Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ: ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, Η ΤΑΙΝΙΑ ΚΑΙ Η ΣΚΑΡΛΕΤ

   Η θεματική του έργου είναι παρμένη από την καθημερινότητα της Αμερικής του 1860, αναπαριστά γεγονότα και καταστάσεις σύγκρουσης (Βόρειοι και Νότιοι, λευκοί και μαύροι, εγωισμός και αλτρουισμός, έρωτας και αδιαφορία, καλό και κακό).

Το θέμα της ταινίας είναι ο πόλεμος και ο έρωτας.

Μέσα από πραγματικά γεγονότα που παρέχουν δυνατές συγκινήσεις, παρουσιάζεται το ξέσπασμα του Αμερικανικού εμφυλίου πολέμου και τα επακόλουθά του, ιδωμένα από την πλευρά των λευκών Νοτίων.  Η ταινία δείχνει με ιδιαίτερα δραματικούς τόνους την καταστροφή που υπέστησαν οι πλούσιοι κτηματίες από τον πόλεμο και την απελευθέρωση των δούλων, που άλλαξε άρδην τα δεδομένα για την οικονομία του Νότου. Περιγράφεται ο χωρισμός των ανθρώπων σε Βόρειους και Νότιους, και ο ανηλεής αγώνας για την νίκη. 

Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, και το αποτέλεσμα είναι ο ηττημένος να τα χάνει όλα, ενώ ο κερδισμένος – τυπικά, γιατί ουσιαστικά όλοι χαμένοι είναι από τον πόλεμο, πολύ περισσότερο μάλιστα από έναν εμφύλιο, όπου αδέρφια μάχονται εναντίον αδερφών – παρασύρεται από την αλαζονεία της νίκης, λεηλατεί, καταστρέφει. Οι ανθρώπινες αξίες καταπατώνται, κυρίως η αξιοπρέπεια, ενώ πραγματικά δοκιμάζεται η αντοχή όλων, η δύναμη του ενστίκτου αυτοσυντήρησης και η επινοητικότητα για εξεύρεση λύσεων. Περιγράφεται ο αγώνας των απλών ανθρώπων να διατηρήσουν κάτι έστω από τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής, να επιβιώσουν, να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να κάνουν μια καινούργια αρχή.

Εκ παραλλήλου η ταινία παρουσιάζει την αγάπη στις διάφορες μορφές της και μέσα από την ερωτική ιστορία της Σκάρλετ και του Ρετ, παρουσιάζει ιδιαιτέρως την ερωτική εμμονή και τις συνέπειες αυτής. Όσοι άνθρωποι και αν βρεθούν στο δρόμο αυτού που υποφέρει από την εμμονή, εκείνος παραμένει προσκολλημένος στην ιδέα  - γιατί περί ιδέας πρόκειται – της μεγάλης αγάπης, του ενός και μοναδικού ιδανικού συντρόφου με τον οποίο θα επιτύχαινε την τέλεια σχέση και την απόλυτη ευτυχία. Τυφλωμένος από την προσκόλληση, αγνοεί την πραγματικότητα και ωθείται σε λανθασμένες παρορμητικές επιλογές, ενώ ακόμα και αν προχωρήσει σε σωστές επιλογές, είτε δεν το αντιλαμβάνεται, είτε δεν το παραδέχεται, με αποτέλεσμα να χάσει την ευτυχία που του αναλογούσε. 





Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι γυναικείος και είναι η όμορφη Σκάρλετ Ο’ Χάρα, (Βίβιαν Λι), κόρη ιδιοκτήτη βαμβακοφυτείας, της Τάρα, στον Αμερικανικό Νότο.

Βρισκόμαστε στο έτος 1861, παραμονές του εμφυλίου πολέμου, και η νεαρή κακομαθημένη καλλονή Σκάρλετ, είναι καλεσμένη στο μπάρμπεκιου που διοργανώνει η οικογένεια του Άσλεϊ Γουίλκς, (Λέσλι Χάουαρντ), του άνδρα με τον οποίο είναι ερωτευμένη, χωρίς ωστόσο να του έχει ποτέ φανερώσει τα συναισθήματά της.  Τη λαχτάρα της να τον δει, όμως, σύντομα διαδέχεται η απογοήτευση, καθώς στη διάρκεια της γιορτής ακούει ότι ο Άσλεϊ θα παντρευτεί την εξαδέρφη του Μέλανι, (Ολίβια Ντε Χάβιλαντ).
Παρόλα αυτά,  θεωρεί ότι είναι η καταλληλότερη στιγμή ώστε να του αποκαλύψει τα αισθήματα που τρέφει γι’ αυτόν. Εκείνος την απορρίπτει, υποστηρίζοντας ότι οι δυο τους είναι πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες και ότι γάμος μεταξύ τους πρόκειται να επιφέρει μόνο δυστυχία. Τη συζήτηση μεταξύ του Άσλεϊ και της Σκάρλετ, κρυφακούει ένας μυστηριώδης επισκέπτης, ο Ρετ Μπάτλερ (Κλαρκ Γκέιμπλ) από την Ατλάντα, ο οποίος εμφανίζεται και εξοργίζει την οξύθυμη Σκάρλετ με την αδιακρισία του.
Στο μεταξύ ο εμφύλιος μεταξύ του Βορρά και του Νότου ξεσπάει, και ο Άσλεϊ, όπως και ο Ρετ αναχωρούν για το μέτωπο. Πριν την αναχώρηση των ανδρών, ο Άσλεϊ παντρεύεται τη Μέλανι, και η Σκάρλετ παντρεύεται τον αδελφό της Μέλανι, τον Τσαρλς, για να κάνει τον Άσλεϊ να ζηλέψει. Ο Τσαρλς πεθαίνει στον πόλεμο και η Σκάρλετ ταξιδεύει μέχρι την Ατλάντα για να μείνει με τη θεία του Τσαρλς και τη Μέλανι. Εκεί βλέπει τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, ενώ ο δρόμος της διασταυρώνεται για μια ακόμη φορά με εκείνον του Ρετ, όταν εκείνος τη βοηθάει να διαφύγει από την Ατλάντα την ημέρα της καταστροφής της πόλης από τους Βόρειους.
Χήρα πλέον, ακόμη καρδιοχτυπά για τον Άσλεϊ και ονειρεύεται την επιστροφή του. Ο πόλεμος χάνεται, κι εκείνη επιστρέφει στην φυτεία Τάρα, αντιμέτωπη με τις δυσκολίες, καθώς προσπαθεί να κρατήσει την οικογένεια ενωμένη και να εμποδίσει να ξεπουληθεί η φυτεία σε δημοπρασία για να πληρωθούν οι φόροι. Έχει γίνει σκληρή, έχει πικραθεί, και θα κάνει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και ενός δεύτερου γάμου με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής της, για να μην ξαναδοκιμάσει τη φτώχια και την πείνα. Αφού γίνει χήρα για δεύτερη φορά, τελικά παντρεύεται τον επιβλητικό Ρετ, όμως στο μυαλό της κυριαρχεί πάντα η αγάπη της για τον Άσλεϊ, με αποτέλεσμα σύντομα η σχέση τους να βουλιάξει στις διαφωνίες και την ασυνεννοησία, φαινομενικά καταδικασμένη εξαρχής.
