Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

ΠΑΤΕΡΑ ΠΟΥ ΠΑΣ; Διήγημα -Συμμετοχή στις ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΜΝΗΜΗΣ


Στη μνήμη του πολυαγαπημένου μου παππού,


που δεν μπόρεσε να με περιμένει


ως το επόμενο καλοκαίρι…


 

 

 

 

 

Πατέρα, πού πας;


 Στα μισά του το φθινόπωρο, και σουρούπωνε νωρίς. Σήκωσε το βλέμμα κατά τη μεριά των λόφων, στην άκρη των Ακαρνανικών βουνών. Στο σμίξιμο των δυο ψηλότερων, σαν τεράστια μητρική αγκαλιά με προστατευτικά, προτεταμένα στήθη, άφηνε ο ήλιος, πορφυρός, τις τελευταίες του ακτίνες, χάδια πάνω στα δέντρα και τα κρυμμένα ζωντανά του λόγγου, χάδι και υπόσχεση μαζί για το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, ξημέρωμα και υποχρέωση για τους ξεχασμένους κι αποκομμένους απ’ τον κόσμο κατοίκους του ορεινού χωριού.
Ξεσέλωσε τα δυο του άλογα, τα χάιδεψε απανωτά στη ράχη, πολλά είχαν προσφέρει και τούτη την ημέρα, βοηθοί υπομονετικοί κι ακούραστοι, πολύτιμοι, ύστερα τα οδήγησε στο πάνω χωράφι πίσω από το πέτρινο σπίτι και τ’ άφησε λεύτερα. Τράβαγε την ξύλινη αμπάρα να κλείσει και ένιωθε κιόλας τα βαριά και κουρασμένα μέλη του να ξεκουράζονται με τη σκέψη μοναχά πως θα τ’ άπλωνε πλάι στο αναμμένο τζάκι που τον περίμενε, όταν ακούστηκε η φωνή του συγχωριανού από το αντίπερα ύψωμα να τον καλεί με τ’ όνομά του.

Τούτος ο συγχωριανός ήταν ο τελευταίος μαντατοφόρος στη σειρά. Γιατί έτσι ταξίδευαν τα μαντάτα, από τον ψηλότερο λόφο στον χαμηλότερο, ξεκινώντας από την Κοινότητα που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο, προς τα χωριουδάκια που ξεφύτρωναν αραιά, όλο και χαμηλότερα, σαν σπόροι ριγμένοι άτακτα από τεράστια χούφτα.

Βγήκε παραέξω, στράφηκε προς τη μεριά της φωνής, τέντωσε καλά τ’ αυτιά του, έφερε την παλάμη ανοιχτή σαν προέκταση στ’ αριστερό αυτί που άκουγε καλύτερα, κι απάντησε.

 Η γυναίκα του ξεπρόβαλε με βλέμμα ανήσυχο στο άνοιγμα της θύρας. Τα ξανθά της μαλλιά, πλεγμένα κοτσίδες, το μαντίλι ριγμένο στους ώμους, το φόρεμα σκούρο – κάποιος συγγενής είχε αποδημήσει εις Κύριον τελευταία, κι εκείνη, παρά την κατάστασή της, επέμενε να φορέσει μαύρα, να μην πάει ανάποδα στο πανίσχυρο έθιμο. Από κοντά και η πρωτότοκη θυγατέρα, κρατώντας στο χέρι τη λάμπα πετρελαίου με το φιτίλι, που ετοιμαζόταν να ανάψει, καθώς το σκοτάδι άρχιζε σιγά-σιγά να πυκνώνει.
Πλησίασε προς το μέρος τους αργά, καθυστερώντας επίτηδες, μέχρι να βρει τον τρόπο να τους το πει. Κοίταξε τη φουσκωμένη κοιλιά της γυναίκας του, ήταν στο μήνα της, και σίγουρα αυτός δεν θα προλάβαινε να γυρίσει για τη γέννα, αν γύριζε δηλαδή… Μακάρι, τουλάχιστον, να ήταν γιος, να δώσει ένα χέρι βοήθειας στις δουλειές του αγρού, να βοηθήσει τη μάνα του και τις δύο αδελφές του, αν έμεναν μοναχές…

