Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Φίλοι στο Facebook κι άλλοι φίλοι (2) - Η συνέχεια

Φίλοι κι άλλοι φίλοι... Γράμμα στους φίλους μου


Καλοί μου φίλοι,

Πολλές φορές οι αριθμοί έχουν μεγάλη σημασία, η διαφορά τους παίζει μεγάλο ρόλο ακόμα κι αν είναι μικρή...

Θα σας πω μια ιστορία, που πιστεύω να με βοηθήσει να σας εξηγήσω.

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν δυο φίλες. Έμοιαζαν σε πολλά, αλλά διέφεραν στους αριθμούς.

Η Τάνια είχε 2 παιδιά, η Λόρα 3.
Η Τάνια είχε 1 αδερφό, η Λόρα 3.
Κανένας γονιός της Τάνιας δεν ήταν εν ζωή. Της Λόρας ζούσε η σχετικά νέα μητέρα της.
Η Τάνια είχε 1 θεία και 2 ξαδέρφες, και η σχέση τους ήταν τυπική.
Η Λόρα είχε 5 θείες και 1 θείο και τα ξαδέρφια έφταναν τα 15. Σχέση ουσιαστική και στηρικτική.
Η Τάνια είχε 2 ανίψια όλα κι όλα, η Λόρα είχε συνολικά 18 ανίψια!
Η Τάνια είχε 1 χόμπι, η Λόρα το λιγότερο 3-4.

Γνωρίστηκαν σ' ένα παιδικό πάρτι γενεθλίων. Σύντομα, όμως, η Τάνια άρχισε να παραπονιέται ότι η φίλη της η Λόρα δεν διέθετε αρκετό χρόνο για να συναντηθούν οι δυο τους και να ψυχαγωγηθούν χωρίς τα παιδιά τους. Συχνά με πλάγιο τρόπο μεμφόταν τη Λόρα (ή και την αμφισβητούσε) ότι φρόντιζε και ενδιαφερόταν για τα μέλη της δικής της και της ευρύτερης οικογένειάς της περισσότερο απ' ότι χρειαζόταν ή ήταν σωστό. Έμμεσα την κατηγορούσε ότι ήταν υπερβολική, υπερπροστατευτική με τους δικούς της, και δεν νοιαζόταν για τις φίλες της. Και τα χρόνια περνούσαν.

Η Λόρα στεναχωριόταν, αλλά όσο και αν προσπαθούσε να βρει περισσότερο χρόνο, απλά ήταν αδύνατο! Μίλησε τότε στην Τάνια και της είπε:

"Καλή μου Τάνια. Θέλω να ξέρεις κάποια πράγματα για μένα. Ίσως να τα έχεις αντιληφθεί, ίσως πάλι όχι. Γι' αυτό θα σου τα πω τώρα, ώστε να είμαστε και οι δυο σίγουρες.
Δεν είμαι η φίλη που κρατάει λογαριασμό ποια τηλεφώνησε στην άλλη την προηγούμενη φορά ούτε πόσες φορές έχει τηλεφωνήσει η καθεμιά.
Δεν είμαι η φίλη που θα τηλεφωνιέστε τουλάχιστον μία φορά τη μέρα, θα ανταλλάσσετε συνταγές μαγειρικής σε τακτική βάση και θα κανονίζετε μαζί το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου και των διακοπών.
Δεν είμαι η φίλη από την οποία θα μαθαίνεις τα νέα της γειτονιάς ή που θα επιθυμεί να τα μάθει από σένα και να κάνετε την "κοινωνική κριτική" σας παρέα. Ούτε η φίλη με την οποία θα πίνεις αδιαλλείπτως τον καφέ σου κάθε απόγευμα.
Όμως, είμαι η φίλη που, αν νιώσεις την ανάγκη να μιλήσεις για κάτι που σε απασχολεί, σου δίνει το ελεύθερο οποιαδήποτε στιγμή να της το ζητήσεις και θα βρεθείτε.
Είμαι η φίλη που, όταν βρεθείς σε οποιαδήποτε ανάγκη (ηθική ή πρακτική), θα βρεθεί στο πλάι σου και θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να σε στηρίξει.
Είμαι η φίλη που θα είναι πάντα πρόθυμη να μοιραστεί και τη χαρά σου και τη λύπη σου.
Είμαι η πιστή και ειλικρινής φίλη. Η καλή φίλη."

Η Τάνια δεν έδειξε αν κατάλαβε ακριβώς το νόημα αυτών των λόγων. Συνέχισε τα πλάγια παράπονα και κατά καιρούς, όταν οι δυο φίλες συναντιώνταν, περιέγραφε στη Λόρα με κάθε λεπτομέρεια και με ιδιαίτερη χαρά πόσο ωραία είχε περάσει με τη συντροφιά της τάδε ή της δείνα κυρίας.

Μήπως μαντέψατε την κατάληξη αυτής της φιλίας; Η Τάνια και η Λόρα σήμερα απλά ανταλλάσσουν έναν τυπικό χαιρετισμό και το χαρακτηριστικό φιλί στον αέρα πάνω από το μάγουλο όταν τύχει και συναντηθούν.


Νομίζω πως έχετε αρχίσει να καταλαβαίνετε τι εννοώ. Η ιστορία των δυο φιλενάδων ταιριάζει με την περίπτωση του Facebook...

Μια μικρή οικογένεια την κουμαντάρεις εύκολα. Στη μεγάλη δυσκολεύεσαι, κουράζεσαι, δεν προλαβαίνεις, δεν έχεις χρόνο, αρχίζουν τα παράπονα, πρέπει να μπει μια άλλη σειρά, να οριστούν προτεραιότητες.

Και όπως η Λόρα ήταν ξεκάθαρη με την Τάνια, έτσι πρέπει να είμαι κι εγώ με το Facebook.

Να έχω την αυτογνωσία ώστε να ξέρω τι δίνω, τι παίρνω, τι προσδοκώ και γιατί.
Να γνωρίζω ότι φίλοι μου στο Facebook είναι κύρια όσοι είναι φίλοι μου και στην πραγματική ζωή.
Να γνωρίζω τις προτεραιότητές μου, τι είναι σημαντικό για μένα ή τι είναι πιο σημαντικό από τι.
Να οργανώσω τις ομάδες μου, να ορίσω τις ενημερώσεις μου.
Να αποδεχτώ, ότι εφόσον ο αριθμός των φίλων μου είναι μεγάλος (ως συνήθως συμβαίνει), δεν μπορώ να τους επισκέπτομαι όλους, να κάνω like σε όλους, να ενημερώνομαι για τα πάντα, δεν μπορώ να είμαι φίλη με όλους. Είναι πρακτικά αδύνατο!
Και το ίδιο ισχύει και για τους άλλους. "Ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί" όπως λέει κι ένα όμορφο τραγούδι. Κι εγώ δεν είμαι παρά ένας φίλος μέσα στους τριακόσιους, πεντακόσιους, χίλιους κάποιου άλλου μέλους. Και είναι φυσικό και επόμενο μέσα σε τέτοιους αριθμούς, να μαθαίνουμε συχνότατα μόνο κατά τύχη ο ένας για τον άλλο, είτε αφορά σε βιβλίο, ζωγραφική, θεατρική παράσταση, χειροτεχνία, σπορ, είτε σε οποιοδήποτε άλλο ταλέντο που ο καθένας μας έχει.

Και μόλις κατανοήσω αυτά για μένα, αμέσως θα αντιληφθώ πως ό,τι ισχύει για μένα, ισχύει και για τους άλλους.
Και τότε όλα μπαίνουν σε μια σειρά...


Ίσως σας φάνηκα λίγο πικραμένη (bitter) στην προηγούμενη σχετική ανάρτησή μου.
Δεν είναι αλήθεια. Σας βεβαιώνω πως είμαι πραγματικά ευγνώμων για όσα μένουν κι έχω!
Πάντως μ' αυτή μου την ανάρτηση θέλω να εξηγήσω λίγο καλύτερα (better) πώς νιώθω για το Facebook.

Αυτά φίλοι μου.

Σας χαιρετώ, με όλη μου την αγάπη!
Αγγελική


Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη εδώ:




Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Φίλοι στο Facebook (1)


Φίλοι στο Facebook


Η οικογένειά μου είναι μεγάλη και κυρίως πολυεθνική. Στενοί συγγενείς μου κατάγονται από άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ή ανήκουν σε άλλη φυλή, οι ρίζες μας έχουν απλωθεί σε διάφορα σημεία της Ευρώπης καθώς και της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, ενώ η μίξη των φυλών έχει εμπλουτίσει τη μορφή της οικογένειας αυτής με αρκετούς, τουλάχιστον ενδιαφέροντες, συνδυασμούς. Φυσικά, και μέσα στον Ελλαδικό χώρο, είμαστε διασκορπισμένοι σε διαφορετικές πόλεις.

Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος που δικτυώθηκα κι εγώ κοινωνικά στο Facebook. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μπορούσα να στέλνω και να λαβαίνω πληροφορίες, νέα, φωτογραφίες, γενικά να επικοινωνώ και να διατηρώ επαφή με τα αγαπημένα πρόσωπα. Κοντά στους συγγενείς, ήρθαν και οι παλιοί φίλοι και φίλες, συμμαθητές, συμμαθήτριες, μαθητές και μαθήτριες, και ακολούθησαν συνάδελφοι από τον καθηγητικό και τον εκδοτικό-συγγραφικό κόσμο.

Στην αρχή, κρατούσα το τυπικό ευγενείας που είχα μάθει από μικρή. Ευχαριστώ, παρακαλώ, χρόνια πολλά, καλοτάξιδο το βιβλίο σου. Σε πολλές περιπτώσεις αγόραζα το βιβλίο, το διάβαζα και έστελνα τα συγχαρητήριά μου, δίνοντας έμφαση μόνο στα καλά στοιχεία του βιβλίου και σεβόμενη στο έπακρο τον κόπο που χρειάζεται ο κάθε συγγραφέας για να γεμίσει με οτιδήποτε έναν τέτοιο αριθμό σελίδων. Επιπλέον, με αυθορμητισμό και ειλικρίνεια, μερικές φορές προέβαλα έργα, δημοσιεύσεις, φωτογραφίες και άλλο υλικό φίλων μέσα από το προφίλ μου  (και στη συνέχεια Χρονολόγιό μου).

Επειδή είχε περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αποχής μου από το εκδοτικό (όχι συγγραφικό) στερέωμα, λάβαινα συχνά ειδοποιήσεις και μηνύματα γνωστών και φίλων που ρωτούσαν πότε θα εκδώσω νέο έργο και εξέφραζαν την ανυπομονησία τους.

Η στιγμή αυτή έφτασε τον Ιούλιο που μας πέρασε (2012). Οργανώσαμε με τη βοήθεια μελών της οικογένειας και παλιών μαθητών μου και νυν πραγματικά καλών φίλων μου, μια όμορφη φιλική βραδιά για την παρουσίαση του βιβλίου στον τόπο κατοικίας μου. Απόλαυσα αγάπη, χαρά, γέλιο, αισιοδοξία, και ακολούθησε η φυσιολογική προβολή από τον εκδότη μου και από τις σελίδες του Facebook. Όμως, φευ! Οι ανυπομονούντες φίλοι έλαμψαν δια της παντελούς απουσίας τους όχι μόνο από την παρουσίαση, αλλά ακόμα και από τις σελίδες της κοινωνικής δικτύωσης, δεν βρήκαν ούτε ένα δευτερόλεπτο να γράψουν μια ευχή!

Επιβεβαίωσα, δυστυχώς, πράγματα που είχα παρατηρήσει ή υποπτευθεί από την αρχή. Το Facebook συχνά δεν ήταν παρά μια σειρά από «πηγαδάκια», με ένα ή περισσότερα κεντρικά πρόσωπα που μιλούσαν για τα δικά τους πράγματα, ενώ οι γύρω τους εξέφραζαν την αρέσκεια και τον ενθουσιασμό τους– like - προς το έργο τους, τα λεγόμενά τους, και γενικά οτιδήποτε τους αφορούσε. 

Γρήγορα πρόσεξα ότι, όσον αφορούσε στους συγγραφείς, κάθε πηγαδάκι ανήκε στον ίδιο εκδοτικό οίκο-κύκλο. Αυτό δεν με ξάφνιασε και τόσο. Από ένα σημείο και μετά, είναι φυσιολογικό να υποστηρίζει ο καθένας τη δική του εκδοτική οικογένεια και το δικό του έργο, και να χρησιμοποιεί το μέσο αυτό, το Facebook, για να προβάλλει αποσπάσματα από το έργο του, τη γνώμη του και τη φιλοσοφία του.

Όμως, δεν μπορώ να πω ότι δεν με εξέπληξε πόσο αρκετοί συνάδελφοι συγγραφείς, ακόμα και από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, παραμένουν περιχαρακωμένοι στο δικό τους χώρο, έτσι ώστε να μην «βλέπουν» καν ότι ο διπλανός τους εξέδωσε ένα βιβλίο! Ούτε ένα like, ούτε μια απλή ευχή! Ας μην το αγοράσουν, ας μην το διαβάσουν, ας ευχηθούν μόνο, έστω και στο πλαίσιο, αν όχι φιλίας και αλληλεγγύης, μιας απλής ανταπόδοσης! 

Κοντά σ’ αυτό, πρόσεξα και, ευτυχώς ελάχιστες, περιπτώσεις όπου ο συνάδελφος όταν αναρτάς ένα σχόλιο, μια σκέψη σου στο δικό σου χρονολόγιο, κάτι που του προκαλεί την προσοχή, ενώ φαίνεται από τη συνέχεια ότι συμφωνεί μαζί σου, δεν σχολιάζει κάτω από την ανάρτησή σου, αλλά δημοσιεύει άλλο σχόλιο ξεχωριστά είτε στο δικό σου είτε στο δικό του χρονολόγιο, με τρόπο που να προβάλει τον εαυτό του, τις γνώσεις ή γνωριμίες του!

Τι να πω και για κάποιους, οι οποίοι ζητούν τη φιλία σου, μάλλον για να αυξήσουν τον αριθμό των φίλων τους, ή δεν ξέρω για ποιον άλλο λόγο, δεν σε ενοχλούν, δεν τους ενοχλείς, κι όλα καλά μέχρι τη στιγμή που εκδίδεις νέο βιβλίο. Τότε ξαφνικά κάνουν την εμφάνισή τους, μόνο και μόνο για να σχολιάσουν με κακεντρέχεια τον τίτλο, το εξώφυλλο του βιβλίου σου, ή και το περιεχόμενο, προτού καν το διαβάσουν!

Υπάρχουν και άλλοι,  οι οποίοι μόλις συνδεθείς για να μιλήσεις ενδεχομένως με τους συγγενείς και φίλους σου, αμέσως αρπάζουν την ευκαιρία για να αρχίσουν διάλογο μαζί σου. Στην αρχή απαντούσα με ευγένεια, αλλά στη συνέχεια προτίμησα να παραμένω αποσυνδεδεμένη για να γλιτώσω. Μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

«Βγάζετε πολύ ωραίες φωτογραφίες», μου είπε νεαρός συντοπίτης μου. Κι εγώ, επειδή αγαπώ πολύ τη φωτογραφία και είχα δημοσιεύσει ένα άλμπουμ με φυτά, τοπία, και αντικείμενα, θεώρησα ότι αναφερόταν σ’ αυτό και τον ευχαρίστησα, συμπληρώνοντας, «είναι κάτι που μου αρέσει πολύ». Αντιλαμβάνεστε πόσο αδέξια και αφελής φάνηκα όταν σε λίγο διάβασα τη διευκρίνιση του νεαρού: «Εννοώ ότι κρατιέστε πολύ καλά, είστε πολύ ωραία στις φωτογραφίες σας»!

Ακολούθησε ένας άλλος «φίλος» από κάποιο νησί, που με ρώτησε αν γνωρίζω κάποιον παλιό γνωστό του από τα μέρη μας. Είπα πως ίσως το κοίταζα αν έβρισκα λίγο χρόνο. Λίγο αργότερα έλαβα ένα μήνυμά του, δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια του, με μεμφόταν κατά κάποιο τρόπο για ασυνέπεια και κατέληγε ότι δεν πειράζει, γιατί είχε βρει μέσω της δικτύωσης κάποια πραγματική φίλη (και δική μου) και μου ανέφερε και το όνομα αυτής, η οποία όπως κατάλαβα κάποια στιγμή με διέγραψε.

Κάποια «φίλη» συχνά μου μιλούσε ειδικά τις βραδινές ώρες, κατά τις οποίες αντιλαμβάνομαι πως πολλοί από μας έχουν λίγο χρόνο για τη δικτύωση. Απαντούσα, επειδή, αν τα στοιχεία της και οι φωτογραφίες της ήταν αληθινές, μου είχε φανεί ως μια νέα κοπέλα που βρισκόταν σε σύγχυση. Λόγω επαγγέλματος αλλά και ιδιοσυγκρασίας, είμαι ευαίσθητη στο θέμα παιδιών και νέων, και προσπαθούσα να την κατανοήσω και όσο μπορεί κανείς κάτω από τέτοιες συνθήκες, να τη στηρίξω. Όμως όλοι οι διάλογοι κάποια στιγμή τελειώνουν ή πρέπει να τελειώνουν. «Γιατί δεν απαντάς;;;;» ήταν η φράση που βρήκα την άλλη μέρα στα εισερχόμενα. Έδωσα την απάντηση, αλλά η κοπέλα κοινοποίησε ένα σχόλιο, όχι εντελώς άδικο, κατά τη γνώμη μου, ότι είμαστε ψεύτες και υποκριτές στο φέισμπουκ, δεν μας αντέχει, και κατέβασε το προφίλ της…

Κάποιος άλλος, όταν τον ευχαρίστησα για τα καλά του λόγια για τη δουλειά μου, τονίζοντας ωστόσο ότι είμαι πολυάσχολη και δεν έχω πολύ χρόνο ούτε όρεξη για ον λάιν συζητήσεις, δεν παρέλειψε να με ειρωνευτεί πως όλοι είναι πολυάσχολοι σήμερα και να μη νομίζω ότι μόνο εγώ είμαι…

Θα ήμουν άδικη και αγνώμων, ιδιότητες που σε καμία περίπτωση δεν με χαρακτηρίζουν, αν δεν τόνιζα πόση χαρά μού χάρισε το facebook, εφόσον γνώρισα κάμποσους καινούργιους φίλους, αλλά και επανασυνδέθηκα με πολλούς παλιούς μετά από πολύ καιρό, και επικοινωνώ εύκολα και γρήγορα με τα αγαπημένα μου πρόσωπα στα διάφορα μέρη της Ελλάδας και σ’ όλον τον κόσμο! Ωστόσο, το facebook δεν παύει να αποτελεί έναν μυστήριο, άγνωστο κόσμο, που κάποιες φορές θυμίζει ζούγκλα και μπορεί να γίνει επικίνδυνος…


Είναι μεγάλο το θέμα και θα επανέλθω. Προτού σας αφήσω, θα κλείσω μ’ ένα μικρό περιστατικό, που στάθηκε αφορμή γι’ αυτές τις, πάντα καλοπροαίρετες, σκέψεις:

 Τελευταία, συζητούσαμε με δυο καλές μου φίλες, για κάποιον κοινό γνωστό μας, ο οποίος αν και ο ίδιος είχε ζητήσει τη φιλία μου, όταν με συνάντησε κάπου στο κέντρο της πόλης μας, αντί να με χαιρετήσει, έκανε πως δεν με είδε, και άλλαξε κατεύθυνση! Τότε η μία εκ των δύο φιλενάδων που αρνείται παντελώς το facebook, είπε ειρωνικά: 
«Πολύ δυνατές οι φιλίες του facebook Εκεί, κοιταχτήκαμε, γελάσαμε, αλλά πέσαμε και σε περίσκεψη…


Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη εδώ:
Find Angeliki Bouliari here: 


Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

ΠΑΤΕΡΑ ΠΟΥ ΠΑΣ; Διήγημα -Συμμετοχή στις ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΜΝΗΜΗΣ


Στη μνήμη του πολυαγαπημένου μου παππού,


που δεν μπόρεσε να με περιμένει


ως το επόμενο καλοκαίρι…


 

 

 

 

 

Πατέρα, πού πας;


 Στα μισά του το φθινόπωρο, και σουρούπωνε νωρίς. Σήκωσε το βλέμμα κατά τη μεριά των λόφων, στην άκρη των Ακαρνανικών βουνών. Στο σμίξιμο των δυο ψηλότερων, σαν τεράστια μητρική αγκαλιά με προστατευτικά, προτεταμένα στήθη, άφηνε ο ήλιος, πορφυρός, τις τελευταίες του ακτίνες, χάδια πάνω στα δέντρα και τα κρυμμένα ζωντανά του λόγγου, χάδι και υπόσχεση μαζί για το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, ξημέρωμα και υποχρέωση για τους ξεχασμένους κι αποκομμένους απ’ τον κόσμο κατοίκους του ορεινού χωριού.
Ξεσέλωσε τα δυο του άλογα, τα χάιδεψε απανωτά στη ράχη, πολλά είχαν προσφέρει και τούτη την ημέρα, βοηθοί υπομονετικοί κι ακούραστοι, πολύτιμοι, ύστερα τα οδήγησε στο πάνω χωράφι πίσω από το πέτρινο σπίτι και τ’ άφησε λεύτερα. Τράβαγε την ξύλινη αμπάρα να κλείσει και ένιωθε κιόλας τα βαριά και κουρασμένα μέλη του να ξεκουράζονται με τη σκέψη μοναχά πως θα τ’ άπλωνε πλάι στο αναμμένο τζάκι που τον περίμενε, όταν ακούστηκε η φωνή του συγχωριανού από το αντίπερα ύψωμα να τον καλεί με τ’ όνομά του.

Τούτος ο συγχωριανός ήταν ο τελευταίος μαντατοφόρος στη σειρά. Γιατί έτσι ταξίδευαν τα μαντάτα, από τον ψηλότερο λόφο στον χαμηλότερο, ξεκινώντας από την Κοινότητα που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο, προς τα χωριουδάκια που ξεφύτρωναν αραιά, όλο και χαμηλότερα, σαν σπόροι ριγμένοι άτακτα από τεράστια χούφτα.

Βγήκε παραέξω, στράφηκε προς τη μεριά της φωνής, τέντωσε καλά τ’ αυτιά του, έφερε την παλάμη ανοιχτή σαν προέκταση στ’ αριστερό αυτί που άκουγε καλύτερα, κι απάντησε.

 Η γυναίκα του ξεπρόβαλε με βλέμμα ανήσυχο στο άνοιγμα της θύρας. Τα ξανθά της μαλλιά, πλεγμένα κοτσίδες, το μαντίλι ριγμένο στους ώμους, το φόρεμα σκούρο – κάποιος συγγενής είχε αποδημήσει εις Κύριον τελευταία, κι εκείνη, παρά την κατάστασή της, επέμενε να φορέσει μαύρα, να μην πάει ανάποδα στο πανίσχυρο έθιμο. Από κοντά και η πρωτότοκη θυγατέρα, κρατώντας στο χέρι τη λάμπα πετρελαίου με το φιτίλι, που ετοιμαζόταν να ανάψει, καθώς το σκοτάδι άρχιζε σιγά-σιγά να πυκνώνει.
Πλησίασε προς το μέρος τους αργά, καθυστερώντας επίτηδες, μέχρι να βρει τον τρόπο να τους το πει. Κοίταξε τη φουσκωμένη κοιλιά της γυναίκας του, ήταν στο μήνα της, και σίγουρα αυτός δεν θα προλάβαινε να γυρίσει για τη γέννα, αν γύριζε δηλαδή… Μακάρι, τουλάχιστον, να ήταν γιος, να δώσει ένα χέρι βοήθειας στις δουλειές του αγρού, να βοηθήσει τη μάνα του και τις δύο αδελφές του, αν έμεναν μοναχές…

Δεν είχε παράπονο από τις θυγατέρες του, δούλευαν ακούραστα από το πρωί ως το βράδυ, όπου η ανάγκη το απαιτούσε. Ετούτη δω ήταν συνέχεια στο πλάι της μητέρας της, κι από δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα και αργαλειό, αλλά και σκληρότερες δουλειές, φόρτωμα ξύλων και κουβάλημα νερού με τη βαρέλα, πλύσιμο ρούχων στο ποτάμι και χτύπημα με τον κόπανο, τα κατάφερνε καλύτερα κι από μεγάλη γυναίκα. Φέτος, κανονικά, θα πήγαινε στην Πέμπτη Δημοτικού, μα η μάνα της βάρυνε και δεν μπορούσε να κάνει και πολλές δουλειές πια, κι έτσι κατέληξαν πως κι αυτά τα λίγα γράμματα που είχε μάθει – γραφή, ανάγνωση, μέτρημα – καλά ήταν, αρκετά για μια κοπέλα.
Όσο για τη δεύτερη, άτυχη που γεννήθηκε κοπέλα μετά από κοπέλα, σε φαμίλια δίχως παιδί, δίχως σερνικό δηλαδή, το σχολείο μόνο από μακριά το είδε, δεν δρασκέλισε τη θύρα του ούτε μια φορά, κι ό,τι μάθαινε ήταν από τη μεγάλη αδελφή κι ένα-δυο βιβλία που είχε κρατήσει. Ήταν μεγάλη η ανάγκη να ασχοληθεί μια ψυχή αποκλειστικά με τα γιδοπρόβατα. Κι απόψε ήταν η πρώτη βραδιά που θα έμενε κάτω στον κάμπο να κοιμηθεί στης βάβως το σπίτι, κοντά στο μαντρί, γιατί ο ξάδελφός της είχε αρρωστήσει, κι έπρεπε εκείνη να πάρει τη θέση του, να φροντίσει και για τα δυο κοπάδια.



Δυο ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν απάνω του ανήσυχα, ανιχνευτικά, ερωτηματικά, προσμένοντας απάντηση.

«Τι συμβαίνει; Τι σε θέλουν;» ρώτησε η γυναίκα του, ακίνητη στην ίδια θέση, σαν μαρμαρωμένη.
«Πρέπει να μαζευτούμε όλοι οι άντρες στο καφενείο του Χαράλαμπου, αμέσως. Πρέπει να παρουσιαστούμε στην πόλη το γληγορότερο», της απάντησε ψιθυριστά.

