Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ από τους ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ (pdf)

ΣΥΜΦΙΛΙΩΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ, ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΟ ΦΟΒΟ;


Τι κι αν "Όλη η ζωή είναι μια ξένη χώρα"; *

Εγώ "Καταμεσής στον χειμώνα ανακάλυψα ότι
υπήρχε μέσα μου ένα ανίκητο καλοκαίρι.
Κι αυτό με κάνει ευτυχισμένο.
Επειδή δηλώνει ότι δεν έχει σημασία,
με πόση δύναμη με πιέζει ο κόσμος,
μέσα μου υπάρχει κάτι δυνατότερο - 
κάτι καλύτερο, που αντιστέκεται
και με κρατάει στη θέση μου." **


* Τζακ Κέρουακ
** Αμπέρ Καμύ



ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ 
ή αλλιώς ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ  ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ
για να βρει την πίστη στον εαυτό της,
την εσωτερική της δύναμη,
και να νικήσει τον Φόβο.




Ξεφυλλίστε το βιβλίο ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ και διαβάστε ολόκληρο το Πρώτο Κεφάλαιο του μυθιστορήματος στον παρακάτω σύνδεσμο με το δωρεάν pdf:
http://www.oceanosbooks.gr/datafiles/files/Drapetes%20tou%20oneirou_free.pdf


Όλες οι πληροφορίες για το βιβλίο στο site των εκδόσεων Ωκεανός στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://www.oceanosbooks.gr/product/547/%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%B5%CF%83-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF%CF%85


Πληροφορίες για την συγγραφέα στους παρακάτω συνδέσμους:







Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

"ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ", Μυθιστόρημα, Αγγελικής Μπούλιαρη

ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Αγγελική Μπούλιαρη
Μυθιστόρημα
Σελίδες 615
Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΟΣ
Μάρτιος 2016




Από τη γέννησή της ακόμη η Ευρυδίκη βιώνει την πατρική απόρριψη… Σε ηλικία πέντε ετών παραχωρείται, ως «ανιψιά», στον υποψήφιο βουλευτή Θεοδόση Σπηλιόπουλο και στη σύζυγό του Ευγενία, που είναι άτεκνοι. Καθώς μεγαλώνει, η αυστηρή Ευγενία την αντιμετωπίζει ως απειλή για την καριέρα του συζύγου της και την κοινωνική τους θέση. Ακολουθεί ο γάμος της από συνοικέσιο και με τη θερμή συναίνεση του πατέρα της, με τον πολύ μεγαλύτερό της Χαράλαμπο, ο οποίος την οδηγεί σε μια τρίτη οικογένεια. Αποκτά δύο κόρες... 
Η Ευρυδίκη βιώνει τη λεκτική, ψυχολογική και σωματική βία μέσα στον γάμο. Αντιλαμβάνεται όχι μόνο ότι καμιά από τις τρεις οικογένειές της δεν μπορεί να τη στηρίξει, αλλά επιπλέον καθεμιά τους κρύβει και ένα «στοιχειό» για εκείνην, το οποίο καλείται να βρει το θάρρος να αντιμετωπίσει. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ξυπνά, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται και ο έρωτας στο πρόσωπο ενός συνομηλίκου της. Η ώρα να κάνει γενναία βήματα για να κερδίσει, επιτέλους, τη ζωή της, έχει έρθει..
(Από το Οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Βρείτε το βιβλίο εδώ:

Διαβάστε απόσπασμα εδώ:





Η Αγγελική Μπούλιαρη είναι πτυχιούχος Ελληνικής και Αγγλικής Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και διπλωματούχος Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Βρετανικού Συμβουλίου. Σπούδασε, επίσης, Μετάφραση Παιδικής Λογοτεχνίας, Δημιουργική Γραφή, Ψυχολογία και την Ιταλική Γλώσσα. Εργάστηκε ως ιδιωτική υπάλληλος και ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση, ενώ από το 2001 ασχολείται αποκλειστικά με το βιβλίο. Αγαπά τα βιβλία και τη μάθηση, τη μουσική, τα ταξίδια και τη φωτογραφία. Είναι παντρεμένη και έχει αποκτήσει τρεις κόρες και δύο εγγόνια.

Συγγραφικό Έργο
  • «Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ», Μυθιστόρημα, Πλατύπους, 2005. Βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος του Καφενείου των Ιδεών
  • «Η αγάπη φυλαχτό», Μυθιστόρημα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2006
  • «Ερωτικά πορτρέτα», Μετάφραση από τα αγγλικά, λεύκωμα για τον έρωτα στην τέχνη, Κεστός 2007
  • «Αφετηρίες Μνήμης», Συμμετοχή στη συλλεκτική έκδοση της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών, 2008
  • «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει», Μία νουβέλα και πέντε διηγήματα, Άνεμος Εκδοτική, Ιούλιος 2012
  • «Η νοσταλγία του παλιού πόνου», Ποίηση, Άνεμος Εκδοτική, Μάρτιος 2015
Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της:


Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ







 Έγραψα τον αριθμό της 
Κασσάνδρας στο κινητό μου, 
για να πάρω σε κάποια στιγμή ησυχίας και υποσχέθηκα να ενημερώσω σχετικά τη φίλη μου. Ήταν απ' αυτούς που σε χρεώνουν 2,5 ευρώ το λεπτό.

Η Κασσάνδρα δεν ήταν διαθέσιμη και με συνέδεσαν με μια συνεργάτιδά της, τη Σεμέλη. Γλυκύτατη κυρία, δεν μπορώ να πω, όλο 'γλυκιά μου' και 'γλυκιά μου' μ' έλεγε, αλλά μιλούσε αργά, μάλλον με είχε περάσει για αλλοδαπή και το έκανε επίτηδες, για να την καταλαβαίνω...



«Σε θέλει, σε θαυμάζει» μου είπε με σιγουριά. «Του αρέσεις και ως γυναίκα και ως άνθρωπος. Συγκεντρώνεις όλα όσα ψάχνει σε μια σύντροφο, γλυκιά μου». Μου ζήτησε να της πω έναν άλλο αριθμό και αυτοσυγκεντρώθηκε ξανά για λίγο, ενώ εγώ ήδη πετούσα στα ουράνια από τη χαρά μου.
«Τον βλέπω πολύ κοντά σου. Συνάδερφός σου είναι;»




«Όχι, ακριβώς, αλλά βρισκόμαστε μερικές φορές την εβδομάδα».
«Έλαβες λουλούδια τώρα τελευταία;»
«Όχι. Μονάχα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο την ημέρα της γιορτής μου από έναν άγνωστο», μουρμούρισα.
«Αυτός στο έστειλε! Σε σκέφτεται συνέχεια, γλυκιά μου. Σε ζηλεύει. Ζηλεύει τον άντρα σου που σ’ αγκαλιάζει. Δεν είναι σίγουρος για σένα, για τα αισθήματά σου, και διστάζει. Φοβάται. Με τη μητέρα του μένει;» 


«Δεν έχω ιδέα», απάντησα.
«Τον επηρεάζει αρνητικά για τέτοια σχέση», συνέχισε η Σεμέλη, αγνοώντας με. «Βλέπω κάποιες δυσκολίες, γλυκιά μου», μουρμούρισε σκεφτική, κι εγώ προσγειώθηκα απότομα σε ανώμαλο έδαφος. Μου ζήτησε ακόμα έναν αριθμό και σώπασε για να συγκεντρωθεί. Ενώ περίμενα με αγωνία, κόπηκε ξανά η γραμμή!



Ξανακοίταξα το ρολόι του τοίχου. Ναι, δεν χωρούσε αμφιβολία, ακόμα ένα τέταρτο της ώρας είχε περάσει! Ο λογαριασμός του κινητού θα έπεφτε ως χαράτσι επί της κεφαλής μου, αλλά έπρεπε να μάθω…

«Λοιπόν, Σεμέλη, τι βλέπεις για το Νίκο; Υπάρχει άλλη; Τι θα γίνει; Τι να κάνω;» μπήκα κατευθείαν στο θέμα, μόλις με συνέδεσαν.
Η Σεμέλη αυτή τη φορά ακούστηκε κάπως παραξενεμένη που με άκουσε πάλι, κάπως κουρασμένη, δεν ξέρω κι εγώ τι να πω. Μάλλον είχε εξαντληθεί από την πολλή αυτοσυγκέντρωση, η καημένη…

«Δεν υπάρχει άλλη. Υπήρχε μια σχέση και τέλειωσε», είπε η Σεμέλη και σώπασε για λίγο. «Θα κάνεις κάποιο ταξίδι», συνέχισε. «Έχεις προγραμματίσει κάτι;»
Σκέφτηκα γρήγορα. Δεν είχα κανονίσει τίποτα ακόμα, αλλά πιθανόν να ταξίδευα σε δυο-τρεις μεγάλες πόλεις της επαρχίας, για τις ανάγκες της έρευνας σχετικά με τις προβλέψεις.
«Κάτι είναι στα σκαριά», απάντησα δισταχτικά.


«Θα πάτε μαζί! Θα σε συνοδεύσει. Με αυτοκίνητο. Θα είστε με παρέα, ίσως σε μέρος κοντά σε θάλασσα. Θα κουβεντιάσετε πολύ. Θα τα πάτε πολύ καλά στο τέλος! Τα ζώδιά σας ταιριάζουν, γλυκιά μου. Φαίνεται καθαρά στα χαρτιά μου. Ένας ψηλός, μελαχρινός σε σκέφτεται και μπαίνει στη ζωή σου. Αυτός θέλει να βεβαιωθεί για τα αισθήματά σου, ότι τον βλέπεις σοβαρά. Δεν θέλει κάτι επιπόλαιο, περαστικό…»

Κανένα πρόβλημα, σκέφτηκα, θα τον βεβαίωνα εγώ και με το παραπάνω!


Ήμουν πολύ χαρούμενη τώρα κι ένιωθα ότι βάδιζα σε στέρεο έδαφος. Ήξερα τι συνέβαινε κι επομένως αισθανόμουν μια σιγουριά για το αίσθημά μου και για τις μελλοντικές κινήσεις μου. Είχα ξεχάσει ολότελα την οικογενειακή μου κατάσταση, και ο λογαριασμός του κινητού μου, που πέρασε στιγμιαία από το μυαλό μου, ήταν μονάχα μια σύντομη και έμμεση υπενθύμιση. Έπρεπε να έχω το νου μου να τον παραλάβω εγώ η ίδια και να τσακιστώ να τον εξοφλήσω αμέσως, από φόβο μήπως τον έβλεπε ο γιος μου ή ο άντρας μου. Όχι, ότι θα μου έλεγαν τίποτα για το ποσό, αλλά μήπως κοίταζαν τους αριθμούς κι έβλεπαν το περίφημο νούμερο που άρχιζε από 9001… και μ’ άρχιζαν στην κοροϊδία και στις ερωτήσεις.




Από την ιστορία "Οι προβλέψεις" που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει": http://anemosekdotiki.gr/books/ego_agapo.html 


Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ



Προτίμησα να φύγω, γιατί η διαφωνία δεν οδηγούσε πουθενά, αφού όπως πάντα διαφωνούσαμε ακόμα και για την αιτία της διαφωνίας.  Το σπουδαίο θέμα που είχε προκύψει ονομαζόταν ‘καναπές’ αλλά δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε αν χρειαζόμαστε καινούργιο καναπέ για το επίσημο σαλόνι ή για το πρόχειρο καθιστικό και επομένως ούτε για το χρώμα ούτε για το ύφασμα… Εγώ ψήφιζα καθιστικό, εκείνος σαλόνι. Εγώ απλά είχα διαφορετική άποψη, εκείνος πίστευε ακράδαντα ότι διαφωνούσα επίτηδες για να του πάω κόντρα.
«Πού πας;» με ρώτησε τη στιγμή που έπαιρνα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου.
«Μου τέλειωσε το μελάνι», είπα ψέματα. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε ιδέα από μελάνια και χαρτιά και υπολογιστές, ούτε ενδιαφερόταν  αν έγραφα και τι έγραφα.
«Τώρα;» με ειρωνεύτηκε. «Έχουν κλείσει. Δεν θα προλάβεις!» είπε, τονίζοντας το ‘δεν’ με σιγουριά που έκρυβε μέσα της ικανοποίηση. Για μια ακόμα φορά έφερνε την καταστροφή. Για μια ακόμα φορά με επέπλητε έμμεσα που δεν προγραμμάτιζα σωστά τις δουλειές μου.
«Δεν κλείνουν ποτέ πριν τις εννιά στην πόλη μας», απάντησα κι εγώ, όσο πιο ήρεμα μπορούσα, αλλά επίσης τονίζοντας το ‘δεν’, και βγήκα.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες, κοίταξα αντίκρυ μου το ολόγιομο φεγγάρι που φώτιζε τη νύχτα γύρω μου. Ίσως έφταιγε αυτό για την ανατροπή της, όπως και να ’χε ευαίσθητης, νευρικής ισορροπίας των δυο μας ως ζευγαριού, και μετά από μια σύντομη εκεχειρία, φαίνεται πως άρχιζε ξανά η εμπόλεμη περίοδος. Μπήκα στο αμάξι κι έβαλα μπρος.
Στη διασταύρωση, μπροστά στο ΣΤΟΠ, έμεινα σταματημένη για περισσότερο χρόνο απ’ όσο χρειαζόταν για να ελέγξω το δρόμο, κι έπειτα, αντί να στρίψω αριστερά προς την πόλη, χωρίς να το καταλάβω, απλά τράβηξα δεξιά προς το βουνό. Σταμάτησα στους πρόποδες, στην είσοδο του δάσους, σ’ ένα μικρό ξέφωτο.
Καλά ήταν μέχρι εκεί, ας μην πήγαινα παραπέρα. Ήμουν ήδη αρκετά μακριά από το σπίτι μου, ώστε να  παίρνω βαθιές ανάσες ελευθερίας, αλλά και αρκετά μακριά από την κατοικημένη περιοχή, ώστε να αισθάνομαι τουλάχιστον άβολα, αν προχωρούσα κι άλλο.
 Έβαλα το ραδιόφωνο σε χαμηλή ένταση και προσπάθησα να ενισχύσω το αμυντικό μου σύστημα με θετικές σκέψεις,  όπως για παράδειγμα, ‘είμαι ελεύθερη να κάνω αυτό ή το άλλο, απλά επιλέγω να μην το κάνω,  γιατί κρίνω ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή’…


Άκουγα τον Λούις Άρμστρονγκ να αναρωτιέται ‘τι λάθος έκανε για να είναι μαύρος και να έχει τις μαύρες του’, και σκεφτόμουν πως μάλλον εγώ θα έπρεπε να αρχίσω να  αναρωτιέμαι τι έκανα μες στη μαύρη νύχτα, όταν ξαφνικά διέκρινα ένα φως, σαν πυροφάνι, να έρχεται προς το μέρος μου. Πάτησα το κουμπί για τις ασφάλειες, χαμήλωσα κι άλλο τον ήχο του ραδιοφώνου και περίμενα.
Καθώς το φως πλησίαζε αργά, κατάλαβα ότι ήταν μέρος ενός παράξενου σε σχήμα συνόλου, που στραφτάλιζε μες στο σκοτάδι, με τις ποικίλες, ζωηρόχρωμες λάμψεις της φωτιάς.
«Εξωγήινοι!» μουρμούρισα. «Ενδιαφέρον! Θα ήταν μια κάποια λύση…»


Όμως ήταν μονάχα ένας κοντός, παχουλούτσικος, μικρός δράκος, με φολιδωτή πολύχρωμη ράχη και μακριά ουρά, που ξέρναγε φωτιές μπροστά στο καπό μου. Του έκανα νοήματα να πάει πιο κει, γιατί δεν είχα καμιά όρεξη να γίνω πυροτέχνημα,  κι αυτός ήρθε τότε πλάι στο τζάμι μου και με κοιτούσε με μάτια μεγάλα και ικετευτικά.
Μάλλον θα ήταν ένας από τους σύγχρονους δράκους της Αγγελικής Βαρελά, της συγγραφέα παιδικών βιβλίων, που είχαν μείνει άνεργοι τον τελευταίο καιρό και ζητούσαν δουλειά σ’ ένα οποιοδήποτε βιβλίο.
«Αλλά εγώ, καλέ μου», του είπα σιγανά, κουνώντας το κεφάλι, «όχι μόνο δεν είμαι συγγραφέας παιδικών βιβλίων, αλλά ούτε καν συγγραφέας. Μια απλή υποψήφια είμαι…»
Εκείνος επέμενε μια να με κοιτάζει, και μια να σκύβει και να ρίχνει τις φωτιές του προς τα κάτω και προς τα πίσω. Ακολούθησα με το βλέμμα τις κινήσεις του και κατάλαβα πως μου έδειχνε το πίσω αριστερό του πόδι. Φαινόταν χτυπημένο κι από την ουλή του έβγαινε ένα πορτοκαλί υγρό. Άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα. 
   
Έτσι γνώρισα το μικρό μου Δράκο…

Η συνέχεια στο βιβλίο ¨Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει"





Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:





Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ; (1)

Σάββατο 24 Μάρτη
 Συνάντησα τον Αχιλλέα. Του τα είπα όλα. Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η επανέναρξη τηλεφωνικής επικοινωνίας, ύστερα από τη συνάντησή μας στο Παρίσι. Και το γεγονός ότι εγώ έδειχνα χαρούμενη από σκόρπιες λέξεις του Δημήτρη, όπως το ‘μου’ για παράδειγμα που συνόδευε το όνομά μου ή το στοιχειώδες ενδιαφέρον του για τα παιδιά μου, τον εκνεύριζε.
«Δεν βλέπω το λόγο για τη συνέχεια αυτή», μου είπε. «Πήρες τις απαντήσεις σου, που, μεταξύ μας, μάλλον τις γνώριζες, αλλά δεν ήθελες να τις παραδεχτείς, τώρα τι θέλεις; Μόνο κακό μπορεί να προκύψει, αν συνεχίσεις την όποια επαφή… Κι εγώ νοιάζομαι για σένα, Λυδία, θέλω να είσαι εσύ καλά…»
Έβλεπε ξεκάθαρα τη δυσπιστία μου απέναντι στα λόγια του, την άρνησή μου να τα δεχτώ. Μ’ έπιασε από τα μπράτσα και μ’ ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Νομίζεις πως θέλω να σου χαλάσω τη χαρά σου; Μα, δεν πρόκειται για κάτι πραγματικό, ουσιαστικό, πρόκειται για μια ψευδαίσθηση… Σε ξεγελούν τα καταραμένα συναισθήματα. Βασίζεσαι σε λάθος δεδομένα!»

«Δεν με καταλαβαίνεις», του είπα με παράπονο.
«Κι όμως σε καταλαβαίνω περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον! Έχεις ανάγκη από κάποιον που να κατανοεί και να σέβεται την προσωπικότητά σου, να σ’ αγαπάει πολύ και να μοιράζεται πράγματα μαζί σου… Αλλά δεν είναι αυτός. Ίσως κάποτε, αλλά όχι τώρα. Όχι πια! Δεν μπορεί να σου δώσει, δεν το βλέπεις; Βάλε τελεία και παύλα! Πίστεψέ με, η επιστροφή στο παρελθόν μονάχα καταστροφική μπορεί να είναι! Για όλους!»


«Μα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου! Αν υπήρχε τρόπος, θα ξερίζωνα την καρδιά μου, για να γλιτώσω από την τυραννία του!»
«Όχι, δεν θα το ’κανες… Τουλάχιστον, όχι εύκολα…» είπε ο Αχιλλέας, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. «Έχεις μάθει να ζεις έτσι. Τον χρησιμοποιείς σαν αντίβαρο σε μια σκληρή για σένα πραγματικότητα. Γαντζώθηκες σε μια ιδέα, για να μην χάσεις την ισορροπία σου. Κι όλα αυτά επειδή ακόμα αρνείσαι να δεχτείς τις συνέπειες των επιλογών σου!»
«Τον αγαπώ!» διαμαρτυρήθηκα, ενώ ένιωθα τα μάτια μου να θολώνουν. «Τίποτα δεν έχει αλλάξει στην καρδιά μου!»
Ο Αχιλλέας πέρασε το χέρι του στην πλάτη μου κι έσφιξε τον ώμο μου.
«Δεν είναι αγάπη αυτό, καλή μου. Το ’πες και μόνη σου: είναι τυραννία... Η τυραννία του αδιέξοδου…»
Άλλαξα θέμα και ρώτησα για τα δικά του νέα. Όμως, φαίνεται πως όσα του είχα πει, στριφογύριζαν στο μυαλό του, γι’ αυτό και επανέφερε το θέμα τη στιγμή που με αποχαιρετούσε.
«Άκουσε, Λυδία. Άφηνε τα πράγματα να κυλούν μόνα τους. Το παρελθόν θα μπορούσε να μπει στο δρόμο σου από μόνο του και τότε τα πράγματα θα ήταν αλλιώς... Κι αλλιώς είναι τώρα που εσύ εξωθείς και πιέζεις καταστάσεις, σκαλίζεις τις στάχτες του παρελθόντος. Ό,τι προκύψει, θα είναι αποτέλεσμα ‘βίας’… Κι αυτό δεν είναι ποτέ καλό…»
Μου ζήτησε να υποσχεθώ – σ’ αυτόν αλλά και στον εαυτό μου - ότι θα σκεφτόμουν με απόλυτη σοβαρότητα να διακόψω κάθε επικοινωνία με τον Δημήτρη και να τον βγάλω από τη σκέψη μου, ότι θα έβαζα μια τάξη στην άτακτη μυστική ζωή μου και θα ξαναγυρνούσα στην τακτοποιημένη μου κανονική ζωή.
Του έδωσα την υπόσχεσή μου, μα στην άκρη του μυαλού μου άρχισα να σχεδιάζω μια ακόμα, την τελευταία, μικρή επιστροφή…




(Απόσπασμα από το βιβλίο "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει")
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/egw-agapw-auth-kapnizei.html