Προς το τέλος, βρίσκουμε την ετοιμοθάνατη Μέλανι να ζητάει από τη Σκάρλετ να φροντίσει τον Άσλεϊ. Μετά το θάνατό της, ο Άσλεϊ, ένα ράκος, εκμυστηρεύεται στην Σκάρλετ ότι η Μέλανι ήταν η μοναδική του αγάπη. Η αποκάλυψη συντρίβει τη Σκάρλετ, η οποία τότε αντιλαμβάνεται ότι ποτέ της δεν είχε αγαπήσει πραγματικά τον Άσλεϊ και εύχεται μόνο να είχε φανεί αυτός σαφής σχετικά με τα αισθήματά του απέναντί της από την αρχή.
Στην τελευταία συνάντησή τους στην Ατλάντα, ο Ρετ, έχοντας δει τη Σκάρλετ με τον Άσλεϊ στο σπίτι της Μέλανι, υποστηρίζει ότι η Σκάρλετ δεν θα πάψει ποτέ να αγαπάει τον Άσλεϊ, και επομένως ο ίδιος θα την εγκαταλείψει για τα καλά, αποφασισμένος να αρχίσει μια νέα ζωή στην πατρίδα του, στο Τσάρλεστον. Καθώς ο Ρετ ετοιμάζει τις βαλίτσες του για να φύγει, η Σκάρλετ επιμένει ότι τώρα αντιλαμβάνεται ότι τον αγαπάει ειλικρινά και ότι ποτέ της δεν αγάπησε πραγματικά τον Άσλεϊ, όμως εκείνος ισχυρίζεται ότι κάθε ελπίδα να σωθεί ο γάμος τους χάθηκε με το θάνατο της κόρης τους, της Μπόνι, και επιπλέον ανέχτηκε το δράμα της Σκάρλετ για πάρα πολύ καιρό.
Καθώς ετοιμάζεται να ανοίξει την πόρτα για να φύγει, η Σκάρλετ τον ικετεύει για τελευταία φορά, ρωτώντας τι θα απογίνει η ίδια αν εκείνος την εγκαταλείψει. Αδιάφορος ο Ρετ απαντάει: «Ειλικρινά, αγαπητή μου, δεν μου καίγεται καρφί». Και μ’ αυτή τη φράση φεύγει από το σπίτι και χάνεται στη βραδινή ομίχλη.
Η Σκάρλετ καταρρέει, όμως συνέρχεται από την απελπισία, καθώς σκέφτεται την άλλη μεγάλη αγάπη της ζωής της, τη γη, την Τάρα, μέσα από μια σειρά αναπολήσεων. Αποφασίζει να επιστρέψει στην Τάρα, να κάνει μια καινούργια αρχή, και να προσπαθήσει με κάποιο τρόπο να φέρει πίσω τον Ρετ, μονολογώντας: «Άλλωστε, αύριο είναι μια καινούργια μέρα!»
Στο τελευταίο πλάνο βλέπουμε τη σιλουέτα της Σκάρλετ να αντικρίζει την Τάρα ενώ ο ήλιος δύει πίσω από το λόφο. Έχει φτάσει πίσω στο σπίτι της παιδικής της ηλικίας και είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει ένα άγνωστο, ωστόσο καινούργιο μέλλον. Η κάποτε νεαρή κακομαθημένη και εγωίστρια κοπέλα, με την εμμονική αντίληψη της αγάπης, έχει πλέον ενηλικιωθεί μέσα από τις κακουχίες. Άλλωστε ο δρόμος προς την ωριμότητα ήταν πάντα οδυνηρός. Έχει ατσαλωθεί από τις καταστροφές που επέφερε ο πόλεμος και έχει ωριμάσει από τις δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Παραμένει πεισματάρα, δυνατή, αγωνίστρια, αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσον για να επιλύσει τα εκάστοτε προβλήματα που αναδύονται, για να σταθεί όρθια και να περιφρουρήσει τη γη της, την οικογένειά της και τη ζωή που επιθυμεί.




Δεν μπορεί κανείς να κατατάξει τη Σκάρλετ στους καλούς ή τους κακούς χαρακτήρες.  Δεν είναι ένας καλός χαρακτήρας, πρότυπο προς μίμηση, ούτε ένας κακός χαρακτήρας παράδειγμα προς αποφυγή. Έχει χαρακτηριστικά που απωθούν το θεατή και άλλα τα οποία θαυμάζει. Ο χαρακτήρας της ξετυλίγεται σταδιακά μέσα στο σενάριο, αντικατοπτρίζοντας τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής μέσα στην οποία δρα. Είναι ένας χαρακτήρας περίπλοκος, πολυδιάστατος, τολμηρός, ευθύς και παρορμητικός, με ‘αντρικά’ χαρακτηριστικά ατομικισμού και τυχοδιωκτισμού σε μια εποχή που οι γυναίκες όφειλαν να μένουν στο παρασκήνιο. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντι-ηρωίδα.


Η ταινία «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», (πρωτότυπος τίτλος: Gone with the Wind), είναι κινηματογραφικό έργο του 1939, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ του 1936, και αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών. 

Η ταινία έλαβε 13 υποψηφιότητες για τα βραβεία της ακαδημίας του αμερικανικού κινηματογράφου, σπάζοντας το ρεκόρ για τις περισσότερες υποψηφιότητες (το "Όλα για την Εύα" και ο "Τιτανικός" είναι οι μόνες ταινίες που κατάφεραν να ξεπεράσουν το "Όσα παίρνει ο άνεμος", αποσπώντας 14 υποψηφιότητες), και βραβεύτηκε με 10 βραβεία Όσκαρ, ένα ρεκόρ που διατήρησε για είκοσι χρόνια. Το 1998 κατατάχθηκε τέταρτη στη λίστα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου με τις 100 καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών, αν και το 2007 μετακινήθηκε στην έκτη θέση.
Η παραγωγή της έγινε από τον τιτάνα του Χόλιγουντ Ντέιβιντ Ο'Σέλζνικ, ο οποίος έδρασε καταλυτικά στην επιτυχία της ταινίας. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με σκηνοθέτη τον Τζορτζ Κιούκορ και με βάση το ατελές ακόμη σενάριο του Λέσλι Χάουαρντ, το οποίο είχε περικόψει και ξαναγράψει ο Σέλζνικ. Ο Κιούκορ σύντομα απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Βίκτορ Φλέμινγκ, με τον οποίο η Βίβιαν Λι καυγάδιζε συνεχώς. Η ίδια μαζί με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ συναντούσαν κρυφά τον Κιούκορ για να τους δώσει συμβουλές πάνω στους ρόλους τους. Κάποια στιγμή ο Φλέμινγκ αποσύρθηκε λόγω υπερκόπωσης και αντικαταστάθηκε για δυο βδομάδες από τον Σαμ Γουντ. Ο διευθυντής φωτογραφίας Λι Γκαρμς αντικαταστάθηκε επίσης από τον Έρνεστ Χάλερ, μετά από ένα μήνα εργασίας. Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν συνολικά έξι μήνες και η πρεμιέρα που έγινε στην Ατλάντα στις 15 Δεκεμβρίου, συνοδεύτηκε από διθυράμβους.
Η ταινία πούλησε περισσότερα εισιτήρια στις ΗΠΑ σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου και αποτελεί μέχρι και σήμερα έμβλημα της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Θεωρείται το πρότυπο της Χολιγουντιανής εμπορικής ταινίας, γνωστής στα αγγλικά ως «blockbuster». Σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή και σημαντικά κινηματογραφικά έργα όλων των εποχών. Χαρακτηρίζεται επική ταινία, διότι πρόκειται για έργο μεγαλειώδες, σε έκταση, σε θεματογραφία, υποκριτικά και εκφραστικά μέσα.






Πηγές:












Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΌΝΟΥ, Τάσου Αθανασιάδη


Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
Τάσος Αθανασιάδης
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2011
Σελίδες 450






