Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΟΝΟΥ-Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΟΝΟΥ-Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΤΖΕΝΗ ΚΟΥΚΙΔΟΥ με αφορμή τη "ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΟΝΟΥ"

Η Αγγελική Μπούλιαρη και "Η νοσταλγία του παλιού πόνου"


Πως σας ήρθε η ιδέα;
Η ιδέα για το καθένα από τα ποιήματα είναι γέννημα της στιγμής. Η ιδέα για τη συλλογή προέκυψε από την επιθυμία να στεγάσω τους στίχους μου.

Που γράψατε το βιβλίο σας;
Στο σπίτι, στον κήπο, στο λεωφορείο, στο δρόμο, στο καφενείο, στην αμμουδιά.

Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Η συλλογή αυτή καλύπτει ένα ευρύ διάστημα κάποιων δεκαετιών.

Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Στιγμές στο χρόνο.

Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Εικόνες, σκέψεις, συναισθήματα.

Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Το πάθος της νιότης.

Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Δεν υπάρχουν χαρακτήρες στα ποιήματά μου, ή αλλιώς όλα είναι ήρωες. Ακόμα κι ένα βότσαλο στη λίμνη μπορεί να γίνει ήρωας-θέμα ενός ποιήματος.

Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Σκέψη και συγκίνηση.

Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Μεγαλώνοντας μειώνονται οι αγωνίες μου. Σταθερή, όμως, παραμένει η αγωνία για τα αγαπημένα πρόσωπα.

Φοβάστε...
Τη βία και τον πόλεμο.

Αγαπάτε...
Τα παιδιά.

Ελπίζετε...
Να προλάβω.

Θέλετε...
Να ταξιδέψω σε μακρινούς προορισμούς.

Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Οι ευαίσθητοι.

Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Δεν υπάρχει «πρέπει».

Γιατί δεν πρέπει;
Δεν υπάρχει «Δεν πρέπει».

Που/πως μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Στην «Άνεμος Εκδοτική» και στα βιβλιοπωλεία.

Που μπορούμε να βρούμε εσάς;

Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Του δειλινού.

Ποια μουσική;

Το τραγούδι Manhã De Carnaval, από την ταινία Orpheo Negro.


Ποιο άρωμα;
Rive Gauche YSL

Ποιο συναίσθημα;
Νοσταλγία, φυσικά.

Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Φωτογραφικό άλμπουμπ.

Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Ζωγράφος ή σκηνοθέτης.

Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Αρκετούς. Για να μην αδικήσω Έλληνες συναδέλφους μου, θα αναφέρω τις Καναδέζες Μάργκαρετ Άτγουντ και Άλις Μονρό.

Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Ο Αλμπέρ Καμύ και συνολικά το έργο του.

Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Ανταλλάσσουμε ιδέες.

Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Καλά είναι κι αυτά, αλλά πρωτίστως χρειάζεται ψυχή με πράγματα που την καίνε.

Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Η ποιότητά του, ο τίτλος, το εξώφυλλο, η προώθηση, το κοινό του –αν είναι ευρύ η περιορισμένο– και η χρονική συγκυρία. Θα ονόμαζα τύχη τον συνδυασμό όλων αυτών.

Τι την αποτυχία;
Κάποιες ελλείψεις στον παραπάνω συνδυασμό.

Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Σαφώς, ναι! Βλέπω συχνά έναν αχρείαστο ανταγωνισμό για το ποιος έχει τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη ή έχει διαβάσει τα περισσότερα βιβλία. Βρίσκω ανούσια την υπερβολή. Σύμφωνοι, λατρεύουμε τα βιβλία, αλλά αυτά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τον άνθρωπο και τη ζωή.

Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Ανάβαση στο Όρος.

 Ήταν το Ερωτηματολόγιο Read First για τα νέα βιβλία από το Κουκιδάκι:


Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ για τη "ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΟΝΟΥ"



Με φίλο οικείο τη «Νοσταλγία του παλιού πόνου» της ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη,
…γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος

«…τη χαμένη αθωότητά μου ψάχνω…»[1] επανέλαβα διαβάζοντας ψιθυριστά την ανοικτή ποιητική συλλογή μπροστά μου. Θρόιζε ταξιδιάρικα η θάλασσα απέναντί μου. Θρόιζε ταξιδιάρικα η θάλασσα και μέσα μου. Φως αναστήθηκε για μια στιγμή στο πρόσωπό μου, μα έπειτα κρύφτηκε κι αυτό κάτω από το σκοτάδι της πόλης…

Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ήταν από πάντα μια κρυψώνα προσωπική, ολοδική μου, να εξομολογούμαι και να χαράζω ποιήματα στα κύματα και να τ’ αφήνω να φεύγουν μακριά. Κάποτε στα εφηβικά μου χρόνια έφευγα από το σχολείο και ερχόμουν εδώ, να σημαδέψω τα λευκά χαρτιά που κουβαλούσα, με σκέψεις μου, κι έπειτα να τα σκίσω κομμάτια, προσφορά στον άνεμο…

Αυτή την ώρα, επέλεξα ως μοναδική συντροφιά τούτη την ποιητική συλλογή και τίποτε άλλο. Μήτε χαρτί, ούτε μελάνι, όπως συνήθιζα πάντα. Αιτία στάθηκε τόσο ο τίτλος της, «Η νοσταλγία του παλιού πόνου», όσο και το γεγονός πως με μια γρήγορη αναγνώριση στις σελίδες της, με έκανε να την νιώσω ως Φίλο οικείο. Που θα μου ομολογήσει όλα του τα μυστικά ακούγοντας με κατανόηση και τα δικά μου.

Η ποιήτρια Αγγελική Μπούλιαρη αποτυπώνει στις γραφές της όλα εκείνα τα ανθρώπινα συναισθήματα που έχουν αιτία να εμμένουν και να μας συντροφεύουν σε κάθε μας χαμόγελο και δάκρυ, μοναξιές και στιγμές με αγαπημένους μας ανθρώπους. Το έργο της είναι νοσταλγικά αιχμηρό και αναγκαίο συνάμα, χρησιμοποιώντας λόγια σιωπηλά, για να τα νιώσει όσο γίνεται βαθύτερα η ψυχή. Γιατί:

«Φωνάζουν όσοι δεν έχουν τίποτα να πουν.
Σωπαίνουν όσοι τους αρρωσταίνει η σκέψη.
Φωνάζουν οι ανόητες χαρές.
Σωπαίνουν οι λυπημένες σκέψεις.»[2]

Οι εικόνες, τα συναισθήματα και οι μουσικές που άδραξα από τις λέξεις, ήταν γεμάτες με προσωπικά ερωτηματικά, που αν τα λογιστείς όπως τους πρέπει, θα είναι η αφετηρία για την άφεση που αποζητάς.
Άλλωστε, για ν’ αποφύγεις το σκοτάδι που σε πνίγει, χρειάζεται να διαλέξεις συγκεκριμένους δρόμους για να διαβείς:

«Διαγραφή.
Ένα βήμα μπροστά.
Αν έβρισκες τη δύναμη να ξαναγεννηθείς;»[3]

Γιατί η πορεία όλων μας είναι κοινή. Όμοια τα σημάδια που ακολουθούμε, αποκτούμε κι αποφεύγουμε:

«Μ’ υπομονή κλειστές πόρτες θα μετράω.
Τον δρόμο θα μου φράζουν εμπόδια αόρατα,
μα θα χτυπάω γροθιές στους πελώριους τοίχους.
Με χέρια ματωμένα θα λευτερώσω το πέρασμά μου.»[4]

Πήρα μια ανάσα μπολιάζοντας μέσα μου αρώματα γεμάτα από θάλασσα, ουρανό και παρελθόν. Έκλεισα το βιβλίο, σταύρωσα τα χέρια και απέμεινα να αναλογίζομαι ξανά το σημείο απ’ όπου ξεκίνησα, αφήνοντας το βλέμμα να ξεχυθεί στο άπειρο μπροστά μου:

«Τη χαμένη μου αθωότητα ψάχνω,
Τη στραγγισμένη ευαισθησία μου ζητώ.
Το πρόσωπό μου στους καθρέφτες κοιτάζω,
Δεν με γνωρίζω, δεν με καταλαβαίνω.»[5]

Αποσώνω την σκέψη και σηκώνομαι να χαιρετίσω ένα καράβι που φεύγει, χάνεται στον ορίζοντα. Το τελευταίο γι’ απόψε…

  
Από την ποιητική συλλογή «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» - Αγγελική Μπούλιαρη, Άνεμος Εκδοτική, 2015:
[1] και [5] Σελίδα 25, «Χαμένη αθωότητα»
[2] Σελίδα 33, «Η φωνή και η σιωπή»
[3] Σελίδα 11, «Στ’ ορκίζομαι»
[4] Σελίδα 24, «Πορεία (β)»


Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΤΗΣ ΑΧΑΐΑΣ, για τη ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΟΝΟΥ.


Ευχαριστούμε πολύ την Μαίρη Κουμπάρου και τον Ημερήσιο της Αχαΐας!

Παρακάτω ολόκληρη η συνέντευξη:  

"Αφήστε με να περπατήσω
στις παραλίες, με το νερό
να σμίξω, των γλάρων
τις φωλιές ν’ αναζητήσω
και τις δικές μου τις πληγές
ίσως να κλείσω.
Το βράδυ πέφτει – τι μ’ αυτό;
Η ζωή μου φεύγει – τι μ’ αυτό!
Πρέπει να τη ζήσω,
αφού να κάνω αλλιώς
δε μπόρεσα, ούτε μπορώ."
Γράφει η Αγγελική Μπούλιαρη κάτω από τον τίτλο «Η ζωή μου φεύγει» και είναι μία από τις 83 ποιητικές της συνθέσεις που βρίσκονται στο νέο της βιβλίο «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» που κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική. 
Για το συγγραφικό της ντεμπούτο, με το «Πόσο λαμπερός ο ήλιος. πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ», το 2005,τιμήθηκε με το βραβείο σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος του Καφενείου των Ιδεών. Ακολούθησαν τα «Η αγάπη φυλαχτό» το 2006, η συλλογή διηγημάτων το 2012 «Εγώ αγαπώ αυτή καπνίζει» (Άνεμος Εκδοτική), η συμμετοχή στη συλλεκτική έκδοση της ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών «Αφετηρίες Μνήμης», και η μετάφραση του λευκώματος «Ερωτικά Πορτρέτα». 
Τη γραφή της πάντα την χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια, η οξυδερκής παρατήρηση, η αισθαντικότητα, ο προσεγμένος καλλιεπής λόγος, οι καλοχτισμένοι χαρακτήρες, το θετικό πνεύμα, όλα όσα συντελούν ώστε να γίνει μια αφήγηση απολαυστική. Μας ξαφνιάζει ευχάριστα με την παρούσα ποιητική της συλλογή, αποκαλύπτοντάς μας μια άλλη πτυχή του αδιαμφισβήτητου χαρίσματός της. 
Μέσα από τα ποιήματά της αναδύεται ένα πρόσωπο που άλλοτε μας κοιτά με τα θολά από δάκρυα μάτια του κι άλλοτε με πείσμα, άλλοτε ονειροπόλα κι άλλοτε με περίσκεψη. Μας οδηγεί σε απόκρημνα μονοπάτια αυτογνωσίας που θέλουν θάρρος και δύναμη για να τα διαβείς. Πόθοι που διαψεύστηκαν, ελπίδες που ματαιώθηκαν, αγάπες που προσπεράστηκαν, νεκρικές σιωπές, απώλειες, παλιοί και νέοι πόνοι. Κι από την άλλη η πεποίθηση ότι το αύριο θα είναι πιο χαμογελαστό, πιο φωτεινό, ότι κουβαλά στα φτερά του την πραγμάτωση, την ευτυχία, τον αληθινό έρωτα, όσα δε ζήσαμε αν και θα θέλαμε.
Η Αγγελική Μπούλιαρη μοιράζεται τις σκέψεις της μαζί μας στην παρακάτω συνέντευξη:

Ο ποιητικός λόγος προηγήθηκε του πεζού ή το αντίθετο συμβαίνει στη ζωή σας; Τι από τα δυο πιο πολύ προτιμάτε;
«Ξεκίνησα από τον ποιητικό λόγο στην εφηβεία μου και του έμεινα πιστή για χρόνια. Η σύλληψη της στιγμής μέσω της ποίησης συνέβαινε αυτόματα, ενώ για το μυθιστόρημα έβρισκα πως χρειάζεται
μια επιπλέον ωριμότητα, μια ικανοποιητική εμπειρία της ζωής, ένα «παίδεμα» για το οποίο δεν αρκούσε η απλή παρατηρητικότητα, κι αυτός ήταν ο λόγος που ξεκίνησα πολύ αργότερα την συγγραφή πεζού. Αγαπώ και τα δύο είδη, και η επιλογή εξαρτάται από το τι θέλω να πω και το εύρος του υλικού».
Πόσα χρόνια έμειναν άστεγοι οι στίχοι σας;
«Τα περισσότερα της συλλογής, μερικές δεκαετίες».

«Δάφνες ποιήτριας να δρέψω δεν επιθυμώ. Δεν είμαι σεμνή. Προσγειωμένη είμαι», γράφετε στο οπισθόφυλλο. Ο φόβος της πληθώρας των αυτοαποκαλούμενων ποιητών ήταν που σας ώθησε να διαχωρίσετε την θέση σας;
«Πιστεύω ότι ο καθένας έχει δικαίωμα έκφρασης και ο κάθε καλλιτέχνης έχει το κοινό του. Επομένως, όχι, δεν σκέφτηκα έτσι. Αυτό θα αντιστοιχούσε με την «κρυφή ματαιοδοξία» που απέδιδε ο Πλάτωνας στον Διογένη. Η αγάπη μου για την Ποίηση, ο σεβασμός για τους Ποιητές, καθώς και η επίγνωση ότι εγώ, όπως λέω σε κάποιο ποίημά μου, «δεν είμαι μήτε μια κουκίδα, μοναχική και θλιμμένη [που] σ’ ένα μπαλκόνι ξαγρυπνώ» ,ήταν που με οδήγησαν σ’ αυτή την διευκρίνιση».

Σε ποιό μελανοδοχείο της σκέψης σας χρωστάτε την πρώτη σας ποιητική συλλογή, του ρεαλισμού, του ιδεαλισμού ή και των δύο;
«Σωστά μαντεύετε. Και των δύο. Με δυο λόγια, ο ιδεαλισμός με έφερε σε τέτοιες πραγματικότητες,
ώστε αισθάνθηκα την ανάγκη να εκφραστώ μέσω της ποίησης».

Η μάλλον οξύμωρη φράση του Τζακ Κέρουακ στην εισαγωγική σελίδα, «Μη χρησιμοποιείς το τηλέφωνο. Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ πρόθυμοι να απαντήσουν. Χρησιμοποίησε την ποίηση», με υποκινεί να σας ρωτήσω αν κι εσείς θεωρείτε την ποίηση τον μόνο τρόπο επικοινωνίας;
«Βεβαίως και δεν θεωρώ την ποίηση τον μόνο τρόπο επικοινωνίας. Αλίμονο, αν πίστευα κάτι
τέτοιο. Τίποτα δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη επικοινωνία. Ούτε νομίζω ότι ο Κέρουακ υπονοούσε κάτι τέτοιο – είναι γνωστό ότι οι φίλοι ήταν πολύ σημαντικοί γι’ αυτόν. Απλώς, στην ουσία, τις δύσκολες αποφάσεις τις παίρνεις μόνος σου. Η παρότρυνση, «Χρησιμοποίησε την ποίηση», αντιπροσωπεύει την πεποίθησή μου ότι η Ποίηση, είναι ένα ανοιχτό παράθυρο, πηγή φωτός, και ότι με οποιονδήποτε τρόπο και αν δονεί τα συναισθήματά μας, όπως κι αν μας συγκινεί, είτε φέρνοντας ένα χαμόγελο, είτε προκαλώντας ένα τσίμπημα στην καρδιά ή ένα δάκρυ, είναι πάνω απ’ όλα μια Παρηγοριά!»

Πως εμπνευστήκατε το ποίημα, «Η νοσταλγία του παλιού πόνου», που τιτλοφόρησε όμορφα την συλλογή σας;
«Ήταν ένα απόγευμα καθώς παρακολουθούσα το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση, που μας
βομβάρδιζε με λυπηρά περιστατικά. Ένιωσα ότι δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω σε τόση βία και
δυστυχία και ότι ένας τρόπος άμυνας ήταν η λήθη και η απάθεια.
Ο πόνος στο ποίημα είναι ένδειξη ζωντάνιας. Η νοσταλγία για τον παλιό πόνο αντιπροσωπεύει τη
νοσταλγία για μια προηγούμενη εποχή, όταν είχαμε τη δυνατότητα να νιώσουμε έντονα συναισθήματα,
να αντιδράσουμε, όταν ήμαστε ζωντανοί.
Επομένως αντιπροσωπεύει τη νοσταλγία για τον παλιό μας εαυτό, που δεν είχε βυθιστεί στην
απάθεια, που δεν είχε αλλοτριωθεί».

Ανάμεσα στις στάχτες του “παλιού πόνου” θα ανακαλύψει μια σπίθα ελπίδας ο αναγνώστης;
«Βεβαίως! Όπως άλλωστε γνωρίζουν οι αναγνώστες και των προηγουμένων βιβλίων μου, πάντα προτιμάω ως συμπέρασμα τη θετικότερη εκδοχή, εκφράζοντας έτσι την αισιοδοξία μου ότι ο άνθρωπος τελικά επιτυγχάνει στον αγώνα του για αυτοπραγμάτωση, στη διεκδίκηση μιας ζωής που του ταιριάζει και που τη δικαιούται».

Ποιό θα είναι το επόμενο λογοτεχνικό σας βήμα;
«Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με πολλούς χαρακτήρες και καταστάσεις».

Θέλετε να αφιερώσετε ένα στίχο σας στους αναγνώστες του Ημερήσιου;
«Με χαρά μου. 
''Της ψυχής ο έρωτας,
σπλαχνικός, ανακατώνει 
γύρη την ελπίδα 
στης ζωής τη σκόνη''


Η νοσταλγία του παλιού πόνου, Άνεμος Εκδοτική, 2015

Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

ΕΓΡΑΦΑ ΩΡΑΙΑ ΚΙ ΕΓΩ ΚΑΠΟΤΕ

 

Έγραφα ωραία κι εγώ κάποτε.
Όταν ήμουν ακόμα παιδί και ζητούσα μονάχα
Ένα παλτό και την αγάπη.
Όταν μου έγνεφε η ζωή απ’ το βάθος
στο προσκήνιο να βγω
Κι εγώ αψηφούσα με θράσος τον υποβολέα.

Έγραφα ωραία κι εγώ κάποτε.
Όταν πίστευα με πάθος στη δίδυμη ψυχή.
Θα την έβρισκα και θα παραδινόμουν.
Κατάσαρκα θα την φορούσα
Κι έτσι ένα που θα γινόμασταν
Μία ζωή οι δυο μας θα ζούσαμε.

Έγραφα ωραία κι εγώ κάποτε.
Όταν πίστευα πως σίγουρα θα ’ρθει –
Δεν μπορεί παρά να ’ρθει –
Η μέρα που ένας ήλιος θα λάμψει
Στις καρδιές των ανθρώπων
Και θα καρπίσουν τα μάτια και τα χείλη τους.

Ναι, έγραφα ωραία κι εγώ κάποτε…



Από την Συλλογή:Η νοσταλγία του παλιού πόνου, Άνεμος Εκδοτική, 2015



Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ


                       


Της ψυχής ο έρωτας

μα ποτέ, δε σβήνει.

Μια ουρά από άστρα

στο φευγιό του αφήνει.



Της ψυχής ο έρωτας

καίει σαν καντήλι.

Καρβουνάκι άσβεστο,

πάντα κάτι δίνει.



Της ψυχής ο έρωτας,

σπλαχνικός, ανακατώνει,

γύρη την ελπίδα

στης ζωής τη σκόνη…





Έρως και Ψυχή
Γλυπτό: Αντόνιο Κανόβα

Από την Συλλογή:Η νοσταλγία του παλιού πόνου, Άνεμος Εκδοτική, 2015



Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

ΨΥΧΗ ΓΥΜΝΗ


Για όσους διάλεξαν νωρίς να φύγουν...

Άδειο Παγκάκι και Παλιό...
(φωτογραφία: Αγγελική Μπούλιαρη)

ΨΥΧΗ ΓΥΜΝΗ
                      
Το «Ξύλινο Παλτό»
δεν μπόρεσε να σε ζεστάνει.
Τα «Τρία Κλικ Αριστερά»
σε ρίξαν στη βροχή και στο βοριά,
σου φόρεσαν στεφάνι
αγκάθινο μες στα μαλλιά.

Με την ψυχούλα σου γυμνή
να τρέμει όπως το κερί,
διάφανη, σαν ανοιχτό βιβλίο,
σαν μαραμένο γιασεμί,
άφησες λόγια για φιλιά
και άδραξες το «αντίο»,
προτού οι άλλοι σου το πουν.

Με εικόνες, μνήμες, που πονούν,
αποχαιρέτησες την παγωνιά
του κόσμου, που «αλήτισσα»
σε βάφτιζε και σ’ έσπρωχνε
στης Λησμοσύνης τα νερά…


Παγωνιά...
(φωτογραφία: Αγγελική Μπούλιαρη)

Από την Συλλογή:Η νοσταλγία του παλιού πόνου, Άνεμος Εκδοτική, 2015
http://www.anemosekdotiki.gr/poihsh/nostalgia.html