Ευχαριστούμε πολύ την Μαίρη Κουμπάρου και τον Ημερήσιο της Αχαΐας!
Παρακάτω ολόκληρη η συνέντευξη:
"Αφήστε
με να περπατήσω
στις
παραλίες, με το νερό
να
σμίξω, των γλάρων
τις
φωλιές ν’ αναζητήσω
και τις
δικές μου τις πληγές
ίσως να
κλείσω.
Το
βράδυ πέφτει – τι μ’ αυτό;
Η ζωή
μου φεύγει – τι μ’ αυτό!
Πρέπει
να τη ζήσω,
αφού να
κάνω αλλιώς
δε
μπόρεσα, ούτε μπορώ."
Γράφει η Αγγελική Μπούλιαρη κάτω από τον τίτλο «Η ζωή μου φεύγει» και είναι μία από τις 83 ποιητικές της συνθέσεις που βρίσκονται στο νέο της βιβλίο «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» που κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική.
Για το συγγραφικό της ντεμπούτο, με το «Πόσο λαμπερός ο ήλιος. πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ», το 2005,τιμήθηκε με το βραβείο σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος του Καφενείου των Ιδεών. Ακολούθησαν τα «Η αγάπη φυλαχτό» το 2006, η συλλογή διηγημάτων το 2012 «Εγώ αγαπώ αυτή καπνίζει» (Άνεμος Εκδοτική), η συμμετοχή στη συλλεκτική έκδοση της ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών «Αφετηρίες Μνήμης», και η μετάφραση του λευκώματος «Ερωτικά Πορτρέτα».
Τη γραφή της πάντα την χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια, η οξυδερκής παρατήρηση, η αισθαντικότητα, ο προσεγμένος καλλιεπής λόγος, οι καλοχτισμένοι χαρακτήρες, το θετικό πνεύμα, όλα όσα συντελούν ώστε να γίνει μια αφήγηση απολαυστική. Μας ξαφνιάζει ευχάριστα με την παρούσα ποιητική της συλλογή, αποκαλύπτοντάς μας μια άλλη πτυχή του αδιαμφισβήτητου χαρίσματός της.
Μέσα από τα ποιήματά της αναδύεται ένα πρόσωπο που άλλοτε μας κοιτά με τα θολά από δάκρυα μάτια του κι άλλοτε με πείσμα, άλλοτε ονειροπόλα κι άλλοτε με περίσκεψη. Μας οδηγεί σε απόκρημνα μονοπάτια αυτογνωσίας που θέλουν θάρρος και δύναμη για να τα διαβείς. Πόθοι που διαψεύστηκαν, ελπίδες που ματαιώθηκαν, αγάπες που προσπεράστηκαν, νεκρικές σιωπές, απώλειες, παλιοί και νέοι πόνοι. Κι από την άλλη η πεποίθηση ότι το αύριο θα είναι πιο χαμογελαστό, πιο φωτεινό, ότι κουβαλά στα φτερά του την πραγμάτωση, την ευτυχία, τον αληθινό έρωτα, όσα δε ζήσαμε αν και θα θέλαμε.
Η Αγγελική Μπούλιαρη μοιράζεται τις σκέψεις της μαζί μας στην παρακάτω συνέντευξη:
Ο ποιητικός λόγος προηγήθηκε του πεζού ή το αντίθετο συμβαίνει στη ζωή σας; Τι από τα δυο πιο πολύ προτιμάτε;
«Ξεκίνησα από τον ποιητικό λόγο στην εφηβεία μου και του έμεινα πιστή για χρόνια. Η σύλληψη της στιγμής μέσω της ποίησης συνέβαινε αυτόματα, ενώ για το μυθιστόρημα έβρισκα πως χρειάζεται
μια επιπλέον ωριμότητα, μια ικανοποιητική εμπειρία της ζωής, ένα «παίδεμα» για το οποίο δεν αρκούσε η απλή παρατηρητικότητα, κι αυτός ήταν ο λόγος που ξεκίνησα πολύ αργότερα την συγγραφή πεζού. Αγαπώ και τα δύο είδη, και η επιλογή εξαρτάται από το τι θέλω να πω και το εύρος του υλικού».
Πόσα χρόνια έμειναν άστεγοι οι στίχοι σας;
«Τα περισσότερα της συλλογής, μερικές δεκαετίες».
«Τα περισσότερα της συλλογής, μερικές δεκαετίες».