Δεν είχε παράπονο από τις θυγατέρες του, δούλευαν ακούραστα από το πρωί ως το βράδυ, όπου η ανάγκη το απαιτούσε. Ετούτη δω ήταν συνέχεια στο πλάι της μητέρας της, κι από δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα και αργαλειό, αλλά και σκληρότερες δουλειές, φόρτωμα ξύλων και κουβάλημα νερού με τη βαρέλα, πλύσιμο ρούχων στο ποτάμι και χτύπημα με τον κόπανο, τα κατάφερνε καλύτερα κι από μεγάλη γυναίκα. Φέτος, κανονικά, θα πήγαινε στην Πέμπτη Δημοτικού, μα η μάνα της βάρυνε και δεν μπορούσε να κάνει και πολλές δουλειές πια, κι έτσι κατέληξαν πως κι αυτά τα λίγα γράμματα που είχε μάθει – γραφή, ανάγνωση, μέτρημα – καλά ήταν, αρκετά για μια κοπέλα.
Όσο για τη δεύτερη, άτυχη που γεννήθηκε κοπέλα μετά από κοπέλα, σε φαμίλια δίχως παιδί, δίχως σερνικό δηλαδή, το σχολείο μόνο από μακριά το είδε, δεν δρασκέλισε τη θύρα του ούτε μια φορά, κι ό,τι μάθαινε ήταν από τη μεγάλη αδελφή κι ένα-δυο βιβλία που είχε κρατήσει. Ήταν μεγάλη η ανάγκη να ασχοληθεί μια ψυχή αποκλειστικά με τα γιδοπρόβατα. Κι απόψε ήταν η πρώτη βραδιά που θα έμενε κάτω στον κάμπο να κοιμηθεί στης βάβως το σπίτι, κοντά στο μαντρί, γιατί ο ξάδελφός της είχε αρρωστήσει, κι έπρεπε εκείνη να πάρει τη θέση του, να φροντίσει και για τα δυο κοπάδια.



Δυο ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν απάνω του ανήσυχα, ανιχνευτικά, ερωτηματικά, προσμένοντας απάντηση.

«Τι συμβαίνει; Τι σε θέλουν;» ρώτησε η γυναίκα του, ακίνητη στην ίδια θέση, σαν μαρμαρωμένη.
«Πρέπει να μαζευτούμε όλοι οι άντρες στο καφενείο του Χαράλαμπου, αμέσως. Πρέπει να παρουσιαστούμε στην πόλη το γληγορότερο», της απάντησε ψιθυριστά.

Εκείνη κατάλαβε. Έφερε ασυναίσθητα το ένα χέρι στην κοιλιά, που αναδευόταν από τις μικρές κλωτσιές, και το άλλο χέρι στο μάγουλο, που μια κίνηση αμήχανης απελπισίας το ζούληξε, μπήγοντας τα νύχια. Μα κυριαρχήθηκε και δεν έβγαλε ανάσα.
Αυτός γύρισε στη θυγατέρα του.

«Το χιτώνιο και τα ποδήματα», της ζήτησε, «κι ετοίμασε το σάκο για το δρόμο, νερό και ψωμί».
«Πού θα πας, πατέρα; Πού θα πας;»

«Εδώ πιο κάτω, παιδί μου. Θα γυρίσω γρήγορα. Εσύ έχε το νου σου στη μάνα και στο σπίτι».
Λίγο πριν χαθεί στο σοκάκι, γύρισε το κεφάλι για τελευταία φορά. Η γυναίκα του ασάλευτη στην ίδια θέση, μα η κόρη του έτρεχε ξοπίσω του. Έκοψε το βήμα, κοντοστάθηκε, να την περιμένει. Άπλωσε το χέρι του, της χάιδεψε τα μαλλιά. Βιαστική και αδέξια η παλάμη, άμαθη, τραβήχτηκε γρήγορα.

«Αν γεννηθεί αγόρι, να το βγάλετε Νικηφόρο», της είπε. «Αν είναι θηλυκό, Ειρήνη».
«Μα, πατέρα, δεν θα βγάλεις τον πάππο ή τη βάβω;» απόρησε το κορίτσι.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Αντίο, παιδί μου», μουρμούρισε, έκανε μεταβολή και με ταχύ βήμα απομακρύνθηκε.

«Πού πας, πατέρα; Πού πας;» του φώναξε με όλη της τη δύναμη, μα δεν πήρε απάντηση. Για λίγο μόνο άκουγε το σούρσιμο από τις φτέρες που αναμέριζε ο πατέρας και κάποιες πέτρες που κατρακυλούσαν στο σοκάκι κάτω από τις δρασκελιές του.

Έπειτα από λίγο το κορίτσι γύρισε στο σπίτι. Έπιασε τη μάνα από το μπράτσο και την έμπασε μέσα. Άναψε τη λάμπα, έκλεισε τα παντζούρια κι έβαλε το σύρτη στην πόρτα. Ύστερα κάθισε πλάι στο τζάκι, απέναντι από τη μάνα.
Έμειναν οι δυο τους αμίλητες, να κοιτούν με όψη αφηρημένη και στενάχωρη τις φλόγες που παιχνίδιζαν, και μονάχα το τριζοβόλημα των ξύλων ακουγόταν μέσα στο βουβό δωμάτιο.

Και  το κορίτσι, πού και πού, έφερνε το χέρι στα μαλλιά της, τάχα για να τα στρώσει, μα πιο πολύ για να αγγίξει εκεί που είχε νιώσει το χάδι του πατέρα για πρώτη φορά. Παράξενο πράγμα… Μια ζέστη, μια δύναμη πρωτόγνωρη, ένα θάρρος ξέχωρο φαινόταν να είχε περάσει από το χέρι του πατέρα και να είχε μείνει εκεί, σ’ αυτό το σημείο της κεφαλής…

Σαν πλησίασε στη στάνη, είδε στο βάθος τη φιγούρα της εφτάχρονης κόρης του που έκλεινε τα ζωντανά στο μαντρί. Τη φώναξε. Εκείνη γύρισε το κεφάλι, τον είδε και ήρθε τρέχοντας κοντά του.

«Τι έγινε, πατέρα;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη. «Γιατί ξαναγύρισες;» Ύστερα πρόσεξε το ντύσιμό του και το σάκο. «Πού πας;»
«Δεν έγινε τίποτα, παιδί μου. Στην Αμφιλοχία πάω, για ψώνια…»

«Έτσι, ξαφνικά;»
«Ε, ναι…» μουρμούρισε κι αναρωτήθηκε αν θα την ξανάβλεπε. Και με τη σκέψη αυτή, τη φίλησε στο μέτωπο.

«Γιατί με φιλάς, πατέρα;» απόρησε το κορίτσι.
«Αντίο, παιδί μου», είπε εκείνος μονάχα, κοιτάζοντας προσεχτικά το όμορφο πρόσωπο της μικρότερης κόρης του, θέλοντας να κρατήσει κι αυτή την εικόνα μαζί με τις άλλες δύο, της γυναίκας του  και της μεγαλύτερης κόρης, σαν φυλαχτό, ζωντανό και αόρατο, στα βάθη της ψυχής του.

Κι απότομα έκανε μεταβολή και με ταχύ βήμα απομακρύνθηκε.
«Γιατί με φιλάς, πατέρα;» του φώναξε δυνατά, μα δεν πήρε απάντηση. Έμεινε να τον κοιτάζει, μέχρι που χάθηκε στο βάθος, κι ύστερα, σκεφτική, πήρε το δρόμο για το σπίτι της βάβως.

Τέλος Φλεβάρη του 1941, μεσημεράκι, μ’ έναν ήλιο κυρίαρχο σ’ έναν καταγάλανο ουρανό, να σπάει την παγωνιά του απερχόμενου χειμώνα, και στο σοκάκι, δεξιά κι αριστερά, αντικριστές οι δύο αμυγδαλιές, στις άκρες του φράχτη, ένωναν σε φωτεινή αψίδα τ’ ανθισμένα τους κλαδιά, όταν οι έξαλλες φωνές και τα ποδοβολητά των μικρών γειτονόπουλων αναστάτωσαν τη μάνα, που όρμησε έξω στη λότζα.

«Τα συχαρίκια μας!» ούρλιαζαν λαχανιασμένα. «Ήρθε! Ήρθε!»
Ένας κόμπος της έφραξε το λαιμό κι ένιωσε για μια στιγμή τα γόνατά της να λύνονται.

Δυσκολευόταν να πιστέψει σε τόση ευτυχία!
Φίλησε τα παιδιά, τα φίλεψε και τα έστειλε πίσω στα σπίτια τους. Ύστερα φώναξε τις δυο θυγατέρες κι άρχισαν να ετοιμάζονται με βιάση για την υποδοχή.

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε εκείνος, καθώς ανηφόριζε το σοκάκι, λίγο πριν το σπίτι, ήταν η φωτεινή αψίδα από τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Ήρθε και στάθηκε στη μέση από κάτω, σκονισμένος, κουρελιασμένος, με ψειριασμένα μακριά μαλλιά και βρώμικα γένια, με την πληγή από τη σφαίρα στη δεξιά ωμοπλάτη να τον τραβάει, να τον τρώει, να τον τυραννάει.

Ύστερα στύλωσε το βλέμμα στο βάθος, και η συγκίνηση βούρκωσε τα μάτια του, κι όλα τ’ άλλα έσβησαν, κι έμεινε μόνο εκείνο το αστραφτερό κάδρο στο κέντρο…
Δυσκολευόταν να πιστέψει σε τόσο φως, σε τόση ομορφιά!

Η γυναίκα του στη μέση, με τα χέρια της στους ώμους των δυο θυγατέρων τους, που τον κοιτούσαν με μάτια γυαλιστερά σαν χάντρες κι ένα χαμόγελο που τον θάμπωνε πιο πολύ από τις ηλιαχτίδες, και που κρατούσαν από ένα μωρό η καθεμιά στην αγκαλιά της!
«Πατέρα!» του φώναξαν, σηκώνοντας ταυτόχρονα ψηλά στον αέρα τα μωρά. «Και Νικηφόρος και Ειρήνη!»

Τέλος

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΟΥΛΙΑΡΗ-ΑΡΓΥΡΑΚΗ
Συμμετοχή  στις  Αφετηρίες Μνήμης 1940-1960
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ της ΕΝΩΣΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, Αθήνα 2008

 Βρείτε το βιβλίο εδώ:
http://www.biblionet.gr/book/140628


Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΝΑΤΑΛΙΑ ΑΡΓΥΡΑΚΗ


"Η συγγραφή δεν ήταν ποτέ χόμπι για μένα"

Φωτογραφία: Harris Christopoulos

Η συγγραφέας του βιβλίου Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει (κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική) αποκαλύπτει τις ανάγκες της σύγχρονης γυναίκας μετά τα 40 χρόνια της, τα πρότυπα & τις επιρροές της, τις "θυσίες" που απαιτεί η συγγραφή, αλλά και τη σχέση των Social Media με την επιτυχία ενός βιβλίου.
- - - - - - - - - - - - -

Οι ιστορίες σου στο βιβλίο «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει», έχουν ως σημείο αναφοράς τη γυναίκα και τις ανάγκες, τις επιθυμίες ή τα απωθημένα της. Τι έχει, λοιπόν, περισσότερο ανάγκη μία γυναίκα μετά τα 40 χρόνια της;
Έχει ανάγκη να μην ξεχνούν ότι πάνω από όλα είναι άνθρωπος και γυναίκα και έχει ανάγκη την αγάπη, αλλά και το φλερτ και τον έρωτα. Να μην την θεωρούν δεδομένη και ρομπότ, υποχρεωμένο να εκτελεί με απόλυτη ακρίβεια μία ατέλειωτη σειρά από καθήκοντα. Να μην την υποχρεώνουν να χωρίζει τη ζωή της σε δύο περιόδους: πΤ (προ Τέκνων) και μΤ (μετά τα Τέκνα).

Η τελευταία ιστορία (Ο δράκος της πανσελήνου) είναι ένα παραμύθι για μεγάλους. Υπάρχουν τρόποι να διατηρήσουμε το παραμύθι στη ζωή μας μεγαλώνοντας; 

Πολλοί τρόποι! Κατ’ αρχήν, να μένουμε κοντά στα παιδιά. Να εξακολουθούμε να διαβάζουμε παραμύθια. Να κάνουμε όνειρα. Να κάνουμε ταξίδια. Και πάνω από όλα, να ξαναγυρνάμε σε όσα αγαπήσαμε και διδαχτήκαμε ως παιδιά.


Σε μία τόσο δύσκολη για όλους εποχή, και ειδικά για το χώρο του βιβλίου, πού βρήκες τη δύναμη να κυνηγήσεις μία θέση στα βιβλιοπωλεία και γενικά, τη Λογοτεχνία;

Εν μέσω όλων των αντιξοοτήτων, η ζωή και η τέχνη (πρέπει να) συνεχίζονται. Η Τέχνη στηρίζει τον άνθρωπο, τον ενδυναμώνει και τον ανυψώνει. Όσο για τη δύναμη, τι να πω, προς έκπληξή μου, παρά την ευαισθησία μου, μέχρι τώρα πάντα έχω ένα απόθεμα δύναμης για τα δύσκολα που με βοηθάει να «ανασύρω τα βυθισμένα παλιά μου όνειρα στην επιφάνεια και να τα επιστρέφω στο φως και στη ζωή».

Είχες γυναικεία πρότυπα στη ζωή και την Τέχνη και αν ναι, ποια ήταν;

Στη ζωή, το πρώτο μου πρότυπο ήταν η μητέρα μου, την οποία χαρακτήριζε μία ιδιαίτερη αγωνιστικότητα, χάρη στην οποία –αν και δεν πήγε ποτέ σχολείο- έμαθε μόνη της να γράφει και να διαβάζει, έτσι ώστε σήμερα όχι μόνο να παρακολουθεί τα γραπτά μου, αλλά να εκφέρει και κριτική άποψη. Θυμάμαι, επίσης, με ιδιαίτερη αγάπη τη φιλόλογό μου στο Γυμνάσιο, γιατί με εντυπωσίασε με τον τρόπο που προσέγγιζε τους μαθητές και τα κείμενα. Στην τέχνη, η Τζέιν Όστιν, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Αγκάθα Κρίστι, η Φρανσουάζ Σαγκάν, η Σιμόν ντε Μποβουάρ και η Μάργκαρετ Άτγουντ. Από τις Ελληνίδες, η Μαρία Πολυδούρη και η Λιλή Ζωγράφου.


Και αντρικά;

Ο Έρνεστ Χέμινγουαίη που υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας που διάβασα, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ και ο Κάφκα. Άλλες προσωπικότητες που με επηρέασαν ήταν ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.  


 Στο blog σου (www.the-yellow-buses.blogspot.com) αναφέρεις ότι η αγάπη σου για το βιβλίο ξεκίνησε από την πολύ παιδική σου ηλικία.  
Μάλλον γεννήθηκα με αυτή την αγάπη. Θέλω να πω, στο σπίτι δεν είχαμε βιβλιοθήκη, δεν υπήρχε κανείς να μας συστήσει ένα βιβλίο, ούτε να μας το φέρει ως δώρο. Ούτε είχαμε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουμε βιβλία. Όμως, από τη Β Δημοτικού, διάβαζα οποιοδήποτε έντυπο έβρισκα μπροστά μου. Διάβασα καθημερινά εφημερίδα κι ας μην καταλάβαινα, τα εβδομαδιαία οικογενειακά περιοδικά Ο Θησαυρός ή το Ντομινό, με τα φωτορομάντζα των οποίων γνώρισα αρκετά κλασικά έργα, όπως η Κυρία με τας Καμελίας και ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα.  Διάβαζα ακόμη και αθλητικά περιοδικά, Μίκι Μάους και Κλασικά Εικονογραφημένα.


Ναταλία και Αγγελική στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, στο Paul's στο Λουυτράκι.

Πότε έγραψες την πρώτη σου ιστορία και ποιο ήταν το θέμα της;
Το πρώτο πράγμα που έγραψα ήταν ένα ποίημα στην Δ΄ Δημοτικού με θέμα τη φύση και η πρώτη ιστορία που έγραψα ήταν στα 14 μου για έναν παράξενο μοναχικό δυστυχισμένο ψαρά που χάθηκε ένα βράδυ με παλίρροια. Μόνο αυτό θυμάμαι.


Ποιο είναι το αγαπημένο σου βιβλίο σήμερα;
Είναι δύσκολη ερώτηση αυτή γιατί είναι πολλά τα βιβλία που αγαπώ. Αν εννοείτε ποιο με έχει εντυπωσιάσει τελευταία, θα ανέφερα το Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν της Λάιονελ Σράιβερ και Ο Τυφλός Δολοφόνος της αγαπημένης μου Μάργκαρετ Άτγουντ.

Πότε αποφάσισες να περάσεις στο επόμενο στάδιο και να μοιραστείς το χόμπι σου με τους πολλούς;

Η συγγραφή δεν υπήρξε ποτέ χόμπι για μένα. Από τα 12 χρόνια μου ήξερα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας και να δω τα βιβλία μου στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων. Φυσικά, η ζωή έβαλε άλλες προτεραιότητες κι έτσι αποφάσισα να κάνω αυτή τη στροφή και να ασχοληθώ αποκλειστικά με το βιβλίο το 2001 οπότε και παραιτήθηκα από την υπηρεσία μου ως καθηγήτρια.

Aν ισχύει ότι κάθε μορφή Τέχνης απαιτεί θυσίες, ποιες ήταν οι δικές σου, προκειμένου να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητά;

Πρακτικές θυσίες: λιγότερος ύπνος και μεγαλύτερη ταχύτητα στη διεκπεραίωση άλλων υποχρεώσεων, άρα και εξοικονόμηση χρόνου, λιγότερη διασκέδαση και λιγότερος χρόνος με τους φίλους (από τους φίλους μπορώ να ‘κόψω’, από την οικογένεια όχι).

Η οικογένεια, Γρηγόρης-Αγγελική, Σταυρούλα, Ναταλία, Δήμητρα

Από πού αντλείς έμπνευση στην καθημερινότητά σου;
Από τη ζωή γύρω μου αλλά και μέσα μου. Από τον τρόπο που με επηρεάζει η πραγματικότητα.

Στις ιστορίες σου ακόμη και το χιούμορ, έχει μια μελαγχολική ματιά. Μελαγχολείς; Γελάς; Συγκινείσαι; Τι σε χαρακτηρίζει περισσότερο;
Θα έλεγα ότι μάλλον είμαι μελαγχολική, ωστόσο εκτιμώ τη σωστή αίσθηση του χιούμορ και γελάω συχνά. Επίσης, συγκινούμαι εύκολα. Έχω κλάψει στην όπερα, στον κινηματογράφο, και μπροστά σε έναν πίνακα του Βαν Γκογκ στην Εθνική Πινακοθήκη. Έχω κλάψει για κάτι που είδα στο δρόμο ή άκουσα. Μπορώ να κλάψω και από έναν καλό λόγο που θα ακούσω ή ένα δωράκι-έκπληξη. Με συγκινεί και η Τέχνη και η ζωή. 

Απομόνωση, καθημερινός προγραμματισμός, υποστήριξη, τύχη. Τι από αυτά είναι περισσότερο απαραίτητο για τη συγγραφή και την έκδοση ενός βιβλίου;
Όλα χρειάζονται! Η απομόνωση και ο προγραμματισμός εξαρτώνται από μένα, ως συγγραφέα και τα άλλα δύο, είναι.. τύχη! Θα έλεγα, λοιπόν, ότι το περισσότερο απαραίτητο είναι το πείσμα!


Ανήκεις στις συγγραφείς που αντιμετώπισαν δυσκολίες μέχρι το βιβλίο τους να φτάσει στα «κατάλληλα» εκδοτικά χέρια και να βρεθεί από το συρτάρι στο τυπογραφείο;

Ναι, πολλές δυσκολίες! Κάποιες από αυτές οφείλονταν στο κάπως αφελές του χαρακτήρα μου, αλλά και την άγνοιά μου για το χώρο, καθώς επίσης και την πεποίθηση ότι ο δημιουργός αφοσιώνεται μόνο στο έργο του και είναι υπεράνω πρακτικών θεμάτων. Σκέφτομαι μάλιστα, να γράψω την ιστορία ενός βιβλίου που πέρασε τέτοιες περιπέτειες μέχρι να βγει στο φως!

Η καλλιτεχνική σου φύση ήταν εκείνη που έπαιξε ρόλο στη μετακόμισή σου από την Αθήνα στο Λουτράκι;
Θα έλεγα ναι, εφόσον μέσα σε αυτή την καλλιτεχνική, όπως λέτε, φύση, εμπερικλείεται και μια μεγάλη αγάπη προς τη Φύση.  



Η Αγγελική αγαπάει τη Φύση και τη φωτογραφία.


Πώς συνδυάζεται το πρόγραμμα μίας μοναχικής συγγραφέως με αυτό μίας πολύτεκνης μητέρας και κοινωνικής γυναίκας;
Με τις θυσίες και τα τεχνάσματα που προαναφέραμε, από πρακτική άποψη. Τώρα, αν υπονοείτε ότι υπάρχει μια κάποια αντίφαση σ’ αυτούς τους ρόλους, έχω να πω ότι ποτέ δεν μου άρεσε να βρίσκομαι «εκτός», να παρατηρώ τη ζωή από μακριά και να γράφω. Ήθελα να είμαι μέσα στη ζωή, να αντιμετωπίζω τα δύσκολα και μετά να γράφω. Δεν ήθελα, δηλαδή, να είμαι η στοχαστική διανοούμενη εκ του μακρόθεν. Ήθελα να δρω και μετά να στοχάζομαι και να γράφω.

Στον ελεύθερο χρόνο σου, τι θα σε βρούμε να κάνεις;
Στον πραγματικά ελεύθερο χρόνο μου; Ταξιδεύω. Για την ακρίβεια, δεν περιμένω να βρω ελεύθερο χρόνο για να ταξιδέψω, απλά προγραμματίζω τα ταξίδια, κι έτσι εξ’ ανάγκης βρίσκω ελεύθερο χρόνο!   

Στο Juan Les Pins, στη Γαλλική Ριβιέρα, στον αγαπημένο της Hemingway.. (Μάιος 2012)

Ασχολείσαι με το διαδίκτυο και τα social Media; Πιστεύεις ότι οι Δημόσιες Σχέσεις είναι απαραίτητες για την επιτυχία ενός βιβλίου;
Ασχολούμαι με το διαδίκτυο, όσο χρειάζεται και χωρίς υπερβολή. Δημιούργησα το blog μου, γιατί ήταν μία ιδέα που μου άρεσε, και όχι με μοναδικό σκοπό να προωθήσω τη δουλειά μου. Οι δημόσιες σχέσεις είναι απαραίτητες σήμερα και για το βιβλίο, όπως και για κάθε άλλο «προϊόν», δεν είναι όμως, πιστεύω, καθοριστικές για την επιτυχία του. Σίγουρα, όμως, θα προτιμούσα να το αναλάβει κάποιος άλλος αυτό το κομμάτι για λογαριασμό μου!  


Η συνέντευξη δόθηκε στη Ναταλία Αργυράκη, με αφορμή την έκδοση του τρίτου βιβλίου της συγγραφέα, με τίτλο "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει", από την "Άνεμος Εκδοτική"
Τη συνέντευξη μπορείτε να διαβάσετε και εδώ: 
http://the-red-studio.blogspot.gr/2012/08/blog-post_13.html


Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:


Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Ο ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ "ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ"

ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ, ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ 
Πρώτη παρουσίαση του βιβλίου
της Αγγελικής Μπούλιαρη, από την Άνεμος Εκδοτική
Paul's - Παραλία Λουτρακίου - 12 Ιουλίου 2012

Ο Μάριος Παπαγεωργίου μιλάει για το βιβλίο και την Αγγελική

Την  Αγγελική την γνώρισα  πριν πολλά  πολλά  χρόνια, νεοδιορισμένη   καθηγήτρια Αγγλικών. Ήταν μια μάλλον μαζεμένη νεαρή, πιθανόν και λίγο τρομοκρατημένη από τους αγριεμένους έφηβους που είχε απέναντί της, και οι οποίοι το μόνο που ήθελαν ήταν να τελειώνουν με το σχολείο όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Δεν κρατήσαμε κάποια επαφή τότε. Την γνώρισα καλύτερα, χρόνια μετά, λόγω της συζύγου μου, της Μαρίας, η οποία θεωρεί την Αγγελική σαν την αγαπημένη της καθηγήτρια. Μιλήσαμε αρκετά, έμαθα τι πίστευε για την ζωή, τη φιλία, τους ανθρώπους. Γνώριζα ότι στο παρελθόν έγραφε, αλλά δεν είχα δει δείγματα της γραφής της, έως τη στιγμή που δημοσιεύθηκε το πρώτο της βιβλίο, «Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ». Το διάβασα με ενδιαφέρον και ένοιωσα την πολύχρωμη δέσμη των συναισθημάτων που οι ήρωές της είχαν βιώσει.

Το δεύτερο βιβλίο της, « Η αγάπη φυλαχτό», ήταν το ίδιο όμορφο και ενδιαφέρον με το πρώτο, και το διάβασα μονορούφι.

Το τρίτο της βιβλίο, «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει», είναι ίσως και το ωριμότερό της. Τα διηγήματα που περιέχει αντικατοπτρίζουν σκέψεις και επιθυμίες, κρυφούς, ανομολόγητους και πιθανόν ανολοκλήρωτους έρωτες και διλήμματα ζωής, τα οποία βασανίζουν τις ηρωίδες και τους ήρωες  των ιστοριών της, ενώ ο φόβος και το πάθος είναι μερικά από τα συναισθήματα που τους διακατέχουν.

Για πρώτη φορά, ίσως, στο έργο της υπάρχει τόσο έντονο το χιούμορ, που δίνει έναν τόνο πιο ανάλαφρο, χωρίς όμως να αφαιρεί καθόλου το δραματικό στοιχείο από αυτό, και χωρίς να μετατρέπει τους ήρωές της σε καρικατούρες, απλά τους κάνει πολύ πιο ανθρώπινους , γήινους και πιο προσιτούς στον αναγνώστη.

Το μοτίβο κοινό σε όλες τις ιστορίες. Γυναίκες μέσης ηλικίας, μητέρες και σύζυγοι, παλεύουν να ξαναβρούν τον εαυτό τους, τα όνειρά τους, μια δεύτερη ευκαιρία που πιστεύουν ότι δικαιούνται. Ίσως, ένας άνδρας δεν είναι και ο καταλληλότερος να μιλήσει για αυτές. Οι άντρες σύζυγοι είτε είναι απόντες, είτε αντιπροσωπεύουν τις δυνάμεις της αντίδρασης στις αλλαγές. Μόνοι παρόντες είναι οι άντρες φίλοι ή οι άντρες εραστές.

Η πρώτη ιστορία είναι η δραματικότερη όλων, κυρίως επειδή πραγματεύεται την απώλεια, όχι μόνο ως το τέλος της ύπαρξης ενός ανθρώπου, αλλά επειδή πραγματεύεται την απώλεια δυο σχέσεων, ενός έρωτα ο οποίος ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στην ηρωίδα και τον φίλο της τον Αχιλλέα, όσο και ενός έρωτα ο οποίος δεν ολοκληρώθηκε ανάμεσα στην ηρωίδα και τον Δημήτρη. Από το ημερολόγιο που κρατά η ηρωίδα, καταλαβαίνει κανείς πόσο βασανίζεται από το δίλημμα, εάν έκανε καλά που προτίμησε το χρυσό κλουβί της εύκολης ζωής που της προσέφερε ένας γάμος συμβιβασμού -ο σύζυγός της ο Νάσος- ή εάν έπρεπε να έχει επιλέξει τον πραγματικό έρωτά της, τον Δημήτρη.

Η προσπάθειά της να ξαναζήσει αυτό που άφησε χρόνια πριν πίσω της- τον έρωτα με τον Δημήτρη- να βρει την λύτρωση ή ένα κλείσιμο, ήταν μια μάλλον απεγνωσμένη προσπάθεια να πιάσει το νήμα της ζωής της και πάλι, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να ζήσεις στα 45 αυτό που δεν θέλησες ή δεν μπόρεσες  να χαρείς στα 25. Το πραγματικό θύμα της ιστορίας, όμως, είναι ο Αχιλλέας. Αυτός που προσπάθησε να την συγκρατήσει, να της συμπαρασταθεί, να την λογικέψει, και ενώ είναι ερωτευμένος μαζί της, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να την έχει. Ίσως σε αυτόν αναφέρεται η φράση: « Η Άνοιξη έρχεται γι’ αυτόν που ξέρει να περιμένει».

Η δεύτερη ιστορία είναι και η πιο χιουμοριστική. Είναι η περίπτωση μιας γυναίκας που απλά, χωρίς, ίσως, να το θέλει, ζει έναν έρωτα ‘από σπόντα’, θα έλεγε κανείς. Όταν το αντικείμενο του ενδιαφέροντός της δεν ανταποκρίνεται στα σήματα που του στέλνει, ψάχνοντας το γιατί, καταλήγει μετά από την συμβουλή της φίλης της να ρωτά αστρολόγους για να βρει τον λόγο. Αυτό οδηγεί σε κωμικές περιπέτειες και στην αποκάλυψη ότι ο έρωτας, τελικά, έρχεται όταν και από εκεί που δεν το φαντάζεσαι.

Η τρίτη ιστορία είναι μια ιστορία που παρόμοιες έχουμε διαβάσει σαν ειδήσεις στις εφημερίδες αρκετές φορές. Η προσπάθεια μιας γυναίκας να γίνει λίγο πιο επιθυμητή, λίγο περισσότερο γυναίκα, να δει τον εαυτό της με άλλο μάτι, όχι από ματαιοδοξία, αλλά επειδή αισθάνεται ότι αξίζει ένα δώρο έστω και παροδικό, αφού κανείς  άλλος δεν φαίνεται να αναγνωρίζει έστω και λίγο τις προσπάθειές της ως συζύγου και μητέρας. Πιάνεται όμως στην παγίδα επιτήδειων απατεώνων που εκμεταλλεύονται την ανάγκη της αυτή με καταστροφικά αποτελέσματα. Μπλέκεται σε έναν ιστό ψεμάτων και εξαπάτησης από τον οποίο δεν μπορεί να βγει παρά μόνο πληγωμένη.

Η τέταρτη ιστορία αφορά τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν τα ζευγάρια, κυρίως σήμερα, τα οποία μερικές φορές εξαντλούν τις προσπάθειές τους για επικοινωνία, παλεύοντας για το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης  και το αγαπημένο τους κανάλι στον καναπέ του καθιστικού, και το πώς αφήνεται μια σχέση να φθαρεί ανεπανόρθωτα, αφού θεωρούμε πολλές φορές τον/την σύντροφό μας δεδομένο/η. Και στο τέλος αυτός/αυτή καταλήγει να αποτελεί στοιχείο της διακόσμησης ενός σπιτιού και όχι μέρος της ζωής μας.

Η τελευταία ιστορία είναι ιστορία ελπίδας. Η ηρωίδα παλεύει με τους δικούς της δαίμονες σε μια τελματωμένη σχέση, για να ανακαλύψει, μέσω μιας αλληγορίας, ότι πάντα υπάρχει χώρος και χρόνος για την πραγματοποίηση των ονείρων, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, την αδιαφορία και την επιτίμηση από τον σύντροφό της για τις ικανότητές της και την αξία της. Ένα μάθημα ζωής, ότι τα όνειρα μόνο ίσως αναβάλλονται,  δεν ακυρώνονται όμως ποτέ.

Κλείνοντας, θα ήθελα να επαναλάβω αυτό που της είχε πει ο άνδρας της, ο Γρηγόρης, όταν στην αρχή και η ίδια η Αγγελική αναρωτιόταν εάν ήταν καλή σαν συγγραφέας και αν άξιζε: Θυμάμαι ότι της είχε πει « Ότι είναι τυχερή που μπορεί να εκφραστεί γράφοντας, επειδή για κάθε άνθρωπο που εκφράζεται με τη συγγραφή, υπάρχουν χιλιάδες άλλοι οι οποίοι δεν μπορούν να αρθρώσουν λέξη».

Για την Αγγελική ελπίζω δύο πράγματα: Ότι θα συνεχίσει να γράφει, όπως έχει γράψει ως τώρα, σκύβοντας πάνω από τους ήρωες της με αγάπη, και ότι οι ιστορικοί της λογοτεχνίας του μέλλοντος θα της δώσουν την θέση που της αξίζει.

Μάριος Παπαγεωργίου