Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

ΚΡΙΤΙΚΗ της Μαίρης Ζαχαράκη για το ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ"




Παρασκευή, 21 Σεπτεμβρίου 2012 15:52  Μ' ένα βιβλίο ...πετάω
«Λατρεία, Πάθος, Εκδίκηση, Αλτρουισμός, Αυτοθυσία, λέξεις που σύντομα θα βρίσκονται στο λεξικό με την ένδειξη «απηρχαιωμένη». Όσοι επιμένουν να τις χρησιμοποιούν, θα βρεθούν στο περιθώριο, πιεσμένοι από έναν ασφυκτικό κλοιό ελεγχόμενων, προγραμματισμένων συνανθρώπων τους με σταθερό δείκτη καλής διάθεσης – να ’ναι καλά και η Χημεία, η Βιολογία, η Γενετική και οι άλλες επιστήμες – και μοιραία θα αναρωτηθούν και οι ίδιοι κάποια στιγμή: «Έχουμε δίκιο, ή μήπως άδικο;». Το σίγουρο είναι πως όσοι παραμείνουν πεπεισμένοι για το δίκιο τους, σταδιακά θα είναι λίγοι, ελάχιστοι, ένας, κανένας…».

Η ταλαντούχα Αγγελική Μπούλιαρη υπογράφει την πέμπτη δημιουργική της πινελιά στον κόσμο της λογοτεχνίας, κάτω από τον τίτλο «Εγώ αγαπώ, Αυτή καπνίζει» που κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική. Έχουν προηγηθεί τα: «Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ», «Η αγάπη Φυλαχτό», «Ερωτικά πορτρέτα» και «Αφετηρίες Μνήμης».

Το «Εγώ αγαπώ, Αυτή καπνίζει» διαπνέεται από μια νοσταλγική διάθεση, γεμάτη αναπολήσεις και διλήμματα, όνειρα κι επιθυμίες, έρωτες και ψευδαισθήσεις. Όλα αυτά είναι γαρνιρισμένα όμορφα με ραφινάτο χιούμορ και ανάλαφρο σαρκασμό, στοιχεία που καθιστούν το βιβλίο, ευχάριστο στην ανάγνωση. Οι χαρακτήρες είναι καλοδουλεμένοι, με ευδιάκριτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, αναγνωρίσιμοι τύποι της καθημερινότητάς μας, για να αναπτύσσεται μια φιλική σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν και το βιβλίο.

Η Αγγελική Μπούλιαρη, ντύνει με φως, αθέατες πλευρές του ψυχικού μας κόσμου, ξεχασμένες αποσκευές σε κάποιο σταθμό της ζωής μας, λησμονημένες προσδοκίες αφημένες στο έλεος του χρόνου. Πόσες αλήθειες μας, δεν έχουμε ποστιάσει όπως – όπως στην αποθήκη του μυαλού και της καρδιάς μας; Πόσες ανάγκες ανεκπλήρωτες; Πόσους διακαείς πόθους; Ώσπου έρχεται σαν φίλος από τα παλιά, η επιθυμία να επιστρέψουμε ψηλαφιστά σε γνώριμα μονοπάτια της ύπαρξής μας και να αναμετρηθούμε με τα φαντάσματα του παρελθόντος μας.

Άλλοι καλωσορίζουμε με χαμόγελο την ευκαιρία να ξυπνήσουμε απ’ το λήθαργο τα ναρκωμένα όνειρά μας κι άλλοι με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά μας κλείνουμε με δύναμη την πόρτα και σφραγίζουμε ερμητικά την μνήμη ή έτσι νομίζουμε. Αρκεί ένα σκίρτημα κεραυνοβόλο, ένα τηλεκοντρόλ που κάνει ανελέητο ζάπινγκ, ένας ανάλγητος μεγεθυντικός καθρέφτης για να ξαναφέρει την ανεπιθύμητη ξένη στο κατώφλι μας.

Πόσο απέχει η ευτυχία από εμάς, είναι ένα από τα ερωτήματα που μας καλεί να διερευνήσουμε η συγγραφέας. Το χρώμα, ο ήχος, η υφή, η γεύση της, μπορεί να είναι διαφορετική για τον καθένα μας, όμως όλοι έχουμε ίσο δικαίωμα σε αυτήν. Μπορεί να είναι μια παλιά αγάπη, ή ένας ακαταμάχητος, αιφνίδιος, νέος έρωτας. Ή πολύ απλά η συνειδητοποίηση πως αυτό που έχουμε δεν είναι και τόσο κακό. Ακόμη μπορεί να έχει την μορφή του ταξιδιού που πάντα θέλαμε να κάνουμε ή του ποιοτικού χρόνου που χρειαζόμαστε για τον εαυτό μας. Αρκεί να μην καταλήξει κυνήγι του ανέμου και ξυπνήσει το ανικανοποίητό μας ή πιαστούμε στα δολερά δίχτυα των επιτήδειων που εκμεταλλεύονται αυτή μας την ανάγκη.

Όλα αυτά και ακόμη πιο πολλά, ξεδιπλώνονται στις σελίδες του «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» με ιδιαίτερη μαεστρία και τρυφερότητα. Ένα βιβλίο που φιλοδοξεί να σας αφήσει μ’ ένα χαμόγελο στο τέλος της ανάγνωσής του κι ίσως μία ανεπαίσθητη περίσκεψη!

Μαίρη Ζαχαράκη

ΚΡΙΤΙΚΗ της Μαρίας Παπαμαργαρίτη-Μπασινά για το "ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ"


Γράφει η Μαρία Παπαμαργαρίτη-Μπασινά για το βιβλίο "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει", στο Blog της http://mpapamar.blogspot.gr/2013/03/blog-post_20.html:


Τετάρτη, 20 Μαρτίου 2013
''Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει'', ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, Συγγραφέας: Αγγελική Μπούλιαρη


Βιβλιοκριτική


Ραντεβού σήμερα με μία από τις νέες εισόδους της Άνεμος Εκδοτική, την Αγγελική Μπούλιαρη που μέσα από τις ιστορίες των έξι γυναικών ηρωίδων της, μάς θυμίζει πώς είναι να ζεις έχοντας εγκαταλείψει τα όνειρά σου.

Οι προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που απεικονίζουν τη δυστυχία της καθημερινότητάς τους, την απελπισία της ζωής τους, αποτελούν έναν πόλο έλξης για τους αναγνώστες του σήμερα. Ο λόγος; Η συννεφιά της απελπισίας που σκιάζει τις ζωές τους, ίσως, τελικά να μας φαίνεται οικεία, περισσότερο από ότι τολμούμε να παραδεχτούμε. Είμαστε παιδιά της εποχής μας, και η εποχή μας, είτε μας αρέσει είτε όχι, μας φορτώνει με αυτήν την αίσθηση της ματαιότητας και της βασανιστικής ερώτησης ''πού πάει το όνειρο όταν πεθαίνει;;;''
Η Αγγελική Μπούλιαρη δίνει μια απάντηση που αξίζει την προσοχή μας: Το όνειρό μας δεν πεθαίνει. Απλώς θάβεται και μάλιστα τόσο καλά που κινδυνεύεις να περάσεις ολόκληρη τη ζωή σου κλαίγοντας την απώλειά του, το θάνατό του. Έρχεται, όμως, τελικά μια στιγμή που η ψυχή σου σπάει τους ψηλούς τοίχους αυτού του εγκλωβισμού που δημιουργεί το σύνολο των κοινωνικών επιταγών και η επιβαλλόμενη επίκτητη ανάγκη που φορτώνουν στις πλάτες μας να ακολουθήσουμε την πεπατημένη, να 'ησυχάσουμε', να ζήσουμε τη ζωή μας όχι όπως εμείς επιθυμούμε, αλλά όπως οι άλλοι περιμένουν από εμάς.

Αυτή τη ζωή επέλεξαν οι γυναίκες στη συλλογή των διηγημάτων της. 

Και οι έξι ηρωίδες της είναι γυναίκες που αποτελούν σίγουρα οικείες μορφές από το επαγγελματικό, ευρύτερο κοινωνικό αλλά και στενότερο οικογενειακό μας περιβάλλον. Άφησαν στην άκρη τη δική τους ζωή. Ξέχασαν τα όνειρά τους, τα καταπάτησαν και το χειρότερο έπαψαν πια όχι μόνο να θυμούνται αλλά και να ελπίζουν. Έπαψαν να ονειρεύονται. 

Ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων που όταν δεν τους έρθει από την αρχή η στροφή του δρόμου την ώρα που είναι έτοιμοι να την πάρουν, εγκαταλείπουν ολοσχερώς την πορεία.
Όλες οι ιστορίες ισοδύναμα αποκαλυπτικές και συγκινητικές δείχνουν πώς η φυλακισμένη από τα επιβαλλόμενα 'πρέπει' ζωή μας μπορεί να γίνει ο μεγαλύτερος και πιο επικίνδυνος δικτάτορας της ανθρώπινης ελευθερίας. 

Ξεχώρισα την πρώτη, από όπου και ο τίτλος όλης της σειράς των διηγημάτων, τη 'Βραδινή κατάκλιση' με το σκληρό ρεαλισμό της, και την τελευταία, τον ''Δράκο της Πανσελήνου''  που αφήνει την έντονη νότα αισιοδοξίας μέσα από τα λόγια της ηρωίδας, η οποία χαρακτηριστικά αποκαλύπτει «ανέβαλα τα όνειρά μου, δεν τα ακύρωσα».
 Αυτό είναι και η πεμπτουσία του ονείρου. Όταν είναι αληθινό, δεν ακυρώνεται ό,τι και αν κάνουν οι άλλοι ή ο άλλος σου εαυτός!
  
Αναρτήθηκε από MARIA PAPAMARGARITI στις 4:00 π.μ.



  

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ "THE RED STUDIO" ΤΗΣ ΝΑΤΑΛΙΑΣ

Mother-Daughter Duo, 


Από τη ΝΑΤΑΛΙΑ ΑΡΓΥΡΑΚΗ 



Δεν ξέρω σε πόσους ακόμη δημοσιογράφους έχει τύχει να πάρουν συνέντευξη από ένα τόσο αγαπημένο και κοντινό τους πρόσωπο. Και ούτε φανταζόμουν πώς θα ένιωθα πριν αποφασίσω (αυθόρμητα, ως συνήθως) να πάρω για πρώτη φορά συνέντευξη από τη μαμά μου, Αγγελική Μπούλιαρη, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει" (την πρώτη μας συνέντευξη θα τη βρείτε εδώ). Ήθελα να έχω απόσταση και οικειότητα, ταυτόχρονα. Να δείχνω την υπερηφάνεια μου, χωρίς να υπερβάλλω. Να ακούω τις απαντήσεις της χωρίς να τις σχολιάζω υποσυνείδητα. Τελικά, όπως σε καθετί στο οποίο εμπλέκεται η magic mom μου, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ τίποτα από τα παραπάνω. Αντίθετα, κατέληξα να διαβάζω αυτή τη συνέντευξη στο τέλος με την περιέργεια και το ενδιαφέρον μιας απλής αναγνώστριας, που θέλει να γνωρίσει καλύτερα μία συγγραφέα που θαυμάζει. Σ' ευχαριστώ, μαμά!   


Έχεις πει ότι γράφεις για εμάς, τις τρεις κόρες σου. Εννοείς ότι εμείς σε εμπνέουμε ή ότι θέλεις να έχουμε κάτι από σένα;
Φυσικά και με εμπνέετε, από την άποψη ότι μου δίνετε ένα επιπλέον κίνητρο πέρα από την προσωπική μου ανάγκη για γραφή. Εννοώ ότι θέλω να σας πω πράγματα μ’ έναν τρόπο ευχάριστο και παραβολικό. Σε μια συζήτηση δεν μπορώ να μεταφέρω τέτοιον όγκο απόψεων και παρατηρήσεων και κινδυνεύω να φανώ ότι κάνω κήρυγμα, ενώ με τα βιβλία έχετε χώρο για μια ολότελα προσωπική εμπειρία. Και, ναι, θέλω να έχετε κάτι από μένα. Τα βιβλία μου θα μεταφέρουν τη φωνή μου σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή και περίσταση.

Ήταν παιδικό όνειρο και ανάγκη σου να γράφεις. Πότε όμως είπες φωναχτά «θέλω να γίνω συγγραφέας»;
Αυτό έγινε στην ηλικία των δώδεκα ετών, όταν σε μια έκθεση με θέμα ‘το επάγγελμα που θα ακολουθήσω’, αντί εκθέσεως έγραψα ένα διήγημα σε δύο εικόνες.  Στην πρώτη εικόνα μια νέα κοπέλα γράφει και σβήνει ασταμάτητα υπό το φως μιας λάμπας και μέσα στη νυχτερινή ησυχία, ενώ στη δεύτερη η ίδια περπατάει σ’ έναν κεντρικό δρόμο της πόλης και σταματάει μπροστά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου όπου περιχαρής διαβάζει στο εξώφυλλο ενός βιβλίου:Αστυνομικό μυθιστόρημα της Αγγελικής Μπούλιαρη. Αυτή η εικόνα έγινε πραγματικότητα πολλά χρόνια αργότερα όταν καθώς περνούσα μπροστά από τον Ελευθερουδάκη στην Πανεπιστημίου, είδα φοβερά συγκινημένη στη βιτρίνα το πρώτο μου βιβλίο. Μέχρι τότε αλλά και μετά από αυτό, ήθελα να γίνω κατά καιρούς από δασκάλα, και ζωγράφος μέχρι σκηνοθέτης και… ιεραπόστολος! 

Η οικογένειά σου πίστεψε στο ταλέντο σου; Σε στήριξε όταν αποφάσισες τι ήθελες να κάνεις;
Πίστη στο ταλέντο μου μπορεί να υπήρχε από τη μεριά της μητέρας μου, του μοναδικού γονιού με τον οποίο μεγάλωσα, αλλά θέμα ενθάρρυνσης και πολύ περισσότερο στήριξης, δεν τέθηκε ποτέ. Τα χρόνια εκείνα ήταν εξαιρετικά δύσκολα και έπρεπε να είμαι ρεαλίστρια. Προείχε η επαγγελματική αποκατάσταση και η οικονομική ανεξαρτησία μου και μετά η μόρφωση και η συγγραφή. Υπήρξα τυχερή τότε, επειδή κατάφερα να συνδυάσω σπουδές και εργασία, και πολύ αργότερα επειδή μπόρεσα να πραγματοποιήσω αρκετά από τα αναβληθέντα όνειρά μου, μεταξύ των οποίων και η συγγραφή και η λογοτεχνική μετάφραση. Ωστόσο, θα ήμουν άδικη αν δεν ανέφερα ότι η μητέρα μου η οποία είναι πολύ αυστηρός κριτής, χαρακτήρισε το πρώτο μου βιβλίο ‘άριστο’!

Λένε ότι όσοι γράφουν, ζουν πολλές ζωές. Συμφωνείς; 
Όσοι γράφουν, υποφέρουν πολλές ζωές.


Οι κεντρικές ηρωίδες σου στο τελευταίο σου βιβλίο «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» είναι γυναίκες στην ωριμότητα που αντιμετωπίζουν σύγχρονα, αληθινά προβλήματα. Πού κρύβονται οι απαντήσεις σε αυτά; 
Οι απαντήσεις κρύβονται στην ειλικρίνεια και την αυτογνωσία, δηλαδή τη συνεχή προσπάθειά μας να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τις πραγματικές επιθυμίες μας, στην αποδοχή της πραγματικότητας και στην ανάληψη των ευθυνών που μας αναλογούν απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους.

Οι ρόλοι των αντρών ποιοι είναι στις ιστορίες σου; Πώς τους αντιμετωπίζεις στο χαρτί και πώς στη ζωή;
Και οι άντρες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, τουλάχιστον στα δύο προηγούμενα βιβλία μου. Μόνο στο τελευταίο βρίσκονται στο περιθώριο, σκιαγραφημένοι αχνά, και είναι του συζύγου, του κατά φαντασίαν εραστή και του φίλου. Εστιάζω σε κάποια χαρακτηριστικά τους που επιδρούν στην ψυχοσύνθεση και τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας, όπως ο πατέρας απουσία-απόρριψη ή ο σύζυγος-βία. Είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητη στο θέμα της παιδικής κακομεταχείρισης και της σεξουαλικής κακοποίησης. Φυσικά υπάρχουν και οι αντρικοί ρόλοι των «καλών» όπως συμβαίνει στη ζωή. Στη δική μου ζωή υπάρχουν αρκετοί άντρες, σε διάφορους ρόλους. Έχω σύζυγο, αδερφούς, φίλους, συγγενείς. Τους αντιμετωπίζω με αγάπη, σοβαρότητα, επιείκεια και χιούμορ. 


Σε μια εποχή που τα best sellers περιλαμβάνουν ιστορίες από τη σφαίρα του φανταστικού, εσύ ‘σκαλίζεις’ τη σκληρή πραγματικότητα. Γιατί;
Γράφω γι’ αυτά που με καίνε, που αποτελούν τις κρυφές ή φανερές εμμονές μου, γι’ αυτά που νιώθω την ανάγκη να γράψω. Με ενδιαφέρει η πραγματικότητα, η ζωή η ίδια. Δεν μπορώ να γράψω κατά παραγγελία ή με συνταγή. Ίσως γράψω μια φανταστική ιστορία στο μέλλον, όχι με σκοπό το όποιο κέρδος, αλλά επειδή θα μου αρέσει. Και θα ήθελα εδώ να ξεχωρίσω το φανταστικό από το εξωπραγματικό, επειδή από μια άποψη όλα τα βιβλία ανήκουν στο χώρο της φαντασίας. Ακόμη, πολλά βιβλία φαντασίας αποδίδουν μέσω αλληγοριών και συμβολισμών τέλεια τη σημερινή πραγματικότητα. Όσο για την επιτυχία, και ποιος δεν τη θέλει; Κι εγώ, όπως όλοι, θέλω να διαβαστώ από όσους περισσότερους αναγνώστες γίνεται, αλλά δεν μπορώ να ‘αλλάξω’ το βαθύτερο εαυτό μου και τη γραφή μου βάσει αυτού του σκεπτικού.

Τελευταία φαίνεται ότι όλοι θέλουν να γίνουν συγγραφείς.  
Ο καθένας έχει το δικαίωμα να γράψει και να δοκιμαστεί, κάθε βιβλίο έχει το κοινό του και στο τέλος ο αναγνώστης έχει πάντα το αναφαίρετο δικαίωμα της επιλογής. Αν και κάποιες φορές βλέπω ότι μερικά γραπτά δοκιμάζουν την υπομονή του αναγνωστικού κοινού, γενικά θεωρώ θετική την ενασχόληση με το βιβλίο. 

Ποιο κενό αναπληρώνεις γράφοντας;
Η ζωή συχνά είναι σκληρή και άδικη. Αναπληρώνω τα κενά αγάπης, δικαιοσύνης και ισορροπίας.

Είσαι αυστηρή όταν διαβάζεις  γραπτά μου; 
Δεν χρειάζεται, επειδή γράφεις για ενδιαφέροντα θέματα και με πολύ όμορφο τρόπο. Είμαι σίγουρη ότι αν το θελήσεις, θα γράφεις ωραία βιβλία κάποια στιγμή στο μέλλον. Μόνο παρατηρώ και διορθώνω μικρά λάθη στην ορθογραφία ή τη σύνταξη, επειδή, και ως φιλόλογος, έχω μια μεγάλη αγάπη στη σωστή, ελληνική γλώσσα.


*Επιμέλεια/Styling: Αννούσα Μελά of my style forecast
*Φωτογραφίες: Vassilios Michail 

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο Red Studio της Ναταλίας Αργυράκη, την Τρίτη 14 -05-2013: http://the-red-studio.blogspot.gr/2013/05/mother-daughter-duo.html
η, 14 Μαΐου 2013
Βρείτε το βιβλίο και τη συγγραφέα εδώ:

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

COUSIN ANTONIS AND AN INVITATION TO DINNER - A Short Story by Angeliki Bouliari

At 7.30 in the morning, a secret alarm sounded into my head. Time to wake up, get morning medicine and take care of Shera. With half-opened eyes I slowly stretched my tired members and, oh, I immediately remembered, the most important, prepare a festive, mostly Greek dinner for my beloved cousin, Antonis. He would visit us along with his three women, his wife, Soula, and his teenage daughters, Rania and Giota.


With Antonis we’ve always been very close, me treating him like the youngest brother, him treating me like his eldest sister. Nothing ever came in between to disturb the peaceful course of our relationship. Though it is generally said that women don’t get well with exponents of their own sex, even their kin, fifteen years of Antonis’ marriage changed almost nothing in our friendship, and the atmosphere between our families is steadily loving and joyful. Anyway, I know they like certain dishes of my kitchen, so I started organizing an interesting menu on my mind, noting down on a piece of paper the relevant shopping.

I opened the door and the glaring summer sunlight rushed into the hall. Shera was already waiting for me outside, at the top of the white marble stairs, perfectly clean and white herself, sitting elegantly on her back feet. Never grumbling or impatient and nervous, she was staring at me with her green eyes in the usual proud and dignified way. It was the same way she had looked at me the first time I met her, at exactly the same place, which said: “I need help, but I do not demand or beg. I just ask you politely. You can help me.” She had only meowed twice, her posture and gaze showing nobility and mildness. At once I forgot that not so long ago I had told my daughters and husband that I was sick and tired of adopting pets which either left us or even worse died, making the girls cry and me search for proper graves so that their souls rest in peace.  I lowered my body and gently stroked her smooth fur. So beautiful. I loved her immediately. She was pregnant.

In the afternoon, when cousins and nieces arrived, we sat at the spacious veranda to first have coffee or tea with home-made cake and biscuits. Everything presaged a perfect evening.

We talked and laughed and took pleasure in watching one of the most enchanting Greek landscapes and sunsets, that of Loutraki. There is an amazing view from the veranda. First comes the garden, my special pride - I have planted most of the tall trees with my own hands, and then eyes travel farther to olive-tree fields full of daisies, poppies and wild flowers and bushes, cross the main road leading to the city and finally reach the long coast line. The sea is there with its varying colour and changing temper, and the sun, a red and purple disc with yellow brushes, sinking slowly and splendidly into the deep dark blue waters in the opening between two capes facing each other. It is a most magnificent sunset. Only Santorini’s can be compared to it, but I doubt the winner.

We welcomed the night with perfumed candles, tasty ‘mezedes’, sea-food pasta and flavourful local wine, and among other things we talked about summer holidays. “Why don’t you come here to spend a week with us? You’ll be our guests and we can all have a very good time!” I invited cousin Antonis and his family. They accepted with great pleasure.

At this point, there was chaos in the company at the table. Soula and her daughters, Rania and Giota, suddenly jumped up, pushed roughly back their chairs which fell on the floor with noise, and started screaming and shouting and running round the table to avoid the invasion of some enemy we couldn’t see. Cousin Antonis watched them without saying anything and obviously at a loss, he didn’t know what to say and do. We also watched them puzzled. We guessed that some insect or other small creature had suddenly appeared and scared them, and we smiled in understanding. Oh, these extreme reactions of the city people who have been alienated even from simple species of nature…

Shera was the dangerous creature! No, they weren’t afraid of her, they said among shouts and cries, but they, all three of them, found cats disgusting, they shuddered at a cat’s plain sight! I had to take Shera on my lap and lead her outside in the garden. My husband tried to calm our guests, he said Shera was a very nice and quiet cat who had recently given birth to some very beautiful kittens, but in vain. This task seemed more difficult than he supposed. The frightened group was now watching out for Shera’s new appearance and hardly enjoyed the rest of the dinner.

They skipped the dessert and after a while they got ready to go. They thanked us for everything and invited us to their apartment in Athens. Of course, I repeated our honest invitation to spend some of their holidays with us, but they murmured they didn’t know where and for how long they would go this summer and hurried away.

I don’t think they will accept our invitation.