Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ







 Έγραψα τον αριθμό της 
Κασσάνδρας στο κινητό μου, 
για να πάρω σε κάποια στιγμή ησυχίας και υποσχέθηκα να ενημερώσω σχετικά τη φίλη μου. Ήταν απ' αυτούς που σε χρεώνουν 2,5 ευρώ το λεπτό.

Η Κασσάνδρα δεν ήταν διαθέσιμη και με συνέδεσαν με μια συνεργάτιδά της, τη Σεμέλη. Γλυκύτατη κυρία, δεν μπορώ να πω, όλο 'γλυκιά μου' και 'γλυκιά μου' μ' έλεγε, αλλά μιλούσε αργά, μάλλον με είχε περάσει για αλλοδαπή και το έκανε επίτηδες, για να την καταλαβαίνω...



«Σε θέλει, σε θαυμάζει» μου είπε με σιγουριά. «Του αρέσεις και ως γυναίκα και ως άνθρωπος. Συγκεντρώνεις όλα όσα ψάχνει σε μια σύντροφο, γλυκιά μου». Μου ζήτησε να της πω έναν άλλο αριθμό και αυτοσυγκεντρώθηκε ξανά για λίγο, ενώ εγώ ήδη πετούσα στα ουράνια από τη χαρά μου.
«Τον βλέπω πολύ κοντά σου. Συνάδερφός σου είναι;»




«Όχι, ακριβώς, αλλά βρισκόμαστε μερικές φορές την εβδομάδα».
«Έλαβες λουλούδια τώρα τελευταία;»
«Όχι. Μονάχα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο την ημέρα της γιορτής μου από έναν άγνωστο», μουρμούρισα.
«Αυτός στο έστειλε! Σε σκέφτεται συνέχεια, γλυκιά μου. Σε ζηλεύει. Ζηλεύει τον άντρα σου που σ’ αγκαλιάζει. Δεν είναι σίγουρος για σένα, για τα αισθήματά σου, και διστάζει. Φοβάται. Με τη μητέρα του μένει;» 


«Δεν έχω ιδέα», απάντησα.
«Τον επηρεάζει αρνητικά για τέτοια σχέση», συνέχισε η Σεμέλη, αγνοώντας με. «Βλέπω κάποιες δυσκολίες, γλυκιά μου», μουρμούρισε σκεφτική, κι εγώ προσγειώθηκα απότομα σε ανώμαλο έδαφος. Μου ζήτησε ακόμα έναν αριθμό και σώπασε για να συγκεντρωθεί. Ενώ περίμενα με αγωνία, κόπηκε ξανά η γραμμή!



Ξανακοίταξα το ρολόι του τοίχου. Ναι, δεν χωρούσε αμφιβολία, ακόμα ένα τέταρτο της ώρας είχε περάσει! Ο λογαριασμός του κινητού θα έπεφτε ως χαράτσι επί της κεφαλής μου, αλλά έπρεπε να μάθω…

«Λοιπόν, Σεμέλη, τι βλέπεις για το Νίκο; Υπάρχει άλλη; Τι θα γίνει; Τι να κάνω;» μπήκα κατευθείαν στο θέμα, μόλις με συνέδεσαν.
Η Σεμέλη αυτή τη φορά ακούστηκε κάπως παραξενεμένη που με άκουσε πάλι, κάπως κουρασμένη, δεν ξέρω κι εγώ τι να πω. Μάλλον είχε εξαντληθεί από την πολλή αυτοσυγκέντρωση, η καημένη…

«Δεν υπάρχει άλλη. Υπήρχε μια σχέση και τέλειωσε», είπε η Σεμέλη και σώπασε για λίγο. «Θα κάνεις κάποιο ταξίδι», συνέχισε. «Έχεις προγραμματίσει κάτι;»
Σκέφτηκα γρήγορα. Δεν είχα κανονίσει τίποτα ακόμα, αλλά πιθανόν να ταξίδευα σε δυο-τρεις μεγάλες πόλεις της επαρχίας, για τις ανάγκες της έρευνας σχετικά με τις προβλέψεις.
«Κάτι είναι στα σκαριά», απάντησα δισταχτικά.


«Θα πάτε μαζί! Θα σε συνοδεύσει. Με αυτοκίνητο. Θα είστε με παρέα, ίσως σε μέρος κοντά σε θάλασσα. Θα κουβεντιάσετε πολύ. Θα τα πάτε πολύ καλά στο τέλος! Τα ζώδιά σας ταιριάζουν, γλυκιά μου. Φαίνεται καθαρά στα χαρτιά μου. Ένας ψηλός, μελαχρινός σε σκέφτεται και μπαίνει στη ζωή σου. Αυτός θέλει να βεβαιωθεί για τα αισθήματά σου, ότι τον βλέπεις σοβαρά. Δεν θέλει κάτι επιπόλαιο, περαστικό…»

Κανένα πρόβλημα, σκέφτηκα, θα τον βεβαίωνα εγώ και με το παραπάνω!


Ήμουν πολύ χαρούμενη τώρα κι ένιωθα ότι βάδιζα σε στέρεο έδαφος. Ήξερα τι συνέβαινε κι επομένως αισθανόμουν μια σιγουριά για το αίσθημά μου και για τις μελλοντικές κινήσεις μου. Είχα ξεχάσει ολότελα την οικογενειακή μου κατάσταση, και ο λογαριασμός του κινητού μου, που πέρασε στιγμιαία από το μυαλό μου, ήταν μονάχα μια σύντομη και έμμεση υπενθύμιση. Έπρεπε να έχω το νου μου να τον παραλάβω εγώ η ίδια και να τσακιστώ να τον εξοφλήσω αμέσως, από φόβο μήπως τον έβλεπε ο γιος μου ή ο άντρας μου. Όχι, ότι θα μου έλεγαν τίποτα για το ποσό, αλλά μήπως κοίταζαν τους αριθμούς κι έβλεπαν το περίφημο νούμερο που άρχιζε από 9001… και μ’ άρχιζαν στην κοροϊδία και στις ερωτήσεις.




Από την ιστορία "Οι προβλέψεις" που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει": http://anemosekdotiki.gr/books/ego_agapo.html 


Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ



Προτίμησα να φύγω, γιατί η διαφωνία δεν οδηγούσε πουθενά, αφού όπως πάντα διαφωνούσαμε ακόμα και για την αιτία της διαφωνίας.  Το σπουδαίο θέμα που είχε προκύψει ονομαζόταν ‘καναπές’ αλλά δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε αν χρειαζόμαστε καινούργιο καναπέ για το επίσημο σαλόνι ή για το πρόχειρο καθιστικό και επομένως ούτε για το χρώμα ούτε για το ύφασμα… Εγώ ψήφιζα καθιστικό, εκείνος σαλόνι. Εγώ απλά είχα διαφορετική άποψη, εκείνος πίστευε ακράδαντα ότι διαφωνούσα επίτηδες για να του πάω κόντρα.
«Πού πας;» με ρώτησε τη στιγμή που έπαιρνα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου.
«Μου τέλειωσε το μελάνι», είπα ψέματα. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε ιδέα από μελάνια και χαρτιά και υπολογιστές, ούτε ενδιαφερόταν  αν έγραφα και τι έγραφα.
«Τώρα;» με ειρωνεύτηκε. «Έχουν κλείσει. Δεν θα προλάβεις!» είπε, τονίζοντας το ‘δεν’ με σιγουριά που έκρυβε μέσα της ικανοποίηση. Για μια ακόμα φορά έφερνε την καταστροφή. Για μια ακόμα φορά με επέπλητε έμμεσα που δεν προγραμμάτιζα σωστά τις δουλειές μου.
«Δεν κλείνουν ποτέ πριν τις εννιά στην πόλη μας», απάντησα κι εγώ, όσο πιο ήρεμα μπορούσα, αλλά επίσης τονίζοντας το ‘δεν’, και βγήκα.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες, κοίταξα αντίκρυ μου το ολόγιομο φεγγάρι που φώτιζε τη νύχτα γύρω μου. Ίσως έφταιγε αυτό για την ανατροπή της, όπως και να ’χε ευαίσθητης, νευρικής ισορροπίας των δυο μας ως ζευγαριού, και μετά από μια σύντομη εκεχειρία, φαίνεται πως άρχιζε ξανά η εμπόλεμη περίοδος. Μπήκα στο αμάξι κι έβαλα μπρος.
Στη διασταύρωση, μπροστά στο ΣΤΟΠ, έμεινα σταματημένη για περισσότερο χρόνο απ’ όσο χρειαζόταν για να ελέγξω το δρόμο, κι έπειτα, αντί να στρίψω αριστερά προς την πόλη, χωρίς να το καταλάβω, απλά τράβηξα δεξιά προς το βουνό. Σταμάτησα στους πρόποδες, στην είσοδο του δάσους, σ’ ένα μικρό ξέφωτο.
Καλά ήταν μέχρι εκεί, ας μην πήγαινα παραπέρα. Ήμουν ήδη αρκετά μακριά από το σπίτι μου, ώστε να  παίρνω βαθιές ανάσες ελευθερίας, αλλά και αρκετά μακριά από την κατοικημένη περιοχή, ώστε να αισθάνομαι τουλάχιστον άβολα, αν προχωρούσα κι άλλο.
 Έβαλα το ραδιόφωνο σε χαμηλή ένταση και προσπάθησα να ενισχύσω το αμυντικό μου σύστημα με θετικές σκέψεις,  όπως για παράδειγμα, ‘είμαι ελεύθερη να κάνω αυτό ή το άλλο, απλά επιλέγω να μην το κάνω,  γιατί κρίνω ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή’…


Άκουγα τον Λούις Άρμστρονγκ να αναρωτιέται ‘τι λάθος έκανε για να είναι μαύρος και να έχει τις μαύρες του’, και σκεφτόμουν πως μάλλον εγώ θα έπρεπε να αρχίσω να  αναρωτιέμαι τι έκανα μες στη μαύρη νύχτα, όταν ξαφνικά διέκρινα ένα φως, σαν πυροφάνι, να έρχεται προς το μέρος μου. Πάτησα το κουμπί για τις ασφάλειες, χαμήλωσα κι άλλο τον ήχο του ραδιοφώνου και περίμενα.
Καθώς το φως πλησίαζε αργά, κατάλαβα ότι ήταν μέρος ενός παράξενου σε σχήμα συνόλου, που στραφτάλιζε μες στο σκοτάδι, με τις ποικίλες, ζωηρόχρωμες λάμψεις της φωτιάς.
«Εξωγήινοι!» μουρμούρισα. «Ενδιαφέρον! Θα ήταν μια κάποια λύση…»


Όμως ήταν μονάχα ένας κοντός, παχουλούτσικος, μικρός δράκος, με φολιδωτή πολύχρωμη ράχη και μακριά ουρά, που ξέρναγε φωτιές μπροστά στο καπό μου. Του έκανα νοήματα να πάει πιο κει, γιατί δεν είχα καμιά όρεξη να γίνω πυροτέχνημα,  κι αυτός ήρθε τότε πλάι στο τζάμι μου και με κοιτούσε με μάτια μεγάλα και ικετευτικά.
Μάλλον θα ήταν ένας από τους σύγχρονους δράκους της Αγγελικής Βαρελά, της συγγραφέα παιδικών βιβλίων, που είχαν μείνει άνεργοι τον τελευταίο καιρό και ζητούσαν δουλειά σ’ ένα οποιοδήποτε βιβλίο.
«Αλλά εγώ, καλέ μου», του είπα σιγανά, κουνώντας το κεφάλι, «όχι μόνο δεν είμαι συγγραφέας παιδικών βιβλίων, αλλά ούτε καν συγγραφέας. Μια απλή υποψήφια είμαι…»
Εκείνος επέμενε μια να με κοιτάζει, και μια να σκύβει και να ρίχνει τις φωτιές του προς τα κάτω και προς τα πίσω. Ακολούθησα με το βλέμμα τις κινήσεις του και κατάλαβα πως μου έδειχνε το πίσω αριστερό του πόδι. Φαινόταν χτυπημένο κι από την ουλή του έβγαινε ένα πορτοκαλί υγρό. Άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα. 
   
Έτσι γνώρισα το μικρό μου Δράκο…

Η συνέχεια στο βιβλίο ¨Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει"





Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:





Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

ΚΡΙΤΙΚΗ της Αγγέλας Γαβρίλη για το βιβλίο "ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ"

Από την Αγγέλα Γαβρίλη, στο Diavasame.gr



 Pause

 Έχοντας διαβάσει το εμβληματικό «Ουώλντεν ή Η ζωή στο δάσος» του Θορώ σε πολύ νεαρή ηλικία, μια φράση από το βιβλίο έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου ως προειδοποίηση: «Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν ζωές ήσυχης απελπισίας». Μεγαλώνοντας κατανόησα πόσο εύκολο και συχνά πόσο βολικό φαίνεται να ενταχθείς σε αυτή την κατηγορία: να ακολουθήσεις την πεπατημένη, να «ησυχάσεις», να ζήσεις όπως οι άλλοι περιμένουν από σένα και όχι όπως εσύ επιθυμείς.

Αυτή τη ζωή επέλεξαν οι γυναίκες της διπλανής πόρτας στη συλλογή διηγημάτων της Αγγελικής Μπούλιαρη. Και οι έξι ηρωίδες της είναι γυναίκες γνώριμες από το επαγγελματικό και κοινωνικό περιβάλλον ή μπορεί να είναι κάλλιστα οι μαμάδες μας: εγκλωβισμένες ανάμεσα στο δίπτυχο δουλειά-οικογένεια, άφησαν στην άκρη τη δική τους ζωή. Έβαλαν τα όνειρά τους σε παύση ή, πιο σωστά, σε αναμονή. Και ένα πρωί, σχεδόν ξαφνιασμένες, σαν να συνειδητοποιούν ότι ξέχασαν κάτι σημαντικό, γυρίζουν πίσω για να κοιτάξουν, να δουν αν εκείνα τα όνειρα περιμένουν ακόμα ή βαρέθηκαν και πήγαν να γίνουν τα όνειρα κάποιου άλλου.

Από τη συγκινητική πρώτη ιστορία που έδωσε και τον εξαιρετικό τίτλο στο βιβλίο, όπου η κόρη ανακαλύπτει το ημερολόγιο και την άγνωστη μέχρι τότε πλευρά της μητέρας της, έως τη με πικρό χιούμορ καταγραφή μιας τραυματικής εμπειρίας στα χέρια των «ειδικών της ομορφιάς» που πουλάνε χαμένη νιότη σε κουρασμένες από τη ζωή τους γυναίκες, και από εκεί στον σκληρό μάλλον ρεαλισμό της «Βραδινής κατάκλισης», μιας σκηνής που επαναλαμβάνεται σε χιλιάδες συζυγικά κρεβάτια, οι ηρωίδες έχουν έναν κοινό παρανομαστή:

Είναι γυναίκες σύγχρονες που έχουν βάλει τη ζωή τους προ πολλού σε σειρά, αλλά ταυτόχρονα βιώνουν το ψυχολογικό κενό, κοιτώντας την παγωμένη εσωτερική τους οθόνη όπου έχουν πατήσει και ξεχάσει πατημένο το pause στην ταινία της ζωής τους. Οι σύζυγοι, άλλοτε τρυφεροί και άλλοτε αποξενωμένοι, είναι πάντοτε αλλού, οι εραστές, πλατωνικοί, πραγματικοί ή φαντασιακοί, είναι μακρινοί και για λίγο, οι φίλες είναι παρούσες αλλά παλεύουν με τα δικά τους: μόνο τα παιδιά, διατηρούν ακόμα τον συναισθηματικό δεσμό με τις γυναίκες του βιβλίου, δικαιώνοντας σε κάποιο βαθμό την επιλογή τους να ζήσουν αυτή τη ζωή και όχι όλες τις άλλες πιθανές εκδοχές της.

Το αισιόδοξο κλείσιμο της συλλογής με την ιστορία που ξεχώρισα περισσότερο, την αλληγορία με τον μικρό «Δράκο της Πανσελήνου», αφήνει ένα ανοιχτό παράθυρο ελπίδας: η ηρωίδα αποφασίζει επιτέλους να πατήσει το play, δηλώνοντας «ανέβαλα τα όνειρά μου, δεν τα ακύρωσα». Και είναι αλήθεια, και ίσως το μοναδικό κριτήριο για να «ζυγίσεις» τους ανθρώπους που έχεις δίπλα σου, ότι όποιος σε αγαπάει δεν σου ζητάει ποτέ να ακυρώσεις τα όνειρά σου.






Εκδοτικός Οίκος: ΑΝΕΜΟΣ
Συγγραφέας:         Αγγελική Μπούλιαρη
Κατηγορία:           Ελληνική Λογοτεχνία
ISBN:                   978-960-9585-08-8
Σελίδες:                204

http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1385_1273#.UTSUrb8eEVd.facebook












Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ: