Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Ο ΞΑΔΕΡΦΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ - Διήγημα


Εφτάμισι το πρωί κι ένα μυστικό ξυπνητήρι ήχησε μέσα στο κεφάλι της. Ώρα να σηκωθεί, να πάρει τα πρωινά φάρμακα και να φροντίσει τη Μοίρα. Με μισόκλειστα μάτια, τέντωσε αργά τα κουρασμένα μέλη της και, ω, πάνω στην έκταση του χεριού της, αμέσως θυμήθηκε το πιο σημαντικό, να ετοιμάσει ένα εορταστικό, στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικό δείπνο, για τον αγαπημένο της ξάδερφο, τον Αντώνη. Θα τους επισκεπτόταν μαζί με την Αγγλίδα σύζυγό του Ρέιτσελ και τις δύο έφηβες κόρες τους, Σόνια και Στέφη.
Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που τους είχαν δει. Τότε τα κορίτσια ήταν μικρά, και ο εξωτερικός χώρος του σπιτιού τους με τον κήπο δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί, υπήρχαν διάσπαρτες πέτρες στο κτήμα και ξεχασμένα σίδερα και καλώδια, κι εκείνη ως κλασική ελληνίδα θεία έτρεχε ξοπίσω τους ανήσυχη για να προλάβει κάποιο ενδεχόμενο μικρό ατύχημα. Στη συνέχεια, ο Αντώνης αναζητώντας μια καλύτερη τύχη για τον ίδιο και την οικογένειά του, βρέθηκε από το Λονδίνο στο Παρίσι για να καταλήξει οριστικά πια στις Βρυξέλλες. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν πολύ απασχολημένος με την καριέρα του και με την προσαρμογή της οικογένειας στις καινούργιες συνθήκες, έτσι ο περιορισμένος ελεύθερος χρόνος δεν του είχε επιτρέψει μια επίσκεψη στην ξαδέρφη με την οποία τόσες ασχολίες και μυστικά είχαν μοιραστεί στα χρόνια της δικής τους εφηβείας.
Πάντα ήταν πολύ κοντά η Λένη με τον Αντώνη. Μοναχοπαίδια και τα δύο, εκείνη τον έβλεπε σαν τον μικρότερο αδερφό της κι εκείνος σαν τη μεγαλύτερη αδερφή του. Ποτέ δεν μπήκε κάτι ανάμεσά τους για να διαταράξει την ειρηνική πορεία της σχέσης τους. Αν και γενικά λέγεται ότι οι γυναίκες δεν τα πάνε καλά με τις άλλες γυναίκες έστω και συγγενείς τους, ο ερχομός της Ρέιτσελ στη ζωή του Αντώνη και ο δεκαπενταετής έγγαμος βίος του σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε στη φιλία τους, και η ατμόσφαιρα ανάμεσα στις νέες, δικές τους οικογένειες παρέμενε με αραιές επαφές, κυρίως τηλεφωνικές, σταθερά αγαπητή και χαρούμενη.
Όπως και να ’χε, η Λένη ήξερε ότι τους άρεσαν ιδιαίτερα κάποια φαγητά, έτσι άρχισε γρήγορα να οργανώνει ένα ενδιαφέρον μενού στο μυαλό της, σημειώνοντας σ’ ένα κομμάτι χαρτί τις ανάλογες αγορές.
Άνοιξε την πόρτα της εισόδου και το εκτυφλωτικό καλοκαιρινό ηλιόφως όρμησε μέσα στο σπίτι. Η Μοίρα την περίμενε κιόλας απέξω, στην κορυφή της λευκής μαρμάρινης σκάλας, κάτασπρη και πεντακάθαρη, καθισμένη κομψά στα πίσω της πόδια. Ποτέ παραπονούμενη, ή ανυπόμονη και νευρική, την κάρφωνε με τα πράσινα μάτια της με τον συνηθισμένο περήφανο και αξιοπρεπή τρόπο της.
Μ’ αυτόν τον ίδιο τρόπο την είχε κοιτάξει την πρώτη φορά που την συνάντησε στην ίδια ακριβώς θέση. Είχε μόνο νιαουρίσει δυο φορές, η στάση και το βλέμμα της έδειχναν ευγένεια και ηπιότητα, κι ήταν σαν να έλεγε: «Χρειάζομαι βοήθεια, αλλά δεν απαιτώ ούτε επαιτώ. Απλώς σου το ζητάω ευγενικά. Μπορείς να με βοηθήσεις». Η Λένη αμέσως ξέχασε ότι όχι πολύ καιρό πριν είχε πει στον άντρα της και τους γιους της ότι είχε κουραστεί να υιοθετεί κατοικίδια που είτε τους εγκατέλειπαν είτε ακόμα χειρότερα  πέθαιναν, με αποτέλεσμα όλοι να στενοχωριούνται – όταν ήταν μικρότερα τα αγόρια, έκλαιγαν σε κάθε νέο ατύχημα και η ίδια έψαχνε για τον κατάλληλο τάφο ώστε να αναπαύονται οι ψυχούλες τους εν ειρήνη. Έσκυψε και χάιδεψε απαλά τη μαλακή της γούνα. Τόσο όμορφη! Την αγάπησε αμέσως. Ήταν έγκυος.
Το απόγευμα, όταν έφτασαν τα ξαδέρφια και οι ανιψιές, μετά τις αγκαλιές, τα φιλιά και τα ξεφωνητά χαράς, κάθισαν όλοι στην ευρύχωρη βεράντα, να πάρουν πρώτα καφέ ή τσάι συνοδευμένα από σπιτίσιο κέικ και μπισκότα. Συζητούσαν και γελούσαν και με απόλαυση παρακολουθούσαν ένα από τα πιο μαγευτικά ελληνικά τοπία και ηλιοβασιλέματα. Η θέα από κει ήταν εκπληκτική. Πρώτα απλωνόταν ο κήπος μπροστά τους, το καύχημα της Λένης, μιας και είχε φυτέψει τα περισσότερα από τα ψηλά δέντρα με τα ίδια της τα χέρια, έπειτα τα μάτια ταξίδευαν μακρύτερα στα χωράφια με τα ελαιόδεντρα, το γρασίδι διάστικτο από μαργαρίτες, παπαρούνες, αγριολούλουδα και θάμνους, περνούσαν την κύρια οδό που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης και τέλος έφταναν στην μακριά ακτογραμμή, όπου αντάμωναν τη θάλασσα με τα ποικίλα χρώματα και την κυκλοθυμική διάθεση, μα και τον ήλιο, δίσκο πορφυροκόκκινο με κίτρινες πινελιές, να βυθίζεται βιαστικά και θαυμάσια μέσα στα βαθιά σκουρογάλαζα νερά, στο άνοιγμα ανάμεσα στα δυο αντιμέτωπα ακρωτήρια. Ήταν μια δύση μεγαλοπρεπής. Λίγοι τόποι μπορούσαν να ανταγωνιστούν αυτόν εδώ στο ηλιοβασίλεμα, αλλά ήταν αμφίβολο αν μπορούσαν να το νικήσουν.
Όλα προοιώνιζαν ένα τέλειο βράδυ.
Με αρωματικά κεριά καλωσόρισαν τη νύχτα, με νόστιμους μεζέδες, σπαγγέτι με θαλασσινά και γευστικό ντόπιο κρασί, και ανάμεσα στα αστεία, τις αναμνήσεις και τα πειράγματα, ήρθε η κουβέντα και στις καλοκαιρινές διακοπές. «Γιατί δεν έρχεστε να περάσετε μια βδομάδα μαζί μας; Θα είστε φιλοξενούμενοί μας και σίγουρα θα περάσουμε υπέροχα!» προσκάλεσε η Λένη τον ξάδερφο Αντώνη και την οικογένειά του, κι εκείνοι δέχτηκαν με ενθουσιασμό.
Και ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή, επικράτησε χάος στην παρέα στο τραπέζι. Η Ρέιτσελ και οι κόρες της, η Σόνια και η Στέφη, ξαφνικά πετάχτηκαν όρθιες σπρώχνοντας με δύναμη πίσω τις καρέκλες τους που έπεσαν με πάταγο στα πλακάκια, ύστερα άρχισαν να στριγγλίζουν και να ουρλιάζουν και να τρέχουν γύρω-γύρω από το τραπέζι για να αποφύγουν την επίθεση κάποιου εχθρού που οι υπόλοιποι – η Λένη, ο άντρας της, ο Σπύρος,  και οι δύο γιοί τους, ο Κώστας και ο Χρήστος, με τις φίλες τους – δεν μπορούσαν να δουν.
Ο ξάδερφος Αντώνης παρακολουθούσε βουβός και φανερά αμήχανος μη γνωρίζοντας τι να πει και τι να κάνει. Όλοι τους παρακολουθούσαν μπερδεμένοι. Υπέθεσαν ότι κάποιο έντομο ή κάποιο άλλο μικρό πλάσμα είχε εμφανιστεί ξαφνικά και τις είχε τρομάξει και χαμογέλασαν με κατανόηση. Αχ, αυτές οι υπερβολικές αντιδράσεις των ανθρώπων της πόλης που έχουν αποξενωθεί ακόμα και από τα απλά είδη της Φύσης…
Η Μοίρα ήταν το επικίνδυνο πλάσμα! Όχι, όχι, δεν την φοβούνταν, έλεγαν ανάμεσα σε φωνές και κραυγές, μορφασμούς και νευρικά τινάγματα των χεριών, αλλά, να, όλες τους, και οι τρεις τους, έβρισκαν αηδιαστικές τις γάτες, ανατρίχιαζαν και στην απλή θέα τους! Η Λένη αναγκάστηκε να πάρει τη Μοίρα στην αγκαλιά της και να την μεταφέρει έξω στον κήπο, ενώ ο άντρας της προσπάθησε να καθησυχάσει τις επισκέπτριες, λέγοντας πως η Μοίρα ήταν μια πολύ πράα και φιλική γάτα που είχε πρόσφατα γεννήσει μερικά πανέμορφα γατάκια. Μάταια. Το καθήκον να τις ηρεμήσει αποδεικνυόταν πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι είχε αρχικά υποθέσει. Η τρομαγμένη ομάδα των τριών γυναικών βρισκόταν σε συνεχή επιφυλακή για μια νέα επανεμφάνιση της Μοίρας, με δυσκολία πρόσεχαν τις πιατέλες με τα φαγητά, δεν συμμετείχαν σε άλλη συζήτηση και δεν απόλαυσαν στο ελάχιστο το υπόλοιπο του δείπνου. Ούτε και οι παγωμένοι οικοδεσπότες, φυσικά.
Παρέλειψαν τα φρούτα και τα επιδόρπια και μετά από λίγο με μάλλον φανερή ανακούφιση σηκώθηκαν να φύγουν. Ευχαρίστησαν τη Λένη και την οικογένειά της για όλα και τους προσκάλεσαν με κάποια τυπικότητα στο νέο τους διαμέρισμα στην Αθήνα. Βέβαια, η Λένη επανέλαβε με ειλικρινή προθυμία την πρόσκληση να περάσουν κάποιες από τις ημέρες των καλοκαιρινών διακοπών μαζί τους στην εξοχή, αλλά εκείνοι μουρμούρισαν ότι ακόμη δεν ήξεραν πού και για πόσον καιρό θα πήγαιναν φέτος το καλοκαίρι, και βιάστηκαν να μπουν στο αυτοκίνητό τους και να φύγουν.
Η Λένη έμεινε να κοιτάζει το αυτοκίνητο που απομακρυνόταν. Ο Σπύρος την πλησίασε και πέρασε το μπράτσο του στους ώμους της. «Έλα, πάμε μέσα», είπε, «έπιασε ψύχρα, θα κρυώσεις».
Η Λένη τον κοίταξε στα μάτια. «Ξέρεις», είπε μελαγχολικά, «δεν νομίζω ότι θα δεχτούν ποτέ αυτή την πρόσκληση. Ούτε κάποια άλλη».


Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο Anemos Magazine την 14-03-2014





Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

ΕΓΡΑΦΑ ΩΡΑΙΑ ΚΙ ΕΓΩ ΚΑΠΟΤΕ

 

Έγραφα ωραία κι εγώ κάποτε.
Όταν ήμουν ακόμα παιδί και ζητούσα μονάχα
Ένα παλτό και την αγάπη.
Όταν μου έγνεφε η ζωή απ’ το βάθος
στο προσκήνιο να βγω
Κι εγώ αψηφούσα με θράσος τον υποβολέα.

Έγραφα ωραία κι εγώ κάποτε.
Όταν πίστευα με πάθος στη δίδυμη ψυχή.
Θα την έβρισκα και θα παραδινόμουν.
Κατάσαρκα θα την φορούσα
Κι έτσι ένα που θα γινόμασταν
Μία ζωή οι δυο μας θα ζούσαμε.

Έγραφα ωραία κι εγώ κάποτε.
Όταν πίστευα πως σίγουρα θα ’ρθει –
Δεν μπορεί παρά να ’ρθει –
Η μέρα που ένας ήλιος θα λάμψει
Στις καρδιές των ανθρώπων
Και θα καρπίσουν τα μάτια και τα χείλη τους.

Ναι, έγραφα ωραία κι εγώ κάποτε…



Από την Συλλογή:Η νοσταλγία του παλιού πόνου, Άνεμος Εκδοτική, 2015



Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΗΔΗΞΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΚΑΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ, Jonas Jonasson

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ, Jonas Jonasson


Το βιβλίο, από τον τίτλο ξεκινώντας, προκαλεί αμέσως την περιέργεια του αναγνώστη. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από έναν εκατοντάχρονο που το σκάει από τον Οίκο Ευγηρίας; Ο  συγγραφέας, Γιούνας Γιούνασον, μέσα από τις περιπέτειες του ήρωά του, δίνει την απάντηση: Πολλά! Και πραγματικά, αυτό διαπιστώνουμε και μόνοι μας από το απολαυστικό του κείμενο, όπου κυριαρχούν το χιούμορ, η πνευματώδης σάτιρα των ελαττωμάτων του ανθρωπίνου είδους, η αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης και των Μέσων ενημέρωσης, η πρωτοτυπία και η υπερβολή. Το συμπέρασμα: Τίποτα δεν κρατάει για πάντα εκτός από τη γενικότερη βλακεία, η ιστορία επαναλαμβάνεται, και η ανθρωπότητα δεν μαθαίνει από τα λάθη της. Ωστόσο, το μήνυμα του βιβλίου είναι αισιόδοξο: Ποτέ δεν είμαστε πολύ γέροι για μια περιπέτεια, μπορούμε πάντα να κάνουμε μια καινούργια αρχή, και όσο πιεσμένοι και αν είμαστε, υπάρχει πάντα ένα παράθυρο που μπορούμε να το ανοίξουμε και να αποδράσουμε!


Ένας από τους λόγους της επιτυχίας του βιβλίου που έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 35 γλώσσες, είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο ευφάνταστο και ξεκαρδιστικό που κινείται σε μια πιο ανάλαφρη κατεύθυνση, απέχει από τα σκοτεινά θρίλερ (π.χ. του Στιγκ Λάρσον) και τις ανάλογες αστυνομικές σειρές (π.χ. The Killing) που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια. Ο ήρωας του βιβλίου, ο Άλαν Κάρλσον, είναι αμοραλιστής και αλέγρος, όχι αυτοκτονικός και σκοτεινός, είναι ένα είδος Φόρεστ Γκαμπ που δεν βλέπει κακό σε κανέναν. Η ιστορία αρχίζει με την απόδραση του Άλαν από τον οίκο ευγηρίας λίγο πριν τα 100στά γενέθλια. Βρίσκεται με μια βαλίτσα γεμάτη λεφτά, την οποία αισθάνεται υποχρεωμένος να προστατεύσει, μαζεύει γύρω του ένα ετερόκλητο πλήθος από απατεώνες, μαφιόζους, αστυνομικούς, ως και μια ελεφαντίνα, ενώ μια αλυσίδα από αναδρομές στο παρελθόν μας αποκαλύπτουν την ανάμιξή του σε σημαντικά πολιτικά γεγονότα του 20ου αιώνα καθώς και πώς έγινε ο καινούργιος καλύτερος φίλος πολλών ηγετών και δικτατόρων, μερικοί από τους οποίους του όφειλαν τη ζωή τους. 