"Στο μυθιστόρημά του αυτό ο Τάσος Αθανασιάδης περιγράφει μια ομάδα από νέους και νέες, καθώς απολαμβάνουν τις μέρες του καλοκαιριού σε ένα φανταστικό νησί των Κυκλάδων. Πίσω, ωστόσο, από την φαινομενική τους μακαριότητα, κάτω από το θάμβος του αιγαιοπελαγίτικου ουρανού, ακούν τη βασανιστική φωνή που τους ψιθυρίζει μέσα τους πως είναι πια καιρός να πάρουν μια σοβαρή απόφαση για το μέλλον τους. Τις ψυχολογικές αντιδράσεις τους μπροστά στα γεγονότα, που αιφνιδιάζουν τα σχέδιά τους γι' αυτό το μέλλον, μας τις ζωντανεύει ο συγγραφέας των «Πανθέων» με σκηνές αλληλοδιάδοχες από αισθησιακή μέθη και δραματική αβεβαιότητα. Την «Αίθουσα του θρόνου», μεταφρασμένη στα γερμανικά, υποδέχτηκε με εγκωμιαστικά σχόλια η ξένη κριτική. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «Ένα αριστούργημα από την Ελλάδα», «Ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα της εποχής μας», «Έπος συμφιλίωσης των λαών»..."
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

«Σ’ ένα νησί των Κυκλάδων, πολλά νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με διαφορετική ψυχοσύνθεση, όνειρα και επιδιώξεις το καθένα, περνούν τις καλοκαιρινές διακοπές τους ξένοιαστα και ανέμελα, φαινομενικά όμως, γιατί στο βάθος τους όλα παλεύουν μέσα τους με μια κρυφή αγωνία να βρουν το δρόμο τους, να συντονίσουν τη ζωή τους με την πίστης τους και τα ιδανικά τους, να κατασταλάξουν πνευματικά, και να πάρουν σοβαρές αποφάσεις, που θα έχουν άμεσες συνέπειες στην εξέλιξή τους και στο μέλλον τους».
(Από τον πρόλογο του Ε. Ν. Μόσχου)


Ο συμβολικός τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από τα λεγόμενα ενός εκ των ηρώων του βιβλίου, του περ Γκρεγκουάρ, φραγκισκανού καλόγερου και καθηγητή λυκείου: «Έρχεται μια μέρα όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά, για να αποφασίσει πάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του, δηλαδή ν’ ασχοληθεί με το μέλλον του…»

Το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με την ίδια παράγραφο με την ίδια μαγευτική εικόνα: «Τούτη την ώρα που το νησί ξεκόβει σα γαλέρα απ’ την καταχνιά με λατίνια μύλους και τρούλους, μοιάζει να ταξιδεύει σε καιρούς του Αιγαίου παλιούς, όταν οι κρινοδάχτυλες πριγκιπέσες της Παροναξίας τόπαιρναν προίκα μαζί μ’ ένα ρόδι για γούρι…»

Ο δημιουργός είχε μιαν αξιοθαύμαστη σύλληψη της ιδέας, των χαρακτήρων, του τόπου και του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ξετύλιξε αριστοτεχνικά την ιστορία του. Η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη, η ζωή του ενός ήρωα μπλέκεται με την ζωή του άλλου, και απεικονίζεται ρεαλιστικά η ελληνική αστική κοινωνία.  Οι χαρακτήρες παρά τις αντιφάσεις τους είναι συγκροτημένοι και βαδίζουν στο δρόμο του εσωτερικού τους πεπρωμένου. Η γλώσσα είναι πλούσια, όμορφη, γοητευτική.

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο φιλοσοφικά θέματα, τα οποία ωστόσο, κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει στο ξετύλιγμα της δικής του ζωής μέσα από την καθημερινότητά του, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο συνειδητά. 


Προσωπικά, στην εκ νέου ανάγνωσή του, μετά από πολλά χρόνια, ξαναβρήκα την εφηβεία και τη νιότη μου και όλα τα ζητήματα που μας απασχολούσαν τότε: 


Το καλό και το κακό, ο ορισμός τους και η πάλη τους, το ηθικό και το ανήθικο, το κοινωνικά αποδεκτό ή όχι, το συνεπές και το οπορτουνιστικό, η απομάκρυνση από την καθημερινή ζωή για τη διαφύλαξη της ψυχής ή ο αγώνας μέσα στη ζωή, το κοινωνικό καθήκον ενάντια στο ατομικό συμφέρον, η αναζήτηση πλαισίων για μια ζωή πέρα από τα συνηθισμένα, μια ζωή με νόημα πέρα από την αποδοχή του τυχαίου, γενικά η αναζήτηση της ουσίας και συνεπώς της ισορροπίας και της γαλήνης που η εύρεσή της (της ουσίας) φέρνει στην ψυχή.  
  