«Δάφνες ποιήτριας να δρέψω δεν επιθυμώ. Δεν είμαι σεμνή. Προσγειωμένη είμαι», γράφετε στο οπισθόφυλλο. Ο φόβος της πληθώρας των αυτοαποκαλούμενων ποιητών ήταν που σας ώθησε να διαχωρίσετε την θέση σας;
«Πιστεύω ότι ο καθένας έχει δικαίωμα έκφρασης και ο κάθε καλλιτέχνης έχει το κοινό του. Επομένως, όχι, δεν σκέφτηκα έτσι. Αυτό θα αντιστοιχούσε με την «κρυφή ματαιοδοξία» που απέδιδε ο Πλάτωνας στον Διογένη. Η αγάπη μου για την Ποίηση, ο σεβασμός για τους Ποιητές, καθώς και η επίγνωση ότι εγώ, όπως λέω σε κάποιο ποίημά μου, «δεν είμαι μήτε μια κουκίδα, μοναχική και θλιμμένη [που] σ’ ένα μπαλκόνι ξαγρυπνώ» ,ήταν που με οδήγησαν σ’ αυτή την διευκρίνιση».
Σε ποιό μελανοδοχείο της σκέψης σας χρωστάτε την πρώτη σας ποιητική συλλογή, του ρεαλισμού, του ιδεαλισμού ή και των δύο;
«Σωστά μαντεύετε. Και των δύο. Με δυο λόγια, ο ιδεαλισμός με έφερε σε τέτοιες πραγματικότητες,
ώστε αισθάνθηκα την ανάγκη να εκφραστώ μέσω της ποίησης».
Η μάλλον οξύμωρη φράση του Τζακ Κέρουακ στην εισαγωγική σελίδα, «Μη χρησιμοποιείς το τηλέφωνο. Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ πρόθυμοι να απαντήσουν. Χρησιμοποίησε την ποίηση», με υποκινεί να σας ρωτήσω αν κι εσείς θεωρείτε την ποίηση τον μόνο τρόπο επικοινωνίας;
«Βεβαίως και δεν θεωρώ την ποίηση τον μόνο τρόπο επικοινωνίας. Αλίμονο, αν πίστευα κάτι
τέτοιο. Τίποτα δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη επικοινωνία. Ούτε νομίζω ότι ο Κέρουακ υπονοούσε κάτι τέτοιο – είναι γνωστό ότι οι φίλοι ήταν πολύ σημαντικοί γι’ αυτόν. Απλώς, στην ουσία, τις δύσκολες αποφάσεις τις παίρνεις μόνος σου. Η παρότρυνση, «Χρησιμοποίησε την ποίηση», αντιπροσωπεύει την πεποίθησή μου ότι η Ποίηση, είναι ένα ανοιχτό παράθυρο, πηγή φωτός, και ότι με οποιονδήποτε τρόπο και αν δονεί τα συναισθήματά μας, όπως κι αν μας συγκινεί, είτε φέρνοντας ένα χαμόγελο, είτε προκαλώντας ένα τσίμπημα στην καρδιά ή ένα δάκρυ, είναι πάνω απ’ όλα μια Παρηγοριά!»
Πως εμπνευστήκατε το ποίημα, «Η νοσταλγία του παλιού πόνου», που τιτλοφόρησε όμορφα την συλλογή σας;
«Ήταν ένα απόγευμα καθώς παρακολουθούσα το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση, που μας
βομβάρδιζε με λυπηρά περιστατικά. Ένιωσα ότι δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω σε τόση βία και
δυστυχία και ότι ένας τρόπος άμυνας ήταν η λήθη και η απάθεια.
Ο πόνος στο ποίημα είναι ένδειξη ζωντάνιας. Η νοσταλγία για τον παλιό πόνο αντιπροσωπεύει τη
νοσταλγία για μια προηγούμενη εποχή, όταν είχαμε τη δυνατότητα να νιώσουμε έντονα συναισθήματα,
να αντιδράσουμε, όταν ήμαστε ζωντανοί.
Επομένως αντιπροσωπεύει τη νοσταλγία για τον παλιό μας εαυτό, που δεν είχε βυθιστεί στην
απάθεια, που δεν είχε αλλοτριωθεί».
Ανάμεσα στις στάχτες του “παλιού πόνου” θα ανακαλύψει μια σπίθα ελπίδας ο αναγνώστης;
«Βεβαίως! Όπως άλλωστε γνωρίζουν οι αναγνώστες και των προηγουμένων βιβλίων μου, πάντα προτιμάω ως συμπέρασμα τη θετικότερη εκδοχή, εκφράζοντας έτσι την αισιοδοξία μου ότι ο άνθρωπος τελικά επιτυγχάνει στον αγώνα του για αυτοπραγμάτωση, στη διεκδίκηση μιας ζωής που του ταιριάζει και που τη δικαιούται».
Ποιό θα είναι το επόμενο λογοτεχνικό σας βήμα;
«Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με πολλούς χαρακτήρες και καταστάσεις».
Θέλετε να αφιερώσετε ένα στίχο σας στους αναγνώστες του Ημερήσιου;
«Με χαρά μου.
''Της ψυχής ο έρωτας,
σπλαχνικός, ανακατώνει
σπλαχνικός, ανακατώνει
γύρη την ελπίδα
στης ζωής τη σκόνη''
Η νοσταλγία του παλιού πόνου, Άνεμος Εκδοτική, 2015
Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ: