Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΟΙ ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ, της Ντέλια Όουενς

 


Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες

της Ντέλια Όουενς

Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Εκδόσεις ΔΩΜΑ / βιβλία στην Αθήνα, 2019

 

Για χρόνια, οι φήμες για την Πιτσιρίκα του Βάλτου έδιναν κι έπαιρναν στο Μπάρκλι Κόουβ, ένα ήσυχο ψαροχώρι της Βόρειας Καρολίνας. Ο θάνατος του νεαρού Τσέις Άντριους τις έκανε να φουντώσουν ακόμη περισσότερο. Ποιος θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει, αν όχι εκείνο το αγριοκόριτσο που ζούσε μονάχο του στα βάθη του βάλτου;

Αλλά την Κάια δεν την είχαν καταλάβει. Ευαίσθητη και έξυπνη, είχε καταφέρει να επιβιώσει ολομόναχη, εγκαταλελειμμένη απ’ τους ανθρώπους, παρέα με τους γλάρους και μ’ όσα της δίδαξε η άμμος κι η αρμύρα. Όταν δύο νεαροί απ’ το χωριό γοητεύονται απ’ την άγρια ομορφιά της, η Κάια ανοίγεται σε μια καινούργια ζωή. Αλλά τότε συμβαίνει το αδιανόητο.

Μια ωδή στον φυσικό κόσμο και μια σπαρακτική ιστορία ενηλικίωσης, που μας υπενθυμίζει πώς τα παιδικά μας χρόνια μάς καθορίζουν για πάντα και ότι η ανθρώπινη φύση κουβαλά αρχέγονα, βίαια μυστικά, απ’ τα οποία κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει. (Οπισθόφυλλο)

«Η Κάια άφησε το περιοδικό στα πόδια της με το μυαλό της να ταξιδεύει σαν τα σύννεφα. Κάποια θηλυκά έντομα τρώνε το ταίρι τους, μητέρες από την οικογένεια των θηλαστικών εγκαταλείπουν τα μικρά τους λόγω του μεγάλου στρες, πολλά αρσενικά βρίσκουν ριψοκίνδυνους ή πανούργους τρόπους ώστε το σπέρμα τους να επικρατήσει των ανταγωνιστών τους. Τίποτα δεν είναι υπερβολικά απρεπές εφόσον βοηθάει να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής. Η Κάια ήξερε πως αυτό δεν αποτελούσε κάποια σκοτεινή πλευρά της Φύσης· ήταν απλώς επινοητικοί τρόποι να τα βγάζεις πέρα όταν όλα είναι εναντίον σου. Και με τους ανθρώπους, το πράγμα σίγουρα πήγαινε ακόμα πιο μακριά.» (Απόσπασμα)



Το μυθιστόρημα ξεκινάει με έναν μικρό πρόλογο τοποθετημένο χρονικά στο έτος 1969, στον οποίο η συγγραφέας μας περιγράφει σε δύο μόλις πυκνές παραγράφους το έλος, συμπερασματικά, ως τον τόπο όπου «η ζωή σαπίζει και όζει και επιστρέφει στο βρεγμένο χώμα, έναν βρωμερό λάκκο όπου ο θάνατος γεννοβολά ζωή», και αμέσως μετά πληροφορούμαστε την εύρεση του πτώματος του Τσέις Άντριους.

Με το πρώτο κεφάλαιο να μας μεταφέρει πίσω στο χρόνο, στο έτος 1952, αρχίζει η ιστορία της Κάια, της Πιτσιρίκας του Βάλτου. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, η συγγραφέας πηγαινοέρχεται μπρος πίσω στο χρόνο στα διάφορα κεφάλαια, από το 1952 έως το 1970, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα ενδιάμεσα γεγονότα μέχρι το θάνατο του Τσέις, και δίνοντας ένα απροσδόκητο και συνταρακτικό φινάλε.

Ποια είναι η Κάια, ή «Πιτσιρίκα του Βάλτου»; Η Κάια ήταν έξι ετών, το μικρότερο παιδί της οικογένειας, όταν η Μητέρα της εγκατέλειψε ξαφνικά τη συζυγική στέγη, χωρίς να ρίξει βλέμμα πίσω της. Σύντομα, όλα τα αδέλφια της ακολούθησαν το φευγιό της, αφήνοντας τελικά την Κάια μόνη, μαζί με τον συχνά απόντα, αλκοολικό και βίαιο πατέρα. Η ζωή της αλλάζει. Είναι υποχρεωμένη να μάθει να φροντίζει την παράγκα τους, να μαγειρεύει, να καθαρίζει και να φροντίζει και τους δυο τους. Πρέπει να μάθει να ψωνίζει, να μαγειρεύει αλλά και να προμηθεύεται φαγητό για τον εαυτό της, σε περίπτωση απουσίας του πατέρα της. Όλα αυτά, ενώ αντιμετωπίζει την απόλυτη ερημιά του βάλτου, τα αισθήματα της εγκατάλειψης και της απώλειας καθώς και τη διάψευση των ελπίδων της ότι, δεν μπορεί, η Μητέρα κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Οι περισσότεροι αξιοσέβαστοι ντόπιοι περιφρονούν το κορίτσι, το κρίνουν, το γελοιοποιούν και το εκφοβίζουν. Όμως, ευτυχώς, υπάρχουν και οι λίγοι εκείνοι, όπως ο Σάλτας και η σύζυγός του, η Μέιμπελ, που αν και έχουν τα λιγότερα για να δώσουν, δίνουν στην Κάια τα περισσότερα και τα πιο σημαντικά: καλοσύνη, φιλία, αγάπη και βοήθεια για την επιβίωση.

Η Μητέρα Φύση γίνεται κυριολεκτικά η τροφός  και δασκάλα της Κάια. Μέσα στην πιστή αγκαλιά μιας άγριας φύσης που δεν κάνει διακρίσεις, η Κάια βρίσκει καταφύγιο, κρύβεται και μεγαλώνει ως πρωταρχικό ανεξάρτητο ον, μαθαίνει  για τη ζωή μέσω των αλληλεπιδράσεών της με τα πλάσματα του Βάλτου, αλλά και ενστερνίζεται το ελεύθερο πνεύμα της φύσης.

Αυτά, έως ότου ένα νεαρό αγόρι από την πόλη, ο Τέιτ, που υπήρξε φίλος του μεγαλύτερου αδερφού της, επιζητεί τη φιλία της και την διδάσκει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική, ανοίγοντας έτσι ένα μεγάλο, φωτεινό παράθυρο στην μέχρι τότε αγέλαστη ύπαρξή της. Η φιλία του, η αποδοχή του, όσα της διδάσκει, την κάνουν ευτυχισμένη, μέχρι τη στιγμή που ο Τέιτ πρέπει να φύγει για σπουδές στο Πανεπιστήμιο.

Ο δεύτερος νεαρός άνδρας που μπαίνει στη ζωή της, είναι ο Τσέις Άντριους, τοπικός θρύλος του ποδοσφαίρου. Με λόγια και υποσχέσεις, την κάνει να ελπίζει σε ένα μέλλον όπου θα έχει την ευκαιρία να γίνει αποδεκτή, να ανήκει κάπου, να αναπτυχθεί και να αγαπηθεί. Άραγε, θα εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, ή θα επαναληφθεί η ίδια παλιά ιστορία;

Το 1969, ο Τσέις Άντριους βρίσκεται νεκρός. Οι εικασίες γίνονται στρόβιλος σχετικά με το κίνητρο και τους πιθανούς υπόπτους, ενώ οργιάζουν ξανά οι φήμες που κυκλοφορούσαν εδώ και χρόνια για τη σχέση του Τσέις με το Κορίτσι του Βάλτου. Θα μπορούσε να είναι αυτή η δολοφόνος του; Τι κίνητρο θα μπορούσε να έχει; Έχει άλλοθι και ποιο; Και ποια θα είναι η αντίδραση της αδιάφορης, υποκριτικής και προκατειλημμένης τοπικής κοινωνίας; Θα την αποδεχτούν ή θα την αναθεματίσουν;

Το μυθιστόρημα ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΟΙ ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ είναι μια συγκινητική, άλλοτε σκληρή και κάποιες φορές τρυφερή περιγραφή της γενναίας επιβίωσης της Κάια Κλαρκ, ενός μικρού κοριτσιού που εγκαταλείφθηκε από γονείς, αδέλφια, το σχολικό σύστημα, ολόκληρη την πόλη που την περιβάλλει, και εντέλει από ό,τι αποκαλούμε ζωή. Είναι μια ιστορία αντοχής και επιβίωσης, ελπίδας και αγάπης, απώλειας και ερημιάς, απελπισίας και προκατάληψης, αποφασιστικότητας και δύναμης.

Η γραφή μοναδική, πυκνή και ατμοσφαιρική, εξαιρετικά όμορφη, με καθηλωτική φαντασία, κόβει την ανάσα. Η  ματιά της συγγραφέα στους νόμους της Φύσης τόσο διεισδυτική, που πιστεύω ότι αρκετοί αναγνώστες θα αντιληφθούν και θα κατανοήσουν τη Φύση με αυτόν τον τρόπο για πρώτη φορά. Λυρισμός και ποίηση υπάρχουν στο έργο, μόνο όσο χρειάζεται για να αποδοθούν τα βαθύτερα ανθρώπινα συναισθήματα και η σύνδεση του ανθρώπου με τη μητέρα φύση.

Στο βιβλίο της Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, η συγγραφέας, Ντέλια Όουενς, αντιπαραθέτει μια βαθυστόχαστη ωδή προς τον φυσικό κόσμο απέναντι  σε μια εκπληκτική και πανέμορφη ιστορία ενηλικίωσης και ένα μυστήριο που στοιχειώνει. Στοχαστικό, σοφό και βαθιά συγκινητικό, το πρώτο μυθιστόρημα της Όουενς, μας υπενθυμίζει ότι διαμορφωνόμαστε για πάντα από το παιδί μέσα μας, ενώ επίσης εξαρτόμαστε από τα όμορφα και βίαια μυστικά που κρατάει η φύση.

Από τα πιο όμορφα βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία δέκα χρόνια!

 


Delia Owens (1949) είναι Αμερικανίδα ζωολόγος και συγγραφέας. Για 23 χρόνια, έζησε σε ορισμένες από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Αφρικής, μελετώντας λιοντάρια, ελέφαντες, και άλλα ζώα. Έχει γράψει, μαζί με τον πρώην σύζυγό της, τρία βιβλία για την άγρια ζωή στην Αφρική, τα οποία έγιναν διεθνείς επιτυχίες. Έχει βραβευτεί με το John Burroughs Award for Nature Writing, ενώ άρθρα και μελέτες της έχουν δημοσιευτεί, μεταξύ άλλων, στο Nature, στο African Journal of Ecology και στο International Wildlife. Το Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες είναι το πρώτο της μυθοπλαστικό έργο.

 

 https://www.loutraki365.gr/blog/post/logotehniai-aggeliki-mpoyliari-proteinei-ekei-poy-tragoydane-oi-karavides  -  29 December 2021



Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ, Σαμ Λόιντ

 

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Συγγραφέας: ΣΑΜ ΛΟΪΝΤ

Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ

Εκδόσεις:      ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2020

Σελίδες:         470

 




Το ντεμπούτο του Σαμ Λόιντ είναι ένα αξέχαστο ψυχολογικό θρίλερ, μια τέλεια περιγραφή ενός εφιάλτη, που όλοι οι γονείς φοβούνται και κάποιοι, δυστυχώς, βιώνουν, μια καταπληκτική περιγραφή απαγωγής παιδιών. Άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας, απ’ αυτόν ακριβώς τον φόβο εμπνεύστηκε την ιδέα για το βιβλίο του, όταν συνόδευσε το γιο του σε ένα τουρνουά σκακιού, σε έναν πολυάσχολο χώρο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου η σύζυγός του ανησυχούσε διαρκώς για τον πρωτότοκο γιο τους, σκεπτόμενη διάφορα φανταστικά σενάρια απαγωγής.

Η 13χρονη Ελίσα, ένα έξυπνο και ώριμο κορίτσι και χαρισματική παίκτρια σκακιού, και η ανύπαντρη μητέρα της, Λένα, ταξιδεύουν από το σπίτι τους στο Σόλσμπερι για να φτάσουν σε ένα ξενοδοχείο στο Μπόρνμουθ, όπου η Ελίσα θα συμμετάσχει σε έναν διαγωνισμό Σκακιού. Η Ελίσα απάγεται έξω από το χώρο της εκδήλωσης και ναρκώνεται. Όταν ξυπνά, βρίσκεται δεμένη με χειροπέδες σε ένα υπόγειο, θεοσκότεινο κελάρι.

Την ανακαλύπτει και την επισκέπτεται ένας απελπισμένα μοναχικός 12χρονος, ο Ελάιτζα, που ζει εκεί, στο Δάσος της Μνήμης, στο σπίτι του, από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Είναι ένα έξυπνο αγόρι, πεινασμένο για παρέα. Οι επιθυμίες τους συγκρούονται: Η Ελίσα αποζητά απεγνωσμένα τη βοήθεια του Ελάιτζα, όμως, εκείνος δεν θέλει με τίποτα να χάσει μια φίλη, και τη συμβουλεύει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του απαγωγέα της, για να επιβιώσει.

Το πηχτό σκοτάδι δεν της επιτρέπει να δει πρόσωπα ή αντικείμενα, κι έτσι η Ελίσα, απίστευτα γενναία και αποφασισμένη να αγωνιστεί με κάθε τρόπο για να σωθεί και να σώσει τη μητέρα της από τον πόνο της δικής της απώλειας, επιστρατεύει τις υπόλοιπες αισθήσεις της, το ένστικτό της, το μυαλό της, σ’ αυτή τη μέχρις εσχάτων μάχη.

Η Ελίσα προσεγγίζει και πλαισιώνει την τρομακτικά δύσκολη κατάστασή της, με όρους με τους οποίους είναι απόλυτα εξοικειωμένη, όρους από τον κόσμο του σκακιού. Αξιοποιεί τις στρατηγικές του παιχνιδιού, ενός παιχνιδιού αυτή τη φορά με έναν απαιτητικό αντίπαλο, όπου το διακύβευμα είναι το υψηλότερο δυνατόν, αφού η ίδια της η ζωή εξαρτάται από τη νίκη της σ’ αυτόν τον αγώνα.

Το σκάκι κινεί αμέσως το ενδιαφέρον του Ελάιτζα, καθώς η Ελίσα εξηγεί τους κανόνες του. Είναι ένα παιχνίδι που εκείνος δεν έχει γνωρίσει ποτέ,  και που τώρα θέλει να παίξει μαζί της περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η Ελίσα τον δελεάζει με τη δυνατότητα επίτευξης του στόχου του, ελπίζοντας να τον χειριστεί για να την βοηθήσει ακούσια.

Παρακολουθούμε το απελπισμένο σενάριο της Ελίσα και τη σχέση της με τον Ελάιτζα μέσα από την οπτική του φρικιαστικού και τρομαχτικού παιδικού παραμυθιού, με το Σπίτι από Μελόψωμο και γλυκίσματα, τον Χάνσελ και την Γκρέτελ, το δαιμονικό άσπρο πουλί, που είναι ο απαγωγέας, και την Κακή Μάγισσα.

Επικεφαλής της επιχείρησης έρευνας και αναζήτησης της Ελίσα είναι η αστυνομική επιθεωρήτρια Μαρέιντ ΜακΚάλαχ, μια γυναίκα τριάντα οκτώ ετών, η οποία, ταυτοχρόνως, έχει να αντιμετωπίσει δύσκολες προσωπικές καταστάσεις, εξαιτίας των οποίων ταυτίζεται με την Ελίσα και τον πόνο της μητέρας της, Λένα. Άραγε, μπορεί να βρει την Ελίσα πριν συμβεί το χειρότερο;

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Στο Πρώτο Μέρος, κάθε Κεφάλαιο φέρει ως επικεφαλίδα το όνομα του Χαρακτήρα στον οποίο εστιάζει ο συγγραφέας, καθώς και τον αριθμό της Ημέρας στην οποία αναφέρεται, μετρώντας από τη στιγμή της απαγωγής. Η όλη ιστορία διαρκεί 7 ημέρες, και η αφήγηση ξεκινάει από την 6η Ημέρα. Στο Δεύτερο (και αρκετά μικρότερο) Μέρος, τα Κεφάλαια φέρουν ως επικεφαλίδα μόνο το όνομα του Χαρακτήρα.

Ο Σαμ Λόιντ έγραψε ένα ατμοσφαιρικό, συναρπαστικό και  αγωνιώδες μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στον ανατριχιαστικό τόπο του Δάσους της Μνήμης. Είναι μια ιστορία γεμάτη ανατροπές, όπου οι δυνάμεις του κακού παίζουν το δικό τους παιχνίδι,  και όπου οι αναξιόπιστες αναμνήσεις, τα ζητήματα ψυχικής υγείας και οι πληγωμένες ψυχές μπλέκονται με τα πιο φρικτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος αθώων και ευάλωτων παιδιών. Αυτό είναι το άβολο σημείο για τον αναγνώστη, αλλά το βιβλίο τον αποζημιώνει. Είναι τόσο καθηλωτικό που όχι μόνο δεν το αφήνει από τα χέρια του, αλλά παραμένει στη μνήμη του για καιρό. Είναι από τα βιβλία που αξίζει να διαβαστούν και, επιπλέον, διαβάζονται και δεύτερη φορά, ενώ συγκαταλέγεται στις λίστες με τα καλύτερα βιβλία του 2020.




https://enloutrakio.gr/%ce%b7-%ce%b1%ce%b3%ce%b3%ce%b5%ce%bb%ce%b9%ce%ba%ce%b7-%ce%bc%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%b9%ce%b1%cf%81%ce%b7-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%84%ce%b5%ce%b9%ce%bd%ce%b5%ce%b9%cf%84%ce%bf-%ce%b4%ce%b1%cf%83/


Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ, της ΠΟΛΑ ΜΑΚΛΕΪΝ

 

ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

Της ΠΟΛΑ ΜΑΚΛΕΪΝ

Μετάφραση: Φωτεινή Πίπη

Εκδόσεις:      Ψυχογιός, 2019

Σελίδες:         428

 



Μπορείς να αγαπάς κάποιον υπερβολικά;

Αυτό το ερώτημα θέτει η συγγραφέας στο βιβλίο της, ενώ αφηγείται μια βαθιά υποβλητική ιστορία αγάπης, φιλοδοξίας και προδοσίας, και καταγράφει μια αξιοσημείωτη χρονική περίοδο και μια ερωτική σχέση μεταξύ δύο αξέχαστων ανθρώπων: του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και της συζύγου του, Χάντλι Ρίτσαρντσον.

Σικάγο, 1920. Η Χάντλι Ρίτσαρντσον είναι μια κοπέλα «καλής οικογενείας», συγκρατημένη και καθωσπρέπει. Μέχρι τη μέρα που εισβάλλει στη ζωή της ένας παρορμητικός και απίστευτα γοητευτικός άντρας που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας: ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ερωτεύονται παράφορα, παντρεύονται και φεύγουν για το Παρίσι, όπου θα γίνουν το χρυσό ζευγάρι μιας μυθικής παρέας, στην οποία συμμετέχουν η Γερτρούδη Στάιν, ο Έζρα Πάουντ και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.

Αν και είναι βαθιά ερωτευμένοι, ο Έρνεστ και η Χάντλι, ωστόσο δεν είναι καλά προετοιμασμένοι για την άφθονη κατανάλωση αλκοόλ, την ακατάπαυστη μουσική της τζαζ και τη γρήγορη ζωή του μποέμικου Παρισιού, το οποίο δεν εκτιμά τις παραδοσιακές έννοιες της οικογένειας και της μονογαμίας.

Περιτριγυρισμένος από όμορφες γυναίκες και ανταγωνιστικούς άντρες, ο Έρνεστ αγωνίζεται να βρει τη φωνή που θα του χαρίσει μια θέση στην ιστορία της Λογοτεχνίας, μεταφέροντας όλο τον πλούτο και την ένταση της ζωής του με την Χάντλι και τον κύκλο των φίλων τους, στο μυθιστόρημά του, «Κι ο ήλιος ανατέλλει (Φιέστα).

Η Χάντλι, εν τω μεταξύ, προσπαθεί να διατηρήσει την αίσθηση του εαυτού της, καθώς οι απαιτήσεις της ζωής με τον Έρνεστ είναι πολυδάπανες, και οι ρόλοι της ως συζύγου, φίλης και μούσας γίνονται ολοένα και πιο απαιτητικοί.

Παρά την εξαιρετική σχέση τους και την απόκτηση του γιου τους, Μπάμπι, τελικά θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν την απόλυτη κρίση του γάμου τους, που θα οδηγήσει στο γκρέμισμα όλων εκείνων για τα οποία έχουν αγωνιστεί τόσο σκληρά.


Ο ίδιος ο Έρνεστ έγραψε αργότερα ότι θα προτιμούσε να είχε πεθάνει παρά να έχει ερωτευτεί οποιαδήποτε άλλη πέρα από τη Χάντλι, ενώ διηγήθηκε στον φίλο του, δημοσιογράφο, Ααρών Χότσνερ, όλη την αλήθεια για τη ρομαντική ζωή στο Παρίσι, τις λεπτομέρειες της εξωσυζυγικής του σχέσης με την Πωλίν Φάιφερ που κατέστρεψε τον πρώτο του γάμο, και για το πώς, χωρίζοντας τη Χάντλι, έχασε το «αληθινό μέρος κάθε γυναικείου χαρακτήρα που θα πρωταγωνιστούσε στα βιβλία του», όπως και τη μεγάλη αγάπη που μάταια θα αναζητούσε ξανά στην υπόλοιπη ζωή του. (Όλα αυτά καταγράφηκαν από τον Α. Χότσνερ στο βιβλίο του «Ερωτευμένος Χεμινγουέϊ», από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος).

Ένας από τους πιο μεγάλους και θυελλώδεις έρωτες στον χώρο της λογοτεχνίας γίνεται από την ταλαντούχα Πόλα ΜακΛέιν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που σκιαγραφεί έξοχα τόσο τη σύντροφο του συγγραφέα, τη «Σύζυγο του Παρισιού», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος, όσο και τον άντρα πίσω από τον συγγραφέα, και που δικαίως αγαπήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, έχοντας μεταφραστεί σε 34 γλώσσες.




Η ΠΟΛΑ ΜΑΚΛΕΪΝ γεννήθηκε στο Φρέσνο της Καλιφόρνια το 1965. Μεγάλωσε αλλάζοντας συχνά ανάδοχες οικογένειες, όπως και οι δύο αδελφές της, μιας και γνώρισε τη γονική εγκατάλειψη από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Δούλεψε από βοηθός νοσοκόμου μέχρι ντιλίβερι και σερβιτόρα, ώσπου να αποφασίσει ότι μπορούσε (και ήθελε πολύ) να γράφει. Σπούδασε ποίηση στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, μια αυτοβιογραφία και τέσσερα μυθιστορήματα, αποσπώντας πολλές υποτροφίες και διακρίσεις. Ζει με την οικογένειά της στο Κλίβελαντ.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Α-τύπος, Τεύχος 04, Ιούλιος 2020



Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ, της Βέρα Μουταφτσίεβα

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Διλογία της    Βέρα Μουταφτσίεβα

Μετάφραση:   Πάνος Σταθόγιαννης

Εκδόσεις:       "ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ"-Α. Α. Λιβάνη, 1977

Σελίδες:          432

 

Ο Αλκιβιάδης Κλεινίου Σκαμβωνίδης, είναι η πλέον μυθιστορηματική προσωπικότητα της Κλασικής Αθήνας και έχει προκαλέσει θυελλώδεις και αντιφατικές αντιδράσεις στους μελετητές της αρχαιότητας. Σύμφωνα με τα γραπτά του Πλούταρχου και του Πλάτωνα, ο Αλκιβιάδης είχε μια πολύ εντυπωσιακή εμφάνιση, ήταν πανέμορφος, έξυπνος και γοητευτικός, και άρεσε εξίσου σε γυναίκες και άντρες.

Όσον αφορά στον χαρακτήρα του, του έχουν δοθεί πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως νάρκισσος, εγωπαθής, προδότης, φιλόδοξος, διψασμένος για εξουσία, πανούργος, ευφυής, ευρηματικός, στρατηγικός νους, αμοραλιστής. Ακόμα και σήμερα όμως μας απασχολεί το ερώτημα: «Ποιος ήταν πραγματικά ο Αλκιβιάδης; Τι υπήρχε μέσα του που τον έσπρωχνε διαρκώς να κάνει κινήσεις που άλλαζαν το πολιτικό σκηνικό, να σκηνοθετεί και να προκαλεί γεγονότα, να σχεδιάζει τη ροή τους, να προβλέπει τις εξελίξεις και να επωφελείται; Υπήρξε ποτέ χώρος στην καρδιά του και για κάτι άλλο ή για κάποιον άλλον πέρα από την πολιτική και το παιχνίδι;"

Τις απαντήσεις επιχειρεί και καταφέρνει εν πολλοίς να δώσει η συγγραφέας με αυτή τη διλογία, καθώς πολλά ερωτήματα απαντώνται, ενώ κάποια άλλα εγείρονται σχετικά με την προσωπικότητα των ηρώων, τη δική τους ηθική, αλλά και τις ηθικές αξίες γενικότερα και το νόημα της ζωής.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, τα οποία μπορούν να διαβαστούν ως δύο αυτοτελείς ιστορίες, με όποια σειρά επιθυμεί ο αναγνώστης.

Στο πρώτο μέρος διαβάζουμε την ιστορία του Αλκιβιάδη του Μικρού, ενός περίπου σύγχρονου επιστήμονα που εργάζεται σε ένα αυταρχικό καθεστώς, το οποίο τον πιέζει και αποδεικνύεται λίγο για τις φιλοδοξίες του, πράγμα που τον ωθεί σε επικίνδυνες κινήσεις.

Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε την περιπετειώδη ζωή του ευφυούς, τολμηρού και ριψοκίνδυνου Έλληνα Αλκιβιάδη της αρχαιότητας, του Μεγάλου, όπως τον χαρακτηρίζει η συγγραφέας και ιστορικός Βέρα Μουταφτσίεβα.

Η συγγραφέας δεν επέλεξε τυχαία να αφηγηθεί μαζί τις ιστορίες τους, καθώς τους ήρωες ενώνουν πολλά στοιχεία, με κυρίαρχα την φιλοδοξία, την ευφυΐα, τον αμοραλισμό και το ανήσυχο πνεύμα. Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι το δεύτερο μέρος, το οποίο αναφέρεται στον Έλληνα Αλκιβιάδη, υπερτερεί σε όλα τα σημεία έναντι του πρώτου.

Με αφήγηση γλαφυρή, στην οποία συμβάλλει τα μέγιστα η εξαιρετική μετάφραση του Πάνου Σταθόγιαννη, και με πλοκή συναρπαστική, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και την αγωνία και μας συγκινεί, η συγγραφέας διηγείται όλα τα ιστορικά γεγονότα της εποχής και περιγράφει τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι τύχες τους διασταυρώθηκαν μ' εκείνην του Αλκιβιάδη και αλληλεπέδρασαν, και καταφέρνει να φωτίσει την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του Αλκιβιάδη, ακολουθώντας όλη τη συγκλονιστική πορεία του Αθηναίου στρατηγού μέχρι το άδοξο τέλος.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

[Σωκράτης] "Ζηλεύεις τον Αλκιβιάδη για την αναισχυντία του, Κριτία. Για την τόλμη του, δηλαδή. Έχετε και οι δύο ευγενική καταγωγή, κάτι που φτάνει για να σας θεωρήσουν εχθρούς του δήμου και να σας εξορίσουν. Όμως εσύ ντρέπεσαι για το αριστοκρατικό αίμα που κυλάει στις φλέβες σου, ντύνεσαι όσο πιο φτωχικά και γκρίζα μπορείς και κάθεσαι ανάμεσα σε υφαντές και κανατάδες στο Συμβούλιο, μπας και μπερδευτούν και σε θεωρήσουν δικό τους. Όμως, το μόνο πράγμα που εκείνοι διακρίνουν πάνω σου είναι ντροπή και φόβος - την ενοχή για την αριστοκρατική καταγωγή σου. Κι αυτό είναι κάτι που τους κάνει επιφυλακτικούς απέναντί σου: αφού ο Κριτίας νιώθει ένοχος, σίγουρα έχει κάποιο λόγο. Ο Αλκιβιάδης, όμως, απέναντι στον ίδιο δήμο, δεν εμφανίζει καμία ενοχή, επειδή απλούστατα δεν αισθάνεται καμία τύψη για την καταγωγή του. Αντίθετα, την υπερβαίνει γιατί την θεωρεί έναν από τους αμέτρητους ρόλους του. ... Με άλλα λόγια τον ζηλεύεις όχι μόνο γι' αυτά που έχει αλλά και γι' αυτά που δεν έχει..."

                                                                     ***

"Η πρόταση του Αλκιβιάδη ήταν τόσο αιφνίδια, που ο Τισσαφέρνης πάγωσε. Προσπάθησε να βρει κάποιο ψεγάδι στο σχέδιο του Αλκιβιάδη, αλλά δεν τα κατάφερε. Κι αυτό ήταν κάτι που έφερε και πάλι στην επιφάνεια τις υποψίες του.

- Μόλις πριν από λίγο, είπες, ξένε, ότι εγώ δεν έχω το δικαίωμα να πράξω κάτι τέτοιο χωρίς την άδεια του Μεγάλου Βασιλέως!

- Γι' αυτό κι εσύ δεν θα δράσεις, τον καθησύχασε ο Αλκιβιάδης. Το εκστρατευτικό σώμα που θα μου παραχωρήσεις θα είναι μόνο δικό μου. Του στρατηγού Αλκιβιάδη.

- Κι αυτός ο στρατηγός σε ποια χώρα, σε ποια πόλη θα ανήκει; έσμιξε κι άλλο τα φρύδια του ο Τισσαφέρνης.

- Σε καμία... Θα ανήκει μόνο στον εαυτό του: στο στρατηγό Αλκιβιάδη! Μεγάλε σατράπη, με το παιχνίδι που σου προτείνω, κερδίζεις έτσι κι αλλιώς. Πρέπει να συνηθίσουμε και με τα εύκολα κέρδη έτσι όπως συνηθίσαμε με τα δύσκολα. Μου δωρίζεις δύο χιλιάδες πολεμιστές κι από κει και πέρα εσύ δε φέρεις καμία ευθύνη. Ο Μεγάλος Βασιλέας δεν μπορεί να σε τιμωρήσει για ξένες πράξεις. Έτσι, στα παράλια της Ιωνίας, όπου σαπίζουν και πεινούν οι δύο ελληνικοί στόλοι, εγώ μαζεύω τους καρπούς της αδυναμίας τους για δικό σου όφελος και θέτω τα μικρασιάτικα λιμάνια υπό την κυριαρχία του Μεγάλου Βασιλέως. Είναι τόσο απλό."

                                                                     ***



Βέρα Μουταφτσίεβα (1929-2009), συγγραφέας και ιστορικός, γεννήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας και σπούδασε στο εκεί Πανεπιστήμιο. Ήταν ανώτερη ερευνήτρια σε διάφορα ιδρύματα της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών και διδάκτωρ Ιστορίας, ειδικευμένη σε θέματα Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές. Έγινε γνωστή για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών στη Βουλγαρία. Έγραψε πολλά ιστορικά μυθιστορήματα, μονογραφίες και επιστημονικές μελέτες για το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία στα Βαλκάνια ("Τζεμ, ο Ικέτης της Ανατολής", "Οι Τελευταίοι της Δυναστείας του Σισμάν", "Εγώ, η Άννα Κομνηνή"). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες. 

                                                                            ***
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 3ο Τεύχος της Εφημερίδας Α-τύπος, ΓΕΝΑΡΗΣ-ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2020