Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΤΖΕΝΗ ΚΟΥΚΙΔΟΥ με αφορμή τη "ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΟΝΟΥ"

Η Αγγελική Μπούλιαρη και "Η νοσταλγία του παλιού πόνου"


Πως σας ήρθε η ιδέα;
Η ιδέα για το καθένα από τα ποιήματα είναι γέννημα της στιγμής. Η ιδέα για τη συλλογή προέκυψε από την επιθυμία να στεγάσω τους στίχους μου.

Που γράψατε το βιβλίο σας;
Στο σπίτι, στον κήπο, στο λεωφορείο, στο δρόμο, στο καφενείο, στην αμμουδιά.

Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Η συλλογή αυτή καλύπτει ένα ευρύ διάστημα κάποιων δεκαετιών.

Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Στιγμές στο χρόνο.

Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Εικόνες, σκέψεις, συναισθήματα.

Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Το πάθος της νιότης.

Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Δεν υπάρχουν χαρακτήρες στα ποιήματά μου, ή αλλιώς όλα είναι ήρωες. Ακόμα κι ένα βότσαλο στη λίμνη μπορεί να γίνει ήρωας-θέμα ενός ποιήματος.

Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Σκέψη και συγκίνηση.

Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Μεγαλώνοντας μειώνονται οι αγωνίες μου. Σταθερή, όμως, παραμένει η αγωνία για τα αγαπημένα πρόσωπα.

Φοβάστε...
Τη βία και τον πόλεμο.

Αγαπάτε...
Τα παιδιά.

Ελπίζετε...
Να προλάβω.

Θέλετε...
Να ταξιδέψω σε μακρινούς προορισμούς.

Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Οι ευαίσθητοι.

Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Δεν υπάρχει «πρέπει».

Γιατί δεν πρέπει;
Δεν υπάρχει «Δεν πρέπει».

Που/πως μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Στην «Άνεμος Εκδοτική» και στα βιβλιοπωλεία.

Που μπορούμε να βρούμε εσάς;

Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Του δειλινού.

Ποια μουσική;

Το τραγούδι Manhã De Carnaval, από την ταινία Orpheo Negro.


Ποιο άρωμα;
Rive Gauche YSL

Ποιο συναίσθημα;
Νοσταλγία, φυσικά.

Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Φωτογραφικό άλμπουμπ.

Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Ζωγράφος ή σκηνοθέτης.

Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Αρκετούς. Για να μην αδικήσω Έλληνες συναδέλφους μου, θα αναφέρω τις Καναδέζες Μάργκαρετ Άτγουντ και Άλις Μονρό.

Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Ο Αλμπέρ Καμύ και συνολικά το έργο του.

Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Ανταλλάσσουμε ιδέες.

Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Καλά είναι κι αυτά, αλλά πρωτίστως χρειάζεται ψυχή με πράγματα που την καίνε.

Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Η ποιότητά του, ο τίτλος, το εξώφυλλο, η προώθηση, το κοινό του –αν είναι ευρύ η περιορισμένο– και η χρονική συγκυρία. Θα ονόμαζα τύχη τον συνδυασμό όλων αυτών.

Τι την αποτυχία;
Κάποιες ελλείψεις στον παραπάνω συνδυασμό.

Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Σαφώς, ναι! Βλέπω συχνά έναν αχρείαστο ανταγωνισμό για το ποιος έχει τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη ή έχει διαβάσει τα περισσότερα βιβλία. Βρίσκω ανούσια την υπερβολή. Σύμφωνοι, λατρεύουμε τα βιβλία, αλλά αυτά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τον άνθρωπο και τη ζωή.

Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Ανάβαση στο Όρος.

 Ήταν το Ερωτηματολόγιο Read First για τα νέα βιβλία από το Κουκιδάκι:


Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ για τη "ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΟΝΟΥ"



Με φίλο οικείο τη «Νοσταλγία του παλιού πόνου» της ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη,
…γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος

«…τη χαμένη αθωότητά μου ψάχνω…»[1] επανέλαβα διαβάζοντας ψιθυριστά την ανοικτή ποιητική συλλογή μπροστά μου. Θρόιζε ταξιδιάρικα η θάλασσα απέναντί μου. Θρόιζε ταξιδιάρικα η θάλασσα και μέσα μου. Φως αναστήθηκε για μια στιγμή στο πρόσωπό μου, μα έπειτα κρύφτηκε κι αυτό κάτω από το σκοτάδι της πόλης…

Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ήταν από πάντα μια κρυψώνα προσωπική, ολοδική μου, να εξομολογούμαι και να χαράζω ποιήματα στα κύματα και να τ’ αφήνω να φεύγουν μακριά. Κάποτε στα εφηβικά μου χρόνια έφευγα από το σχολείο και ερχόμουν εδώ, να σημαδέψω τα λευκά χαρτιά που κουβαλούσα, με σκέψεις μου, κι έπειτα να τα σκίσω κομμάτια, προσφορά στον άνεμο…

Αυτή την ώρα, επέλεξα ως μοναδική συντροφιά τούτη την ποιητική συλλογή και τίποτε άλλο. Μήτε χαρτί, ούτε μελάνι, όπως συνήθιζα πάντα. Αιτία στάθηκε τόσο ο τίτλος της, «Η νοσταλγία του παλιού πόνου», όσο και το γεγονός πως με μια γρήγορη αναγνώριση στις σελίδες της, με έκανε να την νιώσω ως Φίλο οικείο. Που θα μου ομολογήσει όλα του τα μυστικά ακούγοντας με κατανόηση και τα δικά μου.

Η ποιήτρια Αγγελική Μπούλιαρη αποτυπώνει στις γραφές της όλα εκείνα τα ανθρώπινα συναισθήματα που έχουν αιτία να εμμένουν και να μας συντροφεύουν σε κάθε μας χαμόγελο και δάκρυ, μοναξιές και στιγμές με αγαπημένους μας ανθρώπους. Το έργο της είναι νοσταλγικά αιχμηρό και αναγκαίο συνάμα, χρησιμοποιώντας λόγια σιωπηλά, για να τα νιώσει όσο γίνεται βαθύτερα η ψυχή. Γιατί:

«Φωνάζουν όσοι δεν έχουν τίποτα να πουν.
Σωπαίνουν όσοι τους αρρωσταίνει η σκέψη.
Φωνάζουν οι ανόητες χαρές.
Σωπαίνουν οι λυπημένες σκέψεις.»[2]

Οι εικόνες, τα συναισθήματα και οι μουσικές που άδραξα από τις λέξεις, ήταν γεμάτες με προσωπικά ερωτηματικά, που αν τα λογιστείς όπως τους πρέπει, θα είναι η αφετηρία για την άφεση που αποζητάς.
Άλλωστε, για ν’ αποφύγεις το σκοτάδι που σε πνίγει, χρειάζεται να διαλέξεις συγκεκριμένους δρόμους για να διαβείς:

«Διαγραφή.
Ένα βήμα μπροστά.
Αν έβρισκες τη δύναμη να ξαναγεννηθείς;»[3]

Γιατί η πορεία όλων μας είναι κοινή. Όμοια τα σημάδια που ακολουθούμε, αποκτούμε κι αποφεύγουμε:

«Μ’ υπομονή κλειστές πόρτες θα μετράω.
Τον δρόμο θα μου φράζουν εμπόδια αόρατα,
μα θα χτυπάω γροθιές στους πελώριους τοίχους.
Με χέρια ματωμένα θα λευτερώσω το πέρασμά μου.»[4]

Πήρα μια ανάσα μπολιάζοντας μέσα μου αρώματα γεμάτα από θάλασσα, ουρανό και παρελθόν. Έκλεισα το βιβλίο, σταύρωσα τα χέρια και απέμεινα να αναλογίζομαι ξανά το σημείο απ’ όπου ξεκίνησα, αφήνοντας το βλέμμα να ξεχυθεί στο άπειρο μπροστά μου:

«Τη χαμένη μου αθωότητα ψάχνω,
Τη στραγγισμένη ευαισθησία μου ζητώ.
Το πρόσωπό μου στους καθρέφτες κοιτάζω,
Δεν με γνωρίζω, δεν με καταλαβαίνω.»[5]

Αποσώνω την σκέψη και σηκώνομαι να χαιρετίσω ένα καράβι που φεύγει, χάνεται στον ορίζοντα. Το τελευταίο γι’ απόψε…

  
Από την ποιητική συλλογή «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» - Αγγελική Μπούλιαρη, Άνεμος Εκδοτική, 2015:
[1] και [5] Σελίδα 25, «Χαμένη αθωότητα»
[2] Σελίδα 33, «Η φωνή και η σιωπή»
[3] Σελίδα 11, «Στ’ ορκίζομαι»
[4] Σελίδα 24, «Πορεία (β)»


Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ, του Άρθουρ Καίστλερ


ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Συγγραφέας: ΑΡΘΟΥΡ ΚΑΙΣΤΛΕΡ
Τίτλος πρωτοτύπου: DARKNESS AT NOON (Σκοτεινιά το μεσημέρι)
Πρώτη έκδοση: 1940
Απόδοση στα Ελληνικά: ΒΑΣ. Λ. ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ
Σελίδες: 243
Εκδόσεις: ΚΑΚΤΟΣ, 1974, 1991



«Το "Μηδέν και το Άπειρο" έχει ως κεντρικό θέμα τις μεγάλες διαγραφές της σταλινικής περιόδου στη Σοβιετική Ένωση και τις δίκες της Μόσχας. Παρά την ιδιαιτερότητα του θέματος, είναι ένα βιβλίο που δεν καταδικάζει και δεν αφορίζει πρόσωπα και καταστάσεις. Αντίθετα, αφήνει τον αναγνώστη να τριγυρίσει μόνος του στα μονοπάτια της ιστορίας, να σκεφτεί και να αναρωτηθεί, να διαβάσει μέσα από πολλαπλές αναγνώσεις τις διαδρομές της ιστορίας. … Ένα εξαιρετικό βιβλίο που αναδεικνύει τις παγίδες της οχύρωσης πίσω από την ιδεολογία, τη δύσκολη επιλογή της ισορροπίας ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, ανάμεσα στο κόμμα και την κοινωνία.» (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Ρουμπάσωφ, υψηλά ιστάμενος στην κομματική εξουσία, αντιλαμβάνεται πως έχει έρθει και γι’ αυτόν η ώρα της πτώσης και του τέλους. Μετά την πρώτη φορά που συνελήφθη, βλέπει συνέχεια τον ίδιο εφιάλτη: Άντρες του Λαϊκού Κομισαριάτου έχουν έρθει για να τον συλλάβουν και βροντοχτυπούν την πόρτα του, ενώ εκείνος προσπαθεί να φορέσει τη ρόμπα του αλλά δεν το καταφέρνει, επειδή το ένα μανίκι είναι γυρισμένο ανάποδα. Μέχρι που ο εφιάλτης γίνεται πραγματικότητα, και ο Ρουμπάσωφ οδηγείται στη φυλακή ως «εχθρός του λαού», κατατρεγμένος από τους πρώην συντρόφους του.

Εκεί, όταν δεν ανακρίνεται, κάνει τον απολογισμό της ζωής του και της διαδρομής που ακολούθησε, θέτοντας πολιτικά και  φιλοσοφικά ερωτήματα, γύρω από τον ρόλο του ατόμου μέσα στις συλλογικές δομές, την ευθύνη του κομματικού μηχανισμού απέναντι στην κοινωνία, τη δυνατότητα της κριτικής και της αναθεώρησης πολιτικών και στρατηγικών, αλλά και την έννοια της συνθηκολόγησης με τους αντιπάλους:


Υπήρχε διαφορετικός δρόμος ή μήπως η ατομική γνώμη έπρεπε να "χαθεί" μέσα στις αλλαγές της ιστορίας; 
Τι ήταν η Επανάσταση (1917); 
Γιατί έγινε; Πέτυχε τους στόχους της; 
Πού ήταν, επιτέλους, η Γη της Επαγγελίας; 
Υπάρχει, τάχα, τέτοια Γη για την περιπλανώμενη ράτσα των ανθρώπων;

Αναρωτιέται αν η αρετή ενδιαφέρει την ιστορία, αν το ψέμα εξυπηρετεί περισσότερο από την αλήθεια, αν είναι σωστή η ατιμωρησία των εγκλημάτων και αν είναι εφικτή η πρόληψη των σφαλμάτων. 
Τον προβληματίζουν οι έννοιες της δικαιοσύνης και της ισότητας, καθώς και η φύση και δομή της εξουσίας. 
Συνειδητοποιεί πως δεν πιστεύει πλέον στο δικό του αλάθητο και γι’ αυτό το λόγο είναι χαμένος…

Εν κατακλείδι: Συναρπαστικό, πολιτικό αλλά και φιλοσοφικό-κοινωνικό βιβλίο, που εξετάζει κυρίως τη φύση, τη δομή και τους μηχανισμούς άσκησης της εξουσίας, η οποία καταφέρνει να μετατρέψει τον ποντικό σε γάτα, τον θύτη σε θύμα, τον κατώτερο ιεραρχικά σε ανώτερο, τον φίλο σε εχθρό και τον αγαπημένο σε προδότη. 

Η εξουσία δεν είναι αθώα, ούτε είναι σωτήριες η πειθαρχία στην ιεραρχία και η προσήλωση σε πιστεύω που έχουν χάσει τη σύνδεση με την πραγματικότητα... 

Ένα από τα σημαντικότερα «βιβλία ιδεών» για αναγνώστες με ελεύθερο μυαλό που αγαπούν την ιστορία και την έρευνα των γεγονότων και της ανθρώπινης φύσης.