"Στο μυθιστόρημά του αυτό ο Τάσος Αθανασιάδης περιγράφει μια ομάδα από νέους και νέες, καθώς απολαμβάνουν τις μέρες του καλοκαιριού σε ένα φανταστικό νησί των Κυκλάδων. Πίσω, ωστόσο, από την φαινομενική τους μακαριότητα, κάτω από το θάμβος του αιγαιοπελαγίτικου ουρανού, ακούν τη βασανιστική φωνή που τους ψιθυρίζει μέσα τους πως είναι πια καιρός να πάρουν μια σοβαρή απόφαση για το μέλλον τους. Τις ψυχολογικές αντιδράσεις τους μπροστά στα γεγονότα, που αιφνιδιάζουν τα σχέδιά τους γι' αυτό το μέλλον, μας τις ζωντανεύει ο συγγραφέας των «Πανθέων» με σκηνές αλληλοδιάδοχες από αισθησιακή μέθη και δραματική αβεβαιότητα. Την «Αίθουσα του θρόνου», μεταφρασμένη στα γερμανικά, υποδέχτηκε με εγκωμιαστικά σχόλια η ξένη κριτική. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «Ένα αριστούργημα από την Ελλάδα», «Ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα της εποχής μας», «Έπος συμφιλίωσης των λαών»..."
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
«Σ’ ένα νησί των Κυκλάδων, πολλά νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με διαφορετική ψυχοσύνθεση, όνειρα και επιδιώξεις το καθένα, περνούν τις καλοκαιρινές διακοπές τους ξένοιαστα και ανέμελα, φαινομενικά όμως, γιατί στο βάθος τους όλα παλεύουν μέσα τους με μια κρυφή αγωνία να βρουν το δρόμο τους, να συντονίσουν τη ζωή τους με την πίστης τους και τα ιδανικά τους, να κατασταλάξουν πνευματικά, και να πάρουν σοβαρές αποφάσεις, που θα έχουν άμεσες συνέπειες στην εξέλιξή τους και στο μέλλον τους».
(Από τον πρόλογο του Ε. Ν. Μόσχου)
Ο συμβολικός
τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από τα λεγόμενα ενός εκ των ηρώων του
βιβλίου, του περ Γκρεγκουάρ, φραγκισκανού καλόγερου και καθηγητή λυκείου:
«Έρχεται μια μέρα όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να
περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά,
για να αποφασίσει πάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του, δηλαδή ν’ ασχοληθεί
με το μέλλον του…»
Το βιβλίο
αρχίζει και τελειώνει με την ίδια παράγραφο με την ίδια μαγευτική εικόνα:
«Τούτη την ώρα που το νησί ξεκόβει σα γαλέρα απ’ την καταχνιά με λατίνια μύλους
και τρούλους, μοιάζει να ταξιδεύει σε καιρούς του Αιγαίου παλιούς, όταν οι
κρινοδάχτυλες πριγκιπέσες της Παροναξίας τόπαιρναν προίκα μαζί μ’ ένα ρόδι για
γούρι…»
Ο δημιουργός
είχε μιαν αξιοθαύμαστη σύλληψη της ιδέας, των χαρακτήρων, του τόπου και του
κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ξετύλιξε αριστοτεχνικά την ιστορία του.
Η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη, η ζωή του ενός ήρωα μπλέκεται με την ζωή του
άλλου, και απεικονίζεται ρεαλιστικά η ελληνική αστική κοινωνία. Οι
χαρακτήρες παρά τις αντιφάσεις τους είναι συγκροτημένοι και βαδίζουν στο δρόμο του εσωτερικού τους πεπρωμένου. Η γλώσσα είναι πλούσια, όμορφη,
γοητευτική.
Το
μυθιστόρημα είναι γεμάτο φιλοσοφικά θέματα, τα οποία ωστόσο, κάθε άνθρωπος
αντιμετωπίζει στο ξετύλιγμα της δικής του ζωής μέσα από την καθημερινότητά του,
άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο συνειδητά.