Ο συγγραφέας παραδέχεται σε συνέντευξή του προς την δημοσιογράφο Angela Levin  ότι όταν ήταν νέος έμοιαζε στον Άλαν και δεν στενοχωριόταν για τίποτα. Όμως με τον καιρό και μετά από τις δυσκολίες του γάμου του, έχασε αυτό το κομμάτι του εαυτού του, για να το χρησιμοποιήσει στη συνέχεια, με υπερβολές, φυσικά, στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Τον ήρωα τον εμπνεύστηκε από τον ίδιο τον παππού του. Παραδέχεται ακόμη, ότι χρειάζεται τον Άλαν σε διάφορες καταστάσεις και τότε αυτός εμφανίζεται πάνω από τον ώμο του και του λέει: "Έλα, τώρα. Δεν μπορεί να είναι τόσο άσχημα τα πράγματα."
Ερεύνησε τη σύγχρονη ιστορία και προσπάθησε να μπει στο μυαλό των ηγετών, αλλά δεν είχε αυτοπεποίθηση. Συχνά αναρωτιόταν: "Μπορεί να γράφει κανείς έτσι;" Ύστερα έδινε μόνος του την απάντηση: "Τώρα μόλις το έκανες εσύ." Από τους ηγέτες παρέλειψε σκόπιμα τον Χίτλερ, επειδή δεν ήταν δυνατόν να σατιρίσει το Ολοκαύτωμα.




Του πήρε 47 χρόνια για να γράψει αυτό το βιβλίο. Τόσο χρειάστηκε για να αποφασίσει αλλαγή πλεύσης στη ζωή του. Έχοντας πουλήσει την επιχείρησή του, με ένα "τραγικό" όπως λέει, διαζύγιο στην πλάτη του, αλλά και με έναν υπέροχο γιο του οποίου κέρδισε την κηδεμονία, σήμερα ζει σε ένα απομακρυσμένο σημείο του μεγαλύτερου νησιού της Σουηδίας αλλά και της Βαλτικής, του Gotland. Το νησί έχει έκταση περίπου 3.000 τ.χλμ.  και πληθυσμό 57.000 κατοίκους, ενώ απέχει από τη στεριά 3 ώρες με το fast ferry. Μένει σε ένα θαυμάσιο σπίτι του 1850, με το γιο του, τις γάτες του και τα πουλερικά του, τα οποία έχουν όνομα και τα αντιμετωπίζει ούτε λίγο ούτε πολύ ως οικογένεια. Έχει αγοράσει ένα ελικόπτερο για τις μετακινήσεις του και έχει βρει καινούργια σύντροφο, τη Μαρί, δημοσιογράφο της τηλεόρασης.

Ελεύθερος πλέον από οποιαδήποτε πίεση ή στενοχώρια, απολαμβάνει την τεράστια επιτυχία του Εκατοντάχρονου. 20 κινηματογραφικές εταιρείες πάλεψαν να κερδίσουν τα δικαιώματα της μεταφοράς στον κινηματογράφο. Κέρδισε η Σουηδική Nice FLX Picture. Η ταινία γυρίστηκε με σκηνοθέτη τον Felix Herngren, και στο ρόλο του Άλαν τον Ρόμπερτ Γκούσταφσον (αγνώριστο από το μέικ-απ), ενώ η Ντίσνεϊ συμμετέχει στη διανομή. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου σε μια κατάμεστη αίθουσα και καταχειροκροτήθηκε κυρίως για την ευθυμία και το γέλιο που προκάλεσε στους θεατές.


Το νέο του βιβλίο ήδη κυκλοφορεί και έχει ως ηρωίδα μια Αφρικανίδα που ζει στο Σοβέτο και αναστατώνει τον κόσμο.  Στα αγγλικά κυκλοφορεί με τον τίτλο: Το κορίτσι που έσωσε τον βασιλιά της Σουηδίας. Να του ευχηθούμε "Καλή επιτυχία"; Νομίζω, δεν χρειάζεται. Μέχρι στιγμής έχει πουλήσει 1.000.000 αντίτυπα!








Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ: