Εφτάμισι το πρωί κι ένα μυστικό ξυπνητήρι ήχησε μέσα στο κεφάλι της. Ώρα να σηκωθεί, να πάρει τα πρωινά φάρμακα και να φροντίσει τη Μοίρα. Με μισόκλειστα μάτια, τέντωσε αργά τα κουρασμένα μέλη της και, ω, πάνω στην έκταση του χεριού της, αμέσως θυμήθηκε το πιο σημαντικό, να ετοιμάσει ένα εορταστικό, στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικό δείπνο, για τον αγαπημένο της ξάδερφο, τον Αντώνη. Θα τους επισκεπτόταν μαζί με την Αγγλίδα σύζυγό του Ρέιτσελ και τις δύο έφηβες κόρες τους, Σόνια και Στέφη.
Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που τους είχαν δει. Τότε τα κορίτσια ήταν μικρά, και ο εξωτερικός χώρος του σπιτιού τους με τον κήπο δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί, υπήρχαν διάσπαρτες πέτρες στο κτήμα και ξεχασμένα σίδερα και καλώδια, κι εκείνη ως κλασική ελληνίδα θεία έτρεχε ξοπίσω τους ανήσυχη για να προλάβει κάποιο ενδεχόμενο μικρό ατύχημα. Στη συνέχεια, ο Αντώνης αναζητώντας μια καλύτερη τύχη για τον ίδιο και την οικογένειά του, βρέθηκε από το Λονδίνο στο Παρίσι για να καταλήξει οριστικά πια στις Βρυξέλλες. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν πολύ απασχολημένος με την καριέρα του και με την προσαρμογή της οικογένειας στις καινούργιες συνθήκες, έτσι ο περιορισμένος ελεύθερος χρόνος δεν του είχε επιτρέψει μια επίσκεψη στην ξαδέρφη με την οποία τόσες ασχολίες και μυστικά είχαν μοιραστεί στα χρόνια της δικής τους εφηβείας.
Πάντα ήταν πολύ κοντά η Λένη με τον Αντώνη. Μοναχοπαίδια και τα δύο, εκείνη τον έβλεπε σαν τον μικρότερο αδερφό της κι εκείνος σαν τη μεγαλύτερη αδερφή του. Ποτέ δεν μπήκε κάτι ανάμεσά τους για να διαταράξει την ειρηνική πορεία της σχέσης τους. Αν και γενικά λέγεται ότι οι γυναίκες δεν τα πάνε καλά με τις άλλες γυναίκες έστω και συγγενείς τους, ο ερχομός της Ρέιτσελ στη ζωή του Αντώνη και ο δεκαπενταετής έγγαμος βίος του σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε στη φιλία τους, και η ατμόσφαιρα ανάμεσα στις νέες, δικές τους οικογένειες παρέμενε με αραιές επαφές, κυρίως τηλεφωνικές, σταθερά αγαπητή και χαρούμενη.
Όπως και να ’χε, η Λένη ήξερε ότι τους άρεσαν ιδιαίτερα κάποια φαγητά, έτσι άρχισε γρήγορα να οργανώνει ένα ενδιαφέρον μενού στο μυαλό της, σημειώνοντας σ’ ένα κομμάτι χαρτί τις ανάλογες αγορές.
Άνοιξε την πόρτα της εισόδου και το εκτυφλωτικό καλοκαιρινό ηλιόφως όρμησε μέσα στο σπίτι. Η Μοίρα την περίμενε κιόλας απέξω, στην κορυφή της λευκής μαρμάρινης σκάλας, κάτασπρη και πεντακάθαρη, καθισμένη κομψά στα πίσω της πόδια. Ποτέ παραπονούμενη, ή ανυπόμονη και νευρική, την κάρφωνε με τα πράσινα μάτια της με τον συνηθισμένο περήφανο και αξιοπρεπή τρόπο της.
Μ’ αυτόν τον ίδιο τρόπο την είχε κοιτάξει την πρώτη φορά που την συνάντησε στην ίδια ακριβώς θέση. Είχε μόνο νιαουρίσει δυο φορές, η στάση και το βλέμμα της έδειχναν ευγένεια και ηπιότητα, κι ήταν σαν να έλεγε: «Χρειάζομαι βοήθεια, αλλά δεν απαιτώ ούτε επαιτώ. Απλώς σου το ζητάω ευγενικά. Μπορείς να με βοηθήσεις». Η Λένη αμέσως ξέχασε ότι όχι πολύ καιρό πριν είχε πει στον άντρα της και τους γιους της ότι είχε κουραστεί να υιοθετεί κατοικίδια που είτε τους εγκατέλειπαν είτε ακόμα χειρότερα πέθαιναν, με αποτέλεσμα όλοι να στενοχωριούνται – όταν ήταν μικρότερα τα αγόρια, έκλαιγαν σε κάθε νέο ατύχημα και η ίδια έψαχνε για τον κατάλληλο τάφο ώστε να αναπαύονται οι ψυχούλες τους εν ειρήνη. Έσκυψε και χάιδεψε απαλά τη μαλακή της γούνα. Τόσο όμορφη! Την αγάπησε αμέσως. Ήταν έγκυος.
Το απόγευμα, όταν έφτασαν τα ξαδέρφια και οι ανιψιές, μετά τις αγκαλιές, τα φιλιά και τα ξεφωνητά χαράς, κάθισαν όλοι στην ευρύχωρη βεράντα, να πάρουν πρώτα καφέ ή τσάι συνοδευμένα από σπιτίσιο κέικ και μπισκότα. Συζητούσαν και γελούσαν και με απόλαυση παρακολουθούσαν ένα από τα πιο μαγευτικά ελληνικά τοπία και ηλιοβασιλέματα. Η θέα από κει ήταν εκπληκτική. Πρώτα απλωνόταν ο κήπος μπροστά τους, το καύχημα της Λένης, μιας και είχε φυτέψει τα περισσότερα από τα ψηλά δέντρα με τα ίδια της τα χέρια, έπειτα τα μάτια ταξίδευαν μακρύτερα στα χωράφια με τα ελαιόδεντρα, το γρασίδι διάστικτο από μαργαρίτες, παπαρούνες, αγριολούλουδα και θάμνους, περνούσαν την κύρια οδό που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης και τέλος έφταναν στην μακριά ακτογραμμή, όπου αντάμωναν τη θάλασσα με τα ποικίλα χρώματα και την κυκλοθυμική διάθεση, μα και τον ήλιο, δίσκο πορφυροκόκκινο με κίτρινες πινελιές, να βυθίζεται βιαστικά και θαυμάσια μέσα στα βαθιά σκουρογάλαζα νερά, στο άνοιγμα ανάμεσα στα δυο αντιμέτωπα ακρωτήρια. Ήταν μια δύση μεγαλοπρεπής. Λίγοι τόποι μπορούσαν να ανταγωνιστούν αυτόν εδώ στο ηλιοβασίλεμα, αλλά ήταν αμφίβολο αν μπορούσαν να το νικήσουν.
Όλα προοιώνιζαν ένα τέλειο βράδυ.
Με αρωματικά κεριά καλωσόρισαν τη νύχτα, με νόστιμους μεζέδες, σπαγγέτι με θαλασσινά και γευστικό ντόπιο κρασί, και ανάμεσα στα αστεία, τις αναμνήσεις και τα πειράγματα, ήρθε η κουβέντα και στις καλοκαιρινές διακοπές. «Γιατί δεν έρχεστε να περάσετε μια βδομάδα μαζί μας; Θα είστε φιλοξενούμενοί μας και σίγουρα θα περάσουμε υπέροχα!» προσκάλεσε η Λένη τον ξάδερφο Αντώνη και την οικογένειά του, κι εκείνοι δέχτηκαν με ενθουσιασμό.
Και ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή, επικράτησε χάος στην παρέα στο τραπέζι. Η Ρέιτσελ και οι κόρες της, η Σόνια και η Στέφη, ξαφνικά πετάχτηκαν όρθιες σπρώχνοντας με δύναμη πίσω τις καρέκλες τους που έπεσαν με πάταγο στα πλακάκια, ύστερα άρχισαν να στριγγλίζουν και να ουρλιάζουν και να τρέχουν γύρω-γύρω από το τραπέζι για να αποφύγουν την επίθεση κάποιου εχθρού που οι υπόλοιποι – η Λένη, ο άντρας της, ο Σπύρος, και οι δύο γιοί τους, ο Κώστας και ο Χρήστος, με τις φίλες τους – δεν μπορούσαν να δουν.
Ο ξάδερφος Αντώνης παρακολουθούσε βουβός και φανερά αμήχανος μη γνωρίζοντας τι να πει και τι να κάνει. Όλοι τους παρακολουθούσαν μπερδεμένοι. Υπέθεσαν ότι κάποιο έντομο ή κάποιο άλλο μικρό πλάσμα είχε εμφανιστεί ξαφνικά και τις είχε τρομάξει και χαμογέλασαν με κατανόηση. Αχ, αυτές οι υπερβολικές αντιδράσεις των ανθρώπων της πόλης που έχουν αποξενωθεί ακόμα και από τα απλά είδη της Φύσης…
Η Μοίρα ήταν το επικίνδυνο πλάσμα! Όχι, όχι, δεν την φοβούνταν, έλεγαν ανάμεσα σε φωνές και κραυγές, μορφασμούς και νευρικά τινάγματα των χεριών, αλλά, να, όλες τους, και οι τρεις τους, έβρισκαν αηδιαστικές τις γάτες, ανατρίχιαζαν και στην απλή θέα τους! Η Λένη αναγκάστηκε να πάρει τη Μοίρα στην αγκαλιά της και να την μεταφέρει έξω στον κήπο, ενώ ο άντρας της προσπάθησε να καθησυχάσει τις επισκέπτριες, λέγοντας πως η Μοίρα ήταν μια πολύ πράα και φιλική γάτα που είχε πρόσφατα γεννήσει μερικά πανέμορφα γατάκια. Μάταια. Το καθήκον να τις ηρεμήσει αποδεικνυόταν πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι είχε αρχικά υποθέσει. Η τρομαγμένη ομάδα των τριών γυναικών βρισκόταν σε συνεχή επιφυλακή για μια νέα επανεμφάνιση της Μοίρας, με δυσκολία πρόσεχαν τις πιατέλες με τα φαγητά, δεν συμμετείχαν σε άλλη συζήτηση και δεν απόλαυσαν στο ελάχιστο το υπόλοιπο του δείπνου. Ούτε και οι παγωμένοι οικοδεσπότες, φυσικά.
Παρέλειψαν τα φρούτα και τα επιδόρπια και μετά από λίγο με μάλλον φανερή ανακούφιση σηκώθηκαν να φύγουν. Ευχαρίστησαν τη Λένη και την οικογένειά της για όλα και τους προσκάλεσαν με κάποια τυπικότητα στο νέο τους διαμέρισμα στην Αθήνα. Βέβαια, η Λένη επανέλαβε με ειλικρινή προθυμία την πρόσκληση να περάσουν κάποιες από τις ημέρες των καλοκαιρινών διακοπών μαζί τους στην εξοχή, αλλά εκείνοι μουρμούρισαν ότι ακόμη δεν ήξεραν πού και για πόσον καιρό θα πήγαιναν φέτος το καλοκαίρι, και βιάστηκαν να μπουν στο αυτοκίνητό τους και να φύγουν.
Η Λένη έμεινε να κοιτάζει το αυτοκίνητο που απομακρυνόταν. Ο Σπύρος την πλησίασε και πέρασε το μπράτσο του στους ώμους της. «Έλα, πάμε μέσα», είπε, «έπιασε ψύχρα, θα κρυώσεις».
Η Λένη τον κοίταξε στα μάτια. «Ξέρεις», είπε μελαγχολικά, «δεν νομίζω ότι θα δεχτούν ποτέ αυτή την πρόσκληση. Ούτε κάποια άλλη».
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο Anemos Magazine την 14-03-2014