Η Πέρσα ζήτησε να πηγαίνουν, γιατί δεν αισθανόταν καλά, οπότε σηκώθηκαν όλοι να φύγουν. Ο Τόνι άφησε την Πέρσα απέξω από το σπίτι της και συνέχισε πάντα σιωπηλός για το σπίτι της Βερονίκης. Μόλις έφτασαν, έσβησε τη μηχανή, γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε με κρύο βλέμμα.
- Ξέρεις ποιος ήταν αυτός; τη ρώτησε.
- Για ποιον μιλάς; Δεν καταλαβαίνω.
- Γι' αυτόν με τον οποίον χόρεψες.
Ένα δυσάρεστο προαίσθημα, σαν ριπή παγωμένου αέρα, την έκανε να ανατριχιάσει.
- Φίλος σου. Εσύ έτσι μου τον σύστησες.
- Και πώς ήθελες να σου τον συστήσω; Από δω το μεγαλύτερο καμάκι του νησιού; Και να σκεφτείς, έβαλα στοίχημα μαζί του ότι θα αρνιόσουν να χορέψεις!
- Έναν χορό μόνο. Κι αυτό γιατί σκέφτηκα πως έτσι έπρεπε να κάνω. Δεν ήθελα η Πέρσα... Σαστισμένη η Βερονίκη προσπαθούσε να εξηγήσει.
- Η Πέρσα... Άφησε την Πέρσα ήσυχη! Τη διέκοψε με οργισμένη ειρωνεία. Ακούμπησε τους αγκώνες στο τιμόνι, στήριξε το μέτωπό του στις παλάμες και σχεδόν μονολόγησε χαμηλόφωνα:
- Πώς μπόρεσες να φερθείς τόσο επιπόλαια;
- Επιπόλαια; Η Βερονίκη, εμβρόντητη, επανέλαβε σαν ηχώ.
Ένιωσε να βυθίζεται σ' έναν απελπισμένο πανικό, άνοιξε αστραπιαία την πόρτα του αυτοκινήτου κι έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Ξεκλείδωσε με νευρικές κινήσεις κι έκλεισε την πόρτα πίσω της με πάταγο. Ακούμπησε την πλάτη της στο άψυχο ξύλο και έμεινε εκεί, μέχρι που άκουσε τη μηχανή του αυτοκινήτου να απομακρύνεται.
Ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι, χαζεύει στο ταβάνι τις σκιές που σχηματίζει το μικρό φως της νύχτας.
Άλλο ένα λάθος, λοιπόν, που δεν διορθώνεται. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία να ανταποκριθεί σε προσδοκίες. Ακόμα μια νύχτα με σκιές και φαντάσματα.
Κόντευε να ξημερώσει η Κυριακή, κι αυτός, εκεί, άγρυπνος, χωρίς να βρίσκει απαντήσεις, επέμενε να γυρεύει σιγουριά και εγγυήσεις στον έρωτα.
Μονάχα ένα πρόσωπο θα μπορούσε ίσως να του δώσει μιαν απάντηση, αλλά τον κοίταζε, βουβό κι ανήμπορο, μέσα από μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία. Του έχει αφήσει μονάχα τις συμβουλές και τα λόγια του, που απόψε όχι μόνο δεν τον βοήθησαν, αλλά, αντίθετα, έμοιαζαν να τον μπερδεύουν και να τον αποπροσανατολίζουν.
"Πρόσεχε! Οι ρομαντικές ιστορίες είναι για ανόητες γυναίκες. Είδες τι έπαθε η καημένη η μητέρα σου. Στην άκρη του κόσμου πήγε για τον έρωτά της και, να, πώς κατέληξε. Να γυρίσει πίσω με δυο παιδιά, χωρίς σύντροφο, και να μαραθεί σαν λουλούδι ξεχασμένο. Να, πού καταλήγουν τα πάθη και οι φωνές της καρδιάς! Όταν έρθει η ώρα να διαλέξεις, να είσαι προσεχτικός, πάνω απ' όλα λογικός, να ελέγχεις την κατάσταση."
Ο Τόνι κοιτάζει ξανά τη φωτογραφία του παππού. Να ελέγχεις την κατάσταση... Είναι δυνατόν να ελέγχεις την κατάσταση, να είσαι κυρίαρχος στο παιχνίδι του έρωτα, όταν αγαπάς πραγματικά; Το δώρο της αγάπης δεν προϋποθέτει αυτόματα κάποιο δόσιμο, κάποιο χάσιμο, κάποια απώλεια του εαυτού μας;
Όσα του είχε πει ο γέροντας, όσα πίστεψε ο Τόνι και πάνω τους βάσισε τη μέχρι τώρα τακτοποιημένη ζωή του, για πρώτη φορά αμφισβητούνται δειλά από τα ίδια τα πράγματα. Η τάξη που ίσχυε, έχει ανατραπεί, και η ανατροπή της τον αναστατώνει.Στο μυαλό του στριφογυρίζει η σκηνή του χορού της Βερονίκης μ' εκείνον τον ηλίθιο και τον πονάει σαν κεντρί. Είναι απόλυτα βέβαιος ότι ο ίδιος θα επιθυμούσε να είχε αρνηθεί εκείνο το χορό η Βερονίκη, γιατί, το ξέρει καλά, η προδοσία αρχίζει από τα μικρά πράγματα, και τα μικρά πράγματα δεν είναι παρά ο προάγγελος των μεγάλων...
Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:
Πολλά νοήματα σε λίγες λέξεις!!! Και πολύ ωραίες φωτογραφίες από αγαπημένες ταινίες!
ΑπάντησηΔιαγραφή