Προσωπικά, στην εκ νέου
ανάγνωσή του, μετά από πολλά χρόνια, ξαναβρήκα την εφηβεία και τη νιότη μου και
όλα τα ζητήματα που μας απασχολούσαν τότε:
Το καλό και το κακό, ο ορισμός τους
και η πάλη τους, το ηθικό και το ανήθικο, το κοινωνικά αποδεκτό ή όχι, το
συνεπές και το οπορτουνιστικό, η απομάκρυνση από την καθημερινή ζωή για τη
διαφύλαξη της ψυχής ή ο αγώνας μέσα στη ζωή, το κοινωνικό καθήκον ενάντια στο
ατομικό συμφέρον, η αναζήτηση πλαισίων για μια ζωή πέρα από τα συνηθισμένα, μια
ζωή με νόημα πέρα από την αποδοχή του τυχαίου, γενικά η αναζήτηση της ουσίας
και συνεπώς της ισορροπίας και της γαλήνης που η εύρεσή της (της ουσίας) φέρνει
στην ψυχή.
Θίγεται το
θέμα μια θρησκείας χωρίς κυρώσεις, η οποία να προετοιμάζει τον άνθρωπο για τη ζωή,
και να του δίνει τη δυνατότητα να πλάσει τη ζωή του όπως του ταιριάζει, της
ευδαιμονιστικής αντίληψης, της ματαιότητας της επίγειας δημιουργίας, της
αμαρτίας, της αναγκαιότητας του κακού, της ειλικρινούς μετάνοιας και της
δυνατότητας επανόρθωσης, καθώς και της δύναμης της συγχώρεσης.
Όλα αυτά δεν
δίνονται θεωρητικά, αλλά μέσα από ουσιαστικούς διαλόγους (αν και κάποιες φορές
δεν αιτιολογείται επαρκώς η έναρξη του διαλόγου), και την ενδιαφέρουσα εξέλιξη
της πλοκής.
Ας
μου επιτραπεί να πω ότι θα προτιμούσα να έλειπαν κάποιες επαναλήψεις φράσεων
(όπως π.χ. «Χριστιανός και Έλλην»), οι οποίες δεν προσέδωσαν κατά τη γνώμη μου
περαιτέρω λογοτεχνική αξία στο κείμενο, και οι οποίες υποσυνείδητα παραπέμπουν τους μεγαλύτερους σε ηλικία αναγνώστες στην εποχή που γράφτηκε το βιβλίο (1969, τρίτο έτος της επταετούς δικτατορίας).
Αντιθέτως, θα προτιμούσα
μεγαλύτερη ανάπτυξη των κεντρικών χαρακτήρων του Λουκά και της Γλαύκης. Λιγότερα, επίσης, θα προτιμούσα να ήταν τα προφητικά όνειρα και η διαισθητική ικανότητα να χαρακτήριζε λιγότερα άτομα, και επιπλέον να μην αποκάλυπτε ο συγγραφέας το βασικό μυστικό της ιστορίας μέσω ενός ονείρου, αλλά να υπήρχε ένας άλλος συσχετισμός μεταξύ του ονείρου και της αντίληψης της πραγματικότητας από το πρόσωπο που το ονειρεύτηκε.
«Η αίθουσα του θρόνου», εξακολουθεί να διαβάζεται και σήμερα με μεγάλη ευχαρίστηση και αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Σ’ αυτό συντελούν η λογοτεχνική του αξία, αλλά, νομίζω, και η στροφή του σύγχρονου ανθρώπου προς τη θρησκεία γενικότερα καθώς και τις εναλλακτικές φιλοσοφίες/θεωρίες για έναν τρόπο γαλήνιας και ήρεμης ζωής, και επομένως και προς τα βιβλία που ενδεχομένως ικανοποιούν αυτήν την περιέργεια και ανάγκη.
Το έργο μεταφράστηκε στα Γερμανικά (1981) και στα Ρουμανικά (1992). Στο επίμετρο της συγκεκριμένης έκδοσης διαβάζουμε την άποψη του ΟΥΒΕ ΣΤΑΜΕΡ, φιλολογικού κριτικού της εφημερίδας Στουττγκάρτε Τσάιτούνγκ, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Καθημερινή", 10.08.1981, με τίτλο "Ένα αριστούργημα από την Ελλάδα". Φαντάζομαι ότι η ανάγνωση του βιβλίου προσέφερε και μία ακόμη ξεχωριστή ευχαρίστηση στους Γερμανούς αναγνώστες, δεδομένου ότι μέσα στην ιστορία τονίζεται η ειλικρινής μεταμέλεια και συντριβή του Γερμανού κατακτητή, και η εμπιστοσύνη στη συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών.
Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ: