Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

«Μοιρόγραφτο», Γιάννης Πανούσης - Una persona libera

 

 


«Μοιρόγραφτο», Γιάννης Πανούσης

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, 2018

Σελίδες 126

 



ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Ήταν μεγάλη μου τιμή που κλήθηκα να παρουσιάσω την 1η Νοεμβρίου 2019, στο Πνευματικό Κέντρο Περαχώρας-Λουτρακίου, την Ποιητική Συλλογή «Μοιρόγραφτο», από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης, του καθηγητή Γιάννη Πανούση, τον οποίο εκτιμώ και θαυμάζω απεριόριστα, αν και μέχρι τότε τον ήξερα εκ του μακρόθεν μόνο, μόλις εκείνο το βράδυ κάναμε τη γνωριμία μας. Υπήρξε, ωστόσο, ο αγαπημένος καθηγητής της κόρης μου στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, και όσο για μένα, διάβαζα πάντα με μεγάλο ενδιαφέρον κείμενά του στον τύπο. Με είχε εντυπωσιάσει η συνήθειά του να ξεκινάει τα άρθρα του με μικρά ποιητικά αποσπάσματα, και απ’ αυτό είχα καταλάβει ότι αγαπούσε την ποίηση, αγνοούσα όμως ότι και ο ίδιος ήταν ποιητής, εφόσον η ποίησή του κυκλοφορούσε με ψευδώνυμο.

Στην αρχή της ποιητικής του συλλογής Μοιρόγραφτο, ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης αποποιείται την ιδιότητα του ποιητή - κάτι βεβαίως με το οποίο ο αναγνώστης θα διαφωνήσει απολύτως – δηλώνοντας ότι γράφει ποιήματα, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο δίνει στην ψυχή του υπόσταση και ταυτόχρονα επικοινωνεί με τον άγνωστο Χ συνάνθρωπο/συμπολίτη, πράγμα που τού είναι αρκετό για να αισθανθεί μέλος μιας κοινωνίας, που αν και απογοητευμένη, πάντα θα βρίσκει τρόπο/χρόνο για να διαβάσει έναν στίχο και να πάρει δύναμη να ξαναγεννηθεί (Από-ποίηση, σελ.9).

Ακολουθώντας αυτή του τη δήλωση,  ας μου επιτραπεί να προχωρήσω κι εγώ σε μια αποποίηση ιδιότητας. Ουδέποτε, δήλωσα ότι είμαι κριτικός λογοτεχνίας, αναλύτρια ή δοκιμιογράφος. Υπήρξα, όμως, από τότε που έμαθα τις πρώτες λέξεις, φανατική αναγνώστρια και δηλώνω εμπράκτως μαθήτρια δια βίου. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, ως αναγνώστρια, να σας ξεναγήσω στον κόσμο του Μοιρόγραφτου, με τον τρόπο που ξενάγησα τον ίδιο μου τον εαυτό στις σελίδες του, και που μοιάζει πιστεύω με τον τρόπο που ο Ποιητής μας έγραψε τα ποιήματά του: Με αγάπη.

Μετά τη μελέτη των σχεδόν 100 (για την ακρίβεια 94) ποιημάτων της συλλογής, τα οποία εκπλήσσουν και γοητεύουν για το συναίσθημα και την ειλικρίνεια των στίχων, τη λιτή και ουσιαστική έκφραση, τους συνειρμούς, την ευθύτητα των απόψεων, την τόλμη έκθεσης και τη γενναιότητα της γραφής, τα διέκρινα νοητά σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:


Α) ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ και ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ γενικώς:

 Στη συλλογή «Μοιρόγραφτο» είναι πολλά τα ποιήματα που αναφέρονται στις ανθρώπινες σχέσεις και τα συναισθήματα, γι’ αυτό κι εγώ τα ονόμασα «των ανθρωπίνων σχέσεων και της αγάπης», επειδή όντως περιγράφουν εκδηλώσεις έγνοιας και τρυφερά συναισθήματα και ορίζουν την αγάπη ως το θεμελιώδες αίσθημα, καθώς και τις σχέσεις που βασίζονται στην αγάπη, ως τις πιο ουσιαστικές και σημαντικές στη ζωή. Η αγάπη αυτή, όπως διαφαίνεται στους στίχους του ποιητή, είναι ανεξάντλητη. Δεν έχει περιορισμούς ως προς τον αριθμό και την ιδιότητα των αγαπωμένων. Τη βλάπτουν οι μαθηματικοί υπολογισμοί και οι προσδοκίες ανταπόδοσης, ενώ την αναζωογονεί η συγχώρεση. Γι’ αυτό, συμπεραίνει, «Αγάπη ολοκληρωτικά, αν και όχι πάντοτε αλληλεγγύως»: (Amor omnibus idem [H αγάπη είναι σε όλους ίδια], σελ. 15)

Η αληθινή αγάπη είναι γενναιόδωρη. Και υπάρχει ανάμεσα στα αγαπημένα πρόσωπα ένα πρόσωπο μοναδικό και αναντικατάστατο, που μπορεί να αγαπάει μ’ αυτόν τον τρόπο και μας προστατεύει πάντα, ακόμα κι όταν δεν είναι παρόν: Η γλυκιά μορφή της Μάνας (Μάνα, σελ. 31). Ξεκινώντας από αυτή τη θεμελιακή μορφή της μητέρας, η αγάπη εκτείνεται στο σύντροφο, τα παιδιά, την οικογένεια, τους συνανθρώπους μας. Στο ποίημα Β-Π-Κ, σελ.116, παρακολουθούμε μια οικογένεια όπου οι άνθρωποι κοιτάζονται κατάματα, δεν έχουν ανάγκη οπτικές τρίτων, ο πατέρας ανοίγει δρόμο στο φως, η μητέρα κλείνει το δρόμο στον πόνο και το φόβο, το ένα μέλος φροντίζει και ενθαρρύνει το άλλο με τον δικό του τρόπο, γενικά ο καθένας δίνει τον καλύτερο εαυτό του, και γι’ αυτό φέγγουν όλοι όμορφοι και με αυτοπεποίθηση, ο καθένας στα μάτια των άλλων. Τέλος, στο ποίημα Μπέλα-Ζακλίν, σελ. 108, θαυμάζουμε μιαν αξιοζήλευτη αφοσίωση μεταξύ δύο – όχι απαραιτήτως ανθρωπίνων – υπάρξεων.

Σήμερα όλοι ζούμε στην εποχή της καλπάζουσας τεχνολογίας. Ακόμη και οι πιο ανίδεοι ή απορριπτικοί κάνουν καθημερινή χρήση μικρών τεχνολογικών θαυμάτων. Ως γνωστόν, ένας από τους σκοπούς της τεχνολογίας, στον οποίο βασίστηκαν κατά κόρον οι διαφημιστικές καμπάνιες των διαφόρων εταιρειών, ήταν να μειώσει τις πραγματικές αποστάσεις και να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά. Το πέτυχε; Μήπως ήδη ζούμε στο «γενναίο νέο κόσμο» του Άλντους Χάξλεϊ; Στο ποίημα με τίτλο Τεχνο-α-λογία, σελ. 50-51, ο ποιητής, με την προσθήκη του στερητικού «α» ανάμεσα στα δύο συνθετικά μέρη της λέξης, που ήδη προσδίδει την έννοια του παράλογου στη λέξη, υπαινίσσεται την απομάκρυνση και την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μέσα σε ένα περιβάλλον ύψιστης τεχνολογίας.

Η Γη χρειάζεται ξανά προστασία από τον πολιτισμό της φωτιάς και του σιδήρου, ενώ η ισορροπία ανθρώπου και πλανήτη βρίσκεται στην αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση, μας υπενθυμίζει ο ποιητής, δείχνοντας αγάπη για τη Φύση και περιβαλλοντική ευαισθησία, με το ποίημα: Αλληγορικό [Η σοφία της Γης], σελ. 38-39

 

Β) ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ-ΠΟΛΙΤΙΚΑ:

 Η ποίηση του Γιάννη Πανούση στη συλλογή Μοιρόγραφτο δεν αναπτύσσεται μόνον γύρω από τον άξονα των ανθρωπίνων σχέσεων και συναισθημάτων, αλλά και γύρω από την Πολιτεία/Κράτος, ως υπέρτατη θεσμική οντότητα και ως οργανωμένη και αντιπροσωπευτική έκφραση των πολιτών της. Τον απασχολεί το όριο της Ελευθερίας και αναρωτιέται αν αυτή είναι τελικά «δώρον άδωρον», ενώ τον διακατέχει ο τρόμος της Ιστορίας.

Σε πολλά ποιήματα της συλλογής διακρίνουμε το ενδιαφέρον, την ανησυχία και τον προβληματισμό του Ποιητή για θέματα όπως η άσκηση της εξουσίας, η αλαζονεία  και η φθορά των κατεχόντων την εξουσία, το ποιόν της ηγεσίας, καθώς και οι ευθύνες τόσο των πολιτικών όσο και των πολιτών.

Τον ποιητή ενδιαφέρουν τα μέγιστα οι ευθύνες μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης, τις οποίες μοιράζει ανάμεσα στους πολιτικούς και τους πολίτες, αν και όχι εξίσου. Κάποιος ευθύνεται περισσότερο, γιατί αυτός χαράζει το δρόμο και προχωράει πρώτος: Εκδοχές και παραδοχές, σελ. 62  

Η έλλειψη ηθικής στην ηγεσία, το βλαβερό ποιόν του μη-δημοκράτη ηγεμόνα και οι ευθύνες του, πρωτίστως απέναντι στους νέους, προβληματίζουν τον ποιητή: Κάτοπτρον μη δημοκράτη ηγεμόνα, σελ. 90 

Δεν μας έτυχαν, τους επιλέξαμε. Η ευθύνη του πολίτη για το ποιος (θέλει να) τον κυβερνάει:  Αν, σελ. 40                                               

Η εγκατάλειψη των στόχων, η απώλεια της φιλίας, η λήθη και η αλλαγή στο πέρασμα του χρόνου, εκφράζονται με νοσταλγική διάθεση στις Υπόγειες καταστάσεις, σελ. 79

Τη νοσταλγία του ποιητή για τα παιδικά και νεανικά του χρόνια αλλά και την απογοήτευσή του, τόσο για τις αλλαγές που επιφέρει ο πανδαμάτωρ χρόνος στους ανθρώπους, όσο και για τη διάψευση των προσδοκιών της γενιάς του διακρίνουμε στο ποίημα Οι μη ανήκοντες, σελ. 59. Παρόλα αυτά ελπίζει ακόμα.

Στο ποίημα Η άδεια σχολική τάξη, σελ. 68, παρακολουθούμε μια αποκαθήλωση εικόνων και φωτογραφιών ηρώων, (στο όνομα τίνος, άραγε;) και έναν δάσκαλο κουρασμένο και ανήμπορο να αντιδράσει, που επωμίζεται το βάρος της ντροπής για την αδυναμία του.

Με την Ωδή στην πατρίδα, σελ. 125, ο ποιητής εκφράζει την απενοχοποιημένη αγάπη του προς την πατρίδα του. Ας σημειώσουμε ότι αυτό το ποίημα κλείνει τη συλλογή Μοιρόγραφτο.


Γ) ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ:

Είναι γνωστό ότι η ενασχόληση με την πολιτική ενέχει κινδύνους. Συχνά διακινδυνεύει κανείς να ξεχάσει αρχές και πιστεύω, να παραμελήσει αγαπημένα πρόσωπα και πράγματα, να χάσει τη σύνδεση με τον εσώτερο εαυτό του. Όμως, στον Γιάννη Πανούση, αρκεί κάτι μικρό, απλό, καθημερινό, για να του υπενθυμίσει σημαντικά πράγματα και αλήθειες της ζωής: Αυτοβιογραφικό, σελ. 28

Στην ποιητική συλλογή «Μοιρόγραφτο» περιλαμβάνονται αρκετά ποιήματα σαν κι αυτό που μόλις προανέφερα, σε πρώτο πρόσωπο, με τα οποία ο ποιητής εκθέτει απόψεις του, θέσεις και αλήθειες. Ας δούμε, λοιπόν, τι δηλώνει ο ίδιος ο ποιητής για τον εαυτό του μέσα από κάποιους στίχους του:

 

  • Δεν θέλω ν’ ασχοληθεί με τη ζωή μου ο ιστορικός του μέλλοντος. Μου αρκεί να μ’ αγαπάνε οι άνθρωποι του καιρού μου. (Res futurae [Μελλοντικό πράγμα], σελ. 17)

 

  • Δεν βρίσκω ούτε ένα λόγο να γίνω «Ήρωας» σ’ ένα σύστημα που τιμάει τους ευλύγιστους και τους εύκαμπτους, τους δειλούς και τους άφωνους. Μου αρκεί να με νιώθουν ως μικρό ήρωα οι άνθρωποι που αγαπώ και προστατεύω. (Μικρός Ήρωας, σελ. 23)

 

  • Πάντοτε ήθελα να είμαι με τους άλλους κι όχι μ’ αυτούς που με κολάκευαν ή με τρομοκρατούσαν. Η θέση μου -εντοπισμένη με GPS ακριβείας- βρισκόταν στο σημείο [αλληλο]αναίρεσης των πολιτικών τους αντιθέσεων, των υστερόβουλων προθέσεων και των υπόγειων αναθέσεων. (Persona libera [Ελεύθερο Πρόσωπο], σελ. 20)

 

  • Για να τελειώνω μια για πάντα με τους προβληματισμούς, τις απορίες, τα σχόλια φίλων και λιγότερο φίλων «Δεν είμαι στην υπηρεσία κανενός. Ούτε καν του εαυτού μου». (Δήλωση, σελ. 27)

 

  • Την πορεία της ζωής μου την χάραξαν οι δικές μου αντι-φάσεις και όχι οι γραμμές των βεβαιοτήτων των ισχυρών. (Ο στίβος, σελ. 26)

 

  • Τόσα ήξερα. Τόσα πίστευα. Τόσα έδωσα. Τόσα άντεξα. Τόσα άξιζα. Για τα υπόλοιπα ας με κρίνουν οι Θεοί των ανθρώπινων λαθών και το DNA των λαθών της φύσης. (Απολογισμός, σελ. 113)

 



Γιάννης Πανούσης: Una persona libera

Μέσα από τα ποιήματα της συλλογής Μοιρόγραφτο, ξεπροβάλλει το πορτρέτο του καθηγητή και ποιητή Γιάννη Πανούση. Θα δανειστώ τον τίτλο του ποιήματός του Persona libera [Ελεύθερο Πρόσωπο], σελ. 20), και θα πω: Αυτός είναι ο Γιάννης Πανούσης,  una persona libera, ένα έντιμο και ελεύθερο άτομο, που δίνει προτεραιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις και του οποίου ο λόγος και η τέχνη συμβαδίζουν με τις πράξεις.

Πιστεύει ότι η αγάπη είναι η ουσία της ύπαρξης και θεωρεί την προστασία των αγαπημένων του βασική προτεραιότητα γι’ αυτόν. Θεωρεί ότι η ελευθερία και η εντιμότητα είναι προσωπική επιλογή του καθενός μας, και δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί του. Χαράζει τη δική του πορεία ανεξάρτητα από τις γραμμές των ισχυρών και κρατάει αποστάσεις από την εξουσία για να μη χάσει την κριτική του δυνατότητα. Δεν υπηρετεί κανέναν, ούτε καν τον εαυτό του.

Στοχάζεται, φιλοσοφεί, εμβαθύνει, αγωνιά, ελπίζει. Και καταθέτει με θάρρος και ειλικρίνεια τις απόψεις του. Είναι ένας σκεπτόμενος πολίτης, ένας ψύχραιμος Έλληνας, που αγωνιά τόσο για την καθημερινότητα, όσο και για το αβέβαιο μέλλον των παιδιών αυτής της χώρας.

Ονειρεύεται αλλά δεν αιθεροβατεί. Απομονώνεται για τη μοναχική, δημιουργική τελετή της Ποίησης, αλλά ζει, τοποθετείται και δρα εντός της κοινωνίας. Πάντα σε ετοιμότητα, με όλες τις κεραίες του, διανοητικές και συναισθηματικές, τεντωμένες, για να συλλάβει επερχόμενες αλλαγές στην κοινωνία, το περιβάλλον, τον άνθρωπο και τον πολιτισμό.

Τον ευχαριστούμε θερμά για την προσφορά του στη ζωή μας με όλες τις ιδιότητες που κατέχει (Καθηγητής, Συγγραφέας, Ποιητής, Αρθρογράφος, Πολιτικό Ον) και του ευχόμαστε: Πάντα γερός, δημιουργικός, δυναμικός και εν εγρηγόρσει!

 

Αγγελική Μπούλιαρη
Φιλόλογος-συγγραφέας
angelbouliari@gmail.com
https://the-yellow-buses.blogspot.com/

 

Πρώτη δημοσίευση: https://www.fractalart.gr/moirografto-giannis-panousis/


Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ, του Αποστόλη Καλαντζή

Όταν ήμουν (κι εγώ) δάσκαλος 

Γράφει ο Αποστόλης Καλαντζής, 

Συνταξιούχος εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.



Φτωχή η πατρίδα μου η Ήπειρος. Το έδαφος αχαμνό και το χώμα λιγοστό. Άντε να προκόψουν σπορές και οπωρικά. Οι γονείς μου, αγρότες. « Άϊντε να μάθεις γράμματα», μου είπαν. Έγινα δάσκαλος.

Στις αρχές του 1964 πρωτοδιορίστηκα στην επαρχία Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Χωριά με φανταστικά τοπία, σπουδαία ιστορία και υπέροχους ανθρώπους. Τοποθετήθηκα στην Παυλιάδα, έναν συνοικισμό του χωριού «Γιάννης Σταθάς», που παλιότερα ονομάζονταν Δούνιστα.

Το χωριό αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά την επανάσταση του 1821, καθώς αποτελούσε αρματολίκι με οπλαρχηγό τον Δημήτρη Καραΐσκο ή Καραϊσκάκη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Δημήτρης Καραΐσκος ήταν πατέρας του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη και μιας καλογριάς, γι’ αυτό αργότερα τον έλεγαν «ο γιός της καλογριάς».

Στην Παυλιάδα, υπήρχε κανονικό Σχολείο με μια αίθουσα κι ένα γραφείο που το χρησιμοποιούσε ο δάσκαλος για κατοικία. Όταν πρωτόρθα στο χωριό, με καλωσόρισαν δυο καλοκάγαθοι γείτονες, ο μπάρμπα-Κώστας Σιατής και η κυρά-Χαρίκλεια, και με βεβαίωσαν με μεγάλη προθυμία ότι θα με συνδράμουν σε ό,τι χρειαστώ.

Οι χωριανοί, φτωχοί άνθρωποι, ήταν αγρότες με λίγα χωραφάκια και λίγα ζωντανά. Κατά τους χειμερινούς μήνες, για να ενισχύσουν το εισόδημά τους, πήγαιναν και έσκαβαν για να βγάλουν ρεικόριζα (ρίζα από ρείκια) που την πουλούσαν σε έμπορο για κατασκευή τσιμπουκιών. Αγαθοί άνθρωποι, με δέχτηκαν με καλοσύνη και παρ’ όλη τη φτώχια τους, ήταν πολύ φιλόξενοι. Στις γιορτές όλοι τους με καλούσαν για να φάμε στο σπίτι τους. 

Σ’ ένα σπίτι ήταν το κοινοτικό τηλέφωνο που λειτουργούσε και σαν καφενείο. Το διατηρούσε ένας γέρος, ο μπάρμπα-Μήτσος Σιατής, επειδή ο γιός του ο Αντρέας ήταν συνεχώς στα χωράφια και στα ζωντανά. Κάθε απόγευμα πήγαινα στο καφενείο και παίζαμε κολτσίνα με τον μπάρμπα-Μήτσο. Το έπαθλο ήταν ένα λουκούμι. Συνέχεια με κέρδιζε ο μπάρμπα-Μήτσος. Μια από τις πολλές φορές κέρδισα κι εγώ και λέω στη Θειά-Μήτσαινα: «Φέρε μου το λουκούμι κι έναν σπάγκο». «Τι τον θέλεις το σπάγκο;» με ρωτάει. «Να το κρεμάσω στην κερασιά του σχολείου», της λέω. Ο μπάρμπα-Μήτσος έσκασε στα γέλια.

Το χωριό δεν είχε εκκλησία παρά ένα εξωκλήσι. Παρακάλεσα τον παπά-Γιάννη από τον Σταθά να έρχεται μια φορά το μήνα στο ξωκκλήσι για λειτουργία, επειδή η Παυλιάδα ήταν μια ώρα μακριά από τον Σταθά, και μου ήταν δύσκολο να πηγαίνω τα παιδιά εκεί. Εκείνος αρνούνταν με τη δικαιολογία ότι η υγεία του δεν του το επέτρεπε. 

Μια μέρα που περνούσε από το χωριό ο παπάς, ο μπάρμπα-Μήτσος του φώναξε: «Εεε, εσύ με τα μαύρα φουστάνια, ξέχασες την αποστολή σου… Εμείς δεν είμαστε χριστιανοί;» Ο παπάς τάχυνε το βήμα του και εξαφανίστηκε.

Του Αγίου Κωνσταντίνου γιόρταζαν πολλοί χωριανοί. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Κώστας Κατσούλης που είχε ένα κοπάδι γίδια. Έρχονταν τακτικά τα βράδια στο Σχολείο να μάθει νέα από ένα μικρό τρανζίστορ που είχα. Ήταν η εποχή που ο Γκαγκάριν πήγε στο διάστημα και το ενδιαφέρον όλων μας ήταν μεγάλο γι’ αυτό το επίτευγμα. «Θα σε καλούσα στη γιορτή μου, αλλά δεν έχω σπίτι και μένω σε καλύβα», μου είπε. «Αύριο, Κώστα, θα έρθω να φάμε μαζί», του υποσχέθηκα. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Οι δε χωριανοί σχολίαζαν το γεγονός που ο δάσκαλος προτίμησε την καλύβα του Κατσούλη και όχι τα σπίτια τους.

Πολλά διηγούνταν οι χωριανοί για έναν παπά της περιοχής. Ο παπάς αυτός ήταν πολύ ψηλός και γεροδεμένος με στεντόρεια φωνή. Ο ευλογημένος ήταν λίγο άτσαλος στις κινήσεις του και μια φορά, όπως ανέμιζε το θυμιατό του, χύθηκε το λάδι από το καντήλι στο κεφάλι του.

Μια άλλη φορά, όπως διάβαζε τα αναστάσιμα «ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες…», θέλοντας να το καταλάβουν καλύτερα οι πιστοί, είπε «Αναστήθηκε ο Χριστός με πεντακόσιους διαβόλους…».

Άλλη φορά πάλι, διάβαζε από το ευαγγέλιο τη βίβλο γενέσεως Ιησού Χριστού, «Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, κ.λ.π.», και δίπλα του ένα παιδί του έφεγγε με το κερί. Σε κάποια στιγμή το χέρι του παιδιού κουράστηκε και χαμήλωσε το κερί. «Φέξε, ωρέ, να ιδούμε ποιος διάολος γέννησε τον άλλον… Ακούς εκεί άντρες και να γεννάνε;» Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο άντρας γεννά και η γυναίκα τίκτει.

Μερικές φορές πήγαινε και λειτουργούσε σ’ ένα ξωκλήσι. Πριν από τη λειτουργία έστηνε παγίδες για να πιάσει κοτσύφια. Άνοιγε την πλαϊνή πόρτα και παρακολουθούσε. Μεταξύ «Κύριε ελέησον», έλεγε στο κοτσύφι: «Τσίμπα διάβολε!» Και οι χωριανοί που ήξεραν τη μανία του με τις παγίδες, σχολίαζαν: «Ο παπάς το ένα μάτι το έχει στο ευαγγέλιο και τ’ άλλο στην παγίδα…»

Πολλές φορές πήγαινα τα παιδιά στην εκκλησία του διπλανού χωριού, την Αρωνιάδα. Εκεί ήταν παπάς ο παπά-Νταλάκος. Ένας σεβάσμιος γέροντας, αφοσιωμένος στο έργο του και ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα από τους χωριανούς για θανάτους, βαπτίσεις ή μνημόσυνα. Είχε, όμως, μια αδυναμία. Έπαιζε στο καφενείο πρέφα. Μόλις τελείωνε τη λειτουργία και έλεγε το «Δι ευχών…», μας έλεγε: «Άϊστε, δασκάλοι, πάρτε την κι έρχομαι». Ένας καλόγερος τον κατέδωσε στο Δεσπότη, ότι ο παπάς παίζει χαρτιά.

Ήρθε μια Κυριακή ο Δεσπότης και μετά τη λειτουργία καθίσαμε όλοι στο καφενείο. «Μου είπαν ότι παίζεις χαρτιά παπά-Σωτήρη», του είπε. «Παίζω, αλλά ξέρεις με ποιους παίζω;» «Με ποιους;» ρώτησε ο Δεσπότης. «Με τους δασκάλους παίζω, γιατί η πρέφα θέλει τρεις, οι δυο δάσκαλοι κι εγώ. Αν δεν τους παίξω εγώ, θα μας φύγουν οι δάσκαλοι», του είπε. Ο Δεσπότης συμφώνησε και συγχώρησε τον παπά-Σωτήρη.

Απέναντι από την Παυλιάδα, είναι το βουνό Καλάνα, στις παρυφές του οποίου βρίσκεται το χωριό Χαλκιόπουλοι. Κάθε 15 Μάη οι κάτοικοι γιορτάζουν τη μνήμη του αγίου Αντρέα, του ερημίτη. Ο άγιος γεννήθηκε στο χωριό Μονοδένδρι της Ηπείρου. Παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Εγκατέλειψε, όμως, οικογένεια και περιουσία για να ζήσει ερημίτης, για την αγάπη του Χριστού. Πέντε, περίπου, χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού ανακαλύφθηκε η σπηλιά στην οποία έζησε ο άγιος. Από το σημείο αυτό απολαμβάνει κανείς μια καταπληκτική θέα, έχοντας μπροστά του «πιάτο» τη Λίμνη των Κρεμαστών.

Η εποχή εκείνη, παρά τη φτώχια και τις στερήσεις, ήταν μια ανέμελη εποχή χωρίς άγχος. Οι ξωμάχοι αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες της ζωής με χιούμορ κι έβλεπες στα πρόσωπά τους μια ηρεμία και στα χείλη τους ένα χαμόγελο.


ΥΓ. 1: Ο τίτλος που πονήματος τούτου (Όταν ήμουν δάσκαλος) ανήκει στον συγγραφέα από την Κρήτη, Ιωάννη Κονδυλάκη. Πολύ νέος κι αυτός διορίστηκε δάσκαλος στα χωριά της Κρήτης, στις αρχές του 20ου αιώνα. Από τότε μέχρι και τη δεκαετία του ’60, οι συνθήκες για την εκπαίδευση στην ύπαιθρο της Ελλάδας δεν διέφεραν και πολύ από εκείνες που περιγράφει ο Κονδυλάκης.

ΥΓ. 2: Οι καλοσυνάτοι αυτοί γείτονες, ο μπάρμπα-Κώστας Σιατής και η κυρά-Χαρίκλεια, ήταν ο παππούς και η γιαγιά της συγγραφέως και ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη.

Α.Κ.

Πρώτη δημοσίευση: https://www.loutraki365.gr/blog/post/otan-imoyn-daskalos 



Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΠΑΡΤΖΗΣ, γράφει για τους "ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ"

 ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΜΠΑΡΤΖΗ,
Δασκάλου και Συγγραφέα, Προέδρου της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων
για το Μυθιστόρημά μου "Δραπέτες του Ονείρου"



Με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη, παραθέτω αυτούσια την επιστολή που έλαβα από τον Πρόεδρο της ΕΚΣ, με την άποψή του για το μυθιστόρημά μου "Δραπέτες του Ονείρου". Τον ευχαριστώ από καρδιάς!


Αρχαία Κόρινθος 3-12-2019

 

Αγαπητή μου κυρία Μπούλιαρη,

Έχω από μέρες τελειώσει το διάβασμα του μυθιστορήματός σας Δραπέτες του ονείρου, αλλά, μπλεγμένος με υποχρεώσεις της Εταιρείας για τις τρέχουσες εκδηλώσεις μας, αμέλησα να σας γράψω, όπως σας είχα υποσχεθεί. Κατ’ αρχάς οφείλω να σας εκφράσω το θαυμασμό μου, που καταπιάνεστε με ιστορίες ανθρώπων της καθημερινότητας και της σύγχρονης εποχής και κατορθώνετε να διατηρείτε αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Σας θαυμάζω επίσης που γράφετε μυθιστορήματα, μεγάλα έως πολύ εκτεταμένα (όπως το συγκεκριμένο), γεγονός που απαιτεί απομόνωση, κόπο, συγκέντρωση, πλούτο ιδεών... και πολλή δημιουργική φαντασία. Πλάθετε ανθρώπους και τους θέτετε σε ζωή και κίνηση, τους γεννάτε, τους προικίζετε με χαρίσματα, αρετές ή και με αδυναμίες και πάθη μερικούς, κι ύστερα τους αφήνετε να κυλήσουν στο χρόνο και... τους παρακολουθείτε κατά πόδας. Αγαπούν, προδίδουν, χαίρονται, απογοητεύονται, αλλάζουν, ονειρεύονται... αποκτούν τη δική τους δυναμική.

Όμοια και με τους Δραπέτες του ονείρου, η κοπέλα του χωριού, που δίδεται ως παρακόρη σε πλούσια οικογένεια άκληρων... το μεγάλωμα ενός παιδιού σε ξένα χέρια, το αισθηματικό κενό από την πρώτη απόρριψη, τη γονεϊκή, οι πληγές στην ψυχούλα της από τις αστοχίες των θετών «γονιών», ο κόσμος του πολιτευτή, η υποκρισία στους κύκλους της «ανώτερης» κοινωνίας, ο κατ’ ανάγκη γάμος, ο άλλος κόσμος... του «επιτυχημένου» μάστορα, κι ύστερα η νέα  οικογένεια χωρίς αγάπη, κι ο έρωτας ο αληθινός, ο ζωοδότης και χαλαστής συνάμα... Ένας μικρός - μεγάλος κόσμος, ο κόσμος που εσείς με τη φαντασία σας δημιουργήσατε και με αόρατες κλωστές συνδέσατε, χωρίσατε, κινήσατε... στη ροή μιας ολόκληρης ζωής ή των παράλληλων ζωών πολλών υπάρξεων.

Αγαπητή μου κυρία Μπούλιαρη, αποδείχνεστε με τα γραπτά σας ότι γνωρίζετε εις βάθος την ανθρώπινη ψυχή, και όχι μόνο του παιδιού, του κοριτσιού, της γυναίκας, που, τέλος πάντων, είναι λογικό ως γυναίκα κι εσείς να έχετε αυτό το χάρισμα. Εντυπωσιάζει η απόλυτη γνώση εκ μέρους σας και της ανδρικής ψυχής. Κατανόηση των αντιδράσεων του άνδρα, καταβύθιση στις ανομολόγητες κάποιες φορές επιθυμίες και ροπές του, αναγνώριση των αδυναμιών του σερνικού χαρακτήρα και των συμπεριφορών του, που άλλοτε πληγώνουν κι άλλοτε δημιουργούν ελπίδα λύτρωσης στην κεντρική σας ηρωίδα. Ένα ψηφιδωτό χαρακτήρων είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη το μυθιστόρημά σας και συναρπάζει η εξέλιξή του, που δεν είναι προβλέψιμη.

Η γλώσσα σας ρέουσα, χωρίς περιττά στολίδια και ωραιοποιήσεις, καθαρή, σύγχρονη, ελληνική αφηγηματική γλώσσα, συντελεί στην όλη επιτυχία, κάνοντας το μυθιστόρημά σας ευανάγνωστο και κυριολεκτικά συναρπαστικό.

Σας εκφράζω τα συγχαρητήριά μου. Σας εύχομαι να περάσετε ευτυχισμένες στιγμές πολλές με τα αγαπημένα σας πρόσωπα στις εορτές που πλησιάζουν.

Με εκτίμηση

Γιάννης Δ. Μπάρτζης



Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ, Άγγελος Χαριάτης

 

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ, Άγγελος Χαριάτης

Ελληνική Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα

Εκδόσεις:         24γράμματα/Γεώργιος Δαμιανός, 2022

Σελίδες:           320

 

Η αφήγηση ξεκινάει με το πρωινό ξύπνημα της μεγαλούπολης, έναν κοντινό ζεστό Ιούλιο, καθώς ο μοναχικός, περίπου πενηντάρης, Υάκινθος, ετοιμάζεται για μια ακόμη εργάσιμη ημέρα στο γραφείο, στις αρχές της οδού Ερμού. Εκεί, εργάζεται μαζί με τον  εργοδότη του, τον κύριο Λεμοντζόγλου, επίσης μοναχικό και άκληρο, που τον προσφωνεί «παιδί μου», και φαίνεται να έχει τα μάτια επάνω του, όπως ένας μεγάλος σε ένα μικρό παιδί. Και οι δύο φαίνεται ότι στερούνται της χαράς της ζωής, καθώς ο εργοδότης, απλώς, συσσωρεύει πλούτο και ο υπάλληλος συγκεντρώνει συντάξιμα χρόνια.

Ο Υάκινθος προσπαθεί να ζει ατάραχα, χωρίς διακυμάνσεις, προγραμματίζοντας στην εντέλεια την καθημερινότητά του, με τις ίδιες και απαράλλακτες συνήθειες. Με αυτόν τον τρόπο και με την απομάκρυνση από τη γειτονιά των παιδικών του χρόνων, μετά τον θάνατο της μητέρας του, προσπαθεί να θάψει τα αναπάντητα «γιατί» και να απωθήσει τον πόνο και την πικρία που προκάλεσε η ξαφνική και ανεξήγητη εξαφάνιση του πατέρα του από τη ζωή του, όταν ήταν μικρός.

Όμως, εκείνη την ημέρα παραλαμβάνει από την σπιτονοικοκυρά του έναν φάκελο χωρίς αποστολέα, όπου το όνομά του ως παραλήπτη είναι γραμμένο με μια παλιομοδίτικη καλλιγραφία, και διαισθάνεται πως η ζωή του δεν θα είναι ποτέ ίδια μετά από την ανάγνωση του περιεχομένου. Και δεν έχει άδικο.

Την πρώτη επιστολή ακολουθούν άλλες τέσσερεις παρόμοιες, χωρίς αποστολέα, χωρίς γραμματόσημο. Όλες τον προσκαλούν και τον παρακινούν να καταδυθεί στο παρελθόν, με την ελπίδα να λάβει τις απαραίτητες απαντήσεις στα ερωτήματά του. Όλες παίζουν μαζί του το παιχνίδι του χαμένου «θησαυρού», εφόσον καθεμιά τους τον κατευθύνει προς τόπους, πρόσωπα, μαρτυρίες και γεγονότα, όπου το προσωπικό στοιχείο δεν είναι ανεξάρτητο από το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, αντιθέτως, μπορεί να έχει στενή σχέση με το εκάστοτε ιστορικό γεγονός.

Στη διάρκεια αυτής της συχνά ψυχικά κουραστικής και βασανιστικής διαδρομής, ο Υάκινθος γνωρίζει τον βαθύτερο εαυτό του και έρχεται όλο και πιο κοντά στην ποθητή λύση του γρίφου της απουσίας του πατέρα.

 


Με τη γνωστή χαρακτηριστική του γραφή, ο Άγγελος Χαριάτης μας χαρίζει ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα, σε έναν συνδυασμό κοινωνικού και εν μέρει «αστυνομικού» μυθιστορήματος, με ένα θέμα συγκινητικό, εκείνο της απουσίας του πατέρα και της επίδρασης που αυτή έχει πάνω στον ψυχισμό ενός παιδιού και του μελλοντικού ενηλίκου.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στις γειτονιές της Αθήνας, στο Θησείο, στον Άγιο Δημήτριο, στο Κέντρο, στην οδό Ερμού, στην οδό Βουλιαγμένης, την περιοχή Βαρυμπόμπης, το λιμάνι του Πειραιά. Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα, οι περιγραφές του εσωτερικού κόσμου των ηρώων αλλά και του περιβάλλοντος κόσμου είναι καταπληκτικές, ενώ η μοναξιά του κεντρικού ήρωα χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά, καθώς η αγωνία του να βρει τον πατέρα και η απογοήτευση και η απελπισία του, όταν δεν βλέπει τη λύση κοντά, είναι συγκλονιστική.

Είναι πράγματι εκπληκτικό, πώς ο Άγγελος Χαριάτης διεισδύει στον ψυχισμό του ήρωά του, με πόση επιδεξιότητα και πληρότητα περιγράφει τις αντιδράσεις του σ’ αυτή τη δύσκολη και βαθιά συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Επίσης, αξιοθαύμαστη είναι η φαντασία του και η ικανότητά του να περιγράφει, εκτός από τους χαρακτήρες, τους τόπους και τους χώρους, με έναν δικό του, ιδιαίτερο τρόπο, δημιουργώντας μια σκοτεινή και αγωνιώδη μερικές φορές, «νουάρ» ατμόσφαιρα, που γεννάει ερωτηματικά και εξάπτει την περιέργεια του αναγνώστη για το τι θα ακολουθήσει.

Το μυθιστόρημα Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ είναι γραμμένο με το ιδιαίτερο προσωπικό στυλ του Άγγελου Χαριάτη. Κι αυτή τη φορά, χαρακτηρίζεται από πολλά λογοτεχνικά στοιχεία, κυρίως μεταφορές και παρομοιώσεις, αναφορές σε συγγραφείς, παλιούς τραγουδιστές και τραγούδια, σε πραγματικά συμβάντα, καθώς και από τα διάσπαρτα κοινωνικά σχόλια για την οικογένεια, τον ρόλο των συγγενών, τη ρουτίνα, τα «αδύναμα πρέπει»  και τα «σβησμένα θέλω», το νόημα της ομορφιάς και της ατέλειας, αλλά και της ζωής: «Θέλω να ζω, όχι απλώς να υπάρχω», λέει κάποια στιγμή ο Υάκινθος, ενώ μια νεαρή γυναίκα αποκρίνεται, «Θέλω να νιώθω, όχι απλώς να ζω».

Το βιβλίο τονίζει την πατρική αγάπη και τρυφερότητα, αλλά και το πολύτιμο της φιλίας, της ευγνωμοσύνης και της συγχώρεσης. Στο βάθος, θέτει και το ερώτημα: Αξίζει ένα οποιοδήποτε συμβάν στην προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου, για να αναστείλει αυτός ο άνθρωπος, να ακινητοποιήσει, τη μικρή και ανεπανάληπτη ζωή του;

 

Πρώτη δημοσίευση: 06-12-2022

https://www.loutraki365.gr/blog/post/i-aggeliki-mpoyliari-proteinei-i-skia-toy-patera-aggelos-hariatis