Θίγεται το θέμα μια θρησκείας χωρίς κυρώσεις, η οποία να προετοιμάζει τον άνθρωπο για τη ζωή, και να του δίνει τη δυνατότητα να πλάσει τη ζωή του όπως του ταιριάζει, της ευδαιμονιστικής αντίληψης, της ματαιότητας της επίγειας δημιουργίας, της αμαρτίας, της αναγκαιότητας του κακού, της ειλικρινούς μετάνοιας και της δυνατότητας επανόρθωσης, καθώς και της δύναμης της συγχώρεσης.

Όλα αυτά δεν δίνονται θεωρητικά, αλλά μέσα από ουσιαστικούς διαλόγους (αν και κάποιες φορές δεν αιτιολογείται επαρκώς η έναρξη του διαλόγου), και την ενδιαφέρουσα εξέλιξη της πλοκής.  

Ας μου επιτραπεί να πω ότι θα προτιμούσα να έλειπαν κάποιες επαναλήψεις φράσεων (όπως π.χ. «Χριστιανός και Έλλην»), οι οποίες δεν προσέδωσαν κατά τη γνώμη μου περαιτέρω λογοτεχνική αξία στο κείμενο, και οι οποίες υποσυνείδητα παραπέμπουν τους μεγαλύτερους σε ηλικία αναγνώστες στην εποχή που γράφτηκε  το βιβλίο (1969, τρίτο έτος της επταετούς δικτατορίας). 

Αντιθέτως, θα προτιμούσα μεγαλύτερη ανάπτυξη των κεντρικών χαρακτήρων του Λουκά και της Γλαύκης. Λιγότερα, επίσης, θα προτιμούσα να ήταν τα προφητικά όνειρα και η διαισθητική ικανότητα να χαρακτήριζε λιγότερα άτομα, και επιπλέον να μην αποκάλυπτε ο συγγραφέας το βασικό μυστικό της ιστορίας μέσω ενός ονείρου, αλλά να υπήρχε ένας άλλος συσχετισμός μεταξύ του ονείρου και της αντίληψης της πραγματικότητας από το πρόσωπο που το ονειρεύτηκε.

«Η αίθουσα του θρόνου»,  εξακολουθεί να διαβάζεται και σήμερα με μεγάλη ευχαρίστηση και αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Σ’ αυτό συντελούν η λογοτεχνική του αξία, αλλά, νομίζω, και η στροφή του σύγχρονου ανθρώπου προς τη θρησκεία γενικότερα καθώς και τις εναλλακτικές φιλοσοφίες/θεωρίες για έναν τρόπο γαλήνιας και ήρεμης ζωής, και επομένως και προς τα βιβλία που ενδεχομένως ικανοποιούν αυτήν την περιέργεια και ανάγκη.


Το έργο μεταφράστηκε στα Γερμανικά (1981) και στα Ρουμανικά (1992). Στο επίμετρο της συγκεκριμένης έκδοσης διαβάζουμε την άποψη του ΟΥΒΕ ΣΤΑΜΕΡ, φιλολογικού κριτικού της εφημερίδας Στουττγκάρτε Τσάιτούνγκ, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Καθημερινή", 10.08.1981, με τίτλο "Ένα αριστούργημα από την Ελλάδα". Φαντάζομαι ότι η ανάγνωση του βιβλίου προσέφερε και μία ακόμη ξεχωριστή ευχαρίστηση στους Γερμανούς αναγνώστες, δεδομένου ότι μέσα στην ιστορία τονίζεται η ειλικρινής μεταμέλεια και συντριβή του Γερμανού κατακτητή, και η εμπιστοσύνη στη συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών.




Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ: