Ο θρύλος της ιπποσύνης και του φτωχού πλην τίμιου ιδεαλιστή περιπλανώμενου
ιππότη, εμφανίστηκε στον Μεσαίωνα. Ο
περιπλανώμενος ιππότης χωρίς αφέντη, με μόνο πλούτο τα όπλα και το άλογό του, συνήθως ταξιδεύει αναζητώντας
εργασία, περιπέτεια, πλούτο, τύχη, γνώσεις, εμπειρίες. H ιστορία της
περιπλάνησης στη δύση ξεκινά με τον Οδυσσέα, βασιλιά της Ιθάκης, της Ομηρικής «Οδύσσειας».
Ωστόσο, ο Θερβάντες με τον Δον Κιχώτη
του το 1605 εισήγαγε έναν νέο μυθιστορηματικό ήρωα της περιπλάνησης και της
αναζήτησης που ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια του λογοτεχνικού ήρωα. Το βιβλίο
μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, έγινε κινηματογραφική ταινία,
σειρά κινουμένων σχεδίων, θεατρική παράσταση, έγινε κομμάτι της ίδιας της
γλώσσας με τις εκφράσεις «δονκιχωτισμός» και «το κυνήγι των ανεμόμυλων», αλλά
και σύμβολο της τρέλας και του ασυμβίβαστου ρομαντισμού.
Ο «Δον Κιχώτης, Ο ιππότης της ελεεινής μορφής»,
συνενώνει όλα τα προηγούμενα αφηγηματικά είδη. Περιέχει στοιχεία των Ποιμενικών
Μυθιστορημάτων, των Μαυριτανικών και των Πικαρέσκ (με ήρωα έναν αχρείο), καθώς
και στοιχεία από το μυθιστόρημα «Λαζαρίλο ντε Τόρμες», όπου έχουμε πρωτοπρόσωπη
αφήγηση, ανενδοίαστες περιπέτειες, ενώ η ιστορία διανθίζεται με παρεμβαλλόμενες
νουβέλες, τέχνασμα το οποίο ακολούθησε και ο Θερβάντες στο μεγάλο του
μυθιστόρημα.
Ο Μιγκουέλ ντε Θερβάντες Σααβέντρα, έγραψε την ιστορία
του Δον Κιχώτη, όταν πια η ζωή τον είχε τόσο βασανίσει ώστε οι περισσότεροι
άνθρωποι στη θέση του θα είχαν υποκύψει ή θα είχαν χάσει την όρεξη και τη
δύναμη να χαρίσουν στον κόσμο ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά κατορθώματα όλων
των εποχών. Καταγόμενος από οικογένεια μικροευγενών, όπως και ο Σαίξπηρ, ο οποίος
επίσης πέθανε την ίδια μέρα, 23 Απριλίου 1616, έλαβε άρτια μόρφωση, ενώ έμεινε
αρκετά στην Ιταλία όπου επηρεάστηκε από τη λογοτεχνία και τον «Μαινόμενο
Ορλάνδο» του Αριόστο. Έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπου διακρίθηκε
και έχασε το αριστερό του χέρι. Σ’ ένα ταξίδι, το πλοίο του κουρσεύτηκε από
μαυριτανικά πολεμικά και μαζί με πολλούς άλλους οδηγήθηκε αιχμάλωτος και έμεινε
πέντε χρόνια στο Αλγέρι. Απελευθερώθηκε με κόπο το 1580 και γύρισε στην
Ισπανία. Το ότι, ύστερα από επανειλημμένες προσπάθειες να αποδράσει, οι
Μαυριτανοί δεν τον σκότωσαν, τιμά τους τελευταίους, οι οποίοι φαίνεται πως
θαύμαζαν το ήθος του αιχμαλώτου τους και το πνεύμα της αυτοθυσίας που είχε
επιδείξει προς χάρη των συντρόφων του στη δυστυχία.
Η πρώτη παρόρμηση για τη συγγραφή του μυθιστορήματος
προήλθε από μια αισθητική διαμαρτυρία του συγγραφέα εναντίον των κακόγουστων
εμπορικών λογοτεχνημάτων της εποχής, που ήσαν γεμάτα από ανόητες ιπποτικές
περιπέτειες που ο «Ιππότης της ελεεινής
μορφής» προσπαθεί να ζήσει. Ο Θερβάντες όμως δεν χρησιμοποιεί την παρωδία όπως
ο Αριόστο, αλλά το ρεαλιστικό κωμικό στοιχείο, πλέκοντας τη μυθική ενόραση με
την εναργή παραστατικότητα, για να δημιουργήσει ένα από τα αιώνια σύμβολα της
ανθρώπινης ζωής. Το έργο χαρακτηρίστηκε σαν ο αναπόφευκτος και αιώνιος αγώνας
μεταξύ ιδεαλισμού και ρεαλισμού. Επίσης υπογραμμίζει την ουσιαστικά τραγική
σύγκρουση μεταξύ της υψηλόφρονος ψυχής του ήρωα και της ποταπής
πραγματικότητας, σύγκρουση που χαρακτηρίζει την ηθική πλευρά του έργου.
Μια τέτοια αξιολόγηση του έργου είναι σχετικά
πρόσφατη, ενώ στην αρχή διέκριναν σ’ αυτό μονάχα το εξωτερικό κωμικό στοιχείο
και το θεωρούσαν απλή σάτιρα. Η εκτός τόπου και χρόνου μορφή του Δον Κιχώτη
θεωρούνταν μια κωμική κοινωνική περίπτωση από εκείνες όπου αντικοινωνικοί τύποι
έρχονται σε αντίθεση με λογικά μέλη της κοινωνίας.
Η Ρομαντική Σχολή, όμως, βλέπει στον μελαγχολικό
ιδαλγό ο οποίος στην εποχή της πυρίτιδας και των μουσκέτων θέλει να αναβιώσει
τα περασμένα ιδεώδη της περιπλανώμενης ιπποσύνης, την ενσαρκωμένη τραγωδία μιας
απηρχαιωμένης στάσης ζωής.
Ο Δον Κιχώτης είναι ένας συνταξιούχος ευγενής από το χωριό Μάντσα της
Ισπανίας, με το όνομα Αλόνσο Κιχάνο, που λατρεύει τις ιστορίες με ιππότες και
ξοδεύει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του για την αγορά βιβλίων. Είναι τόσο
μεγάλο το πάθος του που φτάνει να πιστέψει ότι είναι και ο ίδιος ιππότης! Μια
μέρα, λοιπόν, αποφασίζει να εγκαταλείψει την ανιαρή ζωή του και να γίνει
περιπλανώμενος ιππότης, αφού πρώτα αλλάζει το όνομά του σε Δον Κιχώτη!
Μοναδικός σύντροφος στο ταξίδι του είναι ο πιστός υπηρέτης του Σάντσο Πάντσα, ο
οποίος, σε αντίθεση με τον ονειροπαρμένο κύριό του, πιστεύει μόνο στη λογική!
Στη φανταστική πορεία τους, οι δύο ήρωες συναντούν γίγαντες, δράκους, δαίμονες,
αλλά και πονηρούς κι επικίνδυνους ανθρώπους. Ο Δον Κιχώτης χωρίς ποτέ να χάνει
το θάρρος του, εν μέσω δυσκολιών και αναποδιών, προσπαθεί να επιβάλει το
δίκαιο: «Η
μόνη δικαιοσύνη είναι η απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων».
Η απόφαση του Αλόνσο Κιχάνο να πορευτεί στον κόσμο ως
περιπλανώμενος ιππότης με το όνομα Δον Κιχώτης, φέρει τα χαρακτηριστικά ενός
ξεσηκωμού, μιας φυγής από το καθημερινό, αντιηρωικό παρόν, από την γκρίζα,
φτωχική μονοτονία μιας Καστιλιάνικης πολίχνης, από την ερημιά και τη μιζέρια της
επαρχιακής ζωής, προς τον μεγάλο κόσμο, εκεί όπου είναι ακόμα δυνατά τα
περιπετειώδη βιώματα και οι μεγάλες πράξεις. Σε κάθε εποχή οι άνθρωποι ήσαν
πεπεισμένοι ότι μπορούσαν να εγκαταλείψουν το ίδιο τους το εγώ και να
μεταμφιεσθούν σε κάτι άλλο. Οι άνθρωποι πάντα θέλουν να έρθουν εκτός εαυτού, να
αποσείσουν το μαρτύριο της καθημερινότητας, αναζητούν μιαν ανώτερη μορφή
ύπαρξης, επιθυμούν να μεταμορφωθούν σε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ο Δον Κιχώτης είναι ως προς τον χαρακτήρα ευγενής και
στέκεται ψηλότερα από το περιβάλλον του, όμως ο ιδεαλισμός του σκορπίζεται
δίχως νόημα και χρησιμότητα αφού δεν γνωρίζει ο ήρωας πώς να τον θέσει στην
υπηρεσία λογικών σκοπών, αλλά αντιγράφει τυφλά τους ήρωες των ιπποτικών
μυθιστορημάτων που διαβάζει.
Είναι καλοπροαίρετος αλλά πνευματικά απαίδευτος και
επομένως εύπιστος απέναντι σε κάθε αυθεντία. Στο επίπεδο της σκέψης δεν είναι
παρά ένας άνθρωπος του μεσαίωνα που εμπιστεύεται τυφλά τα μοιραία ιπποτικά
αναγνώσματά του με τον ίδιο τρόπο που ο μεσαιωνικός άνθρωπος εμπιστεύεται τα
δόγματα της εκκλησίας. Είναι η ενσάρκωση ενός απόκοσμου ιδεαλισμού και μιας
ηθικής ακαμψίας που δεν κάνει ούτε την παραμικρή υποχώρηση και θέλει να περάσει
με το κεφάλι μέσα από τον τοίχο. Είναι ένας ήρωας που παίρνει τη λογοτεχνία
κατά λέξη και έως θανάτου στα σοβαρά και που γίνεται ο ίδιος λογοτεχνία. Είναι
το τραγικό παράδειγμα ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να κρατήσει υπό έλεγχο τη
φαντασία του. Αποδεικνύει, μέσα από τα παθήματά του, ότι ακόμα κι ένας
ευπατρίδης μπορεί να ανήκει στο πλήθος, αν τον χαρακτηρίζουν η ωμότητα και η
αμάθεια.
Ο Δον Κιχώτης, ο μελαγχολικός ιππότης μας, θέλει να
«ξεστραβώσει τα στραβά» και να υπηρετήσει το δίκαιο. Νοσταλγεί τη Χρυσή Εποχή
όταν βασίλευαν παντού ειρήνη, αγάπη, ομόνοια, και δεν υπήρχε ούτε απάτη, ούτε
κακία, ούτε αδικία, ούτε δικαστές. Τη νοσταλγική αυτή αφήγηση ακολουθεί ο
θρήνος για τους διεφθαρμένους καιρούς μας αλλά και το συμπέρασμα ότι έχουμε
ανάγκη το τάγμα των περιπλανώμενων ιπποτών για να υπερασπίσει την αρετή, να
προστατεύσει τις χήρες και να παρασταθεί στα ορφανά και σε όσους χρειάζονται
βοήθεια.
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Ernst Kretschmer,
άνθρωποι σαν τον Δον Κιχώτη είναι σαν τα αστόλιστα και δίχως παράθυρα ρωμαϊκά
σπίτια, σαν επαύλεις με παραθυρόφυλλα κλειστά κάτω από τον καυτό ήλιο. Όμως,
στο εσωτερικό τους, κάτω από ένα αδύναμο φως, λαμβάνουν χώρα οι πιο μεγάλες
γιορτές. Αυτό συμβαίνει και με τον Δον Κιχώτη. Κανείς δεν υποψιάζεται κάτι το
ιδιαίτερο, το αφύσικο, ή το σκανδαλώδες σ’ αυτόν τον άκακο, καλότροπο, κάπως λιγόλογο
και άχρωμο ευγενή από τη Μάντσα. Όμως, τα φαινόμενα απατούν. Στην ψυχή του
λαμβάνουν χώρα οι πιο μεγάλες γιορτές. Η ακόρεστη, φλογερή φαντασία του
μετατρέπει με τρόπο μαγικό τις γελοίες αφηγήσεις του Αμάντις δε Γκάουλα ή του
Ρεϊνάλδου δε Μονταλμπαν, τα ταξίδια τους και τις περιπέτειές τους, σε
περίλαμπρη ανθηρή πραγματικότητα. Ιππότες και παρθένες, κάστρα και επάλξεις,
παλάτια που αντιφεγγίζουν μέσα στο σεληνόφως, και επιπλέον, μάχες και
περιπέτειες με γίγαντες, δράκους, και κακούς μάγους, αποτελούν έναν κόσμο
γεμάτο από την πολυκύμαντη αντιπαράθεση του Καλού με το Κακό.
Αυτόν αναγνωρίζει ως κόσμο του ο Δον Κιχώτης, όχι τη
βαρετή, μονότονη καθημερινότητα του χωριού που αντικρίζει, όταν σηκώνει το
βλέμμα από τα βιβλία του και αγναντεύει πέρα από το φράχτη. Ναι, ο κόσμος θα
έπρεπε να είναι πιο όμορφος, πιο πλούσιος, η ύπαρξη περισσότερο εκπληρωμένη. Ο
Δον Κιχώτης παρουσιάζεται εδώ ως ένας ρεαλιστής μέσα στον κόσμο των ιδεών, ένας
γόνος του Πλάτωνα. Και μέσα του ωριμάζει σιγά-σιγά ό,τι ένας άνθρωπος φυσιολογικός
ονομάζει έμμονη ιδέα.
Πέρα από την ιπποτική του τρέλα, είναι ο πιο νηφάλιος,
ο πιο φρόνιμος και συνετός άνθρωπος που υπάρχει, όμως το γερό λογικό του
διοχετεύεται στον αγωγό της περιπλανώμενης ιπποσύνης. Με μεγάλη εκφραστική
δύναμη ο ιππότης μας εκθέτει την ουσία της αποστολής του. Υποστηρίζει με
οξυδέρκεια τη θέση του και είναι αδύνατον να μην του δοθεί δίκιο. Η απραξία
ποτέ δεν τον ευχαριστούσε, είτε έβγαινε νικητής είτε νικημένος. Μεσόκοπος πια –
στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται ως πενηντάχρονος – διακατέχεται από την αγέραστη
ελπίδα όλων των νεαζόντων αιώνιων αναζητητών.
Η δύναμη της φαντασίας του συγχέει την επίφαση με την
πραγματικότητα. Και τότε, αμήχανος μπροστά στις συνέπειες των πράξεών του,
επιστρατεύει την υπόθεση ότι του έχουν κάνει μάγια. Η παρουσίαση των
φανταστικών βιωμάτων του ως αποτέλεσμα μαγείας είναι η μόνη ερμηνεία που μπορεί
να συλλάβει η σκέψη του.
Σε όλα όσα κάνει επικαλείται πάντοτε ό,τι έχει
διαβάσει στα ιπποτικά του μυθιστορήματα. Ακολουθεί σχολαστικά το πρότυπο της
περιπλανώμενης ιπποσύνης σε όλες, ακόμα και τις πιο γελοίες, λεπτομέρειες, ως
το πικρό τέλος. Βάζει τον πρώτο διαβάτη που συναντά να τον χρίσει ιππότη με το
ιπποτικό σπάθισμα στον ώμο, όπως έχει διαβάσει ότι γίνεται στα ιπποτικά
μυθιστορήματα, ενώ στην ταβέρνα δεν πληρώνει τον λογαριασμό, επειδή ποτέ δεν
διάβασε ότι ένας περιπλανώμενος ιππότης πλήρωσε λογαριασμό σε χάνι ή καπηλειό.
Και όπως ακριβώς επιτάσσουν τα πρότυπά του, λαχταρά τη φήμη. Αποφαίνεται,
ωστόσο, ότι οι ρωμαιοκαθολικοί ιππότες θα έπρεπε να επιδιώκουν πιο πολύ τη δόξα
των ουρανών και λιγότερο τη ματαιόδοξη φήμη του προσωρινού βίου επί της γης.
Όλες οι πράξεις του Δον Κιχώτη θέτουν ένα τραγικό
ερώτημα: Πώς είναι δυνατή μια αγωνιστική στάση σ’ έναν κόσμο που δεν μπορεί να
της προτάξει αντίπαλο; Με όλο του το δίκιο, θρηνεί το τέλος της ιπποσύνης
εξαιτίας της εφεύρεσης της πυρίτιδας και της φρικιαστικής μανίας των ανόσιων
μηχανών του πυροβολικού. Χάρη σ’ αυτή τη διαβολική επινόηση, κάθε δειλός μπορεί
τώρα να αφήσει στον τόπο ακόμα και τον γενναιότερο ιππότη με μια τυχαία βολή
από απόσταση. Η βαναυσότητα των τεχνικών μέσων και της νέας εποχής που
προβάλλει μέσα στην ανωνυμία αφανίζει την ατομική αξία της ιπποτικής στάσης.
Ο Δον
Κιχώτης, ως μυθιστορηματική ύπαρξη, συγκεντρώνει στοιχεία που τον καθιστούν ιδιαίτερα
πολύπλοκο κι ως εκ τούτου αντιφατικό. Αφελής και ονειροπόλος σε βαθμό να
φαντάζεται ανύπαρκτους κινδύνους και περιπέτειες κι από την άλλη σώφρων, σοφός,
πατά γερά στην πραγματικότητα, με αδιατάραχτη ισορροπία που μπορεί να
διευθετήσει κάθε ζήτημα με αφοπλιστική απλότητα, κινούμενος αποκλειστικά στα
πλαίσια της δικαιοσύνης, της ηθικής αποκατάστασης και της σύνεσης, με δυο λόγια
του ανθρωπισμού.
Ο Δον Κιχώτης είναι η αμετανόητη
παιδική ονειροφαντασία που τελικά αποδεικνύεται σοφότερη αφού είναι ανόθευτη
ηθικά, ασυμβίβαστη. Η συσσώρευση του πλούτου και της εξουσίας δεν τον αφορά.
Αγνοεί έννοιες όπως συμφέρον, κερδοσκοπία, δίκιο του ισχυρού και αναζητά το
δίκαιο, που είναι η μοναδική αλήθεια, και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτη
πραγματικότητα.
Τελικά ποιος από
τους δύο κόσμους είναι αλήθεια; Ο παιδικός κόσμος του Δον Κιχώτη που βρίσκει
εύκολα τις αυτονόητες αλήθειες γιατί πολύ απλά δεν έχει αλλοτριωθεί ή ο κόσμος
των άλλων που κατανοεί απολύτως την επιφανειακή πραγματικότητα αλλά είναι
αδύνατο φτάσει στη βαθύτερη ουσία της συνύπαρξης, αφού ο δρόμος κόβεται από ένα
πλήθος συμβιβασμών και υποχωρήσεων που νοθεύουν την αναζήτηση κάθε αλήθειας;
Αν και είναι
δύσκολο να κατανοήσουμε ποια πραγματικότητα είναι αληθινή – του Δον Κιχώτη ή
των άλλων – δεν είναι καθόλου δύσκολο να κατανοήσουμε ποια πραγματικότητα είναι
ισχυρή. Σε όλο το δεύτερο τόμο βλέπουμε το Δον Κιχώτη να γελοιοποιείται και να
γίνεται έρμαιο των ισχυρών ανθρώπων της άλλης πραγματικότητας. Εξευτελίζεται
και ταπεινώνεται από το δούκα, τη δούκισσα κι από τον κάθε υπηρέτη. Γίνεται
γραφικός, κατατροπώνεται. Η πραγματικότητα του συναισθήματος ηττάται
ολοκληρωτικά από την αμείλικτη πραγματικότητα του κυνισμού και της
δύναμης. Κάθε Δον Κιχώτης είναι καταδικασμένος στη συντριβή.
Οι τελευταίες
σκηνές στο νεκροκρέβατο του Δον Κιχώτη είναι συγκινητικές. Καταλαβαίνει την
πλάνη του και συνειδητοποιεί όλο το μέγεθος του εξευτελισμού του ως
περιπλανώμενος ιππότης. Μετανιώνει και καταριέται τα ιπποτικά βιβλία που τον
παρέσυραν. Έτσι, ο Θερβάντες μας φέρνει ενώπιον της οδυνηρής πραγματικότητας
μετατρέποντας την κωμωδία σε δράμα, κάνοντας το γέλιο πικρό, και
επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι είναι «ο Σαίξπηρ του Νότου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ERWIN LAATHS, Παγκόσμιος Ιστορία της Λογοτεχνίας, Τόμος Α!,
Εκδόσεις Ι. Αρσενίδη, Αθήνα 1963
2. WILHELM MUHLMANN, Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και Παγκόσμιος Πολιτισμός,
Εκδόσεις Νεφέλη, 1997
Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ: