Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες
της Ντέλια
Όουενς
Μετάφραση:
Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις ΔΩΜΑ /
βιβλία στην Αθήνα, 2019
Για χρόνια, οι φήμες για την Πιτσιρίκα του Βάλτου έδιναν
κι έπαιρναν στο Μπάρκλι Κόουβ, ένα ήσυχο ψαροχώρι της Βόρειας Καρολίνας. Ο
θάνατος του νεαρού Τσέις Άντριους τις έκανε να φουντώσουν ακόμη περισσότερο.
Ποιος θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει, αν όχι εκείνο το αγριοκόριτσο που ζούσε
μονάχο του στα βάθη του βάλτου;
Αλλά την Κάια δεν την είχαν καταλάβει. Ευαίσθητη και έξυπνη,
είχε καταφέρει να επιβιώσει ολομόναχη, εγκαταλελειμμένη απ’ τους ανθρώπους,
παρέα με τους γλάρους και μ’ όσα της δίδαξε η άμμος κι η αρμύρα. Όταν δύο
νεαροί απ’ το χωριό γοητεύονται απ’ την άγρια ομορφιά της, η Κάια ανοίγεται σε
μια καινούργια ζωή. Αλλά τότε συμβαίνει το αδιανόητο.
Μια ωδή στον φυσικό κόσμο και μια σπαρακτική ιστορία
ενηλικίωσης, που μας υπενθυμίζει πώς τα παιδικά μας χρόνια μάς καθορίζουν για
πάντα και ότι η ανθρώπινη φύση κουβαλά αρχέγονα, βίαια μυστικά, απ’ τα οποία
κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει. (Οπισθόφυλλο)
«Η Κάια άφησε το περιοδικό στα πόδια της με το μυαλό της να ταξιδεύει σαν τα σύννεφα. Κάποια θηλυκά έντομα τρώνε το ταίρι τους, μητέρες από την οικογένεια των θηλαστικών εγκαταλείπουν τα μικρά τους λόγω του μεγάλου στρες, πολλά αρσενικά βρίσκουν ριψοκίνδυνους ή πανούργους τρόπους ώστε το σπέρμα τους να επικρατήσει των ανταγωνιστών τους. Τίποτα δεν είναι υπερβολικά απρεπές εφόσον βοηθάει να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής. Η Κάια ήξερε πως αυτό δεν αποτελούσε κάποια σκοτεινή πλευρά της Φύσης· ήταν απλώς επινοητικοί τρόποι να τα βγάζεις πέρα όταν όλα είναι εναντίον σου. Και με τους ανθρώπους, το πράγμα σίγουρα πήγαινε ακόμα πιο μακριά.» (Απόσπασμα)
Με
το πρώτο κεφάλαιο να μας μεταφέρει πίσω στο χρόνο, στο έτος 1952, αρχίζει η
ιστορία της Κάια, της Πιτσιρίκας του Βάλτου. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, η
συγγραφέας πηγαινοέρχεται μπρος πίσω στο χρόνο στα διάφορα κεφάλαια, από το
1952 έως το 1970, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα ενδιάμεσα γεγονότα μέχρι το θάνατο
του Τσέις, και δίνοντας ένα απροσδόκητο και συνταρακτικό φινάλε.
Ποια
είναι η Κάια, ή «Πιτσιρίκα του Βάλτου»; Η Κάια ήταν έξι
ετών, το μικρότερο παιδί της οικογένειας, όταν η Μητέρα της εγκατέλειψε ξαφνικά
τη συζυγική στέγη, χωρίς να ρίξει βλέμμα πίσω της. Σύντομα, όλα τα αδέλφια της
ακολούθησαν το φευγιό της, αφήνοντας τελικά την Κάια μόνη, μαζί με τον συχνά απόντα,
αλκοολικό και βίαιο πατέρα. Η ζωή της αλλάζει. Είναι υποχρεωμένη να μάθει να
φροντίζει την παράγκα τους, να μαγειρεύει, να καθαρίζει και να φροντίζει και τους
δυο τους. Πρέπει να μάθει να ψωνίζει, να μαγειρεύει αλλά και να προμηθεύεται
φαγητό για τον εαυτό της, σε περίπτωση απουσίας του πατέρα της. Όλα αυτά, ενώ αντιμετωπίζει
την απόλυτη ερημιά του βάλτου, τα αισθήματα της εγκατάλειψης και της απώλειας καθώς
και τη διάψευση των ελπίδων της ότι, δεν μπορεί, η Μητέρα κάποια στιγμή θα επιστρέψει.
Οι περισσότεροι αξιοσέβαστοι ντόπιοι περιφρονούν το κορίτσι, το κρίνουν, το γελοιοποιούν
και το εκφοβίζουν. Όμως, ευτυχώς, υπάρχουν και οι λίγοι εκείνοι, όπως ο Σάλτας
και η σύζυγός του, η Μέιμπελ, που αν και έχουν τα λιγότερα για να δώσουν,
δίνουν στην Κάια τα περισσότερα και τα πιο σημαντικά: καλοσύνη, φιλία, αγάπη και
βοήθεια για την επιβίωση.
Η
Μητέρα Φύση γίνεται κυριολεκτικά η τροφός και δασκάλα της Κάια. Μέσα στην πιστή αγκαλιά
μιας άγριας φύσης που δεν κάνει διακρίσεις, η Κάια βρίσκει καταφύγιο, κρύβεται
και μεγαλώνει ως πρωταρχικό ανεξάρτητο ον, μαθαίνει για τη ζωή μέσω των αλληλεπιδράσεών της με τα
πλάσματα του Βάλτου, αλλά και ενστερνίζεται το ελεύθερο πνεύμα της φύσης.
Αυτά,
έως ότου ένα νεαρό αγόρι από την πόλη, ο Τέιτ, που υπήρξε φίλος του μεγαλύτερου
αδερφού της, επιζητεί τη φιλία της και την διδάσκει ανάγνωση, γραφή και
αριθμητική, ανοίγοντας έτσι ένα μεγάλο, φωτεινό παράθυρο στην μέχρι τότε
αγέλαστη ύπαρξή της. Η φιλία του, η αποδοχή του, όσα της διδάσκει, την κάνουν
ευτυχισμένη, μέχρι τη στιγμή που ο Τέιτ πρέπει να φύγει για σπουδές στο
Πανεπιστήμιο.
Ο δεύτερος νεαρός άνδρας που μπαίνει στη ζωή
της, είναι ο Τσέις Άντριους, τοπικός θρύλος του ποδοσφαίρου. Με λόγια και
υποσχέσεις, την κάνει να ελπίζει σε ένα μέλλον όπου θα έχει την ευκαιρία να
γίνει αποδεκτή, να ανήκει κάπου, να αναπτυχθεί και να αγαπηθεί. Άραγε, θα
εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, ή θα επαναληφθεί η ίδια παλιά ιστορία;
Το
1969, ο Τσέις Άντριους βρίσκεται νεκρός. Οι εικασίες γίνονται στρόβιλος σχετικά
με το κίνητρο και τους πιθανούς υπόπτους, ενώ οργιάζουν ξανά οι φήμες που κυκλοφορούσαν
εδώ και χρόνια για τη σχέση του Τσέις με το Κορίτσι του Βάλτου. Θα μπορούσε να
είναι αυτή η δολοφόνος του; Τι κίνητρο θα μπορούσε να έχει; Έχει άλλοθι και
ποιο; Και ποια θα είναι η αντίδραση της αδιάφορης, υποκριτικής και
προκατειλημμένης τοπικής κοινωνίας; Θα την αποδεχτούν ή θα την αναθεματίσουν;
Το
μυθιστόρημα ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΟΙ ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ είναι μια συγκινητική, άλλοτε
σκληρή και κάποιες φορές τρυφερή περιγραφή της γενναίας επιβίωσης της Κάια
Κλαρκ, ενός μικρού κοριτσιού που εγκαταλείφθηκε από γονείς, αδέλφια, το σχολικό
σύστημα, ολόκληρη την πόλη που την περιβάλλει, και εντέλει από ό,τι αποκαλούμε ζωή.
Είναι μια ιστορία αντοχής και επιβίωσης, ελπίδας και αγάπης, απώλειας και ερημιάς,
απελπισίας και προκατάληψης, αποφασιστικότητας και δύναμης.
Η
γραφή μοναδική, πυκνή και ατμοσφαιρική, εξαιρετικά όμορφη, με καθηλωτική
φαντασία, κόβει την ανάσα. Η ματιά της
συγγραφέα στους νόμους της Φύσης τόσο διεισδυτική, που πιστεύω ότι αρκετοί
αναγνώστες θα αντιληφθούν και θα κατανοήσουν τη Φύση με αυτόν τον τρόπο για πρώτη
φορά. Λυρισμός και ποίηση υπάρχουν στο έργο, μόνο όσο χρειάζεται για να
αποδοθούν τα βαθύτερα ανθρώπινα συναισθήματα και η σύνδεση του ανθρώπου με τη
μητέρα φύση.
Στο
βιβλίο της Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, η συγγραφέας, Ντέλια Όουενς,
αντιπαραθέτει μια βαθυστόχαστη ωδή προς τον φυσικό κόσμο απέναντι σε μια εκπληκτική και πανέμορφη ιστορία
ενηλικίωσης και ένα μυστήριο που στοιχειώνει. Στοχαστικό, σοφό και βαθιά
συγκινητικό, το πρώτο μυθιστόρημα της Όουενς, μας υπενθυμίζει ότι διαμορφωνόμαστε
για πάντα από το παιδί μέσα μας, ενώ επίσης εξαρτόμαστε από τα όμορφα και βίαια
μυστικά που κρατάει η φύση.
Από
τα πιο όμορφα βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία δέκα χρόνια!
H Delia Owens (1949)
είναι Αμερικανίδα ζωολόγος και συγγραφέας. Για 23 χρόνια, έζησε σε ορισμένες
από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Αφρικής, μελετώντας λιοντάρια,
ελέφαντες, και άλλα ζώα. Έχει γράψει, μαζί με τον πρώην σύζυγό της, τρία βιβλία
για την άγρια ζωή στην Αφρική, τα οποία έγιναν διεθνείς επιτυχίες. Έχει
βραβευτεί με το John Burroughs Award for Nature Writing, ενώ
άρθρα και μελέτες της έχουν δημοσιευτεί, μεταξύ άλλων, στο Nature, στο African Journal of Ecology και στο International Wildlife. Το Εκεί
που τραγουδάνε οι καραβίδες είναι το
πρώτο της μυθοπλαστικό έργο.