Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΤΗΣ ΑΧΑΐΑΣ, για τη ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΟΝΟΥ.


Ευχαριστούμε πολύ την Μαίρη Κουμπάρου και τον Ημερήσιο της Αχαΐας!

Παρακάτω ολόκληρη η συνέντευξη:  

"Αφήστε με να περπατήσω
στις παραλίες, με το νερό
να σμίξω, των γλάρων
τις φωλιές ν’ αναζητήσω
και τις δικές μου τις πληγές
ίσως να κλείσω.
Το βράδυ πέφτει – τι μ’ αυτό;
Η ζωή μου φεύγει – τι μ’ αυτό!
Πρέπει να τη ζήσω,
αφού να κάνω αλλιώς
δε μπόρεσα, ούτε μπορώ."
Γράφει η Αγγελική Μπούλιαρη κάτω από τον τίτλο «Η ζωή μου φεύγει» και είναι μία από τις 83 ποιητικές της συνθέσεις που βρίσκονται στο νέο της βιβλίο «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» που κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική. 
Για το συγγραφικό της ντεμπούτο, με το «Πόσο λαμπερός ο ήλιος. πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ», το 2005,τιμήθηκε με το βραβείο σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος του Καφενείου των Ιδεών. Ακολούθησαν τα «Η αγάπη φυλαχτό» το 2006, η συλλογή διηγημάτων το 2012 «Εγώ αγαπώ αυτή καπνίζει» (Άνεμος Εκδοτική), η συμμετοχή στη συλλεκτική έκδοση της ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών «Αφετηρίες Μνήμης», και η μετάφραση του λευκώματος «Ερωτικά Πορτρέτα». 
Τη γραφή της πάντα την χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια, η οξυδερκής παρατήρηση, η αισθαντικότητα, ο προσεγμένος καλλιεπής λόγος, οι καλοχτισμένοι χαρακτήρες, το θετικό πνεύμα, όλα όσα συντελούν ώστε να γίνει μια αφήγηση απολαυστική. Μας ξαφνιάζει ευχάριστα με την παρούσα ποιητική της συλλογή, αποκαλύπτοντάς μας μια άλλη πτυχή του αδιαμφισβήτητου χαρίσματός της. 
Μέσα από τα ποιήματά της αναδύεται ένα πρόσωπο που άλλοτε μας κοιτά με τα θολά από δάκρυα μάτια του κι άλλοτε με πείσμα, άλλοτε ονειροπόλα κι άλλοτε με περίσκεψη. Μας οδηγεί σε απόκρημνα μονοπάτια αυτογνωσίας που θέλουν θάρρος και δύναμη για να τα διαβείς. Πόθοι που διαψεύστηκαν, ελπίδες που ματαιώθηκαν, αγάπες που προσπεράστηκαν, νεκρικές σιωπές, απώλειες, παλιοί και νέοι πόνοι. Κι από την άλλη η πεποίθηση ότι το αύριο θα είναι πιο χαμογελαστό, πιο φωτεινό, ότι κουβαλά στα φτερά του την πραγμάτωση, την ευτυχία, τον αληθινό έρωτα, όσα δε ζήσαμε αν και θα θέλαμε.
Η Αγγελική Μπούλιαρη μοιράζεται τις σκέψεις της μαζί μας στην παρακάτω συνέντευξη:

Ο ποιητικός λόγος προηγήθηκε του πεζού ή το αντίθετο συμβαίνει στη ζωή σας; Τι από τα δυο πιο πολύ προτιμάτε;
«Ξεκίνησα από τον ποιητικό λόγο στην εφηβεία μου και του έμεινα πιστή για χρόνια. Η σύλληψη της στιγμής μέσω της ποίησης συνέβαινε αυτόματα, ενώ για το μυθιστόρημα έβρισκα πως χρειάζεται
μια επιπλέον ωριμότητα, μια ικανοποιητική εμπειρία της ζωής, ένα «παίδεμα» για το οποίο δεν αρκούσε η απλή παρατηρητικότητα, κι αυτός ήταν ο λόγος που ξεκίνησα πολύ αργότερα την συγγραφή πεζού. Αγαπώ και τα δύο είδη, και η επιλογή εξαρτάται από το τι θέλω να πω και το εύρος του υλικού».
Πόσα χρόνια έμειναν άστεγοι οι στίχοι σας;
«Τα περισσότερα της συλλογής, μερικές δεκαετίες».

«Δάφνες ποιήτριας να δρέψω δεν επιθυμώ. Δεν είμαι σεμνή. Προσγειωμένη είμαι», γράφετε στο οπισθόφυλλο. Ο φόβος της πληθώρας των αυτοαποκαλούμενων ποιητών ήταν που σας ώθησε να διαχωρίσετε την θέση σας;
«Πιστεύω ότι ο καθένας έχει δικαίωμα έκφρασης και ο κάθε καλλιτέχνης έχει το κοινό του. Επομένως, όχι, δεν σκέφτηκα έτσι. Αυτό θα αντιστοιχούσε με την «κρυφή ματαιοδοξία» που απέδιδε ο Πλάτωνας στον Διογένη. Η αγάπη μου για την Ποίηση, ο σεβασμός για τους Ποιητές, καθώς και η επίγνωση ότι εγώ, όπως λέω σε κάποιο ποίημά μου, «δεν είμαι μήτε μια κουκίδα, μοναχική και θλιμμένη [που] σ’ ένα μπαλκόνι ξαγρυπνώ» ,ήταν που με οδήγησαν σ’ αυτή την διευκρίνιση».

Σε ποιό μελανοδοχείο της σκέψης σας χρωστάτε την πρώτη σας ποιητική συλλογή, του ρεαλισμού, του ιδεαλισμού ή και των δύο;
«Σωστά μαντεύετε. Και των δύο. Με δυο λόγια, ο ιδεαλισμός με έφερε σε τέτοιες πραγματικότητες,
ώστε αισθάνθηκα την ανάγκη να εκφραστώ μέσω της ποίησης».

Η μάλλον οξύμωρη φράση του Τζακ Κέρουακ στην εισαγωγική σελίδα, «Μη χρησιμοποιείς το τηλέφωνο. Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ πρόθυμοι να απαντήσουν. Χρησιμοποίησε την ποίηση», με υποκινεί να σας ρωτήσω αν κι εσείς θεωρείτε την ποίηση τον μόνο τρόπο επικοινωνίας;
«Βεβαίως και δεν θεωρώ την ποίηση τον μόνο τρόπο επικοινωνίας. Αλίμονο, αν πίστευα κάτι
τέτοιο. Τίποτα δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη επικοινωνία. Ούτε νομίζω ότι ο Κέρουακ υπονοούσε κάτι τέτοιο – είναι γνωστό ότι οι φίλοι ήταν πολύ σημαντικοί γι’ αυτόν. Απλώς, στην ουσία, τις δύσκολες αποφάσεις τις παίρνεις μόνος σου. Η παρότρυνση, «Χρησιμοποίησε την ποίηση», αντιπροσωπεύει την πεποίθησή μου ότι η Ποίηση, είναι ένα ανοιχτό παράθυρο, πηγή φωτός, και ότι με οποιονδήποτε τρόπο και αν δονεί τα συναισθήματά μας, όπως κι αν μας συγκινεί, είτε φέρνοντας ένα χαμόγελο, είτε προκαλώντας ένα τσίμπημα στην καρδιά ή ένα δάκρυ, είναι πάνω απ’ όλα μια Παρηγοριά!»

Πως εμπνευστήκατε το ποίημα, «Η νοσταλγία του παλιού πόνου», που τιτλοφόρησε όμορφα την συλλογή σας;
«Ήταν ένα απόγευμα καθώς παρακολουθούσα το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση, που μας
βομβάρδιζε με λυπηρά περιστατικά. Ένιωσα ότι δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω σε τόση βία και
δυστυχία και ότι ένας τρόπος άμυνας ήταν η λήθη και η απάθεια.
Ο πόνος στο ποίημα είναι ένδειξη ζωντάνιας. Η νοσταλγία για τον παλιό πόνο αντιπροσωπεύει τη
νοσταλγία για μια προηγούμενη εποχή, όταν είχαμε τη δυνατότητα να νιώσουμε έντονα συναισθήματα,
να αντιδράσουμε, όταν ήμαστε ζωντανοί.
Επομένως αντιπροσωπεύει τη νοσταλγία για τον παλιό μας εαυτό, που δεν είχε βυθιστεί στην
απάθεια, που δεν είχε αλλοτριωθεί».

Ανάμεσα στις στάχτες του “παλιού πόνου” θα ανακαλύψει μια σπίθα ελπίδας ο αναγνώστης;
«Βεβαίως! Όπως άλλωστε γνωρίζουν οι αναγνώστες και των προηγουμένων βιβλίων μου, πάντα προτιμάω ως συμπέρασμα τη θετικότερη εκδοχή, εκφράζοντας έτσι την αισιοδοξία μου ότι ο άνθρωπος τελικά επιτυγχάνει στον αγώνα του για αυτοπραγμάτωση, στη διεκδίκηση μιας ζωής που του ταιριάζει και που τη δικαιούται».

Ποιό θα είναι το επόμενο λογοτεχνικό σας βήμα;
«Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με πολλούς χαρακτήρες και καταστάσεις».

Θέλετε να αφιερώσετε ένα στίχο σας στους αναγνώστες του Ημερήσιου;
«Με χαρά μου. 
''Της ψυχής ο έρωτας,
σπλαχνικός, ανακατώνει 
γύρη την ελπίδα 
στης ζωής τη σκόνη''


Η νοσταλγία του παλιού πόνου, Άνεμος Εκδοτική, 2015

Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

ΦΕΥΓΩ ΞΕΝΗ, Γιάννης Δ. Μπάρτζης

Το διάβασα απνευστί. Εξαιρετική γραφή που χαρακτηρίζεται από γλωσσικό πλούτο και δεινή περιγραφική ικανότητα. Ακριβοδίκαιη χρήση καλολογικών στοιχείων, ούτε υπερβολικά πολλά να αποσπάσουν την προσοχή σου από το θέμα, ούτε λιγότερα ώστε να αδικούνται από τη ‘φτώχεια’ της περιγραφής οι σχετικές παράγραφοι.



Ο συγγραφέας έχει χαριστεί ταλέντο και επομένως κατέχει τον τρόπο να αγκιστρώνει τον αναγνώστη ο οποίος τον ακολουθεί με αδιάπτωτο ενδιαφέρον από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Στην εξέλιξη της πλοκής δεν υπάρχουν κενά, χάσματα ή πλατειάσματα. Η πλοκή είναι στέρεη, συνεκτική και κατανέμεται ισομερώς στα κεφάλαια. Πιστή είναι η απόδοση της εποχής, της πόλης και της κοινωνίας της Κορίνθου του 1800 και εξής.

Άψογη η ενσυναίσθηση από τον συγγραφέα μιας γυναίκας, αρχόντισσας, που βρίσκεται στη δίνη ιστορικών ανατροπών και χάνει τα πάντα, από τα πιο ασήμαντα ως τα πιο σημαντικά. Ανέσεις, κοινωνική θέση, σεβασμό, δύναμη, ασφάλεια, αγαπημένα πρόσωπα, οικογένεια, πατρίδα, νόημα ζωής και λόγο ύπαρξης. Πλήρως δομημένη η προσωπικότητα της Γκιουλχανούμ, και κάπως αγιοποιημένη. Καμία αντίρρηση επ’ αυτού. Έτσι τη συνέλαβε ο συγγραφέας, έτσι ήθελε να την αποδώσει.

Απόλυτα ακριβής η παράθεση όλων των ιστορικών γεγονότων της ελληνικής επανάστασης, των χρόνων πριν και μετά το 1821. Άψογη η παρουσίασή τους από την αντίπαλη προς εμάς πλευρά, δηλαδή, την τουρκική, καθώς μια έντονη φιλοτουρκική διάθεση και άποψη διατρέχει ολόκληρο το κείμενο, από την αρχή ως το τέλος.

Εάν το βιβλίο είχε γραφτεί από έναν Τούρκο συγγραφέα, ο αντίκτυπος αυτής της διάθεσης δεν θα ήταν τόσο μεγάλος. Επειδή, τι πιο φυσιολογικό, για έναν Τούρκο συγγραφέα από το να χρησιμοποιήσει την πένα του για να εκθέσει τις απόψεις του λαού του; Όμως, το βιβλίο είναι γραμμένο από Έλληνα και μάλιστα Κορίνθιο. Θα μου πείτε: Ένας Έλληνας συγγραφέας, δηλαδή, δεν μπορεί να έχει το δικαίωμα ή την ευαισθησία να αποδώσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις της άλλης πλευράς; Βεβαίως, ναι. Όμως, το γεγονός αυτό, μαζί με κάποια στοιχεία – για την ακρίβεια,  την έλλειψη κάποιων στοιχείων – οδηγούν τον αναγνώστη στους παρακάτω προβληματισμούς:
  
Ανάμεσα στις Κορίνθιες/Ελληνίδες δεν υπήρξε ούτε μία γυναικεία προσωπικότητα ισοδύναμη της Γκιουλχανούμ;

Ο συγγραφέας δεν απέδωσε κανένα θετικό χαρακτηριστικό στους αντιπάλους των Τούρκων, Έλληνες, των οποίων η ονομασία εμμέσως αμφισβητείται, ως αίφνης εφευρεθείσα, για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς των επαναστατών του 1821. Όλοι, λοιπόν, πλην των Υψηλάντη και Κολοκοτρώνη, παρουσιάζονται γενικώς αγνώμονες, και οι μεν φτωχοί ως χαρακτήρες απαίδευτοι και βάρβαροι, οι δε ευκατάστατοι ως φιλόδοξοι, συμφεροντολόγοι και οπορτουνιστές.
 
Περιγράφει ο συγγραφέας ότι εξεπλάγησαν πάρα πολύ οι Τούρκοι (αναφέρομαι στους κατοικούντες στην περιοχή Κορινθίας) και θεώρησαν την επανάσταση προδοσία πάντων των θεσμών και αρχών. Όμως, κανείς δεν σκέφθηκε στιγμή ότι και πριν από αυτά τα 400 χρόνια οι Έλληνες βρίσκονταν ήδη εκεί και για πολλά περισσότερα χρόνια, και ότι οι ίδιοι τότε ήσαν κατακτητές και έποικοι;

Σαφώς, γνωρίζω ότι το μεγαλύτερο θηρίο όλων είναι ο άνθρωπος, και πολύ περισσότερο  κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά αυτό συμβαίνει σε όλους τους λαούς ανεξαιρέτως.
Αντιλαμβάνομαι, επίσης, ότι μετά από 400 χρόνια Οθωμανικής κυριαρχίας επί του Ελλαδικού χώρου, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία επί των κεφαλών των Τούρκων η είδηση της επανάστασης και ο εν συνεχεία πόλεμος.
Έχω, επίσης, γνώση ότι τα όρια των κρατών βρίσκονται σε μια διαρκή αλλαγή και μετατόπιση, μικρότερη ή μεγαλύτερη.

Απλώς, θεωρώ ότι στο βιβλίο χρειαζόταν να υπάρχει και το αντίπαλον δέος. Ίσως διακατέχομαι από συναισθηματισμό και ρομαντισμό, αλλά αρνούμαι να δεχτώ ότι δεν υπήρξε ούτε μία Ελληνίδα/Κορίνθια με ανάλογο ήθος, αρχές και ψυχική δύναμη, άξια να σταθεί απέναντι στην Γκιουλχανούμ. Ακόμα και στην περίπτωση αυτή, ο συγγραφέας θα έπρεπε να την εφεύρει.

Εν κατακλείδι, το ιστορικό μυθιστόρημα του Γιάννη Δ. Μπάρτζη, «Φεύγω ξένη», είναι ένα απολαυστικό ιστορικό μυθιστόρημα, εξαιρετικά ενδιαφέρον, με πλήθος πληροφοριών, που αξίζει να διαβαστεί από τους λάτρεις του είδους και γενικά της λογοτεχνίας.

********************
ΦΕΥΓΩ ΞΕΝΗ, Γιάννης Δ. Μπάρτζης
336 σελίδες
Οκτώβριος 2014
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ
ISBN 9789609533
Ιστορικό μυθιστόρημα, που ξεκινά απ' το νωχελικό, ανατολίτικο σκηνικό της προεπαναστατικής Κορίνθου και εξελίσσεται δραματικά στις εκρηκτικές φλόγες της επανάστασης του 1821 στην Κόρινθο και στο Μοριά. Παράλληλα εξιστορείται η τραγικότητα της ζωής του Κιαμήλ μπέη, του φημισμένου οθωμανού ηγέτη της Κορίνθου, που ο θάνατός του έγινε τραγούδι και οι μυθικοί του θησαυροί ακόμα αναζητούνται στο κάστρο του Ακροκόρινθου.
Το γκρέμισμα βεβαιοτήτων του ανθρώπινου βίου αποτελεί μια δεύτερη οπτική αυτού του μυθιστορήματος. Όταν οι εθνικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, πολιτικές ή όποιες άλλες ανατροπές γίνονται βίαια και αιματηρά, μετατρέπουν ανθρώπινες υπάρξεις σε φύλλα παρασυρμένα στις ριπές των ανέμων...
Και η απεγνωσμένη κραυγή συνειδητοποίησης της κεντρικής ηρωίδας: "Φεύγω ξένη", αναδεικνύει έναν βαθύ και πάντα επίκαιρο προβληματισμό: Την πατρίδα τη ζεις και την έχεις... ή σου την καθορίζουν άλλοι; (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)


***************************************************


Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

ΤΑ ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ για το ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ

Αγγελική Μπούλιαρη- “Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει”“άνεμος” Εκδοτική
Γράφει:  - 10 Φεβρουαρίου 2015 12:43 μμ (ενημερώθηκε: 10 Φεβ 12:44 μμ) - Σχολιάστε

MΠΟΥΛΙΑΡΗ3198
'Ενα ξεχωριστό βιβλίο “έπεσε” στα χέρια μου. Η κυρία Αγγελική Μπούλιαρη, καθηγήτρια αγγλικών, μου έκανε την εξαιρετική τιμή να μου στείλει το τελευταίο της βιβλίο – μυθιστόρημα, με την αισθαντική αφιέρωση «κι αν ο νους ξεχνάει, η ψυχή θυμάται». Την ευχαριστώ.
Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με ευαισθησία, ξεχειλίζει δροσεράδα και ανοιξιάτικο άρωμα. Έχει αρκετό χιούμορ και σπάνια τρυφεράδα που δύσκολα συναντάς σε μυθιστόρημα.
Ο τρόπος που περιγράφει τα γεγονότα είναι απρόβλεπτος και πλησιάζει κάπως το αστυνομικό μυθιστόρημα!
Η συγγραφέας έχει μια εντελώς δικιά της φιλοσοφική άποψη για τη ζωή και κάπου με άκρατη ειλικρίνεια την περιγράφει: «Ίσως ψάχνω τον εαυτό μου, γυρεύω την ψυχή μου που πέρασε, τον χρόνο που κύλισε χωρίς να το καταλάβω».
Και τελικά μένει στο συμπέρασμα πως: «Ό,τι υπάρχει πίσω της στο βάθος, υπάρχει και μπροστά της στον ορίζοντα… Σκόνη!».
Το στόρι του βιβλίου είναι συναρπαστικό. Διαβάζοντάς το σε κρατά σε αγωνία για το παρακάτω.
Το γράψιμο είναι γλαφυρό και ρέει όπως το γάργαρο νερό της κρυσταλλοπηγής!
Κάποια σχέση με καζαντζακικές σκέψεις ανακάλυψα στη σελ. 23. «Αν αυτή είναι η αλήθεια, θα τη δεχτώ… Θέλω να μάθω, να λυτρωθώ!».
Η Ιστορία, λοιπόν, ξεκινά με τον θάνατο της μάνας της. Στην κηδεία, δύο παράξενα μάτια, που την έβλεπαν επίμονα, σαν να της φάνηκε πως κάτι θέλουν να της πουν.
Στο ζαχαροπλαστείο που αντάμωσαν ζήτησε κάτι που πάντα άρεσε στη μάνα της: «“Αρωματικό καφέ φίλτρου με μηλόπιτα». Εκείνος της παρέδωσε έναν κλειστό φάκελο με ηλεκτρονικούς κωδικούς, λέγοντάς της πως «εσύ να αποφασίσεις αν θα τα φυλάξεις ή θα τα καταστρέψεις».
Με συγκίνηση άρχισε να τα ξεφυλλίζει ηλεκτρονικά. Πρώτη ημερομηνία: Κυριακή 1 Οκτωβρίου. Στις επόμενες ημερομηνίες περιγράφεται ολόκληρη η κρυφή ζωή της μάνας της. Διάφορα συναισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Εδώ ανακαλύπτει και την παλιά κρυφή της σχέση με τον Δημήτρη που τελικά ήταν η αιτία του ταξιδιού της στο Παρίσι.
Ισχυρές ερωτικές ίντριγκες, μα και απλές ανθρώπινες ιστορίες, περιγράφει με θαυμαστό τρόπο, όπως τη σχέση της με τον άρρωστο άντρα της. «Δίπλα βρίσκεται ένα σώμα βαρύ και δυσκίνητο που ανασαίνει με δυσκολία». Όλα τα εμπεριέχει ο “μπαξές” του ημερολογίου. Τελικά όμως «ο πόνος εξακολουθεί να έρπει ύπουλα στο στομάχι μου» αναφέρει στην τελευταία “σελίδα”.

Ψάχνοντας στο σπίτι βρήκε μερικές φωτογραφίες και ένα χειρόγραφο ημερολόγιο. Ήταν η επίσκεψή της (της μητέρας) στην πόλη του Δημήτρη κάπου στη Β. Ελλάδα. Μετά από ένα όμορφο τριήμερο, ήρθε η επιστροφή και το «τέλος ενός παιχνιδιού που το λένε ζωή».
Το δεύτερο μέρος περιέχει όμορφες καλογραμμένες ιστορίες.
Η πρώτη με τίτλο “Οι προβλέψεις” αφορά έναν σφοδρό έρωτα με τον Νίκο, τον καθηγητή του σεμιναρίου των αγγλικών. Συμβαίνουν αρκετά απρόβλεπτα όπως το κόκκινο τριαντάφυλλο που το έστειλε τελικά ο Γιάννης.
Ακολουθούν άλλες τρεις ιστορίες που τις διαβάζεις μονορούφι και τελειώνοντας θα σου αφήσουν μια γλυκιά ή πικρή γεύση, αναλόγως.

Η Κριτική του βιβλίου δημοσιεύθηκε στα Χανώτικα Νέα, 10-02-2015, από τον κ. Σήφη Πετράκη, στον κατωτέρω σύνδεσμο:
http://www.haniotika-nea.gr/angeliki-bouliari-ego-agapo-afti-kapnizi/