Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Η ΒΙΒΙΑΝ ΦΟΡΤΗ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ Κα ΜΠΟΥΛΙΑΡΗ


ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ - Πρώτη παρουσίαση του βιβλίου 
της Αγγελικής Μπούλιαρη, από την Άνεμος Εκδοτική
Paul’s - Παραλία Λουτρακίου - 12 Ιουλίου 2012

Η Βίβιαν Φόρτη μιλάει για την Αγγελική και την Κυρία Μπούλιαρη


Σήμερα  έχω τη μεγάλη  τιμή να σας μιλήσω για την κυρία Μπούλιαρη. Όμως έχω και την τεράστια χαρά  να σας μιλήσω για την Αγγελική.
Η κυρία Μπούλιαρη…
Η κυρία Μπούλιαρη μπήκε μια ημέρα, αρχή σχολικής χρονιάς στην τάξη μας. Ήταν δεκαετία του '80. Όλες είχαμε τρελά μαλλιά και φορούσαμε μπλούζες που άφηναν ακάλυπτο τον ένα ώμο και σακάκια με μεγάλες βάτες. Εκτός σχολείου, εννοείται. Όταν βλέπω  φωτογραφίες εκείνης της εποχής, τρελαίνομαι με την άποψη που είχαμε όλες για τη μόδα. Όλες;  Χμ, αυτό δεν ίσχυε για την κυρία Μπούλιαρη. Εκείνη ακόμα και μέσα σε αυτή την τρελή, απαράδεκτη μόδα ήταν ένα fashion icon… Απλά υπέροχη!
 Τα κορίτσια λατρέψαμε το στυλ της, τα αγόρια, πάλι, επειδή ήταν φανερό το νεαρό της ηλικίας της, θεώρησαν ότι θα γινόταν ένα εύκολο θύμα για τις αθώες πλάκες της εποχής της αθωότητας. Σύντομα καταλάβαμε την πλάνη μας και οι μεν και οι δε!

Διότι, ναι, όντως, τα κορίτσια την λατρέψαμε. Όχι όμως για το υπέροχο στυλ της, αυτό δεν το προσέχαμε και τόσο πια.  Η γοητευτική προσωπικότητά της και η ακτινοβόλα καλοσύνη που εξέπεμπε,  σύντομα επισκίασαν όλα τα υπόλοιπα.
Τα αγόρια…την πάτησαν άσχημα! Γιατί κάτω από το γλυκό χαμόγελο και τα ήρεμα μάτια κρυβόταν μία δυναμική και έντονη προσωπικότητα που δεν άφηνε περιθώρια για ανοησίες μέσα στην τάξη.
Κι έτσι και οι δύο ομάδες την  λατρεύαμε. Χαιρόμασταν να κάνουμε μάθημα μαζί της, την θέλαμε να μας συνοδεύει στις εκδρομές. Επειδή ήταν δίκαιη, γλυκιά, σεμνή και αυστηρή, με τον τρόπο που μόνο οι καλοί καθηγητές μπορούν να είναι. Ποτέ δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής. Ένα βλέμμα αρκούσε.
Και πάνω από όλα ΜΑΣ ΜΑΘΑΙΝΕ ΑΓΓΛΙΚΑ. Ναι, το έζησα και αυτό. Την εποχή που κανείς δεν ήξερε για βιωματική διδασκαλία και κανείς δεν είχε ακούσει για ενδιαφέροντα υλικά διδασκαλίας, η κυρία Μπούλιαρη λάμβανε  μέρος σε κάθε σεμινάριο που αφορούσε την αγγλική γλώσσα και τη διδακτική-μεθοδολογία, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, και κάθε Σεπτέμβριο διέθετε ένα με δύο μισθούς για μια γενναία εξόρμηση στα Βιβλιοπωλεία ξενόγλωσσων βιβλίων, για να αγοράσει βιβλία και κασέτες με ασκήσεις γραμματικής, με ευχάριστες ιστορίες και τραγούδια, ενώ παράλληλα ηχογραφούσε κασέτες από την προσωπική της  δισκοθήκη.
Μιλούσαμε Αγγλικά εντός και εκτός τάξης! Ασύλληπτο για την εποχή!
Όμως δεν μας έμαθε μόνο αγγλικά. Μας έδωσε, επίσης, δύο σημαντικότατα μαθήματα ζωής:
Πρώτον: Ποτέ δεν είναι αργά για μία καινούρια αρχή.
Δεύτερον: Να εξαντλείτε τις δυνατότητές σας.
 Αυτά κράτησα σαν πολύτιμα μαθήματα από την Κα Μπούλιαρη.
 Και τα χρόνια πέρασαν, έγινα κι εγώ καθηγήτρια και κατά τη διάρκεια μιας πραγματικά κουραστικής περιόδου,  έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο που με τράβηξε αρχικά σαν τίτλος και σαν εξώφυλλο. 
«Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ», Μάρτιος 2005
Κι έπειτα πρόσεξα το όνομα της συγγραφέως: Αγγελική Μπούλιαρη-Αργυράκη
Κι έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με την Αγγελική…
 Διάβασα το βιβλίο και μαγεύτηκα. Για το αισιόδοξο μήνυμά του, για την αγάπη και τη ζεστασιά που απέπνεε. «Ποτέ δεν είναι αργά για μία καινούρια αρχή» την άκουσα σχεδόν να μας το ψιθυρίζει, μέσα σε μία φωτεινή, γεμάτη  τάξη, να μας το εμπιστεύεται σαν πολύτιμο φυλαχτό για την  μετέπειτα πορεία μας.
Το βιβλίο πήρε το βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος. Ήταν μία δικαίωση… 
Βλέπετε, η Αγγελική άρχισε να γράφει στα δέκα. Στα δώδεκα της ζητήθηκε να γράψει τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει. Αντί εκθέσεως έγραψε ένα διήγημα για μία κοπέλα που έγραφε κι έγραφε ασταμάτητα, έσκιζε τις σελίδες , τις τσαλάκωνε, τις πετούσε, και λίγο αργότερα,  περπατώντας σ’ έναν κεντρικό δρόμο είδε το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα στις προθήκες ενός βιβλιοπωλείου. Αυτό ήθελε να γίνει.
Έβλεπε όνειρα και τα παιδικά αυτά όνειρα τα έκανε ποιήματα:
«Ακόμα και στο όνειρο η χαρά βιαστική» έγραψε σε ένα χαρτί στα δώδεκα ξυπνώντας από ένα όνειρο. Ξέρω πώς είναι τα δωδεκάχρονα. Ζω με δωδεκάχρονα όλη μου τη ζωή.  ΔΕΝ γράφουν ποιήματα! Δεν γίνεται αυτό… Όμως μιλάμε για την Αγγελική.
Και μετά  ήρθε «Η αγάπη φυλαχτό», το 2006. Ένα βιβλίο δυνατό, γεμάτο εικόνες και αγάπη. Ποτέ δεν είναι αργά για μία καινούρια αρχή, μού ψιθύρισε ξανά η Κα Μπούλιαρη.
Ακόμα μία φορά πρωτοπόρος, πριν γίνει μόδα και καραμέλα η «δια βίου μάθηση»,  δεν σταμάτησε να μορφώνεται αληθινά ‘διά βίου’.
Σπούδασε λογοτεχνική μετάφραση και πήρε το δίπλωμά της από το Βρετανικό συμβούλιο, παρακολούθησε σεμινάριο δημιουργικής γραφής-μυθιστορήματος στο ΕΚΕΒΙ, σεμινάριο μετάφρασης παιδικού βιβλίου, σεμινάριο για το έντυπο και ηλεκτρονικό βιβλίο. Στη συνέχεια παρακολούθησε με επιτυχία μαθήματα για τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και σπούδασε την Ιταλική γλώσσα που λατρεύει, αποκτώντας το δίπλωμα Celi 3. Και πάει λέγοντας...
«Μη θάβετε το τάλαντο που σας έδωσε ο θεός», μας έλεγε τότε, και η ίδια το έκανε πράξη. 
Τώρα ανοίγει τα φτερά της, για να πετάξει ακόμα πιο μακριά με αυτό το βιβλίο.
«Πώς λέγεται το καινούριο σου βιβλίο;» την ρώτησα
Μου έριξε ένα παιχνιδιάρικο παιδικό βλέμμα και μου απάντησε:
«Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει».
«Με ποιον εκδότη;»
«Άνεμος», απάντησε.
Πόσο ταιριαστό!
Λάτρεψα τον τίτλο, λάτρεψα το εξώφυλλο όταν το πρωτοείδα, λάτρεψα και το βιβλίο. Το διάβασα μέσα σε μία μέρα. Έξι ιστορίες που με έκαναν να νιώσω σχεδόν τα πάντα… Έκλαψα, γέλασα, θύμωσα, ευχαριστήθηκα. Αισθάνθηκα λύπη για τις ηρωίδες αλλά και τη χαρά της δικαίωσής τους. Όλα αυτά σε διακόσιες σελίδες μόνο. Απίστευτο! Διαβάζω ασταμάτητα από τότε που έμαθα να διαβάζω. Ξέρω τι σας λέω. Δεν γίνεται αυτό, όχι τόσο έντονα, όχι σε τέτοιο μικρό αριθμό σελίδων.
Η Αγγελική όμως τα κατάφερε. Ίσως επειδή είναι ένα πλάσμα σπάνιο, όπως ο μικρός τραυματίας  δρακούλης του τελευταίου διηγήματος του βιβλίου της. Ένα πλάσμα ευαίσθητο, γλυκό και ταλαντούχο. Μοιράζει απλόχερα την αγάπη με την ίδια φυσικότητα με την οποία στην δεκαετία του ’80 μοίραζε τη γνώση. Έχει τα ίδια όμορφα μάτια, μόνο που τώρα είναι πιο σοφά, πιο συνειδητοποιημένα. Εξακολουθεί να είναι fashion icon και εμείς γύρω της εξακολουθούμε να μην το προσέχουμε πολύ, επειδή υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά να δούμε…
Τότε την λάτρευα με τον τρόπο που λατρεύουν τα κοριτσόπουλα τις όμορφες νεαρές κυρίες, ειδικά αν έχουν την τύχη να είναι καθηγήτριές τους.
Τώρα… Τώρα την αγαπώ!

Βίβιαν Φόρτη



Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Παράξενα, Ξεχωριστά Κοχύλια


Αυτό ήταν, λοιπόν, σκέφτηκε η Άνθια. Έτσι έκλεισε κι αυτό το κεφάλαιο μιας συνεργασίας τριών ετών, χωρίς μια λέξη. Ουδείς αναντικατάστατος, επαληθεύτηκε ακόμα μια φορά, άλλωστε, τώρα, το πιο πιθανό ήταν να μην χρειάζονταν καν βοηθό γραμματέα, αφού η Τζούλια είχε ξεμπερδέψει με γέννες και μπιμπερό και πάνες, και η παραίτηση να τους ήρθε κουτί.
Όσο σε χρειάζονται, σε ξεζουμίζουν. Θυμήθηκε τις αμέτρητες φορές που είχε βγάλει δουλειά δυο και τριών υπαλλήλων, αν είσαι τυχερός, σου πετάνε το κόκαλο του μπόνους και καθαρίζουν. Όταν εσύ έχεις ανάγκη, δεν σε ρωτάνε, οι παροχές δίνονται με το σταγονόμετρο, κι όταν πάψεις να προσφέρεις όσα συνήθιζες στο παρελθόν, αν δεν σε πετάξουν, πάντως ξέρουν να σου δείχνουν με τρόπο την πόρτα.


 Ο Μαθιόπουλος, ας πούμε, ποτέ δεν της είχε παραχωρήσει ούτε μια μέρα άδεια για να δώσει εξετάσεις, ούτε καν χωρίς αποδοχές. "Μόλις τελειώσεις το γράψιμο, γύρνα στο γραφείο, έχουμε πολλή δουλειά", ήταν το μοτίβο του, η άδεια που της έδινε ήταν για λίγες ώρες μονάχα.  Αναρωτήθηκε, αν η τόση προσφορά της, ως εργαζόμενης, άξιζε τον κόπο, και ψάχνοντας για την απάντηση, ένιωσε μπερδεμένη, διχασμένη, όσον αφορούσε στη θέση της εργασίας, γενικά, στη ζωή της. Παλιά, ήταν σίγουρη ότι άξιζε η δουλειά να είναι πρώτος στόχος στη ζωή, μετά ήρθε στη ζωή της ο Άλκης και ανέτρεψε την ισορροπία, έβαλε στην πρώτη θέση την καρδιά, και να πού κατέληξε, στην ανατροπή της ανατροπής...
Και τώρα, σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή, αυτή η δουλειά την έδιωχνε, μια άλλη, όμως, θα της άπλωνε σανίδα σωτηρίας, θα της έδινε ένα λόγο να ξυπνάει το πρωί, έναν τρόπο να ζει και να ξεχνάει... 
Παραδόξως, όλα αυτά τα εξέταζε με μια δόση ψυχρής απάθειας, σαν να είχαν νεκρωθεί πολλά από τα συναισθήματά της. Σαν να είχε ξαναγυρίσει στη ζωή το μυαλό της, αλλά όχι ολόκληρο, σαν να είχε παροπλισθεί κάποιο μέρος του.



Τέσσερις ακριβώς, βγήκε στο δρόμο. Δεν έριξε ούτε μια ματιά πίσω της, ούτε μια φορά δεν σήκωσε το κεφάλι προς το παράθυρο των γραφείων του τέταρτου ορόφου, εκεί που μόλις είχε αφήσει τρία χρόνια από τη μικρή ζωή της.
Ο ήλιος του απογεύματος, μιας από τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, της φάνηκε διαφορετικός. Ζεστός, γλυκός, σαν χάδι πάνω στα μάγουλα, στο λαιμό και στα μπράτσα της. Της έκανε εντύπωση που σκέφτηκε έτσι, αλλά από τη μέρα που πήρε εξιτήριο από τον 'Ευαγγελισμό', μ' έναν περίεργο τρόπο, είχαν οξυνθεί οι αισθήσεις της, είχε αρχίσει να βλέπει πράγματα, κοντινά, καθημερινά, που πριν αγνοούσε. Ο ήλιος ήταν ένα, και το πρώτο-πρώτο, από αυτά. Ήταν πάντα εκεί, μα δεν είχε προσέξει ποτέ τη ζέστα του πάνω στο δέρμα της!

Όπως τότε...


 Καλοκαιριάτικο απόγευμα, σε κάποιες ολιγοήμερες διακοπές με τον Κοσμά, σε μια παραλία στα Κύθηρα, κοντά στην Αγία Πελαγία πρέπει να ήταν, δυσκολευόταν να θυμηθεί, υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν θυμόταν τώρα, ύστερα από την απόπειρα, "δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς", είχε πει ο γιατρός, "θυμάσαι όλα τα βασικά, αυτά που λείπουν είναι λεπτομέρειες, δεν θέλω να πιέζεσαι", έψαχνε για κοχύλια και δεν έβρισκε τίποτα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, τέτοιες ακτές, χωρίς κοχύλια!
Στο τελευταίο τους μπάνιο, την ώρα που μάζευε τα πράγματά της, ξεκουμπώθηκε το ένα της σκουλαρίκι κι έπεσε στην άμμο ανάμεσα στα βοτσαλάκια. Άρχισε να ψάχνει με προσοχή, προσέχοντας να μην μετακινηθεί καθόλου και το σπρώξει με το πάτημα προς τα κάτω, και τότε τα είδε.



Χιλιάδες μικροσκοπικά κοχύλια, άσπρα, ροζ, μπεζ, κεραμιδί, γκρι, στρογγυλά, μακρόστενα, χωνάκια, μισοφέγγαρα, βρίσκονταν εκεί, κοντά της, μπροστά στα πόδια της. Ήταν πάντα εκεί, αλλά εκείνη δεν τα έβλεπε. Έψαχνε για μεγάλα, παράξενα, ξεχωριστά κοχύλια, κι αυτά ήταν τόσο διακριτικά, τόσο ταπεινά... Ενθουσιασμένη, μάζεψε μια τσάντα. Όταν έφταναν στην Αθήνα, θα τα έβαζε σε διάφανες γυάλες με νερό. Ο Κοσμάς φώναζε, "Θα χάσουμε το πλοίο, τι τα θέλεις αυτά, πάμε σ' ένα μαγαζί με σουβενίρ, να σου αγοράσω τα καλύτερα".


Έτσι ήταν και η ζωή...  Έτσι έπρεπε να αρχίσει να βλέπει τη ζωή...
  

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Γυναικείοι χαρακτήρες, θέματα δίχως φύλλο - Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει

 
Όταν εκείνο το επιθυμητό συναίσθημα,
το εξουθενωτικό και κατακλυσμιαίο,
σε κυριεύει, και παραδίνεσαι
ολοκληρωτικά στον έρωτά σου,
παρακολουθείς τους γύρω σου
να ασχολούνται με τα απαραίτητα
μικρά καθημερινά,
αμέτοχη, σαστισμένη, έκπληκτη,
γιατί εσύ
άλλο δεν μπορείς να κάνεις
παρεκτός να αγαπάς!





Στο «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι γυναικείοι, αλλά τα θέματα που θίγει δεν έχουν φύλο.
 Είναι ένα βιβλίο για την πιεστική καθημερινότητα, τη συμβίωση, την κρίση-αλλαγή της μέσης ηλικίας, και πάνω απ’ όλα για το παιχνίδι της ζωής, τα ματαιωμένα όνειρα, την αγάπη και το χρόνο.
Οι ηρωίδες αγωνίζονται ενάντια στο χρόνο.
Πότε είναι αγκιστρωμένες στο παρελθόν και παλεύουν με κάποια εμμονή,
κάποιο γελοίο πάθος, όπως το χαρακτηρίζει η ηρωίδα μας η Λυδία. Και άλλοτε
 είναι αιχμάλωτες ενός κουραστικού παρόντος και προσπαθούν να ανακόψουν την ταχύτητα του χρόνου και την αναπόφευκτη φθορά.
Μέχρι να αντιληφθούν ότι δεν γίνεται να μετράει κανείς το χρόνο διαφορετικά από τους άλλους, ατιμώρητα, χωρίς απώλειες δηλαδή. Και τιμωρία είναι που κάποια  στιγμή δεν μπορούν να συμπέσουν η καρδιά και το σώμα στο ίδιο σημείο, στον ίδιο τόπο, στον ίδιο χρόνο.
Κι ακόμα συνειδητοποιούν το παιχνίδι της ζωής. Ότι όσα θεωρούσαν στη νιότη τους ένα παιχνίδι, ήταν η ζωή η ίδια.
Παρόλα αυτά, το «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» είναι ένα βαθύτατα συμφιλιωτικό και πολύ αισιόδοξο βιβλίο!
Μας συμφιλιώνει με τον εαυτό μας και με τα όνειρά μας.
Και αισιοδοξεί ότι
τα όνειρα μονάχα αναβάλλονται, όμως δεν ακυρώνονται ποτέ!
Πολλές ανατροπές έφερε το τριαντάφυλλο.
Και πρώτα απ' όλα,
Ποιος το είχε στείλει;


Έρχεται πάντα μια στιγμή στη ζωή κάθε γυναίκας που γυρνάει το βλέμμα προς τα πίσω,
στο δρόμο που περπάτησε ως τώρα, τον περισσότερο ή λιγότερο ταξιδεμένο. Τότε δοκιμάζει
μια παράτολμη ίσως, νοσταλγική κατάδυση στα βαθιά νερά του παρελθόντος και
έρχεται αντιμέτωπη με την αλήθεια της.

Είναι η στιγμή που παίρνει τα βυθισμένα παλιά της όνειρα απ’το χέρι, τα ανασύρει
στην επιφάνεια και τα επιστρέφει στο φως και στη ζωή.

Επειδή τα όνειρά της, απλά, τα ανέβαλε, δεν τα ακύρωσε!

Έφταιγε ο Τζόνυ!
Γιατί έτσι όπως την κοίταζε, εκείνη ξεχάστηκε
και δεν μπόρεσε να αποφύγει το μοιραίο...

Ο κεραυνοβόλος έρωτας και η εμμονή στις παλιές αγάπες, οι πρώτες ρυτίδες και τα
ινστιτούτα ομορφιάς, η αγωνία για το μέλλον και οι αστρολογικές προβλέψεις,
η συζυγική αποξένωση και η ξαφνική υπενθύμιση των παλιών ονείρων,
ξετυλίγονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου, με χιούμορ και τρυφερότητα.
Τα αντικείμενα παίζουν κι αυτά ένα σημαντικό ρόλο και αναστατώνουν
τη ζωή των προσώπων.  
Ένα γαλάζιο φούτερ κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, ένα κινητό και μια  τράπουλα,
μια βαλίτσα κι ένα άσπρο μαντίλι, η τηλεόραση και  ο υπολογιστής, φέρνουν τα πάνω
κάτω, καθώς στήνουν το δικό τους χορό μαζί με τον Τζόνι Ντεπ κι έναν μικρό δράκο!

"Αντίο!"
Κι αφού τη δίδαξε πολλά ο μικρός δράκος, την αποχαιρέτησε,
μαζί και τους αναγνώστες, στο τέλος του βιβλίου


Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΕΝΑ ΠΡΩΙ, ΕΝΑΣ ΠΛΑΣΙΕ...

Το πρώτο μου χειρόγραφο ανασύρθηκε σήμερα, τυχαία και απρόσμενα, από κάποιο ντουλάπι. Χτυπημένο στην πρώτη μου γραφομηχανή OLYMPIA, δεν μπορούσε παρά να είναι αφιερωμένο στη μεγάλη μου αγάπη, το Βιβλίο!


ΣΥΝΤΟΜΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Μου συμβαίνει πολύ συχνά να σκέφτομαι την περασμένη μου ζωή, αναπολώντας, όχι τα μεγάλα γεγονότα, τα συνταρακτικά, αυτά που με σημάδεψαν ή με ενθουσίασαν ή με προσγείωσαν απότομα ή τέλος πάντων, αυτά για τα οποία συνήθως λέμε με δυο λόγια, ίσως μνησίκακοι και αποφασισμένοι, "δεν θα το ξεχάσω ποτέ". Αλλά κάποια άλλα γεγονότα μικρά, σκονισμένα από την ασημαντότητα και τη λησμονιά, πολύ μα πολύ καθημερινά. Γεγονότα αποκλειστικά για μένα, που οι άλλοι τα είδαν με την άκρη του ματιού τους, όπως βλέπουμε κάθε πρωί τη γωνία του δρόμου βγαίνοντας από το σπίτι μας για να πάμε στη δουλειά. Κι ακόμα μου συμβαίνει τακτικά να σκέφτομαι το πέρασμα. Το δικό μου από τη ζωή των άλλων και των άλλων από τη ζωή τη δική μου.
Και πολλές φορές απορώ και εκπλήσσομαι, αλλά και γοητεύομαι και συναρπάζομαι με το πόσο ανυποψίαστοι για το ρόλο που παίζουμε στη ζωή κάποιου άλλου, περνάμε ανέμελα, αδιάφορα, ίσως ανεύθυνα, απαλά ή σκληρά από τη δική του ζωή.

Γι' αυτό, λοιπόν, θα 'θελα να σας μιλήσω τώρα, για το γοητευτικό, σύντομο πέρασμα ενός περαστικού από τη δική μου ζωή. Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ θα μας πάει πολύ μακριά στο παρελθόν, σ' ένα κεφάλαιο ιδιαίτερης προσοχής για τον καθένα, θα μας ταξιδέψει στην ομίχλη της παιδικής ηλικίας...


Ήμουν κοντά έντεκα χρόνων τότε. Κι ήταν το πρωινό μιας συνηθισμένης μέρας. Ο πατέρας έλειπε στη δουλειά, η μητέρα μαγείρευε, κι εγώ έπαιζα στην αυλή, περιμένοντας να έρθει η ώρα για να πάω απογευματινή στο σχολείο. Αυτοί ήταν οι ρόλοι μας τότε, κι εμείς ένα ακόμα αντίγραφο του παραδοσιακού πρότυπου, έτσι κι εγώ έπαιζα, ξέροντας πως θα ερχόταν η μέρα να κάνω με τη σειρά μου δουλειές μέχρι να βαρεθεί η ψυχή μου. Βρισκόμουνα στον παιχνιδένιο μου κόσμο, όταν άκουσα τη βαριά, σιδερένια εξώπορτα να τρίζει, σημάδι πως κάποιος έμπαινε. Στάθηκα κοιτώντας προς τα κει, και είδα να εμφανίζεται ένας άντρας ψηλός και μεγάλος στην ηλικία, για μένα που ήμουν μικρή και κοντή και με κούραζε πολύ να τεντώνω το κεφάλι μου προς τα πάνω και πίσω για να κοιτάζω κατάματα τους μεγάλους. Κρατούσε ένα χαρτοκιβώτιο κάτω από τη μασχάλη του. Δεν τον ήξερα. Ήταν γελαστός και με ρώτησε που ήταν η μαμά μου. Έβαλα μια φωνή, "μαμά", χωρίς να κουνηθώ από τη θέση μου. Πράγματι, βγήκε η μητέρα και μόλις αντικρυστήκανε, ευχαρίστηση, χαιρετισμοί και γέλια, και ακολούθησε διάλογος. "Εδώ μένεις;" "Ναι. Και συ πότε ήρθες στην Αθήνα;" "Τώρα τελευταία. Παντρεύτηκα και κάνω τον πλασιέ βιβλίων προσωρινά." "Κάθισε να σε κεράσω!" Και άλλα τέτοια.



Του έφερε καρέκλα και κάθισε πλάι στο τραπεζάκι της αυλής μας, ακουμπώντας το χαρτοκιβώτιο κάτω. Ήρθε το καφεδάκι, έπιασαν την κουβέντα με τη μητέρα, κι εγώ άκουγα με κρυμμένη περιέργεια ασχολούμενη με τα σοσόνια μου. Μιλούσαν για πράγματα δικά τους που δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον για μένα, κι απ' όλα όσα λέγανε δυο πράγματα μου μείνανε, ένα που κατάλαβα κι ένα που δεν κατάλαβα. Το πρώτο ότι ήταν συγγενής της μητέρας και το δεύτερο ότι ήταν πλασιέ, λέξη που δεν είχα ιδέα τι σήμαινε.
Τέλος, έφτασε η ώρα να φύγει, οπότε ανοίγει το κουτί και βγάζει ένα βιβλίο με πράσινο δερμάτινο εξώφυλλο. Μου το χάριζε, έτσι για τη χαρά που ένιωσε απ' αυτό το τυχαίο συναπάντημα.




Μόλις ο άντρας έφυγε, έτρεξα, άρπαξα το βιβλίο κι άρχισα να το ξεφυλλίζω με βιασύνη, περιέργεια, μα και χαρά! Μέχρι τότε το διάβασμά μου ήταν τα παραμύθια του Δαρεμά και του Παπαδημητρίου, παραμύθια του Άντερσεν και των αδερφών Γκριμ, τα Κλασικά Εικονογραφημένα και τα φωτορομάντζα εβδομαδιαίου περιοδικού που μου είχαν γνωρίσει τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα καθώς και την Κυρία με τις Καμέλιες. Δεν είχε καθόλου φωτογραφίες, γι' αυτό στην αρχή δεν μ' άρεσε. Φαίνεται όμως πως είχα αρχίσει να ωριμάζω κι έτσι ξεπέρασα το εμπόδιο κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμά του.
Μ' άρεσε πολύ ο τρόπος που μιλούσαν οι ήρωες του βιβλίου με κοφτές σύντομες φράσεις, μ' άρεσε ο έρωτας που ωρίμασε στις καρδιές τους μέσα στον πόλεμο, δεν μ' άρεσε μόνο το ότι η ηρωίδα πέθαινε στην προτελευταία σελίδα, αλλά και πάλι βρήκα γοητευτικό το τέλος του: Η ηρωίδα έχει πεθάνει, κι ο ήρωας, αφού τους διώχνει όλους και μένει για λίγο μαζί της, νιώθει σαν να λέει 'αντίο' σ' ένα άγαλμα. Τότε φεύγει από το νοσοκομείο για να γυρίσει στο ξενοδοχείο του περπατώντας μέσα στη βροχή. Τέλος.


Μ' άρεσε τόσο πολύ εκείνο το βιβλίο, ώστε μετά συνέχισα με άλλα και με άλλα βιβλία, και μια από τις μεγάλες μου απολαύσεις της εποχής εκείνης ήταν όταν έφευγαν όλοι από το σπίτι κι εγώ έμενα μόνη και ήσυχη για να διαβάσω ό,τι και όσο ήθελα, χωρίς συμβουλές του τύπου "πρώτα το σχολείο!"
Το ευγνωμονώ και του έχω δώσει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, επειδή άνοιξε για μένα "ένα θαυμαστό, καινούργιο κόσμο", τον κόσμο των βιβλίων. Έναν κόσμο που υπάρχει ακόμα για να με συντροφεύει, να με γαληνεύει, να με παρηγορεί, να με ενθαρρύνει, να μου χαρίζει γνώση και να με κάνει να μη νιώθω μόνη και χαμένη ...στο διάστημα.
Με αίσθημα ευγνωμοσύνης θυμάμαι, επίσης, εκείνον τον μακρινό συγγενή, τον αγράμματο συγχωριανό, που κατέβηκε στην πόλη, για να κάνει την τύχη του κάνοντας τον πλασιέ, πέφτοντας πάνω μας και χαρίζοντάς μας αυτό το βιβλίο, του οποίου θα σας πω τον τίτλο, έτσι, για να σας φύγει η περιέργεια, αν δεν το έχετε κιόλας καταλάβει. Ήταν ο "Αποχαιρετισμός στα Όπλα", του Έρνεστ Χεμινγουέη.



 Γι' αυτό, λοιπόν, μια που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή επίδρασή μας πάνω στους άλλους, ας μιλάμε κι ας φερόμαστε με αγάπη και υπευθυνότητα σε κάθε περίσταση, κι επειδή αυτό ίσως είναι κάπως δύσκολο, τουλάχιστον ας χαρίζουμε κάποιο βιβλίο. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να προκύψει. Ακόμα κι ένα ταλέντο... σαν το δικό μου!




Υ.Γ. Σας ευχαριστώ που μοιραστήκατε αυτό το κείμενο μαζί μου!