Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ



Προτίμησα να φύγω, γιατί η διαφωνία δεν οδηγούσε πουθενά, αφού όπως πάντα διαφωνούσαμε ακόμα και για την αιτία της διαφωνίας.  Το σπουδαίο θέμα που είχε προκύψει ονομαζόταν ‘καναπές’ αλλά δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε αν χρειαζόμαστε καινούργιο καναπέ για το επίσημο σαλόνι ή για το πρόχειρο καθιστικό και επομένως ούτε για το χρώμα ούτε για το ύφασμα… Εγώ ψήφιζα καθιστικό, εκείνος σαλόνι. Εγώ απλά είχα διαφορετική άποψη, εκείνος πίστευε ακράδαντα ότι διαφωνούσα επίτηδες για να του πάω κόντρα.
«Πού πας;» με ρώτησε τη στιγμή που έπαιρνα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου.
«Μου τέλειωσε το μελάνι», είπα ψέματα. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε ιδέα από μελάνια και χαρτιά και υπολογιστές, ούτε ενδιαφερόταν  αν έγραφα και τι έγραφα.
«Τώρα;» με ειρωνεύτηκε. «Έχουν κλείσει. Δεν θα προλάβεις!» είπε, τονίζοντας το ‘δεν’ με σιγουριά που έκρυβε μέσα της ικανοποίηση. Για μια ακόμα φορά έφερνε την καταστροφή. Για μια ακόμα φορά με επέπλητε έμμεσα που δεν προγραμμάτιζα σωστά τις δουλειές μου.
«Δεν κλείνουν ποτέ πριν τις εννιά στην πόλη μας», απάντησα κι εγώ, όσο πιο ήρεμα μπορούσα, αλλά επίσης τονίζοντας το ‘δεν’, και βγήκα.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες, κοίταξα αντίκρυ μου το ολόγιομο φεγγάρι που φώτιζε τη νύχτα γύρω μου. Ίσως έφταιγε αυτό για την ανατροπή της, όπως και να ’χε ευαίσθητης, νευρικής ισορροπίας των δυο μας ως ζευγαριού, και μετά από μια σύντομη εκεχειρία, φαίνεται πως άρχιζε ξανά η εμπόλεμη περίοδος. Μπήκα στο αμάξι κι έβαλα μπρος.
Στη διασταύρωση, μπροστά στο ΣΤΟΠ, έμεινα σταματημένη για περισσότερο χρόνο απ’ όσο χρειαζόταν για να ελέγξω το δρόμο, κι έπειτα, αντί να στρίψω αριστερά προς την πόλη, χωρίς να το καταλάβω, απλά τράβηξα δεξιά προς το βουνό. Σταμάτησα στους πρόποδες, στην είσοδο του δάσους, σ’ ένα μικρό ξέφωτο.
Καλά ήταν μέχρι εκεί, ας μην πήγαινα παραπέρα. Ήμουν ήδη αρκετά μακριά από το σπίτι μου, ώστε να  παίρνω βαθιές ανάσες ελευθερίας, αλλά και αρκετά μακριά από την κατοικημένη περιοχή, ώστε να αισθάνομαι τουλάχιστον άβολα, αν προχωρούσα κι άλλο.
 Έβαλα το ραδιόφωνο σε χαμηλή ένταση και προσπάθησα να ενισχύσω το αμυντικό μου σύστημα με θετικές σκέψεις,  όπως για παράδειγμα, ‘είμαι ελεύθερη να κάνω αυτό ή το άλλο, απλά επιλέγω να μην το κάνω,  γιατί κρίνω ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή’…


Άκουγα τον Λούις Άρμστρονγκ να αναρωτιέται ‘τι λάθος έκανε για να είναι μαύρος και να έχει τις μαύρες του’, και σκεφτόμουν πως μάλλον εγώ θα έπρεπε να αρχίσω να  αναρωτιέμαι τι έκανα μες στη μαύρη νύχτα, όταν ξαφνικά διέκρινα ένα φως, σαν πυροφάνι, να έρχεται προς το μέρος μου. Πάτησα το κουμπί για τις ασφάλειες, χαμήλωσα κι άλλο τον ήχο του ραδιοφώνου και περίμενα.
Καθώς το φως πλησίαζε αργά, κατάλαβα ότι ήταν μέρος ενός παράξενου σε σχήμα συνόλου, που στραφτάλιζε μες στο σκοτάδι, με τις ποικίλες, ζωηρόχρωμες λάμψεις της φωτιάς.
«Εξωγήινοι!» μουρμούρισα. «Ενδιαφέρον! Θα ήταν μια κάποια λύση…»


Όμως ήταν μονάχα ένας κοντός, παχουλούτσικος, μικρός δράκος, με φολιδωτή πολύχρωμη ράχη και μακριά ουρά, που ξέρναγε φωτιές μπροστά στο καπό μου. Του έκανα νοήματα να πάει πιο κει, γιατί δεν είχα καμιά όρεξη να γίνω πυροτέχνημα,  κι αυτός ήρθε τότε πλάι στο τζάμι μου και με κοιτούσε με μάτια μεγάλα και ικετευτικά.
Μάλλον θα ήταν ένας από τους σύγχρονους δράκους της Αγγελικής Βαρελά, της συγγραφέα παιδικών βιβλίων, που είχαν μείνει άνεργοι τον τελευταίο καιρό και ζητούσαν δουλειά σ’ ένα οποιοδήποτε βιβλίο.
«Αλλά εγώ, καλέ μου», του είπα σιγανά, κουνώντας το κεφάλι, «όχι μόνο δεν είμαι συγγραφέας παιδικών βιβλίων, αλλά ούτε καν συγγραφέας. Μια απλή υποψήφια είμαι…»
Εκείνος επέμενε μια να με κοιτάζει, και μια να σκύβει και να ρίχνει τις φωτιές του προς τα κάτω και προς τα πίσω. Ακολούθησα με το βλέμμα τις κινήσεις του και κατάλαβα πως μου έδειχνε το πίσω αριστερό του πόδι. Φαινόταν χτυπημένο κι από την ουλή του έβγαινε ένα πορτοκαλί υγρό. Άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα. 
   
Έτσι γνώρισα το μικρό μου Δράκο…

Η συνέχεια στο βιβλίο ¨Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει"





Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:





4 σχόλια: