Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΜΝΗΜΗΣ-Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΜΝΗΜΗΣ-Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

ΠΑΤΕΡΑ ΠΟΥ ΠΑΣ; Διήγημα -Συμμετοχή στις ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΜΝΗΜΗΣ


Στη μνήμη του πολυαγαπημένου μου παππού,


που δεν μπόρεσε να με περιμένει


ως το επόμενο καλοκαίρι…


 

 

 

 

 

Πατέρα, πού πας;


 Στα μισά του το φθινόπωρο, και σουρούπωνε νωρίς. Σήκωσε το βλέμμα κατά τη μεριά των λόφων, στην άκρη των Ακαρνανικών βουνών. Στο σμίξιμο των δυο ψηλότερων, σαν τεράστια μητρική αγκαλιά με προστατευτικά, προτεταμένα στήθη, άφηνε ο ήλιος, πορφυρός, τις τελευταίες του ακτίνες, χάδια πάνω στα δέντρα και τα κρυμμένα ζωντανά του λόγγου, χάδι και υπόσχεση μαζί για το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, ξημέρωμα και υποχρέωση για τους ξεχασμένους κι αποκομμένους απ’ τον κόσμο κατοίκους του ορεινού χωριού.
Ξεσέλωσε τα δυο του άλογα, τα χάιδεψε απανωτά στη ράχη, πολλά είχαν προσφέρει και τούτη την ημέρα, βοηθοί υπομονετικοί κι ακούραστοι, πολύτιμοι, ύστερα τα οδήγησε στο πάνω χωράφι πίσω από το πέτρινο σπίτι και τ’ άφησε λεύτερα. Τράβαγε την ξύλινη αμπάρα να κλείσει και ένιωθε κιόλας τα βαριά και κουρασμένα μέλη του να ξεκουράζονται με τη σκέψη μοναχά πως θα τ’ άπλωνε πλάι στο αναμμένο τζάκι που τον περίμενε, όταν ακούστηκε η φωνή του συγχωριανού από το αντίπερα ύψωμα να τον καλεί με τ’ όνομά του.

Τούτος ο συγχωριανός ήταν ο τελευταίος μαντατοφόρος στη σειρά. Γιατί έτσι ταξίδευαν τα μαντάτα, από τον ψηλότερο λόφο στον χαμηλότερο, ξεκινώντας από την Κοινότητα που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο, προς τα χωριουδάκια που ξεφύτρωναν αραιά, όλο και χαμηλότερα, σαν σπόροι ριγμένοι άτακτα από τεράστια χούφτα.

Βγήκε παραέξω, στράφηκε προς τη μεριά της φωνής, τέντωσε καλά τ’ αυτιά του, έφερε την παλάμη ανοιχτή σαν προέκταση στ’ αριστερό αυτί που άκουγε καλύτερα, κι απάντησε.

 Η γυναίκα του ξεπρόβαλε με βλέμμα ανήσυχο στο άνοιγμα της θύρας. Τα ξανθά της μαλλιά, πλεγμένα κοτσίδες, το μαντίλι ριγμένο στους ώμους, το φόρεμα σκούρο – κάποιος συγγενής είχε αποδημήσει εις Κύριον τελευταία, κι εκείνη, παρά την κατάστασή της, επέμενε να φορέσει μαύρα, να μην πάει ανάποδα στο πανίσχυρο έθιμο. Από κοντά και η πρωτότοκη θυγατέρα, κρατώντας στο χέρι τη λάμπα πετρελαίου με το φιτίλι, που ετοιμαζόταν να ανάψει, καθώς το σκοτάδι άρχιζε σιγά-σιγά να πυκνώνει.
Πλησίασε προς το μέρος τους αργά, καθυστερώντας επίτηδες, μέχρι να βρει τον τρόπο να τους το πει. Κοίταξε τη φουσκωμένη κοιλιά της γυναίκας του, ήταν στο μήνα της, και σίγουρα αυτός δεν θα προλάβαινε να γυρίσει για τη γέννα, αν γύριζε δηλαδή… Μακάρι, τουλάχιστον, να ήταν γιος, να δώσει ένα χέρι βοήθειας στις δουλειές του αγρού, να βοηθήσει τη μάνα του και τις δύο αδελφές του, αν έμεναν μοναχές…

Δεν είχε παράπονο από τις θυγατέρες του, δούλευαν ακούραστα από το πρωί ως το βράδυ, όπου η ανάγκη το απαιτούσε. Ετούτη δω ήταν συνέχεια στο πλάι της μητέρας της, κι από δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα και αργαλειό, αλλά και σκληρότερες δουλειές, φόρτωμα ξύλων και κουβάλημα νερού με τη βαρέλα, πλύσιμο ρούχων στο ποτάμι και χτύπημα με τον κόπανο, τα κατάφερνε καλύτερα κι από μεγάλη γυναίκα. Φέτος, κανονικά, θα πήγαινε στην Πέμπτη Δημοτικού, μα η μάνα της βάρυνε και δεν μπορούσε να κάνει και πολλές δουλειές πια, κι έτσι κατέληξαν πως κι αυτά τα λίγα γράμματα που είχε μάθει – γραφή, ανάγνωση, μέτρημα – καλά ήταν, αρκετά για μια κοπέλα.
Όσο για τη δεύτερη, άτυχη που γεννήθηκε κοπέλα μετά από κοπέλα, σε φαμίλια δίχως παιδί, δίχως σερνικό δηλαδή, το σχολείο μόνο από μακριά το είδε, δεν δρασκέλισε τη θύρα του ούτε μια φορά, κι ό,τι μάθαινε ήταν από τη μεγάλη αδελφή κι ένα-δυο βιβλία που είχε κρατήσει. Ήταν μεγάλη η ανάγκη να ασχοληθεί μια ψυχή αποκλειστικά με τα γιδοπρόβατα. Κι απόψε ήταν η πρώτη βραδιά που θα έμενε κάτω στον κάμπο να κοιμηθεί στης βάβως το σπίτι, κοντά στο μαντρί, γιατί ο ξάδελφός της είχε αρρωστήσει, κι έπρεπε εκείνη να πάρει τη θέση του, να φροντίσει και για τα δυο κοπάδια.



Δυο ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν απάνω του ανήσυχα, ανιχνευτικά, ερωτηματικά, προσμένοντας απάντηση.

«Τι συμβαίνει; Τι σε θέλουν;» ρώτησε η γυναίκα του, ακίνητη στην ίδια θέση, σαν μαρμαρωμένη.
«Πρέπει να μαζευτούμε όλοι οι άντρες στο καφενείο του Χαράλαμπου, αμέσως. Πρέπει να παρουσιαστούμε στην πόλη το γληγορότερο», της απάντησε ψιθυριστά.

Εκείνη κατάλαβε. Έφερε ασυναίσθητα το ένα χέρι στην κοιλιά, που αναδευόταν από τις μικρές κλωτσιές, και το άλλο χέρι στο μάγουλο, που μια κίνηση αμήχανης απελπισίας το ζούληξε, μπήγοντας τα νύχια. Μα κυριαρχήθηκε και δεν έβγαλε ανάσα.
Αυτός γύρισε στη θυγατέρα του.

«Το χιτώνιο και τα ποδήματα», της ζήτησε, «κι ετοίμασε το σάκο για το δρόμο, νερό και ψωμί».
«Πού θα πας, πατέρα; Πού θα πας;»

«Εδώ πιο κάτω, παιδί μου. Θα γυρίσω γρήγορα. Εσύ έχε το νου σου στη μάνα και στο σπίτι».
Λίγο πριν χαθεί στο σοκάκι, γύρισε το κεφάλι για τελευταία φορά. Η γυναίκα του ασάλευτη στην ίδια θέση, μα η κόρη του έτρεχε ξοπίσω του. Έκοψε το βήμα, κοντοστάθηκε, να την περιμένει. Άπλωσε το χέρι του, της χάιδεψε τα μαλλιά. Βιαστική και αδέξια η παλάμη, άμαθη, τραβήχτηκε γρήγορα.

«Αν γεννηθεί αγόρι, να το βγάλετε Νικηφόρο», της είπε. «Αν είναι θηλυκό, Ειρήνη».
«Μα, πατέρα, δεν θα βγάλεις τον πάππο ή τη βάβω;» απόρησε το κορίτσι.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Αντίο, παιδί μου», μουρμούρισε, έκανε μεταβολή και με ταχύ βήμα απομακρύνθηκε.

«Πού πας, πατέρα; Πού πας;» του φώναξε με όλη της τη δύναμη, μα δεν πήρε απάντηση. Για λίγο μόνο άκουγε το σούρσιμο από τις φτέρες που αναμέριζε ο πατέρας και κάποιες πέτρες που κατρακυλούσαν στο σοκάκι κάτω από τις δρασκελιές του.

Έπειτα από λίγο το κορίτσι γύρισε στο σπίτι. Έπιασε τη μάνα από το μπράτσο και την έμπασε μέσα. Άναψε τη λάμπα, έκλεισε τα παντζούρια κι έβαλε το σύρτη στην πόρτα. Ύστερα κάθισε πλάι στο τζάκι, απέναντι από τη μάνα.
Έμειναν οι δυο τους αμίλητες, να κοιτούν με όψη αφηρημένη και στενάχωρη τις φλόγες που παιχνίδιζαν, και μονάχα το τριζοβόλημα των ξύλων ακουγόταν μέσα στο βουβό δωμάτιο.

Και  το κορίτσι, πού και πού, έφερνε το χέρι στα μαλλιά της, τάχα για να τα στρώσει, μα πιο πολύ για να αγγίξει εκεί που είχε νιώσει το χάδι του πατέρα για πρώτη φορά. Παράξενο πράγμα… Μια ζέστη, μια δύναμη πρωτόγνωρη, ένα θάρρος ξέχωρο φαινόταν να είχε περάσει από το χέρι του πατέρα και να είχε μείνει εκεί, σ’ αυτό το σημείο της κεφαλής…

Σαν πλησίασε στη στάνη, είδε στο βάθος τη φιγούρα της εφτάχρονης κόρης του που έκλεινε τα ζωντανά στο μαντρί. Τη φώναξε. Εκείνη γύρισε το κεφάλι, τον είδε και ήρθε τρέχοντας κοντά του.

«Τι έγινε, πατέρα;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη. «Γιατί ξαναγύρισες;» Ύστερα πρόσεξε το ντύσιμό του και το σάκο. «Πού πας;»
«Δεν έγινε τίποτα, παιδί μου. Στην Αμφιλοχία πάω, για ψώνια…»

«Έτσι, ξαφνικά;»
«Ε, ναι…» μουρμούρισε κι αναρωτήθηκε αν θα την ξανάβλεπε. Και με τη σκέψη αυτή, τη φίλησε στο μέτωπο.

«Γιατί με φιλάς, πατέρα;» απόρησε το κορίτσι.
«Αντίο, παιδί μου», είπε εκείνος μονάχα, κοιτάζοντας προσεχτικά το όμορφο πρόσωπο της μικρότερης κόρης του, θέλοντας να κρατήσει κι αυτή την εικόνα μαζί με τις άλλες δύο, της γυναίκας του  και της μεγαλύτερης κόρης, σαν φυλαχτό, ζωντανό και αόρατο, στα βάθη της ψυχής του.

Κι απότομα έκανε μεταβολή και με ταχύ βήμα απομακρύνθηκε.
«Γιατί με φιλάς, πατέρα;» του φώναξε δυνατά, μα δεν πήρε απάντηση. Έμεινε να τον κοιτάζει, μέχρι που χάθηκε στο βάθος, κι ύστερα, σκεφτική, πήρε το δρόμο για το σπίτι της βάβως.

Τέλος Φλεβάρη του 1941, μεσημεράκι, μ’ έναν ήλιο κυρίαρχο σ’ έναν καταγάλανο ουρανό, να σπάει την παγωνιά του απερχόμενου χειμώνα, και στο σοκάκι, δεξιά κι αριστερά, αντικριστές οι δύο αμυγδαλιές, στις άκρες του φράχτη, ένωναν σε φωτεινή αψίδα τ’ ανθισμένα τους κλαδιά, όταν οι έξαλλες φωνές και τα ποδοβολητά των μικρών γειτονόπουλων αναστάτωσαν τη μάνα, που όρμησε έξω στη λότζα.

«Τα συχαρίκια μας!» ούρλιαζαν λαχανιασμένα. «Ήρθε! Ήρθε!»
Ένας κόμπος της έφραξε το λαιμό κι ένιωσε για μια στιγμή τα γόνατά της να λύνονται.

Δυσκολευόταν να πιστέψει σε τόση ευτυχία!
Φίλησε τα παιδιά, τα φίλεψε και τα έστειλε πίσω στα σπίτια τους. Ύστερα φώναξε τις δυο θυγατέρες κι άρχισαν να ετοιμάζονται με βιάση για την υποδοχή.

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε εκείνος, καθώς ανηφόριζε το σοκάκι, λίγο πριν το σπίτι, ήταν η φωτεινή αψίδα από τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Ήρθε και στάθηκε στη μέση από κάτω, σκονισμένος, κουρελιασμένος, με ψειριασμένα μακριά μαλλιά και βρώμικα γένια, με την πληγή από τη σφαίρα στη δεξιά ωμοπλάτη να τον τραβάει, να τον τρώει, να τον τυραννάει.

Ύστερα στύλωσε το βλέμμα στο βάθος, και η συγκίνηση βούρκωσε τα μάτια του, κι όλα τ’ άλλα έσβησαν, κι έμεινε μόνο εκείνο το αστραφτερό κάδρο στο κέντρο…
Δυσκολευόταν να πιστέψει σε τόσο φως, σε τόση ομορφιά!

Η γυναίκα του στη μέση, με τα χέρια της στους ώμους των δυο θυγατέρων τους, που τον κοιτούσαν με μάτια γυαλιστερά σαν χάντρες κι ένα χαμόγελο που τον θάμπωνε πιο πολύ από τις ηλιαχτίδες, και που κρατούσαν από ένα μωρό η καθεμιά στην αγκαλιά της!
«Πατέρα!» του φώναξαν, σηκώνοντας ταυτόχρονα ψηλά στον αέρα τα μωρά. «Και Νικηφόρος και Ειρήνη!»

Τέλος

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΟΥΛΙΑΡΗ-ΑΡΓΥΡΑΚΗ
Συμμετοχή  στις  Αφετηρίες Μνήμης 1940-1960
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ της ΕΝΩΣΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, Αθήνα 2008

 Βρείτε το βιβλίο εδώ:
http://www.biblionet.gr/book/140628