Απόσπασμα από τη νουβέλα "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει" που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο - Από το ημερολόγιο της Λυδίας
Τρίτη, 20 Φλεβάρη
Άνθρωπος: Το πιο απελπισμένο πλάσμα επί γης…
Όλοι ψάχνουν κάτι να τους κρατήσει ζωντανούς.
Άλλοι ψάχνουν το νόημα της ζωής στην υπερβολική ταχύτητα, σ’ αυτήν ακριβώς που τελικά τους στερεί τη ζωή…
Άλλοι στην σκληρή, ακατάπαυστη εργασία, που δεν αφήνει περιθώριο στο μυαλό να σκεφτεί, στην ψυχή να νιώσει. Και γι’ αυτούς πάλι το νόημα της ζωής βρίσκεται στην ανυπαρξία ζωής…
Ψάχνω κι εγώ. Τη δική μου ουτοπία. Μιαν αγκαλιά στεγνή από αίμα, σίγουρη, αδιάβροχη, αδιαπραγμάτευτη.
Να με κλείσει και να με νανουρίσει. Να με ησυχάσει και να με βεβαιώσει ότι όλα εκεί έξω είναι το ψέμα, το παραμύθι με τα στοιχειά και τους κακούς, κι εδώ μέσα, σ’ αυτή την αγκαλιά, είναι η αλήθεια, η πραγματικότητα, είναι η ζωή, το νόημα της ζωής…
Μέχρι τότε…
Μια εικόνα, μια στιγμή, μια σύντομη αίσθηση ευτυχίας.
Το πέταγμα του γλάρου, η ομορφιά του τσαλαπετεινού.
Μια σταγόνα βροχής στο μάγουλο, που σε κάνει να γυρίσεις το βλέμμα ψηλά στον ουρανό, να δεις το συννεφάκι που την έστειλε, ακριβώς τη στιγμή που η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται κουραστική.
Δροσοσταλίδες να γλιστρούν στα πλατιά φύλλα του φυτού στη γλάστρα έξω από την πόρτα σου.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου το πρωί, στο τραπέζι της κουζίνας, πάνω στο γυάλινο βάζο με το ξανθό μέλι.
Η τελευταία κόκκινη αναλαμπή στον ορίζοντα το σούρουπο.