Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΡΜΟΓΙΑΝΝΗΣ στο tovivlio.net για τους "ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ"

 

ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ, της Αγγελικής Μπούλιαρη – Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΟΣ

Κριτική από τον Κώστα Θερμογιάννη, στην ιστοσελίδα https://tovivlio.net/

07-02-2017


Ουκ εν τω πολλώ το ευ. Τούτη η διαπίστωση μπορεί να βρίσκει εφαρμογή σε πολλά πράγματα στη ζωή, όχι όμως στο πραγματικά πληθωρικό βιβλίο της Αγγελικής Μπούλιαρη «Δραπέτες του ονείρου» από τις εκδόσεις ΩΚΕΑΝΟΣ. Πληθωρικό όχι μόνο σε όγκο, αλλά σε νοήματα, σε λογοτεχνική αξία, στη γραφή και την πλοκή της υπόθεσης αλλά και σε συναισθήματα. Η ηρωίδα της ιστορίας, η Ευρυδίκη, από το πρώτο δευτερόλεπτο της ζωής της, στην κυριολεξία, βίωσε την απόρριψη και την καταπίεση, ταυτόχρονα όμως έχτισε έναν γενναίο χαρακτήρα και προσπαθούσε διαρκώς να βρει διέξοδο στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Η απόρριψη του πατέρα, που καρτερικά περίμενε στο καφενείο τα καλά νέα της γέννησης ενός αγοριού, αλλά αντί αυτού απέκτησε κι άλλη κόρη, την τρίτη στη σειρά, είχε ως αποτέλεσμα μια αδιάφορη μάνα κι αδέρφια που δε θα ήταν υπερβολή αν ισχυριστούμε πως το μόνο που τους ένωνε ήταν η κοινή γραμμή του αίματος.
Η συγγραφέας ζωντανεύει στα μάτια του αναγνώστη το σκληρό πρόσωπο της επαρχίας παλαιότερων εποχών, που ξεχώριζε τα παιδιά σε ‘χρήσιμα’ αγόρια και περιττά, ενδεχομένως δε και ανεπιθύμητα, κορίτσια. Το δράμα όμως της πρωταγωνίστριας δεν περιορίζεται μόνον εκεί. Δίνεται σε μια άτεκνη οικογένεια στην οποία δεν μπορεί να βρει τη στοργή και την αγάπη που αναζητά ένα παιδί κι η μοίρα της επιφυλάσσει κι άλλα δεινά, τα οποία δεν είναι σκόπιμο να αναφέρουμε για να μη χαθεί η μαγεία της ανάγνωσης από όλους εκείνους που επιθυμούν να το διαβάσουν, αλλά που πολύ εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς. Η σωματική και η λεκτική βία είναι πάντως στο ημερήσιο πρόγραμμα…

Η πένα της Αγγελικής Μπούλιαρη φροντίζει να προκαλέσει στον αναγνώστη του μυθιστορήματός της ποικίλα συναισθήματα. Θα συγκινηθεί, θα προβληματιστεί, θα αναρωτηθεί για πράγματα που θεωρεί αυτονόητα, θα απογοητευτεί από τις καταστάσεις που περιγράφονται, ας μην ξεχνάμε πως υπήρξαν (μήπως άραγε υπάρχουν ακόμα;) εποχές που τέτοιες ιστορίες αποτελούσαν αληθινά βιώματα, μα και θα μαγευτεί συνάμα από την εξαιρετική γλώσσα της συγγραφέως κι από τις καλογραμμένες περιγραφές που θα συναντήσει μέσα στο βιβλίο. Οι δραπέτες του ονείρου είναι μια προσεγμένη έκδοση από τον ΩΚΕΑΝΟ, μια ιστορία που είναι έντονα ψυχογραφική και που μέσα από το μαύρο φόντο της μπορεί κανείς να διακρίνει τον άνθρωπο που δε σταματά να παλεύει, που δε χάνει την ελπίδα του, που καταφέρνει να αφήσει πίσω του όλες τις αντιξοότητες παρά τους αντίθετους οιωνούς που πλανώνται στην ατμόσφαιρα γύρω του. Είναι ένα πάρα πολύ καλό μυθιστόρημα που αξίζει να μελετήσει κανείς.







Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη εδώ:



Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

ΟΤΑΝ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ, Άγγελος Χαριάτης

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΝΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΠΕΡΙΠΟΥ ΜΕΣΗΛΙΚΑ)*

Γράφει η Αγγελική Μπούλιαρη




Αυτός ο σύγχρονος άνθρωπος, ο περίπου μεσήλικας, είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος. Λέγεται Λάζαρος και είναι παντρεμένος. Έχει μια καλή και εργαζόμενη σύζυγο, δύο υγιή και ζωηρά παιδιά και μια έστω και μέτρια αμειβόμενη εργασία. Αν και αναγνωρίζει ότι λόγω της κρίσης πολλοί γύρω του βρίσκονται σε χειρότερη θέση, επιστρέφει στο σπίτι από τη δουλειά πάντα κουρασμένος, νευρικός και κατσούφης. Το χειλάκι του δεν σκάει εύκολα χαμόγελο. Γιατί απλώς, ο Λάζαρος έχει πάψει να χαίρεται. Και έχει παραιτηθεί από προσωπικές χαρές.

Έχει περιπέσει σε μια Λήθη η οποία τρέφεται από την μονοτονία της οικογενειακής και εργασιακής ζωής, από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Αυτή η καθημερινότητα περιγράφεται πειστικά και γλαφυρά, σχεδόν σχολαστικά, από τον ταλαντούχο συγγραφέα μας, τον Άγγελο, για να δείξει πιστεύω τον πιεστικό τρόπο ζωής και εργασίας που εγκλωβίζει τον άνθρωπο της εποχής μας στο άγχος, το στρες και στα επουσιώδη πράγματα, ενώ ταυτόχρονα τον απομακρύνει από τα πραγματικά σημαντικά που είναι οι ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις.

Ως πατέρας ο Λάζαρος είναι παραπάνω από συνεπής στα καθήκοντά του. Αγωνίζεται για να καλύψει όλες τις ανάγκες των παιδιών, πρακτικές και συναισθηματικές, και προσπαθεί να οικοδομήσει σχέσεις αγάπης και ασφάλειας μαζί τους. Όμως, ως σύζυγος, δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια προς την πλευρά της συντρόφου του, την παρουσία της οποίας, επίσης, έχει πάψει να χαίρεται. Σκέφτεται και δρα σαν να νομίζει ότι η σχέση με τη γυναίκα του μπορεί να επανέλθει σε μια καλύτερη προηγούμενη κατάσταση από μόνη της, ως δια μαγείας, ή έστω μονομερώς, με τις προσπάθειες της συντρόφου του μονάχα.

Όμως, καλώς ή κακώς, καλώς κατά τη γνώμη μου και πιστεύω τη γνώμη των περισσοτέρων, ο κήπος της αγάπης ενός ζευγαριού χρειάζεται συνεχή φροντίδα και πρόνοια, ακριβώς όπως το tango χρειάζεται δύο χορευτές. Εδώ, όμως στην περίπτωση του ζευγαριού μας, του Λάζαρου και της Μαργαρίτας, έχουμε μια μετάθεση της συζυγικής αγάπης και από τους δύο συντρόφους προς τα παιδιά τους. Ωστόσο,  η ζωή, ο μεγάλος δάσκαλος, θα τους δείξει με τον τρόπο της ότι αυτό όχι μόνο δεν αρκεί αλλά ούτε είναι σωστό, και η ευθύνη είναι μοιρασμένη εξίσου.

Μια μικρή διέξοδος για το Λάζαρο, μια προσωπική ικανοποίηση, είναι τα δέκα λεπτά που περνά κάθε πρωί μόνος στο μπαλκόνι του, παρακολουθώντας το σκοτάδι να φεύγει και την ημέρα να έρχεται. Όταν ξημερώνει, αυτά τα δέκα λεπτά, όπως ομολογεί ο ίδιος είναι τα δέκα καλύτερα λεπτά της μέρας, γιατί τα λέει αληθινά με τον εαυτό του και κανείς δεν τον διακόπτει. Τότε απολαμβάνει σιωπή, ενδοσκόπηση και ελευθερία. Παραδέχεται ακόμα ότι δεν ξέρει αν είναι ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος και αμφισβητεί αν η πορεία της ζωής του είναι επιλογή του ή αν εξωγενείς παράγοντες τον έσπρωξαν εδώ.

Έχοντας ξεχάσει τη δράση, την αντίδραση, την προσπάθεια, τη χαρά, και καθώς ο δρόμος της ζωής προς την ωριμότητα αποδεικνύεται κάπως δύσκολος, ο Λάζαρος ψάχνει μέσα από το μονοπάτι της ονειροπόλησης το δικό του καταφύγιο, τον προσωπικό του χωροχρόνο, σ’ εκείνα τα λίγα λεπτά που παρακολουθεί το ξημέρωμα καπνίζοντας στο μπαλκόνι του. Και αρχίζει να λοξοδρομεί προς το παρελθόν, όπου υπάρχει κάτι που δεν έχει διαγράψει η μνήμη του και η καρδιά του. Είναι ο  παλιός, νεανικός και ανεκπλήρωτος έρωτάς του για την παράξενη, αντιφατική και απρόβλεπτη Γλυκερία…

Άραγε, γιατί επιστρέφει ο Λάζαρος, γιατί επιστρέφουμε γενικά στο παρελθόν; Ίσως επειδή υπάρχει πάντα μια ομίχλη σ’ αυτό το κομμάτι της ζωής μας, ενώ η επιλεκτική μας μνήμη διαλέγει με καινούργια κριτήρια να φωτίσει ή να σκιάσει παλιά πρόσωπα, γεγονότα και συναισθήματα. Ίσως επιστρέφουμε επειδή εκείνο το «αν» και το «μήπως χρωστάμε μια ακόμα ευκαιρία» μας καταδιώκει, ενώ η προοπτική να γυρίσουμε πίσω και να δράσουμε διαφορετικά, με άλλους όρους, άλλες θέσεις και άλλα λόγια, μας ελκύει, μας δίνει ελπίδα και ζωντάνια.

Κι ενώ ο Λάζαρος βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση ρουτίνας, αμφισβήτησης, ονειροπόλησης και λοξοδρόμησης προς το παρελθόν, την πόρτα του χτυπούν το τέρας της ανεργίας αλλά και η ίδια η Γλυκερία που επιστρέφει… Όπως όλοι καταλαβαίνουμε, οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει εντελώς για τον ερχομό μιας κρίσης, προσωπικής και συζυγικής-οικογενειακής στη ζωή του Λάζαρου. Τι θα συμβεί; Ποιος θα νικήσει στην πάλη που θα ακολουθήσει, όπου οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη; Δεν έχω πρόθεση να το αποκαλύψω, φυσικά.

Θα πω μόνο ότι ο Άγγελος δημιούργησε έναν πολύ ενδιαφέροντα, ρεαλιστικό χαρακτήρα, ο οποίος μας είναι συμπαθής παρά τα όσα τυχόν «αντιπαθητικά» κάνει. Ο Λάζαρος είναι ευαίσθητος, συναισθηματικός, σχεδόν άριστος πατέρας (διατηρούμε μια δικαιολογημένη επιφύλαξη). Κατά βάση τον θεωρώ ειλικρινή, δείχνει να εκτιμά τη σύζυγό του και απ’ όσο καταλαβαίνουμε υπήρξε και καλός υπάλληλος στην εργασία του. Εξακολουθεί να μας είναι συμπαθής ακόμα και όταν ολισθαίνει προς το ψέμα και την προσποίηση, όταν οι συνθήκες εργασίας αλλάζουν σε συνθήκες ανεργίας. Αλλά και όσον αφορά στο θέμα του ανεκπλήρωτου έρωτά του, τον συμπονάμε. Γιατί, αλήθεια, ποιος είναι αυτός που δεν κρύβει στα βάθη της ψυχής του έναν τέτοιον έρωτα; Και ποιος δεν θα ήθελε να τον συναντήσει ξανά, να του δοθεί ένα φιλί, ένα άγγιγμα, μια λέξη;

Κατανοούμε και τις ονειροπολήσεις του Λάζαρου. Άλλωστε δεν είναι κακό να κάνει κανείς όνειρα. Αντιθέτως, επιβάλλεται. Τι θα κάναμε αν δεν είχαμε την άκρη ενός ονείρου να πιαστούμε; Απλώς, στο δρόμο προς την ωριμότητα χρειάζεται να τα αλλάζουμε…

Όμως μας θυμώνει κιόλας λίγο. Γιατί βλέπουμε μιαν αφέλεια, μιαν ανωριμότητα, μια ευπιστία που τον τυφλώνουν (ίσως βέβαια και να θέλει να τυφλωθεί) που εμάς καθώς τον παρακολουθούμε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, μας κάνει να φοβόμαστε πως θα μπλέξει σε άσχημους μπελάδες και ίσως το τίμημα να είναι πολύ βαρύ για να το αντέξει.


Συνοψίζοντας, θέλω να πω ότι απόλαυσα το μυθιστόρημα του Άγγελου, ΟΤΑΝ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ, ιδιαιτέρως ως γυναίκα αναγνώστρια, επειδή οι άντρες συγγραφείς δεν καταδέχονται συχνά να ασχοληθούν με θέματα όπως η οικογένεια, τα παιδιά, η συζυγική ζωή. Εδώ, ο συγγραφέας μας, με το θέμα του, και προπαντός με την τέχνη του και την αμεσότητα της γραφής του, κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αδιάπτωτο μέχρι την τελευταία σελίδα - για την ακρίβεια τον κρατάει σε αγωνία, τον αγγίζει, τον συγκινεί και το κυριότερο τον βάζει σε σκέψεις γύρω από θέματα, καταστάσεις και σχέσεις που αφορούν όλους μας μέσα στην σύγχρονη πραγματικότητα.


ΟΤΑΝ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ, Άγγελος Χαριάτης
Μυθιστόρημα, Σελίδες 444, 
Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, 2016






* Από την παρουσίαση του βιβλίου στο Charlotte - Wine Bar Bistro Cafe, Μικρολίμανο Πειραιά, στις 18 Ιανουαρίου 2017

Στον σύνδεσμο που ακολουθεί μπορείτε να ακούσετε όσα ειπώθηκαν τη βραδιά της παρουσίασης: 
Παρουσίαση από Αγγελική Μπούλιαρη: από 08:40 έως 18:50
Παρουσίαση από Ιωάννα Κουτρολού: από 21:50 έως 28:30
Ακολουθεί συζήτηση Άγγελου Χαριάτη με το κοινό
https://www.mixcloud.com/panagiotis-sidiropoulos/%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CE%BE%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%8E%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AC%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%BF-caf%C3%A9-charlotte/



Δείτε το άλμπουμ της παρουσίασης

Ακούστε μαγνητοσκοπημένο υλικό εδώ: http://www.bookia.gr/index.php?action=Blog&post=2ed811ca-5974-4482-9161-129d4f7da449






Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΠΟΥΛΙΑΡΗ στην ΚΛΕΙΩ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗ

Συνέντευξη της Αγγελικής Μπούλιαρη στην Κλειώ Τσαλαπάτη

 για το blog της "Φίλοι της Λογοτεχνίας"

http://filoithslogotexnias.blogspot.gr/2016/04/blog-post_25.html




Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Συνέντευξη με την ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΟΥΛΙΑΡΗ - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη



1) Αγαπητή κ. Μπούλιαρη, μας έχετε ήδη χαρίσει πέντε εξαιρετικά βιβλία πεζογραφίας και ποίησης, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο μυθιστόρημά σας με τίτλο «Δραπέτες Του Ονείρου».  Ποιό ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;

Κατ’ αρχήν, σας ευχαριστώ κι εγώ για τα καλά σας λόγια και για τη συνέντευξη αυτή.
Αγάπησα τα βιβλία και το διάβασμα από νωρίς. Τα βιβλία αποτελούσαν παρηγοριά και καταφυγή σ’ έναν κόσμο που συνήθως φαντάζει δύσκολος στα παιδικά μάτια. Σύντομα ένιωσα την ανάγκη να εκφραστώ μέσω της γραφής, και να δημιουργήσω τις δικές μου ιστορίες κινώντας έτσι τους χαρακτήρες ώστε να επέρχεται δικαίωση και ισορροπία.

2) Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και κάθε χαρακτήρα και πόσο δύσκολο είναι να  συγκεντρώσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, όταν αυτές απαιτούνται, ώστε να συνδυάσετε τυχόν ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία στα βιβλία σας;

Η ίδια η ζωή είναι ανεξάντλητη πηγή ερεθισμάτων και έμπνευσης. Οι άνθρωποι γύρω μας προσφέρουν τα καλούπια για τη δημιουργία των χαρακτήρων μου. Μέχρι στιγμής, δεν έχω δυσκολευτεί να συγκεντρώσω τις απαιτούμενες ιστορικές πληροφορίες για τα βιβλία μου, ίσως επειδή δεν έχω καταπιαστεί με αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα. Παρόλα αυτά, έχει χρειαστεί να κάνω μια σχετική έρευνα για να συγκεντρώσω άλλου είδους πληροφορίες, όπως νομικές, ιατρικές ή κοινωνιολογικές. Ευτυχώς σήμερα βρίσκει κανείς τα πάντα.

3) Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς έχουν σπουδάσει κάποιο αντικείμενο, είτε ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από την συγγραφική τους ιδιότητα. Θα θέλατε να μας μιλήσετε σχετικά με αυτό και να μας πείτε πόσο αρμονικός είναι ο συνδυασμός όλων αυτών και κατά πόσο αλληλοεπηρεάζονται οι επιμέρους ιδιότητές σας;

Οι σπουδές μου και η δια βίου μάθηση την οποία ακολουθώ πιστά ήταν και είναι σε απόλυτη αρμονία με την συγγραφή. Το ίδιο θα έλεγα και για τη θητεία μου στη Μέση Εκπαίδευση ως εκπαιδευτικού. Μια κάποια «δυσαρμονία» θα εντόπιζα στην αρχή της πορείας μου ως εργαζομένης, όταν υπήρξα ιδιωτική υπάλληλος σε εταιρεία. Αλλά και από εκεί αποκόμισα πολλές χρήσιμες για τη συγγραφή εμπειρίες και γνώση, καθώς βρισκόμουν μέσα σ’ ένα συχνά ανταγωνιστικό πεδίο και δεν ήμουν ασφαλής και προστατευμένη εντός μιας σχολικής αίθουσας.

4) Έχετε συμπεριλάβει ποτέ στα βιβλία σας κάποια προσωπικά σας βιώματα; Πόσο εύκολο, ή επώδυνο ήταν αυτό και πόσο εφικτή ήταν η αντικειμενική προσέγγισή τους συγγραφικά;

Φυσικά και έχω συμπεριλάβει, και να σημειώσω εδώ ότι δεν είναι απαραίτητο να πρόκειται πάντα για αρνητικά βιώματα. Βεβαίως, η δυσκολία και η οδύνη έγκεινται αποκλειστικά στο πόσο επώδυνο υπήρξε το βίωμα αυτό. Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν πρόκειται για προσωπικό βίωμα, η απόδοση ενός τραυματικού γεγονότος είναι πάντα επώδυνη. Και δεν ξέρω αν υπάρχει αντικειμενική προσέγγιση, αφού ο συγγραφέας φωτίζει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις με τον δικό του τρόπο.

5) Στα βιβλία σας έχετε καταπιαστεί με πολλά και διαφορετικά θέματα, ενώ κυρίαρχο ρόλο παίζει η ανθρώπινη φύση και οι κοινωνικές σχέσεις. Θεωρείτε, ίσως, ότι η ίδια η ζωή αποτελεί μια σημαντική και ανεξάντλητη "πηγή ιδεών" για έναν συγγραφέα;

Έχετε απόλυτο δίκιο λέγοντας ότι στα βιβλία μου κυριαρχούν οι ανθρώπινες σχέσεις. Αλλά δεν είναι μόνο η ανθρώπινη φύση που με απασχολεί αλλά και η Φύση γύρω μας. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή η ζωή είναι ανεξάντλητη πηγή ιδεών, αλλά και επειδή αγαπώ τον Άνθρωπο και τη Φύση, και πιστεύω ότι η ισορροπία και η ευτυχία μας επιτυγχάνεται όταν ζούμε αρμονικά με τους συνανθρώπους μας και το περιβάλλον μας.

6) Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η φαντασία και οι εμπειρίες του συγγραφέα;

Γίνεται πολύς λόγος για το ρόλο της επιστημονικής κατάρτισης και του ταλέντου στη διαδικασία της συγγραφής. Πιστεύω πάνω απ’ όλα στην ψυχή του συγγραφέα, στο ταλέντο του, αλλά και στην εργατικότητά του.

7) Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας "επισκέπτεται" η συγγραφική σας  έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε, ή είναι κάτι που "ρέει" αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;

Η έμπνευση είναι μια μοναχική υπόθεση συναισθημάτων και συλλογισμών, και, θα ’λεγα, πρωινή, όταν το μυαλό είναι καθαρό.

8) Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο βιβλίο σας αρκείστε στη δική σας μόνο γνώμη και αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα την άποψη κάποιου οικείου σας προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεστε;

Ναι, υπάρχουν ένα-δυο πρόσωπα που διαβάζουν τα χειρόγραφα για όσες φορές ξαναγράψω το βιβλίο.


9) Από τα πέντε έργα σας  υπάρχει κάποιο το οποίο ξεχωρίζετε, στο οποίο ίσως έχετε μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί; Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το κάθε βιβλίο σας και, γιατί όχι, την ιστορία "πίσω από την ιστορία" του καθενός;

Εδώ ισχύουν τα λεγόμενα για τα δάχτυλα του χεριού, ότι όποιο κι αν κόψεις, πονάει το ίδιο, ή για τα παιδιά, ότι όλα τα αγαπάς το ίδιο… Όλα τα βιβλία μου τα αγαπώ αν και δεν μπορώ να τα αναφέρω όλα για να μην κουράσω. Ωστόσο, ας πούμε ότι το πρώτο μου βιβλίο «Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ» είναι ξεχωριστό για τη συγκίνηση και την αναστάτωση που ένιωσα όταν το αντίκρισα πρώτη φορά στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου. Η νουβέλα «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει», πιστεύω ότι αποδίδει με συγκινητικό τρόπο τον συναισθηματικό κόσμο μιας μεσήλικης γυναίκας που κάνει τον απολογισμό της. Τέλος, οι «Δραπέτες του ονείρου», που μόλις κυκλοφόρησαν, είναι σαν το νεογέννητο που κρατάς με λαχτάρα στην αγκαλιά σου και το κοιτάς σαν ένα θαύμα!

10) Η συγγραφέας  Αγγελική Μπούλιαρη βρίσκει το χρόνο να διαβάζει και για δική της ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο της; Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιό είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστρια και γιατί;

Βεβαίως, πάντα διαβάζω ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Μου αρέσει το μυθιστόρημα, σχεδόν όλα τα είδη – σύγχρονο, κοινωνικό, αστυνομικό, ψυχολογικό, ιστορικό – το διήγημα, η νουβέλα και φυσικά η ποίηση. Διαβάζω, επίσης, ιστορία, ψυχολογία, φιλοσοφία και βιογραφίες. Οτιδήποτε είναι ενδιαφέρον αλλά και καλογραμμένο.

11) Ποιά είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί επιρροές από κάποιους ομότεχνούς σας, έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς, στο δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Σίγουρα έχω δεχτεί επιρροές. Άλλωστε, «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον». Ωστόσο, η ίδια δεν είμαι σε θέση να διακρίνω αυτές τις επιρροές στα γραπτά μου. Αγαπημένοι μου είναι πολλοί έλληνες και ξένοι συγγραφείς, παλιοί και σύγχρονοι, και συχνά καταφεύγω στην ποίηση και στους κλασικούς συγγραφείς. Ας αναφέρω μόνο τον Αλμπέρ Καμύ και τον Έρνεστ Χεμινγουαίη που σημάδεψαν την εφηβεία μου.

12) Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε λατρέψει,  το οποίο "ζηλεύετε" ως λογοτεχνικό έργο και που  θα θέλατε, ή ονειρεύεστε να έχετε συγγράψει εσείς;

Ναι. Έχω ζηλέψει το μυθιστόρημα «Και το λίγο φως στη νύχτα φτάνει», του Καναδού Ματ Κοέν, και τη συλλογή διηγημάτων της επίσης Καναδής Άλις Μονρό «Μ’ αγαπάει, δεν μ’ αγαπάει», για την ατμόσφαιρα που δημιουργούν και τον δεξιοτεχνικό τρόπο που αναδεικνύονται σταδιακά οι χαρακτήρες και ο ψυχικός τους κόσμος, καθώς και η εξέλιξη των γεγονότων.

13) Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες και τις τοποθεσίες τις οποίες, τυχόν, περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη κατά τη γνώμη σας; Είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, απλά και μόνο, για την "διεύρυνση των οριζόντων" του;

Δεν είναι απαραίτητο. Θέλω να πω ίσως κάποιος να μην αγαπάει τα ταξίδια. Προσωπικά λατρεύω τα ταξίδια, μου αρέσει να γνωρίζω ανθρώπους, τόπους και πολιτισμούς. Λατρεύω και τη φύση, οπότε και μια μικρή απόδραση σ’ ένα από τα χιλιάδες υπέροχα τοπία της πατρίδας μας με αναζωογονεί. Οποιοδήποτε ταξίδι, μεγάλο ή μικρό, ξυπνάει το μυαλό μου και θέτει σε λειτουργία ένα πεδίο του που αγνοούσα ότι υπάρχει μέχρι εκείνη τη στιγμή.


14) Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να "πειραματίζεται" θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;

Πιστεύω ότι ο συγγραφέας είναι καλύτερα να διατηρεί την αυτονομία του ως προς το τι θέλει να γράψει και να μην επηρεάζεται από αριθμούς, στατιστικές και ρίσκα. Αν θέλει να πειραματιστεί με ένα νέο είδος ή με έναν άλλον τρόπο γραφής, ας το κάνει. Ο συγγραφέας έχει το δικό του μυστικό κόσμο στον οποίο είναι κυρίαρχος. Ας αφήσουμε την αγορά και τους κανόνες της έξω απ’ αυτόν.


15) Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες "κεντρίζοντας" τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός; Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να "περάσετε" στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Κάθε βιβλίο έχει το κοινό του και κάθε συγγραφέας τους αναγνώστες του. Άλλα βιβλία διασκεδάζουν, άλλα πληροφορούν, κάποια προβληματίζουν. Όλα συνεισφέρουν στην σκέψη και ωριμότητα του αναγνώστη. Συνειδητά δεν επιδιώκω να περάσω μηνύματα ή πολύ περισσότερο διδάγματα, έχω όμως τις «εμμονές» μου, τις οποίες ο κάθε αναγνώστης ανακαλύπτει και ερμηνεύει με το δικό του τρόπο. Ιστορίες αφηγούμαι και απευθύνομαι σε ένα ευρύ, από άποψη ηλικίας, κοινό που δεν είναι αποκλειστικά γυναικείο. Με χαρά μου έχω διαπιστώσει ότι με διαβάζουν και νέοι και γηραιότεροι, και άντρες και γυναίκες.

16) Θεωρείτε πως η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει  πηγή έμπνευσης για ένα συγγραφέα και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα μας; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η "φυγή" από αυτήν την ζοφερή πραγματικότητα;

Ναι, γιατί όχι; Άλλωστε, λένε ότι η Τέχνη ανθίζει μέσα στις δυσκολίες. Είμαι υπέρ του ρεαλισμού και νομίζω ότι καλή είναι η «φυγή» για τον αναγνώστη, αλλά αυτή μπορεί να επιτευχθεί και μέσα από μια ρεαλιστική ιστορία και όχι μέσα από μια εντελώς εξωπραγματική κατάσταση.


17) Είχατε κάποιους "ενδοιασμούς" όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε από το αναγνωστικό κοινό; Η θεματολογία των περισσοτέρων βιβλίων σας, πιστεύετε πως παίζει τον δικό της ρόλο στην αποδοχή αυτή;

Σαφώς αγωνιούσα αρχικά να τύχω της αποδοχής κάποιου εκδότη και στη συνέχεια του αναγνωστικού κοινού. Αν κρίνω από τις αρνητικές απαντητικές επιστολές κάποιων εκδοτών στο ξεκίνημά μου, μάλλον η θεματολογία μου δεν ήταν της αρεσκείας τους. Ωστόσο επέμεινα και τελικά βρέθηκαν οι εκδότες και το αντίστοιχο κοινό που αγκάλιασαν τα γραπτά μου. Κάποιοι «ενδοιασμοί» ή καλύτερα ας πω «μια παύση», ήρθε λίγο μετά την κυκλοφορία των δύο πρώτων μου βιβλίων, όταν έπρεπε να εξοικειωθώ με την έκθεση και να μάθω να αντιμετωπίζω τα θετικά και ενδεχομένως αρνητικά αποτελέσματά της. Αλλά, ευτυχώς, όπως διαπιστώσατε, ξεπέρασα τον σκόπελο, και συνέχισα να γράφω, γιατί πέρα από οτιδήποτε άλλο, αυτό ήθελα να κάνω.


18) Εσείς, με  την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής, τί θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, ιδιαίτερα, εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;

Αν και συχνά η οικογένειά μου και οι φίλοι μού προσάπτουν «δασκαλίστικη» συμπεριφορά, λόγω της ιδιότητάς μου της εκπαιδευτικού, ωστόσο δεν νομίζω ότι έχω πολλές συμβουλές να δώσω. Αν πραγματικά καίγονται να εκφραστούν, τότε ας προχωρήσουν με επιμονή και εργατικότητα. Ίσως ο πιο κατάλληλος να τους μιλήσει να είναι ο Τσαρλς Μπουκόφσκι με το γνωστό του κείμενο περί συγγραφής.

19) Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης  αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σας τα βιβλία αλλά, ειδικότερα, στο νέο  μυθιστόρημά σας «Δραπέτες Του Ονείρου», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τί να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Μα τι άλλο; Ένα νέο μυθιστόρημα.

Σας ευχαριστώ κι εγώ θερμά για τις ευχές σας και τη συνέντευξη αυτή, και σας εύχομαι καλή συνέχεια στο αξιόλογο έργο σας για την προβολή της ελληνικής λογοτεχνίας.