Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΙΔΗ ΚΑΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ


Ορισμός της αστυνομικής λογοτεχνίας

Η αστυνομική λογοτεχνία είναι ένα είδος του πεζού λογοτεχνικού λόγου το οποίο μέσα από την μυθοπλασία εξερευνά την πλευρά της ανθρώπινης κοινωνίας που έχει να κάνει με το έγκλημα, τη διάπραξη και την ανακάλυψή του. Σκοπός, συνήθως, είναι να ανακαλυφθούν οι υπαίτιοι αλλά και τα κίνητρα που τους οδήγησαν στην διάπραξη του εγκλήματος. Τα βασικότερα χαρακτηριστικά είναι το μυστήριο και η αγωνία.
Το πιο παλιό γνωστό κείμενο αστυνομικής λογοτεχνίας, μπορεί να θεωρηθεί το διήγημα «Τα τρία μήλα», ένα από τα διηγήματα των Αραβικών ιστοριών «Χίλιες και μια νύχτες». Σε αυτό το διήγημα, ένα κομματιασμένο πτώμα ανακαλύπτεται τυχαία, και ο χαλίφης Χαρούν αλ-Ρασίντ διατάζει τον βεζίρη του, να ανακαλύψει τον ένοχο μέσα σε τρεις μέρες. 

Η ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας

Η αστυνομική λογοτεχνία, όπως την εννοούμε σήμερα, εμφανίστηκε κατά τον 19ο αιώνα, όταν στην Μ. Βρετανία και στην Γαλλία θεσμοθετήθηκε ο ρόλος της αστυνομίας κατά του εγκλήματος.
Το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα εικάζεται πως δημιουργήθηκε από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε το 1841 με τίτλο «Οι φόνοι της οδού Μοργκ». Αν και αποτέλεσε την αφετηρία της αστυνομικής λογοτεχνίας χρειάστηκαν περίπου εξήντα χρόνια έως ότου θεσπιστεί ως ένα ξεχωριστό είδος μυθιστορήματος, ενώ για μεγάλο διάστημα εθεωρείτο εύκολο ανάγνωσμα, δηλαδή παραλογοτεχνία.

Παραλογοτεχνία

Ο όρος παραλογοτεχνία γεννήθηκε στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα. Την εποχή εκείνη τα αστικά κέντρα δέχονταν μαζική προσέλευση πολιτών κυρίως από αγροτικές περιοχές ενώ ταυτόχρονα υπήρχε ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου των πολιτών. Αποτέλεσμα της μεγάλης ζήτησης είναι η εισαγωγή μεταφρασμένων μυθιστορημάτων από το εξωτερικό στην Ελλάδα. Η παραλογοτεχνία έχει αστικό χαρακτήρα αφού το κλίμα της πόλης η ένταση, η βία, η καχυποψία και ο φόβος αποτελούν πηγή έμπνευσης για πολλούς συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Η αφήγηση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος μπορεί να διακριθεί στις εξής κατηγορίες:

Ορθόδοξη αφήγηση: Την ακολουθεί το παραδοσιακό μυθιστόρημα όπως το θεμελίωσε ο Έντγκαρ Άλαν Πόε και περιλαμβάνει χαρακτηριστικά όπως: 1. Ο ντετέκτιβ της ιστορίας είναι εκκεντρικός, ηθικά άψογος και παρατηρητικός, διαθέτει άριστη λογική και διαίσθηση, είναι οργανωτικός και λύνει τα προβλήματα και τους γρίφους. 2. Αρχικά το έγκλημα παρουσιάζεται ως αδύνατο. 3. Πιθανόν να καταλογίζει ως ένοχο έναν αθώο. 4. Τέλος, το μυθιστόρημα θα έχει ένα εντελώς απροσδόκητο αποτέλεσμα.  
Σκληρό αφήγημα: Έκανε την εμφάνιση του στην Αμερική στις αρχές του 1923, ταυτόχρονα με την γέννηση του οργανωμένου εγκλήματος, όταν υπήρχαν από μια οι συμμορίες και από την άλλη οι ειδικοί ντετέκτιβ που αναλάμβαναν τις σχετικές υποθέσεις. Οι συγγραφείς αυτού του είδους περιγράφουν εγκληματίες που συνδέονται με τον υπόκοσμο ενώ ρέει άφθονο αίμα και από τις δύο πλευρές. Επίσης, οι ρόλοι του καλού και του κακού δεν είναι σαφείς, ενώ κατά την εξέλιξη της ιστορίας αποκαλύπτονται πληροφορίες οι οποίες προηγουμένως δεν είχαν παρουσιαστεί ή ήταν ψευδείς.
Ανθρώπινο αφήγημα: Το είδος αυτό ξεκίνησε από την Γαλλία, ενώ τα δύο προηγούμενα ήταν αγγλόφωνα. Χαρακτηριστικό του είναι η ανθρώπινη παρόρμηση για έγκλημα, κυρίως για το κοινό καλό, χωρίς δηλαδή να υπάρχει δόλος και ιδιοτέλεια. π.χ. "ο Αρσέν Λυπέν" του Μωρίς Λεμπλόν, στο οποίο ο ήρωας διέπραττε ληστείες για να προσφέρει σε ανθρώπους με πραγματική ανάγκη.
Αγωνίας: Τέλος, το είδος αυτό έχει μια ξεχωριστή πορεία αφήγησης. Σκοπός του δεν είναι πλέον η εξιχνίαση κάποιου εγκλήματος, αλλά ο σχεδιασμός ενός νέου εγκλήματος, την εξέλιξη του οποίου ο αναγνώστης παρακολουθεί με αγωνία.


Στην Ελλάδα

Το Ελληνικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα παρουσιάστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 30.  Το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα γράφτηκε το 1928 από τον Παύλο Νιρβάνα, με τίτλο "Το έγκλημα στο Ψυχικό".

Μέχρι την δεκαετία του 1970 δημοσιευόταν σε περιοδικά και σε λαϊκές εκδόσεις, όπως στα περιοδικά Μάσκα, Μυστήριον, στη συλλογή Αστυνομικά βιβλία τσέπης.
Οι φόρμες του ήταν τυπικές, χωρίς λογοτεχνικές φιλοδοξίες αλλά, γενικά, διέθεταν φροντισμένη πλοκή. Οι ήρωες ήταν τυποποιημένοι και έδιναν την αίσθηση ότι μας είναι γνωστοί. Από άποψη θεματολογίας, βρισκόταν κάτω από την άμεση επιρροή άγγλων συγγραφέων του είδους, όπως η Agatha Christie, ο Peter Cheney, ο Yan Fleming ή ο γαλλο-βέλγος Simenon.

Τα δύο είδη που κυριαρχούν εξίσου είναι οι ιστορίες κατασκοπίας με αισθηματικές προεκτάσεις και η αστυνομική έρευνα για την εύρεση του δολοφόνου.

Μεσολαβεί μια παύση στη συγγραφή αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, μέχρι το 1995, οπότε ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο εκδηλώνεται στα ελληνικά γράμματα, η εμφάνιση του νέου αστυνομικού μυθιστορήματος, με κύρια χαρακτηριστικά τον πλούτο και την ποικιλία στη θεματολογία του. Έτσι διακρίνουμε πολλές κατηγορίες: Το ιστορικό αστυνομικό, το ψυχολογικό αστυνομικό, το κοινωνικό αστυνομικό, το πολιτικό αστυνομικό και, ακόμη, το μαθηματικό αστυνομικό. Κάποιοι συγγραφείς ανέπτυξαν επίσης το είδος του θρίλλερ, συχνά βίαιου.

Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα ολοένα και περισσότεροι συγγραφείς ακολουθούν τους δρόμους που άνοιξαν οι παλαιότεροι Νίκος Μαράκης, Γιάννης Μαρής, Αθηνά Κακούρη, και κατόπιν οι Πέτρος Μάρκαρης, Ανδρέας Αποστολίδης και Πέτρος Μαρτινίδης. Αναφέρω αυτούς χαρακτηριστικά επειδή είναι αποκλειστικά συγγραφείς αστυνομικού μυθιστορήματος. Το αποτέλεσμα αυτής της δημιουργικής παραγωγής είναι η καθιέρωση του είδους, ο συνεχής εμπλουτισμός του και η προσέλκυση πολλών φίλων αναγνωστών.


Στις αρχές του 2010 δημιουργήθηκε στην Ελλάδα η Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας στην οποία συμμετέχουν συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, οι οποίοι συζητούν ποικίλα σχετικά θέματα, και καταγράφουν τα έργα αστυνομικής λογοτεχνίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.










Επίλογος




Μερικοί αναγνώστες ίσως εξακολουθούν να θεωρούν το αστυνομικό μυθιστόρημα ένα εύκολο είδος. Τους διαβεβαιώνω πως όχι, κάθε άλλο. Όπως και στα άλλα είδη αφήγησης, και εδώ χρειάζεται ίδια ή ακόμα και μεγαλύτερη δεξιοτεχνία και μαστοριά για να ξετυλίξει ο συγγραφέας την ιστορία του, να σκιαγραφήσει μέσα από λόγια και πράξεις, συνήθειες και αντιδράσεις, τον ψυχισμό των χαρακτήρων του. Να διασπείρει μέσα στο κείμενο λεπτομέρειες που θα αποδειχθούν σημαντικές και θα παίξουν έναν ρόλο αποκαλυπτικό, είτε αποκαλύπτοντας οι ίδιες, είτε βοηθώντας στην τελική αποκάλυψη και λύση του προβλήματος.

Η ιστορία πρέπει να ξετυλίγεται με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλεί, ενδιαφέρον, περιέργεια, αγωνία, ίσως ακόμα τρόμο και φρίκη, και να ωθεί τους αναγνώστες να βρουν το δράστη ή τους δράστες. Το έγκλημα πρέπει να είναι «δικαιολογημένο», να εξηγείται δηλαδή το γιατί και το πώς και να συνδέεται λογικά με τον ψυχισμό του δράστη. Να υπάρχει συνοχή, ταίριασμα γεγονότων και προσώπων, ώστε να γεννιέται μια πειστική πλοκή και ένα δίνεται ένα πειστικό τέλος.

Ευτυχώς, μια περιήγηση στα βιβλιοπωλεία, θα αποφέρει πλούσιους καρπούς.





















ΥΓ1. Το κείμενο αποτελεί μέρος ομιλίας μου που έγινε στις 7-2-2018, στο Charlotte Wine Bar στον Πειραιά, επί τη ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου "Η πόλη των γενναίων" του Άγγελου Χαριάτη.


ΥΓ2. Τα εξώφυλλα είναι ενδεικτικά της ελληνικής παραγωγής. Σαφώς υπάρχουν πολλά περισσότερα και είναι αυτονόητο ότι η παρούσα ανάρτηση δεν μπορούσε να φιλοξενήσει μεγαλύτερο αριθμό.

ΥΓ3. Λίγες μέρες μετά την ομιλία αυτή, κυκλοφόρησε το βιβλίο "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ - Ο Γιάννης Μαρής και οι άλλοι", του ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ από τις Εκδόσεις Πατάκη, 440 σελίδων, το οποίο παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες για όποιον ενδιαφέρεται.





Πηγές:




Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Η ΚΑΛΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΣΣΑ, Ντόρις Λέσινγκ


Η ΚΑΛΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΣΣΑ, της ΝΤΟΡΙΣ ΛΕΣΙΝΓΚ

Μετάφραση: ΣΟΥΛΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Εκδόσεις: ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 1986

Σελίδες: 423






Η Άλις και ο Τζάσπερ, ένα ιδιόρρυθμο ζευγάρι του 1968, σαραντάρηδες που έχουν πάντα ζήσει την περιθωριακή ζωή των μικρών πολιτικών ομάδων, καταλήγουν σ' ένα κατεδαφιστέο σπίτι. Εκεί η  Άλις, βετεράνος στις καταλήψεις και τα κοινόβια, θα ανασκουμπωθεί για να βάλει τάξη και να οργανώσει την ομάδα που θα ζήσει στο σπίτι, καμιά δεκαριά ετερόκλητα άτομα.

Όλα τα βάρη και οι ευθύνες της συνεργασίας με την Δημοτική Αρχή, τις Εταιρείες Ύδρευσης και Ηλεκτροδότησης, οι σχέσεις με τους γείτονες, η καθαριότητα, η εύρεση αλλά και τα έξοδα τεχνιτών και εργατών, όλα πέφτουν πάνω στους ώμους της Άλις. Για την ακρίβεια, η ίδια προθυμοποιείται και αναλαμβάνει την επίλυση και του παραμικρού προβλήματος σαν να πρόκειται για κάποια κρυφή οφειλή της ή υποχρέωση.

Η Άλις έχει πολλές όψεις. Είναι γενικά έξυπνη, οργανωτική, επίμονη, πειστική και εργατική. Στις συναναστροφές της με υπηρεσίες και πρόσωπα εξουσίας, ξέρει να ψυχολογεί τους συνομιλητές της και βρίσκει πάντα τα σωστά λόγια να πει, ντύνεται ωραία, συμπεριφέρεται  ήρεμα και ευγενικά, προκειμένου να κερδίσει αυτό που θέλει, συνήθως κάτι που είναι προς το συμφέρον της ομάδας. 

Στη σχέση με τον σύντροφό της, όμως, μια σχέση που δεν προσφέρει καμιά ικανοποίηση, παρουσιάζεται υποχωρητική, παθητική και εξαρτημένη, λόγω κρυμμένων φόβων, ενώ γίνεται εκρηκτική και επιθετική όταν αντιμετωπίζει τον πατέρα και τη μητέρα κυρίως, τους οποίους ωστόσο εκμεταλλεύεται οικονομικά έως εκεί που δεν παίρνει άλλο. 

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου αποτελεί η συνάντηση της Άλις με τη μητέρα της, Ντόροθυ, όπου η Άλις δεν είναι παρά ένας χείμαρρος μίσους για τον κόσμο, την αστυνομία, τον θεό, ενώ η μητέρα της την αντιμετωπίζει με στωική ηρεμία αλλά και ειλικρίνεια που σπάει κόκκαλα.
Τέλος, στον τομέα της πολιτικής η Άλις αποδεικνύεται αθώα, αφελής και ίσως επικίνδυνη για τον ίδιο της τον εαυτό.

Από την άλλη πλευρά, τα υπόλοιπα πρόσωπα της ομάδας, αν και δείχνουν να περιφρονούν τις αστικές συνήθειες της καθαριότητας, της τάξης, των ανέσεων στο φαγητό και τον ύπνο, ωστόσο επωφελούνται χωρίς δισταγμό κάθε φορά που η Άλις τους απαλλάσσει από αηδιαστικές καταστάσεις ή τους παρέχει το αναγκαίο χρήμα για να τις απολαύσουν. Είναι άτομα που αρνούνται την όποια καταγωγή τους και φροντίζουν να αλλάξουν τον τρόπο ομιλίας, την προφορά και την εμφάνισή τους, ώστε να ταιριάζει καλύτερα στο πορτρέτο του επαναστάτη. Συχνά υποθάλπουν διάφορες καταστάσεις που τους έσπρωξαν στο περιθώριο και άλλοτε μεγαλοποιούν ή κατασκευάζουν γεγονότα ώστε να παρουσιάσουν μια συμπαθητική, ηρωική εικόνα προς τους ομοϊδεάτες τους.

Όλοι μαζί αποφασίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA), αλλά στο διπλανό σπίτι ζει ο μυστηριώδης σύντροφος Άντριου που προσπαθεί να τους στρατολογήσει στην Ρωσική Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας (KGB). Καθώς η Άλις αγωνίζεται να γεφυρώσει την ιδεολογία με την αστική ανατροφή της, οι σύντροφοί της αντιμετωπίζουν απροσδόκητες εξελίξεις στην προσπάθειά τους να αντιδράσουν ενάντια στην εφησυχασμό και τον καπιταλισμό.

Οι νεαροί υποψήφιοι τρομοκράτες βρίσκονται σε αναζήτηση της τρομοκρατίας που διαρκώς τους ξεφεύγει μέσα από τα χέρια, καθώς οι σοβαροί τρομοκράτες και έμποροι όπλων δεν φαίνονται διατεθειμένοι να τους λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν. Τελικά, θα αναλάβουν την  πρωτοβουλία μιας βομβιστικής ενέργειας, όμως τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν όπως τα είχαν αρχικά υπολογίσει.

Πώς θα διαμορφωθεί μετά από αυτό το γεγονός η ισορροπία και το μέλλον της ομάδας; Θα υπάρξουν αμφισβητήσεις, θα προχωρήσουν σε άλλες ενέργειες, θα τραβήξει ο καθένας το δρόμο του; Τι θα συμβεί στην ηρωίδα του βιβλίου, την Άλις, την «Καλή Τρομοκράτισσα»;

Για μένα, είναι ένα αψεγάδιαστο, τέλειο μυθιστόρημα.

Η αφήγηση είναι σε τρίτο πρόσωπο. Ο αφηγητής είναι παντογνώστης, ο οποίος όμως παρακολουθεί ολοκληρωτικά την Άλις, ενώ η ίδια αγνοεί, και εμείς μαζί της μερικές φορές ως αναγνώστες, τις σκέψεις και προθέσεις άλλων χαρακτήρων. Η διαφορά μας είναι ότι εμείς χάρις στην επιδεξιότητα της συγγραφέως, διαισθανόμαστε τον κίνδυνο και αγωνιούμε, ενώ εκείνη, ειδικά στο τέλος, όχι. Η οπτική γωνία είναι της Άλις.

Το περιβάλλον εισάγεται αμέσως. Αστικό περιβάλλον. Ένα σπίτι, στη μέση ενός όπως μοιάζει σκουπιδότοπου, ενώ μακρύτερα υπάρχει κεντρικός πολυθόρυβος δρόμος.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες της Άλις και του συντρόφου της, Τζάσπερ, εισάγονται αμέσως από τη δεύτερη κιόλας παράγραφο. Δεν περιγράφονται από τον αφηγητή, ούτε ως προς την φυσική εμφάνιση ούτε ως προς τον χαρακτήρα, αλλά σκιαγραφούνται καθαρότατα  από την πρώτη στιγμή, μέσα από τις κινήσεις, τις χειρονομίες, και τα λόγια τους.

Ήδη στη δεύτερη και τρίτη σελίδα (ενός μυθιστορήματος 427 σελίδων) έχουμε εικόνα του είδους της σχέσης τους (δεν υπάρχει αγάπη, τουλάχιστον με τη γνωστή έννοια), είναι αναρχικοί και επίδοξοι καταληψίες αυτού του εγκαταλελειμμένου σπιτιού.

Το πρόβλημα/σύγκρουση εμφανίζεται κιόλας από την τρίτη σελίδα: Το σπίτι έχει κατεστραμμένα τα ηλεκτρολογικά, υδραυλικά και αποχετευτικά συστήματα.

Από τις λίγες πρώτες σελίδες υπάρχει ενδιαφέρον και σασπένς: Τι θα κάνουν με το σπίτι; Ποιος ο σκοπός τους; Ποιο είναι οι άλλοι της ομάδας; Από πού ήρθαν; Πώς βρέθηκαν εκεί; Πώς θα καταλήξουν; Ιδιαιτέρως για την Άλις, θέλουμε να μάθουμε γιατί έγινε τρομοκράτισσα και γιατί «καλή».




Με μια ξεχωριστή αίσθηση της διασταύρωσης προσωπικού και πολιτικού, η βραβευμένη με Νόμπελ (το 2007, σε ηλικία 88 ετών) Ντόρις Λέσινγκ δημιουργεί στο βιβλίο αυτό ένα συναρπαστικό πορτρέτο οικιακής ζωής και εξέγερσης. Όπως έγραψε και το Publishers Weekly, «Η Καλή Τρομοκράτισσα» αναδεικνύει όλη την γκάμα του ταλέντου της Ντόρις Λέσσινγκ: την ικανότητά της να δημιουργεί πειστικούς χαρακτήρες, γεμάτους ζωή, την οξυδέρκειά της όταν περιγράφει, σπανίως με συμπάθεια, την προσωπικότητά τους, τη γεμάτη δύναμη πρόζα της… Η Λέσινγκ είναι ρεαλίστρια και απαράμιλλη χρονικογράφος της σύγχρονης ζωής».



Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ



Της Λιλής Ζωγράφου, Εκδόσεις Παπαζήση, 1978




Το βιβλίο αυτό έρχεται μετά από και βασίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος του στο βιβλίο ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΑΠΑΝΤΑ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΛΙΛΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ – ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 1961, όπου η συγγραφέας μας γνωρίζει τη ζωή και το έργο της Μαρίας Πολυδούρη, την έντονη και θαρραλέα προσωπικότητά της, αλλά και τη σχέση της με τον Κώστα Καρυωτάκη, από την προσέγγιση της οποίας μαθαίνουμε επίσης πολλά για τη ζωή και την προσωπικότητα του ποιητή.

Στο δοκίμιο «Καρυωτάκης-Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης» η Λιλή Ζωγράφου με τη γνωστή ελεύθερη, ορμητική και παθιασμένη, ίσως και θυμωμένη, πένα της:

Φωτίζει πτυχές της ζωής και της προσωπικότητας των δύο ποιητών και μας βοηθά να κατανοήσουμε τις πράξεις και την ποίησή τους. Εμβαθύνει στη σχέση τους και στους διαφορετικούς δρόμους που τράβηξε ο καθένας.

Αναλύει την εποχή τους και το κοινωνικό κατεστημένο και παρουσιάζει και συγκρίνει σημαντικές μορφές που εμφανίστηκαν ταυτοχρόνως με τους δύο ποιητές και αμφισβήτησαν τα ισχύοντα, όπως ο Φραντς Κάφκα, ο Βίλχελμ Ράιχ, ο Σίγκμουντ Φρόιντ και άλλοι, ενώ τονίζει τη μοναξιά της ιδιοφυίας και του διαφορετικού ατόμου, το οποίο δεν γίνεται κατανοητό ή αποδεκτό, αλλά αντιθέτως απορρίπτεται, ως αλλοπρόσαλλο και προβληματικό, ή ακόμη και ανήθικο, από το συντηρητικό περιβάλλον εκείνης της εποχής αλλά και κάθε εποχής.

Τέλος, αποκαθιστά τη φήμη της Μαρίας Πολυδούρη και την αναγνωρίζει ως μια σπουδαία νέα γυναίκα, τολμηρή, δυναμική, ειλικρινή, ελεύθερη, αν και αρκετοί καταλογίζουν στην συγγραφέα ότι δεν είναι αρκούντως αποστασιοποιημένη και μεροληπτεί υπέρ της Πολυδούρη.




Ας δούμε τι λέει μεταξύ άλλων η ίδια η Λιλή Ζωγράφου σε ένα απόσπασμα του βιβλίου της: 

«…Είναι και οι δυο παιδιά της ίδιας γενιάς, ξυπνημένα σε έναν κόσμο αναποδογυρισμένο και κατωτερικό, χωρίς όμως και να περπατούν στον ίδιο δρόμο. Μέσα στην Πολυδούρη φώλιαζε μια μανία ζωής, ενώ εκείνος ήταν τελείως αντιζωϊκός.
Αλλά όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί, θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς. 

Ο Καρυωτάκης, το δειλό και αισθηματικό αγόρι μιας μικροαστικής οικογένειας με αρχές και παραδόσεις, δε μπορούσε να αλλάξει. Ένας άντρας χωρίς αυτοπεποίθηση, με στραγγαλισμένη κάθε εκδήλωση μαχητικότητας και τόλμης, δεν ήταν δυνατόν, σε οποιαδήποτε εποχή κι αν ζούσε, ούτε να αφομοιωθεί με τους γύρω του ούτε και να πολεμήσει για μια εξυγίανση. 

Η μόνη εκδήλωση ελευθερίας από μέρους του μένει η αυτοκτονία. 
Όχι μόνο σαν εκδήλωση παραίτησης από έναν κόσμο και μια ζωή που δεν τον είχαν προετοιμάσει να αντιμετωπίσει. Αλλά και γιατί η πράξη της αυτοκτονίας του, σαν εκδήλωση διαμαρτυρίας, είναι η μόνη που μετά από αυτή δεν θα είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για την πρωτοβουλία του σε εκείνους που φοβάται. 

...Πώς λοιπόν να μην συγκλονιστεί ο Καρυωτάκης -που γεννήθηκε νικημένος- από μια γυναίκα που έβαλε σε δοκιμασία την υποκρισία, τη βλακεία και την ανηθικότητα της εποχής της με μόνη τη λεβεντιά της να είναι ειλικρινής και γνήσια;»