Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ; (1)

Σάββατο 24 Μάρτη
 Συνάντησα τον Αχιλλέα. Του τα είπα όλα. Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η επανέναρξη τηλεφωνικής επικοινωνίας, ύστερα από τη συνάντησή μας στο Παρίσι. Και το γεγονός ότι εγώ έδειχνα χαρούμενη από σκόρπιες λέξεις του Δημήτρη, όπως το ‘μου’ για παράδειγμα που συνόδευε το όνομά μου ή το στοιχειώδες ενδιαφέρον του για τα παιδιά μου, τον εκνεύριζε.
«Δεν βλέπω το λόγο για τη συνέχεια αυτή», μου είπε. «Πήρες τις απαντήσεις σου, που, μεταξύ μας, μάλλον τις γνώριζες, αλλά δεν ήθελες να τις παραδεχτείς, τώρα τι θέλεις; Μόνο κακό μπορεί να προκύψει, αν συνεχίσεις την όποια επαφή… Κι εγώ νοιάζομαι για σένα, Λυδία, θέλω να είσαι εσύ καλά…»
Έβλεπε ξεκάθαρα τη δυσπιστία μου απέναντι στα λόγια του, την άρνησή μου να τα δεχτώ. Μ’ έπιασε από τα μπράτσα και μ’ ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Νομίζεις πως θέλω να σου χαλάσω τη χαρά σου; Μα, δεν πρόκειται για κάτι πραγματικό, ουσιαστικό, πρόκειται για μια ψευδαίσθηση… Σε ξεγελούν τα καταραμένα συναισθήματα. Βασίζεσαι σε λάθος δεδομένα!»

«Δεν με καταλαβαίνεις», του είπα με παράπονο.
«Κι όμως σε καταλαβαίνω περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον! Έχεις ανάγκη από κάποιον που να κατανοεί και να σέβεται την προσωπικότητά σου, να σ’ αγαπάει πολύ και να μοιράζεται πράγματα μαζί σου… Αλλά δεν είναι αυτός. Ίσως κάποτε, αλλά όχι τώρα. Όχι πια! Δεν μπορεί να σου δώσει, δεν το βλέπεις; Βάλε τελεία και παύλα! Πίστεψέ με, η επιστροφή στο παρελθόν μονάχα καταστροφική μπορεί να είναι! Για όλους!»


«Μα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου! Αν υπήρχε τρόπος, θα ξερίζωνα την καρδιά μου, για να γλιτώσω από την τυραννία του!»
«Όχι, δεν θα το ’κανες… Τουλάχιστον, όχι εύκολα…» είπε ο Αχιλλέας, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. «Έχεις μάθει να ζεις έτσι. Τον χρησιμοποιείς σαν αντίβαρο σε μια σκληρή για σένα πραγματικότητα. Γαντζώθηκες σε μια ιδέα, για να μην χάσεις την ισορροπία σου. Κι όλα αυτά επειδή ακόμα αρνείσαι να δεχτείς τις συνέπειες των επιλογών σου!»
«Τον αγαπώ!» διαμαρτυρήθηκα, ενώ ένιωθα τα μάτια μου να θολώνουν. «Τίποτα δεν έχει αλλάξει στην καρδιά μου!»
Ο Αχιλλέας πέρασε το χέρι του στην πλάτη μου κι έσφιξε τον ώμο μου.
«Δεν είναι αγάπη αυτό, καλή μου. Το ’πες και μόνη σου: είναι τυραννία... Η τυραννία του αδιέξοδου…»
Άλλαξα θέμα και ρώτησα για τα δικά του νέα. Όμως, φαίνεται πως όσα του είχα πει, στριφογύριζαν στο μυαλό του, γι’ αυτό και επανέφερε το θέμα τη στιγμή που με αποχαιρετούσε.
«Άκουσε, Λυδία. Άφηνε τα πράγματα να κυλούν μόνα τους. Το παρελθόν θα μπορούσε να μπει στο δρόμο σου από μόνο του και τότε τα πράγματα θα ήταν αλλιώς... Κι αλλιώς είναι τώρα που εσύ εξωθείς και πιέζεις καταστάσεις, σκαλίζεις τις στάχτες του παρελθόντος. Ό,τι προκύψει, θα είναι αποτέλεσμα ‘βίας’… Κι αυτό δεν είναι ποτέ καλό…»
Μου ζήτησε να υποσχεθώ – σ’ αυτόν αλλά και στον εαυτό μου - ότι θα σκεφτόμουν με απόλυτη σοβαρότητα να διακόψω κάθε επικοινωνία με τον Δημήτρη και να τον βγάλω από τη σκέψη μου, ότι θα έβαζα μια τάξη στην άτακτη μυστική ζωή μου και θα ξαναγυρνούσα στην τακτοποιημένη μου κανονική ζωή.
Του έδωσα την υπόσχεσή μου, μα στην άκρη του μυαλού μου άρχισα να σχεδιάζω μια ακόμα, την τελευταία, μικρή επιστροφή…




(Απόσπασμα από το βιβλίο "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει")
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/egw-agapw-auth-kapnizei.html




Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ



Η Πέρσα ζήτησε να πηγαίνουν, γιατί δεν αισθανόταν καλά, οπότε σηκώθηκαν όλοι να φύγουν. Ο Τόνι άφησε την Πέρσα απέξω από το σπίτι της και συνέχισε πάντα σιωπηλός για το σπίτι της Βερονίκης. Μόλις έφτασαν, έσβησε τη μηχανή, γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε με κρύο βλέμμα.
- Ξέρεις ποιος ήταν αυτός; τη ρώτησε.
- Για ποιον μιλάς; Δεν καταλαβαίνω.
- Γι' αυτόν με τον οποίον χόρεψες.
Ένα δυσάρεστο προαίσθημα, σαν ριπή παγωμένου αέρα, την έκανε να ανατριχιάσει.
- Φίλος σου. Εσύ έτσι μου τον σύστησες.
- Και πώς ήθελες να σου τον συστήσω; Από δω το μεγαλύτερο καμάκι του νησιού; Και να σκεφτείς, έβαλα στοίχημα μαζί του ότι θα αρνιόσουν να χορέψεις! 
- Έναν χορό μόνο. Κι αυτό γιατί σκέφτηκα πως έτσι έπρεπε να κάνω. Δεν ήθελα η Πέρσα... Σαστισμένη η Βερονίκη προσπαθούσε να εξηγήσει.



- Η Πέρσα... Άφησε την Πέρσα ήσυχη! Τη διέκοψε με οργισμένη ειρωνεία. Ακούμπησε τους αγκώνες στο τιμόνι, στήριξε το μέτωπό του στις παλάμες και σχεδόν μονολόγησε χαμηλόφωνα:
- Πώς μπόρεσες να φερθείς τόσο επιπόλαια;
- Επιπόλαια; Η Βερονίκη, εμβρόντητη, επανέλαβε σαν ηχώ.