάνα, στις παρυφές του οποίου βρίσκεται το χωριό Χαλκιόπουλοι. Κάθε 15 Μάη οι κάτοικοι γιορτάζουν τη μνήμη του αγίου Αντρέα, του ερημίτη. Ο άγιος γεννήθηκε στο χωριό Μονοδένδρι της Ηπείρου. Παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Εγκατέλειψε, όμως, οικογένεια και περιουσία για να ζήσει ερημίτης, για την αγάπη του Χριστού. Πέντε, περίπου, χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού ανακαλύφθηκε η σπηλιά στην οποία έζησε ο άγιος. Από το σημείο αυτό απολαμβάνει κανείς μια καταπληκτική θέα, έχοντας μπροστά του «πιάτο» τη Λίμνη των Κρεμαστών.

Η εποχή εκείνη, παρά τη φτώχια και τις στερήσεις, ήταν μια ανέμελη εποχή χωρίς άγχος. Οι ξωμάχοι αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες της ζωής με χιούμορ κι έβλεπες στα πρόσωπά τους μια ηρεμία και στα χείλη τους ένα χαμόγελο.


ΥΓ. 1: Ο τίτλος που πονήματος τούτου (Όταν ήμουν δάσκαλος) ανήκει στον συγγραφέα από την Κρήτη, Ιωάννη Κονδυλάκη. Πολύ νέος κι αυτός διορίστηκε δάσκαλος στα χωριά της Κρήτης, στις αρχές του 20ου αιώνα. Από τότε μέχρι και τη δεκαετία του ’60, οι συνθήκες για την εκπαίδευση στην ύπαιθρο της Ελλάδας δεν διέφεραν και πολύ από εκείνες που περιγράφει ο Κονδυλάκης.

ΥΓ. 2: Οι καλοσυνάτοι αυτοί γείτονες, ο μπάρμπα-Κώστας Σιατής και η κυρά-Χαρίκλεια, ήταν ο παππούς και η γιαγιά της συγγραφέως και ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη.

Α.Κ.

Πρώτη δημοσίευση: https://www.loutraki365.gr/blog/post/otan-imoyn-daskalos 



Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ, Άγγελος Χαριάτης

 

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ, Άγγελος Χαριάτης

Ελληνική Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα

Εκδόσεις:         24γράμματα/Γεώργιος Δαμιανός, 2022

Σελίδες:           320

 

Η αφήγηση ξεκινάει με το πρωινό ξύπνημα της μεγαλούπολης, έναν κοντινό ζεστό Ιούλιο, καθώς ο μοναχικός, περίπου πενηντάρης, Υάκινθος, ετοιμάζεται για μια ακόμη εργάσιμη ημέρα στο γραφείο, στις αρχές της οδού Ερμού. Εκεί, εργάζεται μαζί με τον  εργοδότη του, τον κύριο Λεμοντζόγλου, επίσης μοναχικό και άκληρο, που τον προσφωνεί «παιδί μου», και φαίνεται να έχει τα μάτια επάνω του, όπως ένας μεγάλος σε ένα μικρό παιδί. Και οι δύο φαίνεται ότι στερούνται της χαράς της ζωής, καθώς ο εργοδότης, απλώς, συσσωρεύει πλούτο και ο υπάλληλος συγκεντρώνει συντάξιμα χρόνια.

Ο Υάκινθος προσπαθεί να ζει ατάραχα, χωρίς διακυμάνσεις, προγραμματίζοντας στην εντέλεια την καθημερινότητά του, με τις ίδιες και απαράλλακτες συνήθειες. Με αυτόν τον τρόπο και με την απομάκρυνση από τη γειτονιά των παιδικών του χρόνων, μετά τον θάνατο της μητέρας του, προσπαθεί να θάψει τα αναπάντητα «γιατί» και να απωθήσει τον πόνο και την πικρία που προκάλεσε η ξαφνική και ανεξήγητη εξαφάνιση του πατέρα του από τη ζωή του, όταν ήταν μικρός.

Όμως, εκείνη την ημέρα παραλαμβάνει από την σπιτονοικοκυρά του έναν φάκελο χωρίς αποστολέα, όπου το όνομά του ως παραλήπτη είναι γραμμένο με μια παλιομοδίτικη καλλιγραφία, και διαισθάνεται πως η ζωή του δεν θα είναι ποτέ ίδια μετά από την ανάγνωση του περιεχομένου. Και δεν έχει άδικο.

Την πρώτη επιστολή ακολουθούν άλλες τέσσερεις παρόμοιες, χωρίς αποστολέα, χωρίς γραμματόσημο. Όλες τον προσκαλούν και τον παρακινούν να καταδυθεί στο παρελθόν, με την ελπίδα να λάβει τις απαραίτητες απαντήσεις στα ερωτήματά του. Όλες παίζουν μαζί του το παιχνίδι του χαμένου «θησαυρού», εφόσον καθεμιά τους τον κατευθύνει προς τόπους, πρόσωπα, μαρτυρίες και γεγονότα, όπου το προσωπικό στοιχείο δεν είναι ανεξάρτητο από το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, αντιθέτως, μπορεί να έχει στενή σχέση με το εκάστοτε ιστορικό γεγονός.

Στη διάρκεια αυτής της συχνά ψυχικά κουραστικής και βασανιστικής διαδρομής, ο Υάκινθος γνωρίζει τον βαθύτερο εαυτό του και έρχεται όλο και πιο κοντά στην ποθητή λύση του γρίφου της απουσίας του πατέρα.

 


Με τη γνωστή χαρακτηριστική του γραφή, ο Άγγελος Χαριάτης μας χαρίζει ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα, σε έναν συνδυασμό κοινωνικού και εν μέρει «αστυνομικού» μυθιστορήματος, με ένα θέμα συγκινητικό, εκείνο της απουσίας του πατέρα και της επίδρασης που αυτή έχει πάνω στον ψυχισμό ενός παιδιού και του μελλοντικού ενηλίκου.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στις γειτονιές της Αθήνας, στο Θησείο, στον Άγιο Δημήτριο, στο Κέντρο, στην οδό Ερμού, στην οδό Βουλιαγμένης, την περιοχή Βαρυμπόμπης, το λιμάνι του Πειραιά. Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα, οι περιγραφές του εσωτερικού κόσμου των ηρώων αλλά και του περιβάλλοντος κόσμου είναι καταπληκτικές, ενώ η μοναξιά του κεντρικού ήρωα χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά, καθώς η αγωνία του να βρει τον πατέρα και η απογοήτευση και η απελπισία του, όταν δεν βλέπει τη λύση κοντά, είναι συγκλονιστική.

Είναι πράγματι εκπληκτικό, πώς ο Άγγελος Χαριάτης διεισδύει στον ψυχισμό του ήρωά του, με πόση επιδεξιότητα και πληρότητα περιγράφει τις αντιδράσεις του σ’ αυτή τη δύσκολη και βαθιά συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Επίσης, αξιοθαύμαστη είναι η φαντασία του και η ικανότητά του να περιγράφει, εκτός από τους χαρακτήρες, τους τόπους και τους χώρους, με έναν δικό του, ιδιαίτερο τρόπο, δημιουργώντας μια σκοτεινή και αγωνιώδη μερικές φορές, «νουάρ» ατμόσφαιρα, που γεννάει ερωτηματικά και εξάπτει την περιέργεια του αναγνώστη για το τι θα ακολουθήσει.

Το μυθιστόρημα Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ είναι γραμμένο με το ιδιαίτερο προσωπικό στυλ του Άγγελου Χαριάτη. Κι αυτή τη φορά, χαρακτηρίζεται από πολλά λογοτεχνικά στοιχεία, κυρίως μεταφορές και παρομοιώσεις, αναφορές σε συγγραφείς, παλιούς τραγουδιστές και τραγούδια, σε πραγματικά συμβάντα, καθώς και από τα διάσπαρτα κοινωνικά σχόλια για την οικογένεια, τον ρόλο των συγγενών, τη ρουτίνα, τα «αδύναμα πρέπει»  και τα «σβησμένα θέλω», το νόημα της ομορφιάς και της ατέλειας, αλλά και της ζωής: «Θέλω να ζω, όχι απλώς να υπάρχω», λέει κάποια στιγμή ο Υάκινθος, ενώ μια νεαρή γυναίκα αποκρίνεται, «Θέλω να νιώθω, όχι απλώς να ζω».

Το βιβλίο τονίζει την πατρική αγάπη και τρυφερότητα, αλλά και το πολύτιμο της φιλίας, της ευγνωμοσύνης και της συγχώρεσης. Στο βάθος, θέτει και το ερώτημα: Αξίζει ένα οποιοδήποτε συμβάν στην προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου, για να αναστείλει αυτός ο άνθρωπος, να ακινητοποιήσει, τη μικρή και ανεπανάληπτη ζωή του;

 

Πρώτη δημοσίευση: 06-12-2022

https://www.loutraki365.gr/blog/post/i-aggeliki-mpoyliari-proteinei-i-skia-toy-patera-aggelos-hariatis

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

ΠΡΙΝ ΧΑΘΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, της Σάρλοτ ΜακΚόναχι

ΠΡΙΝ ΧΑΘΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, της Charlotte McConaghy

Μυθιστόρημα

Μετάφραση: Κλαίρη Παπαμιχαήλ

Εκδόσεις:      Μεταίχμιο, 2021

Σελίδες:         389

 


Οπισθόφυλλο: «Η Φράνι Στόουν ανέκαθεν ήταν ικανή να αγαπήσει αλλά ανίκανη να μείνει. Αφήνοντας πίσω της τα πάντα εκτός από τον ερευνητικό εξοπλισμό της, φτάνει στη Γροιλανδία με έναν και μοναδικό σκοπό: να ακολουθήσει τα τελευταία αρκτικά γλαρόνια που έχουν απομείνει στον κόσμο, στην τελευταία τους, ίσως, αποδημία στην Ανταρκτική. Η Φράνι πείθει το πλήρωμα ενός αλιευτικού σκάφους να την πάρει μαζί του και έτσι σαλπάρουν ενώ απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη στεριά και την ασφάλεια. Καθώς όμως η ιστορία της Φράνι αρχίζει να ξετυλίγεται –ένας παθιασμένος έρωτας, μια απούσα οικογένεια, ένα ολέθριο έγκλημα– γίνεται ξεκάθαρο ότι κυνηγάει πολλά περισσότερα από τα πουλιά. Όταν τα σκοτεινά μυστικά της Φράνι αποκαλύπτονται, θα κληθεί να αποφασίσει τι είναι διατεθειμένη να ρισκάρει για μια ακόμα ευκαιρία εξιλέωσης. Επικό και βαθύ, σπαρακτικό και λυτρωτικό, το ΠΡΙΝ ΧΑΘΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, είναι μια ωδή στους άγριους τόπους και σε έναν κόσμο που χάνεται, αλλά και μια ιστορία για τη δυνατότητα της ελπίδας ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, που κόβει την ανάσα.»

Το μυθιστόρημα ΠΡΙΝ ΧΑΘΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ της Σάρλοτ ΜακΚόναχι, είναι ένα εξαιρετικό, σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα με έντονη οικολογική ευαισθησία, στο πλαίσιο των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Ατμοσφαιρικό και αγωνιώδες, με πλοκή γεμάτη δράση και περιπέτεια, μυστικά και τραύματα, τίθεται σε κίνηση από την αγάπη για τη Φύση και τον έρωτα για έναν σύντροφο. Οι χαρακτήρες του είναι ξεχωριστοί, βιώνουν ασυνήθιστες καταστάσεις και αντιμετωπίζουν αφάνταστες δυσκολίες και εμπόδια. Η γλώσσα είναι  σύγχρονη, ζωντανή και μοντέρνα, οι διάλογοι φυσικοί. Είναι γεμάτο ολοζώντανες περιγραφές και συγκλονιστικές σκηνές που γεννούν δυνατά συναισθήματα στον αναγνώστη. «Πραγματικά ακούς τους παγετώνες να σπάνε και τις διαπεραστικές κραυγές των αρκτικών γλαρονιών από πάνω τους». (Vulture)

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τρία μέρη και 29 κεφάλαια. Η αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο και χρόνο ενεστώτα, έχει αμεσότητα και βοηθάει τον αναγνώστη να ταυτιστεί. Η εξιστόρηση στο παρόν εναλλάσσεται με αναδρομές στο παρελθόν, και οι τόποι όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι διαφορετικοί, αναλόγως με τον χρόνο στον οποίο αναφέρονται:

Στο παρόν, η δράση ξεκινάει από το Τασιιλάκ της Γροιλανδίας, συνεχίζει στον Βόρειο Ατλαντικό, τη Νέα Γη και Λαμπραντόρ, στον Ισημερινό, ακολουθεί τις Ακτές της Βραζιλίας, τις Ακτές της Αργεντινής, έως τον Νότιο Ατλαντικό, την Ανταρκτική και τις θάλασσές της.





Στις αναδρομές στο παρελθόν η δράση εξελίσσεται στην Ιρλανδία (Γκολγουέι, φυλακές Λίμερικ, Ντούλιν και Δουβλίνο),  στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας, το Τροντχάιμ Νορβηγίας, το Εθνικό Πάρκο Γελοουστόουν των ΗΠΑ, και τα Εθνικά Πάρκα Εδιμβούργου και Κέρνγκορμς της Σκωτίας.




Αφηγήτρια της ιστορίας είναι η 35χρονη Φράνι, η οποία έχει θέσει στόχο ζωής να ακολουθήσει το τελευταίο ίσως ταξίδι των τελευταίων αρκτικών γλαρονιών, στην αποδημία τους για την Ανταρκτική.

 Ποια είναι τα αρκτικά γλαρόνια και ποια η πορεία της αναπόφευκτης αποδημίας τους;

Το αρκτικό γλαρόνι ή στέρνα (Sterna paradisaea) αναπαράγεται κατά τη διάρκεια του αρκτικού καλοκαιριού, από την Ισλανδία μέχρι την Αλάσκα. Πριν πέσει η πολύμηνη νύχτα το φθινόπωρο, τα γλαρόνια πετούν προς το Νότο για να φτάσουν τελικά στην άλλη άκρη της Γης. Ανάμεσα στον Απρίλιο και το Μάιο, παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Τα αρκτικά γλαρόνια δεν ακολουθούν ευθύγραμμη πορεία πάνω από τον Ατλαντικό, αλλά μια διαδρομή σε σχήμα «S», επειδή εκμεταλλεύονται τα συστήματα ανέμων που επικρατούν.

Το απίστευτο ταξίδι τους χαρτογραφήθηκε χάρη στις μικροσκοπικές συσκευές εντοπισμού που ανέπτυξε η βρετανική αποστολή στην Ανταρκτική (British Antarctic Survey): έχουν βάρος μόλις 1,4 γραμμάρια, περίπου όσο ένας συνδετήρας, τοποθετούνται στο πόδι των πτηνών και καταγράφουν καθημερινά τη θέση τους. Τα αποθηκευμένα δεδομένα ανακτώνται, όταν οι ερευνητές αιχμαλωτίζουν τις στέρνες μετά την επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη.

Οι ορνιθολόγοι γνώριζαν ότι τα αρκτικά γλαρόνια πετούν κάθε χρόνο αποστάσεις-ρεκόρ ανάμεσα στην Αρκτική και την Ανταρκτική, δεν γνώριζαν όμως ότι τα μικρά αυτά πτηνά διανύουν στην πραγματικότητα 80.000 χλμ σε κάθε μετανάστευση μετ’ επιστροφής. «Πρόκειται για ασύλληπτο κατόρθωμα για ένα πουλί που ζυγίζει λίγο περισσότερο από 100 γραμμάρια», λένε οι ερευνητές.

Δεδομένου ότι τα αρκτικά γλαρόνια ζουν έως και 34 χρόνια, η συνολική απόσταση που διανύουν στη ζωή τους μπορεί να φτάνει τα 2,4 εκατομμύρια χιλιόμετρα, όσο τρία ταξίδια στο φεγγάρι μετ’ επιστροφής. «Επιπροσθέτως, όποτε τα αρκτικά γλαρόνια βρίσκονται στους πόλους είναι καλοκαίρι, και επομένως βλέπουν ετησίως το φως του ήλιου περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πλάσμα.

 


Η αφήγηση, λοιπόν,  ξεκινάει στο σήμερα στη Γροιλανδία, στο Τασιιλάκ, κατά την περίοδο φωλιάσματος. Η Φράνι, έχοντας τοποθετήσει τους δακτυλίους γεωεντοπισμού στα πόδια τριών πουλιών, αναζητάει ένα αλιευτικό σκάφος που θα μπορούσε να την πάρει μαζί του, ώστε να ακολουθήσει τα πουλιά στο ταξίδι τους. Καταφέρνει να πείσει τον καπετάνιο του αλιευτικού «Σάγκανι» (Κοράκι), τον Ένις Μαλόουν, από την Αλάσκα, 49 ετών, ότι ακολουθώντας τα πουλιά θα οδηγηθεί να πιάσει «τη χρυσή ψαριά». Έτσι η Φράνι εντάσσεται στο ετερόκλητο πλήρωμα που το αποτελούν ο υποπλοίαρχος Άνικ, ο Μπάζιλ, ο Μάλαχαϊ με τον Ντέισιμ και η μηχανικός Λέα, νέοι στην ηλικία, καθώς και ο 65άρης Σάμιουελ.

Σε ένα ταξίδι όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντα όπως τα έχουμε σχεδιάσει. Σχεδόν κάθε φορά, κάτι θα προκύψει, κάτι ξαφνικό και απρόβλεπτο. Έτσι και τώρα, στο ταξίδι του αλιευτικού «Σάγκανι», τα γεγονότα θα είναι πολλά και καταιγιστικά, και οι δυσκολίες που θα κληθούν όλοι να αντιμετωπίσουν, μεγάλες έως ανυπέρβλητες. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να προγραμματίσει κανείς στην εντέλεια το ταξίδι ενός σκάφους στον Ατλαντικό Ωκεανό με τα μεγάλα βάθη και τα αντίρροπα ρεύματα;

Με την επιβίβαση της Φράνι στο αλιευτικό Σάγκανι και τον απόπλου, αρχίζει μια συγκλονιστική περιπέτεια με δύο όψεις. Η μία όψη αφορά όχι μόνο στην επιβίωση και τον αγώνα των ανθρώπων να κυριαρχήσουν, να τιθασεύσουν τη θάλασσα και τα άλλα στοιχεία της Φύσης, οι μεν ναυτικοί για να βρουν τους πόρους που θα θρέψουν την οικογένειά τους, η δε Φράνι για να εκπληρώσει το σκοπό της, αλλά αφορά επίσης στην επιβίωση των θαλασσίων πλασμάτων και των αποδημητικών πτηνών, μέχρι να/και προκειμένου να φτάσουν στον προορισμό τους.

Η δεύτερη όψη αυτής της περιπέτειας αφορά στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας και στην διαρκή πάλη της με το τραυματικό παρελθόν της, με την ιδιοσυγκρασία της που την καθιστά ανήμπορη να στεριώσει σε έναν τόπο και να παραμείνει κοντά στον άνθρωπο που αγαπά, αν και δεν παύουν στιγμή τα βαθιά αισθήματά της γι’ αυτόν, αντιθέτως την ωθεί στην περιπλάνηση και σε ριψοκίνδυνες, σχεδόν αυτοκτονικές, κινήσεις, και γενικά στην πάλη της με τον κρυφό, σκοτεινό εαυτό της. Κάποια στιγμή θα γίνει αντιληπτό ότι επιδιώκει κάτι περισσότερο από την πορεία των γλαρονιών. Το παρελθόν της Φράνι και οι εσωτερικές συγκρούσεις της φανερώνονται σταδιακά στον αναγνώστη, μέσω των τακτικών αναδρομών της ίδιας στα παρελθόντα χρόνια, και μέσω των γραπτών της εξομολογήσεων.


Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι φυσικά η Φράνι Στόουν-Λιντς και ακολουθούν ο Νάιαλ Λιντς και ο πλοίαρχος Ένις Μαλόουν.

Η Φράνι είναι μια ξεχωριστή ηρωίδα, μοντέρνα, ασυνήθιστη, την τρώνε οι πατούσες της για νέους δρόμους, περιπλανήσεις και περιπέτειες. Αγαπάει τα ζώα, τα πουλιά, τα ψάρια, όλο το ζωικό βασίλειο. Πρόκειται για μια αγάπη με σκληρό τίμημα, όπως αποδεικνύεται.  Αντιλαμβάνεται με θλίψη ότι τα ζώα πεθαίνουν και σύντομα θα είμαστε ολομόναχοι σ’ αυτόν εδώ τον πλανήτη. Αναρωτιέται τι θα συμβεί όταν βρεθούμε σ’ αυτή τη μοναξιά.

Αν και ίσως δεν είναι εύκολο για τον αναγνώστη να ταυτισθεί με την τολμηρή και γενναία Φράνι, ωστόσο τού κινεί το ζωηρό ενδιαφέρον, την περιέργεια και την συμπόνοια από την αρχή, και τα διατηρεί κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία σελίδα. Κάποιες φορές η Φράνι τον τρομάζει κιόλας με τις παράξενες αντιδράσεις και τις ριψοκίνδυνες πράξεις της, ωστόσο τον προβληματίζει, τον κάνει να σκεφτεί και σχεδόν τον αναγκάζει να ανοίξει τα μάτια του, να δει και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα,  να αναρωτηθεί για τις ευθύνες που αναλογούν στον καθένα.

Η ίδια σε κάποιο σημείο της αφήγησης παραδέχεται: «…είμαι παρορμητική και ευμετάβλητη και αεικίνητη, αυτές όμως είναι καλοσυνάτες λέξεις για μια πιο στυγνή αλήθεια». Ποια είναι αυτή η «στυγνή αλήθεια» και πότε θα φανερωθεί;

Γράφει γράμματα στον αγαπημένο σύζυγό της, τον Νάιαλ, για να μοιραστεί μαζί του αυτά που ζει και νιώθει, αλλά ποτέ δεν τα στέλνει, με αποτέλεσμα η στοίβα τους να μεγαλώνει. Προσπαθεί να μην θυμάται τα λάθη, αλλά μόνο τις γλυκές στιγμές μαζί του και να περιμένει ότι θα ζήσουν μαζί και άλλες όμορφες στιγμές.

 Ο Νάιαλ Λιντς, από την άλλη πλευρά, πανεπιστημιακός καθηγητής, σύζυγος της Φράνι, θα μπορούσε να είναι ο εκπρόσωπος της ιδανικής αγάπης. Γενναιόδωρος και τρυφερός, τρέφει μεγάλη αγάπη για τη Φράνι. Κανένα σκοτάδι της αγαπημένης του δεν τον ενοχλεί, τίποτα δεν τον διώχνει μακριά της. Ό,τι κι αν ακούσει, ό,τι κι αν δει στη συμπεριφορά της, ό,τι κι αν μάθει για τη ζωή της, παραμένει σταθερός στην αγάπη του, βράχος ακλόνητος στο πλάι της, προσπαθεί να λύσει ζητήματα, να επουλώσει πληγές, να προστατέψει τη Φράνι.

 Ο τρίτος κύριος χαρακτήρας, ο πλοίαρχος Ένις Μαλόουν, είναι αυτάρκης, σταθερός, επιβλητικός και έμπειρος. Στηρίζει το πλήρωμά του, συμπάσχει μαζί τους, είναι ικανός για δύσκολες αποφάσεις και έχει να γιατρέψει τις δικές του κρυφές πληγές. Ελπίζει ότι τα αρκτικά γλαρόνια, στην αναζήτηση της τροφής τους, θα τον οδηγήσουν σε μια πλούσια ψαριά που θα τον βοηθήσει στην επίλυση των οικογενειακών του προβλημάτων.

 Το μυθιστόρημα ΠΡΙΝ ΧΑΘΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, της Σάρλοτ ΜακΚόναχι, είναι ένα βιβλίο για την αγάπη προς τη Φύση, για τον έρωτα, τη φιλία, το τραύμα και την απώλεια, τη λύτρωση και την ελπίδα.


Στις σελίδες του:

Υπάρχουν λογοτεχνικές αναφορές στον Σάιμους Χίνι, τον Μπάιρον, τον Κιτς, τη Μάργκαρετ Άτγουντ, και τον Πέρση ποιητή Ρουμί, με τα λόγια του οποίου, «Ξέχνα την ασφάλεια. Ζήσε εκεί όπου φοβάσαι να ζήσεις», ξεκινάει το βιβλίο.

Η βία και η τρυφερότητα εναλλάσσονται αδιάκοπα.

Η παρόρμηση για την περιπλάνηση αντιπαρατίθεται με την ανάγκη για μια σταθερή εστία και την ανάγκη να ανήκει κανείς κάπου.

Η περιπλάνηση διαφοροποιείται από τη φυγή.

Υπενθυμίζεται ότι το οικογενειακό περιβάλλον παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στην υγιή ανάπτυξη του παιδιού, ότι το παιδί χρειάζεται τους γονείς του, την σταθερότητα, την αγάπη και την προστασία τους, για να έχει την αίσθηση ότι ανήκει κάπου και να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και υπευθυνότητα, έτσι ώστε να ανθίσουν όλα τα καλά που φέρει μέσα του.

Τονίζεται, επίσης, ο ρόλος των οικογενειακών μυστικών, που υποσκάπτουν τη συναισθηματική ισορροπία του παιδιού, και πόσο μακρύς και δύσκολος είναι ο δρόμος για την επούλωση ενός παιδικού τραύματος.

Δίνεται απάντηση στο ερώτημα της αληθινής αγάπης, και ναι, η αληθινή αγάπη, η άνευ όρων και με απόλυτο σεβασμό αγάπη, είναι δύσκολη και γι’ αυτόν το λόγο, σπάνια, όμως υπάρχει. Το βιβλίο είναι ένας ύμνος στην αγάπη για έναν άνθρωπο και έναν πλανήτη.

Αναδεικνύεται η αξία της φιλίας. Οι φιλικές σχέσεις που διαμορφώνονται πάνω στο «Σάγκανι», η στήριξη, η συμπαράσταση και ο αλτρουισμός που επιδεικνύεται στις δύσκολες καταστάσεις, πότε από τον έναν και πότε από τον άλλον, το δέσιμο της Φράνι με τη Λέα και τον Ένις, μας συγκινούν βαθύτατα, και επιβεβαιώνουν αυτό που η ίδια η Φράνι εξομολογείται σε κάποιο γράμμα της προς τον Νάιαλ: «… πιστεύω ότι υπάρχει νόημα [στη ζωή] και ζει μέσα στη φροντίδα, στην προσπάθεια να κάνουμε γλυκύτερη τη ζωή τόσο για μας όσο και για τους γύρω μας».

Εκτός από το νόημα της ζωής, ο αναγνώστης θα διερωτηθεί και για την αξία της ζωής. Αξίζει περισσότερο η ζωή μιας σπάνιας λευκής κουκουβάγιας ή ενός άλλου είδους, από τη ζωή ενός ανθρώπου, ή το αντίθετο, και γιατί. Μια έμμεση διφορούμενη απάντηση δίνεται σε κάποιο σημείο του βιβλίου: «Η επίδραση μιας ζωής μπορεί να υπολογιστεί από το τι προσφέρει στον κόσμο και τι αφήνει πίσω, αλλά και από το τι κλέβει από τον κόσμο».

Ο αναγνώστης θα συνειδητοποιήσει επίσης την καταστροφή που επέφερε η υπεραλίευση και γενικότερα η εξάντληση των φυσικών πόρων, εξ αιτίας της ανθρώπινης απληστίας και κοιλιοδουλίας. Το βιβλίο είναι μια κραυγή για τα είδη του ζωικού βασιλείου που χάνονται, για τη γη που ερημώνεται, για τον άνθρωπο που μοιραία, αν συνεχίσει έτσι και δεν αλλάξει νοοτροπία και συμπεριφορά, θα καταδικαστεί στη μοναξιά, στην ερημιά.

Το τέλος του βιβλίου φέρνει εκτός από τη λύτρωση της ηρωίδας και ένα λυτρωτικό ελπιδοφόρο συμπέρασμα για τον αναγνώστη και το μέλλον: «Δεν χάθηκαν όλα. Υπάρχει ακόμα η άγρια φύση. Μπορούμε να τη φροντίσουμε, αν είμαστε αρκετά θαρραλέοι».

 

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:

Η Charlotte McConaghy (Σάρλοτ ΜακΚόναχι) είναι συγγραφέας βιβλίων επιστημονικής φαντασίας και fantasy. Έχει σπουδάσει σεναριογραφία στην Αυστραλία, και έχει βραβευτεί από την Εταιρεία Αυστραλών Συγγραφέων (Australian Writer's Guild) για το σενάριό της με τίτλο Fury. Ζει στο Σίδνεϊ, όπου ασχολείται και με διάφορα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά πρότζεκτ. Το «Πριν χαθούν τα πουλιά» είναι το πρώτο της βιβλίο ενηλίκων, το οποίο προέκυψε από την αγάπη της συγγραφέα για την άγρια φύση και την ανησυχία της για την εξελισσόμενη εξαφάνιση των ειδών. Ατμοσφαιρικό και καθηλωτικό, το μυθιστόρημα ΠΡΙΝ ΧΑΘΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, της Σάρλοτ ΜακΚόναχι, δημοσιεύτηκε σε περισσότερες από 20 γλώσσες σε όλο τον κόσμο και σύντομα θα διασκευαστεί για τον κινηματογράφο.



ΠΗΓΕΣ:

·         https://wblog.wiki/el/Arctic_tern

·        https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE

·  https://polarpedia.eu/el/%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%80%CF%84%CE%B7%CE%BD%CE%AC/

·         https://www.charlottemcconaghy.com/home

·         Συνέντευξη: https://poli-k.net/sarlot-makkonachi-oso-pio-poly-noiazo/

·         https://www.amazon.com/Life-Earth-Natural-David-Attenborough/dp/0316057452

 

Πρώτη δημοσίευση: https://www.loutraki365.gr/blog/post/i-aggeliki-mpoyliari-proteineiprin-hathoyn-ta-poylia-sarlot-makkonahi


Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

ΓΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ, της Τζούλια Φίλιπς

 

ΓΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ, της Τζούλια Φίλιπς

Είδος: Μυθιστόρημα (Κοινωνικό-Αστυνομικό)

Μετάφραση: ΙΩΑΝΝΑ ΗΛΙΑΔΗ

Εκδόσεις: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Σελίδες: 459

 


«Ένα αυγουστιάτικο απόγευμα, στην ακτογραμμή της χερσονήσου της Καμτσάτκα στο βορειοανατολικό άκρο της Ρωσίας, δύο κοριτσάκια –αδελφές, οκτώ και έντεκα χρόνων- εξαφανίζονται. Καθώς οι εβδομάδες δίνουν τη θέση τους στους μήνες και η αστυνομική έρευνα αποβαίνει άκαρπη, ο απόηχος της εξαφάνισης φτάνει απ’ άκρη σ’ άκρη αυτής της σφιχτοδεμένης κοινότητας, με τις γυναίκες να είναι αυτές που νιώθουν βαθύτερα τον φόβο και την απώλεια.

Μέσα από τη θαυμάσια χορογραφημένη αφήγηση, με το νήμα της εξαφάνισης στο φόντο, και σε πρώτο πλάνο τις εξαιρετικά σκιαγραφημένες γυναικείες μορφές και το γλαφυρά απεικονισμένο τοπίο της αποµακρυσµένης σιβηρικής χερσονήσου της Καμτσάτκα, η συγγραφέας µεταφέρει τους αναγνώστες σ’ αυτόν τον παράξενο και σαγηνευτικό τόπο, πλάθοντας εικόνες σκληρής οµορφιάς, και κατορθώνει να αποδώσει τις πολυπλοκότητες μιας περιοχής, όπου οι κοινωνικές και εθνοτικές εντάσεις σιγοβράζουν από καιρό, και όπου οι ξένοι συχνά είναι οι πρώτοι που θα κατηγορηθούν.

Το αριστοτεχνικό αυτό μυθιστόρημα, γραμμένο με ενσυναίσθηση και φαντασία, διερευνά τους περίπλοκους οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσμούς σε μια Ρωσία διαφορετική από οτιδήποτε έχουμε δει ως τώρα και καθηλώνει τον αναγνώστη.» [Οπισθόφυλλο]

 

Η ΓΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ, της Τζούλια Φίλιπς, είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, αριστοτεχνικά γραμμένο, με αξιοθαύμαστη ενσυναίσθηση, ακρίβεια και πρωτοτυπία. Θα σταθώ σ’ αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, λέγοντας πως κατ’ αρχήν δεν πρέπει να περιμένετε ένα τυπικό μυθιστόρημα μυστηρίου, πράγμα που σαφώς θα το κατέτασσε στην κατηγορία του αστυνομικού.  Η συγγραφέας, πέρα από το πρόβλημα που ζητάει τη λύση του, επεκτείνεται στην τοπική κοινωνία και στις προσωπικές ιστορίες των πολλών χαρακτήρων της, χτίζει τα προφίλ τους και περιγράφει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν, με περισσή οξυδέρκεια, πράγμα που ευλόγως θα το κατέτασσε, επίσης, στην σφαίρα του κοινωνικού μυθιστορήματος.


Πρωτότυπη είναι και η επιλογή του τόπου της ιστορίας στη ΓΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ. Πρόκειται για την μακρινή Χερσόνησο Καμτσάτκα, η οποία  βρίσκεται στην Βόρειο-Ανατολική Ρωσία, πάνω από την Ιαπωνία και κάτω από την Αλάσκα -ανήκει στην Ρωσική Ομοσπονδία. Βρέχεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό, την Βερίγγειο Θάλασσα και τη Θάλασσα του Οχότσκ.




Είναι γη παγωμένη για πολλούς μήνες το χρόνο, σεισμογενής, με ενεργά ηφαίστεια, ιαματικές πηγές και θερμοπίδακες. Απομονωμένη και δύσβατη. Προσβάσιμη μόνο μέσω θαλάσσης ή αέρος, καθώς  διαθέτει μόνο δύο βασικούς δρόμους κακής ποιότητας, μήκους 1.500 χλμ. Πρωτόγονης ομορφιάς, με πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Η άγρια πανίδα της περιλαμβάνει αρκούδες, φώκιες, θαλασσίους λέοντες, φάλαινες όρκες και εκατοντάδες είδη πουλιών που φωλιάζουν στις ακτές.

Έχει έκταση 270.000 τ. χλμ. και είναι αραιοκατοικημένη. Η πλειοψηφία των 322.000 κατοίκων είναι Ρώσοι, ενώ υπάρχουν και 13.000 αυτόχθονες (Βόρειες φυλές, όπως Κοριάκες, Εβένοι, Τσούκτσι, Νεμελάν, Ιτελμένοι). Ο μισός και πλέον πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος στην πρωτεύουσα Πετροπάβλοφσκ (180.000 κάτοικοι), η οποία είναι χτισμένη σε ένα λεκανοπέδιο που ορίζεται από ηφαίστεια και βουνά, μπροστά τον κόλπο Αβάτσα. Είναι εκεί ακριβώς, σε μια ακτή του κόλπου Αβάτσα, όπου χάνονται τα ίχνη των δύο αδερφών. Η πόλη δεν συνδέεται με κανένα οδικό δίκτυο εξωτερικού, το αεροδρόμιό της ονομάζεται Γιελίζοβο και βρίσκεται σε απόσταση 32 χλμ.



Εκτός από το Πετροπάβλοφσκ, άλλες δύο τοποθεσίες κατέχουν σημαντική θέση στο μυθιστόρημα: Η μία είναι η Παλάνα, στα δυτικά της χερσονήσου Καμτσάτκα, όπου βρίσκεται ο μεγαλύτερος οικισμός των αυτοχθόνων Κοριάκων, με 4.000 κατοίκους. Διαρρέεται από τον ομώνυμο ποταμό, απέχει περισσότερο από 500 χλμ. από το Πετροπάβλοφσκ και διαθέτει αεροδρόμιο.

Η άλλη τοποθεσία είναι το Έσο, ένα χωριό στο κεντρικό τμήμα της χερσονήσου Καμτσάτκα, από τα πιο γραφικά χωριά της Ρωσίας. Διοικητικό κέντρο της περιφέρειας. Απέχει 320 χλμ. από το Πετροπάβλοφσκ και 6.500 χλμ. από τη Μόσχα. Βρίσκεται στη σύγκλιση δύο ποταμών, του Μπίστραγια και του Ούκσικαν. Διαθέτει ιαματικές πηγές οι οποίες θερμαίνουν μια εξωτερική πισίνα στο κεντρικό τμήμα του χωριού. Εκεί βρίσκονται το Φυσικό Πάρκο Μπιστρίνσκι και το Εθνογραφικό Μουσείο Μπιστρίνσκι, το μοναδικό εθνογραφικό μουσείο της Καμτσάτκα. Το Εθνογραφικό Μουσείο τεκμηριώνει τις παραδόσεις και την αρχιτεκτονική των αυτοχθόνων λαών, Εβένων και Κοριάκων, καθώς και εκείνες των Ρώσων και Κοζάκων εποίκων.








Η δομή του μυθιστορήματος χαρακτηρίζεται επίσης από πρωτοτυπία. Χωρίζεται σε δώδεκα κεφάλαια με το όνομα του κάθε μήνα στη σειρά, ξεκινώντας από τον Σεπτέμβριο, οπότε χάθηκαν οι δύο μικρές αδερφές Σολόφσκαγια. Αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην Πρωτοχρονιά και καταλήγει στον Ιούλιο του επομένου έτους.


Στο πρώτο κεφάλαιο του Σεπτεμβρίου, η συγγραφέας εστιάζει στην σχέση των δύο ανηλίκων κοριτσιών, στην βόλτα τους στην ακτή και τέλος στην εξαφάνισή τους, με εγκιβωτισμένη μια φοβερή και παράξενη ιστορία για τη γη που χάθηκε, την πόλη που την πήρε η θάλασσα, την οποία αφηγείται η μεγαλύτερη αδερφή, η Αλιόνα, στην μικρότερη Σοφία. Ταυτοχρόνως, έχουμε μια εξαιρετική περιγραφή του τοπίου. Μέσα σε δέκα σελίδες πληροφορούμαστε πολλά για τον τόπο όπου συνέβη το γεγονός, το Πετροπάβλοφσκ, πρωτεύουσα της Καμτσάτκα. 

Οι πληροφορίες είναι εντέχνως διασκορπισμένες μέσα στην αφήγηση της συγγραφέα και μας μιλούν για το μεγάλο σεισμό του 1997, για τις πενταώροφες σοβιετικές πολυκατοικίες, τους ουρανοξύστες, τη βραχώδη ακτή με τους υπαίθριους πωλητές φαγητού και τα περιστασιακά σκουπίδια της παραλίας, το νεώριο, την κεντρική πλατεία με το άγαλμα του Λένιν και στο βάθος την μπλε κορυφή ενός ηφαιστείου. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τζούλια Φίλιπς στις περιγραφές της δεν παραλείπει καμία αίσθηση. Περιγράφει τα χρώματα, τα σχήματα, τις μυρωδιές, τους ήχους, την τραχύτητα, με την ίδια ακρίβεια με την οποία διεισδύει στον εσωτερικό κόσμο των γυναικών της ιστορίας της και μέσα από εκείνες αποκαλύπτει επίσης τον αντρικό κόσμο που τις περιβάλλει.

Στα κεφάλαια που ακολουθούν όμως,  η συγγραφέας παύει να ακολουθεί την τύχη των δύο κοριτσιών, όπως θα περίμενε κανείς σε ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Η ΓΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ της Τζούλια Φίλιπς δεν ακολουθεί  την αναμενόμενη διαδρομή με κατεύθυνση την επίλυση του μυστηρίου, αντιθέτως, στα αμέσως επόμενα κεφάλαια εισάγονται νέοι χαρακτήρες και νέες ιστορίες, ειπωμένες από την οπτική γωνία διαφορετικών αφηγητών και πάντα με φόντο την εξαφάνιση, ενώ η συγγραφέας εστιάζει στο πώς διαμορφώθηκε η κοινωνική και συναισθηματική ζωή, κυρίως των γυναικών που επηρεάστηκαν, αμέσως ή εμμέσως, από την τραγωδία της εξαφάνισης των ανηλίκων κοριτσιών.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι είτε εργαζόμενες γυναίκες, μητέρες, σύζυγοι, χωρισμένες, είτε νεαρές κοπέλες που αποζητούν τον έρωτα, την ασφάλεια, την ευτυχία. Είναι, επίσης άντρες, οι περισσότεροι πιεσμένοι από την ανάγκη της επιβίωσης, ή της επιτυχίας, προαγωγής και εξέλιξης στην εργασία τους, συγγενείς, σύζυγοι ή ερωτικοί σύντροφοι των γυναικών που πρωταγωνιστούν.

Οι χαρακτήρες δεν είναι τυχαίοι και οι περισσότεροι επανεμφανίζονται αργότερα με μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο. H συγγραφέας δεν διευκολύνει τον αναγνώστη ως προς τη σχέση των χαρακτήρων αναμεταξύ τους, ούτε ως προς το ρόλο που διαδραμάτισαν ή θα διαδραματίσουν στην ιστορία, μέχρι την επίλυση του μυστηρίου. Νομίζω, όμως, ότι σταδιακά ο αναγνώστης μαντεύει τη σύνδεση και σχέση των προσώπων με την εξαφάνιση καθώς και το λόγο ύπαρξης διαφόρων, τυχαίων ή φαινομενικά ασήμαντων, λεπτομερειών.

Στις ιστορίες αυτές των δώδεκα κεφαλαίων/μηνών, η συγγραφέας, ενώ πλέκει το νήμα του μυστηρίου της εξαφάνισης, ταυτοχρόνως αναπαριστά πιστά τη ζωή στην απομονωμένη και δύσβατη περιοχή της χερσονήσου Καμτσάτκα. Αποκαλύπτει τα μειονεκτήματα της ζωής στην πόλη, τις κακουχίες της ζωής στην ύπαιθρο, τις κοινωνικές ανισότητες, τον ρατσισμό, τον μισογυνισμό, τη φανερή ή λανθάνουσα βία, τις διακρίσεις εις βάρος των μεταναστών και των αυτοχθόνων φυλών, τις αντιπαλότητες μεταξύ ξένων, Ρώσων και γηγενών, και τις πολιτικές σκοπιμότητες.




Εν κατακλείδι, η Τζούλια Φίλιπς έχει τον απόλυτο έλεγχο της ιστορίας της. Δεν ξεχνά τους χαρακτήρες της, δεν ξεχνά τα κορίτσια που χάθηκαν, τους τόπους και τις λεπτομέρειες, και μας οδηγεί με απίστευτη δεξιοτεχνία σε ένα συναρπαστικό, καθηλωτικό τέλος, παραδίδοντάς μας, χωρίς αμφιβολία, ένα πλήρες, άρτιο βιβλίο, ένα πραγματικό συγγραφικό κομψοτέχνημα.

 

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ



Η Τζούλια Φίλιπς (Julia Phillips, 1989), διδάσκει δημιουργική γραφή στο Randolph College. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε: New York Times, Atlantic, Paris Review. Ζει στο Μπρούκλιν. Το βιβλίο ΓΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, ένα εντυπωσιακό κατά γενική ομολογία ντεμπούτο στο χώρο της Λογοτεχνίας, το οποίο εκτυλίσσεται στην μακρινή, απομονωμένη και δυσπρόσιτη χερσόνησο της Καμτσάτκα. Όπως εξηγεί η ίδια η συγγραφέας σε επιστολή της προς τους Έλληνες αναγνώστες, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της στην Ελλάδα, αγαπούσε τη Ρωσία από τότε που ήταν έφηβη. Πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν θα ήταν εφικτό να επισκεφτεί κανείς την Καμτσάτκα, καθώς ήταν μια στρατιωτική βάση στην οποία δεν επιτρεπόταν η παρουσία ξένων. Κατόπιν, έγινε ένας προορισμός τουρισμού περιπέτειας για λίγους τυχερούς, και η Φίλιπς, όταν ήταν στο πανεπιστήμιο και μάθαινε τη ρωσική γλώσσα, ήθελε όσο τίποτε άλλο να καταφέρει να την επισκεφτεί. Έπειτα από αιτήσεις δύο χρόνων συνέβη αυτό που θεωρεί (και δικαιολογημένα) ως την μεγαλύτερη εύνοια της τύχης στη ζωή της: κέρδισε την υποτροφία για έρευνα με σκοπό τη συγγραφή ενός βιβλίου στη χερσόνησο. Έτσι επισκέφτηκε την Καμτσάτκα πρώτη φορά το 2011, κι ύστερα πάλι, με το προσχέδιο του μυθιστορήματος  ΓΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ανά χείρας, το 2015. Το μυθιστόρημά της κέρδισε αμέτρητα βραβεία και υποψηφιότητες και συμπεριλήφθηκε στα καλύτερα βιβλία του 2019.

Στην ίδια επιστολή που ανέφερα παραπάνω, η Αμερικανίδα συγγραφέας καταλήγει ως εξής:

«…Όσο μακριά κι αν βρίσκεται ίσως η Καμτσάτκα από τον τόπου όπου μεγαλώσαμε εσύ ή εγώ, οι άνθρωποι που ζουν εκεί συνδέονται βαθιά μ’ εμάς, κι εμείς μ’ εκείνους. Όλοι παλεύουμε ενάντια στους ίδιους πόνους. Όλοι ξέρουμε τι σημαίνει να φοβάσαι — αλλά και τι σημαίνει να ελπίζεις. Εξάλλου, αν μια ολόκληρη κοινότητα μπορεί να ενωθεί για να βλάψει, τότε επίσης μπορεί να δράσει από κοινού για να βοηθήσει. Μπορούμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να σώσουμε ο ένας τον άλλο. Σ’ ευχαριστώ που διάλεξες να διαβάσεις αυτή την ιστορία. Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθεια που προσφέρεις στους γύρω σου, όποια κι αν είναι. Εύχομαι το μέλλον σου να είναι γεμάτο καλά βιβλία, γενναιόδωρους φίλους, και συναρπαστικά ταξίδια (ίσως στην όμορφη Καμτσάτκα;)»

 

Πηγές:

https://www.metaixmio.gr

https://www.juliaphillipswrites.com/

www.wikipedia.org

https://mirc.ntua.gr/sites/default/files/KAMTSATKA.pdf

https://www.tovima.gr/2021/08/10/vimagazino/xersonisos-kamtsatka/

https://ekorenovsk.ru/el/kogda-luchshe-ehat-na-kamchatku-turistam-kamchatka-prakticheskaya-informaciya/



Πρώτη Δημοσίευση: https://www.loutraki365.gr/blog/post/i-aggeliki-mpoyliari-proteineigi-poy-hanetai-tis-tzoylia-filips

01-05-2022