Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

ΣΥΝΤΟΜΕΨΕΣ ΤΟΣΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΠΑΦΗ, ΣΧΕΔΟΝ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΣ!

Από τη νουβέλα: Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει

Από: Το Ημερολόγιο της Λυδίας

Πέμπτη 23 Νοέμβρη


Το ταξί με άφησε μπροστά στο Ξενοδοχείο Esmeralda, σ’ έναν ήσυχο δρόμο. Στο βάθος η Notre Dame, επιβλητικά γοτθική, ανυπέρβλητα μεγαλειώδης, φαινόταν να μου προσφέρει τη στοργική σκέπη της. Ο οδηγός ήρθε από την πλευρά μου να μου ανοίξει την πόρτα. Μόλις πάτησα το πόδι μου στην άσφαλτο, μια παράξενη συγκίνηση με κατέλαβε κι ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Σήκωσα το βλέμμα ψηλά, στη στέγη του κτιρίου κι ακόμα πιο ψηλά, πέρα απ’ αυτήν, στον καθαρό, καταγάλανο ουρανό και πήρα μια βαθιά ανάσα.

Πατώ τον τόπο που ζεις!

Θα μπορούσα, αμετανόητη νοσταλγός, να γονατίσω και να φιλήσω τον τόπο που ζεις…

«Είμαι εδώ», σου είπα απλά, μόλις απάντησες στο τηλέφωνο.



 Φόρεσα ένα μπεζ ταγιέρ, όπως σου είχα πει, όταν συζητήσαμε πώς θα γνώριζε ο ένας τον άλλον. ‘Εσείς οι γυναίκες αλλάζετε διαρκώς’, μου είπες σοβαρά. ‘Ίσως είναι κι αυτό μέρος της γοητείας σας. Πώς είσαι;’ Σου είπα πως δεν έχω αλλάξει πολύ, έχω πάρει λίγα κιλά μονάχα κι έχω λίγο πιο κοντά τα μαλλιά μου. Με συμβούλεψες να ντυθώ ζεστά, γιατί τα βράδια είναι ψυχρά.

Πώς θα μου φαινόσουν; Μήπως μια πλάνη που θα κατέρρεε μέσα σε λίγες στιγμές, μια μακρόχρονη πλάνη με στιγμιαίο τέλος; Πώς θα σου φαινόμουν; Μια ‘καλοζωισμένη αστή’, μια ‘μεσήλικη νοικοκυρά’;

Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος. Σε λίγο θα αντιμετώπιζα ‘το στοιχειό’ της ζωής μου.  Ωστόσο ήμουν προετοιμασμένη. Και ποτέ δεν υπήρξα δειλή. Οδυνηρή ή όχι η συνάντηση αυτή, θα ήταν μια λύτρωση…

 Bγαίνοντας από το ξενοδοχείο, σε είδα αμέσως. Ήσουν ακουμπισμένος πάνω σ’ ένα μεγάλο τζιπ με πινακίδες του Διπλωματικού Σώματος. Δεν είχες αλλάξει καθόλου, μονάχα ακόμα πιο αδύνατος από τότε. Μοντέρνος όπως πάντα. Τότε μακριά μαλλιά, μούσι, μπλουτζίν και πουκαμίσες με ζωηρά χρώματα. Τώρα κοστούμι με πουκάμισο χωρίς γραβάτα και μαλλιά κουρεμένα πολύ κοντά. Σχεδόν όπως σ’ είχα ονειρευτεί…

Σταθήκαμε ο ένας απέναντι από τον άλλον και κοιταχτήκαμε βουβοί. Τα μάτια σου εξακολουθούσαν να είναι δυο λίμνες, σκοτεινές μα και γλυκές, που με  πλανερά καλέσματα με βούλιαζαν ηδονικά μες στο βυθό τους.

Ήταν παράξενο, λοιπόν, αλλά αληθινό: Ο χρόνος για μένα, πραγματικά, είχε σταματήσει στο παρελθόν…

Χαμογελάσαμε αμήχανοι και οι δύο.

«Ας χαιρετηθούμε, λοιπόν. Τι περιμένουμε;» είπες πρώτος.

Δώσαμε τα χέρια και φιληθήκαμε στο μάγουλο. Σαν δυο παλιόφιλοι που συναντιούνται ξανά, μετά από πολύ καιρό, αγκαλιαστήκαμε και με χτύπησες φιλικά στην πλάτη. Κι εγώ αφέθηκα. Ακούμπησα το κεφάλι μου απαλά στο στέρνο σου, κοντά στη λακκουβίτσα του λαιμού σου, κι ανέπνευσα τη μυρωδιά σου. Την είχα τόσο λαχταρήσει αυτή τη στιγμή! Τότε εσύ, με τα δυο σου χέρια, μ’ έπιασες από τα μπράτσα και με απομάκρυνες μαλακά…

Συντόμεψες τόσο αυτή την επαφή, σχεδόν την εξαφάνισες!

Και τότε ο χρόνος, με μια  ματωμένη χαρακιά, επιτέλους ξεκόλλησε από το παρελθόν και μ’ ένα τεράστιο άλμα, άρχισε πάλι να κυλά, από το παρόν αυτή τη φορά…



Απόσπασμα από το βιβλίο: Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει


2 σχόλια:

  1. άραγε ξεπερνιούνται ποτέ οι απωθημένοι έρωτες???

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όχι, μαθαίνουμε να ζούμε μαζί τους όπως και με πολλά άλλα, μέχρι που από τη συνήθεια της καθημερινότητας τους "ξεχνάμε"...

      Διαγραφή