Εκείνη κατάλαβε. Έφερε ασυναίσθητα το ένα χέρι στην κοιλιά, που αναδευόταν από τις μικρές κλωτσιές, και το άλλο χέρι στο μάγουλο, που μια κίνηση αμήχανης απελπισίας το ζούληξε, μπήγοντας τα νύχια. Μα κυριαρχήθηκε και δεν έβγαλε ανάσα.
Αυτός γύρισε στη θυγατέρα του.

«Το χιτώνιο και τα ποδήματα», της ζήτησε, «κι ετοίμασε το σάκο για το δρόμο, νερό και ψωμί».
«Πού θα πας, πατέρα; Πού θα πας;»

«Εδώ πιο κάτω, παιδί μου. Θα γυρίσω γρήγορα. Εσύ έχε το νου σου στη μάνα και στο σπίτι».
Λίγο πριν χαθεί στο σοκάκι, γύρισε το κεφάλι για τελευταία φορά. Η γυναίκα του ασάλευτη στην ίδια θέση, μα η κόρη του έτρεχε ξοπίσω του. Έκοψε το βήμα, κοντοστάθηκε, να την περιμένει. Άπλωσε το χέρι του, της χάιδεψε τα μαλλιά. Βιαστική και αδέξια η παλάμη, άμαθη, τραβήχτηκε γρήγορα.

«Αν γεννηθεί αγόρι, να το βγάλετε Νικηφόρο», της είπε. «Αν είναι θηλυκό, Ειρήνη».
«Μα, πατέρα, δεν θα βγάλεις τον πάππο ή τη βάβω;» απόρησε το κορίτσι.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Αντίο, παιδί μου», μουρμούρισε, έκανε μεταβολή και με ταχύ βήμα απομακρύνθηκε.

«Πού πας, πατέρα; Πού πας;» του φώναξε με όλη της τη δύναμη, μα δεν πήρε απάντηση. Για λίγο μόνο άκουγε το σούρσιμο από τις φτέρες που αναμέριζε ο πατέρας και κάποιες πέτρες που κατρακυλούσαν στο σοκάκι κάτω από τις δρασκελιές του.

Έπειτα από λίγο το κορίτσι γύρισε στο σπίτι. Έπιασε τη μάνα από το μπράτσο και την έμπασε μέσα. Άναψε τη λάμπα, έκλεισε τα παντζούρια κι έβαλε το σύρτη στην πόρτα. Ύστερα κάθισε πλάι στο τζάκι, απέναντι από τη μάνα.
Έμειναν οι δυο τους αμίλητες, να κοιτούν με όψη αφηρημένη και στενάχωρη τις φλόγες που παιχνίδιζαν, και μονάχα το τριζοβόλημα των ξύλων ακουγόταν μέσα στο βουβό δωμάτιο.

Και  το κορίτσι, πού και πού, έφερνε το χέρι στα μαλλιά της, τάχα για να τα στρώσει, μα πιο πολύ για να αγγίξει εκεί που είχε νιώσει το χάδι του πατέρα για πρώτη φορά. Παράξενο πράγμα… Μια ζέστη, μια δύναμη πρωτόγνωρη, ένα θάρρος ξέχωρο φαινόταν να είχε περάσει από το χέρι του πατέρα και να είχε μείνει εκεί, σ’ αυτό το σημείο της κεφαλής…

Σαν πλησίασε στη στάνη, είδε στο βάθος τη φιγούρα της εφτάχρονης κόρης του που έκλεινε τα ζωντανά στο μαντρί. Τη φώναξε. Εκείνη γύρισε το κεφάλι, τον είδε και ήρθε τρέχοντας κοντά του.

«Τι έγινε, πατέρα;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη. «Γιατί ξαναγύρισες;» Ύστερα πρόσεξε το ντύσιμό του και το σάκο. «Πού πας;»
«Δεν έγινε τίποτα, παιδί μου. Στην Αμφιλοχία πάω, για ψώνια…»

«Έτσι, ξαφνικά;»
«Ε, ναι…» μουρμούρισε κι αναρωτήθηκε αν θα την ξανάβλεπε. Και με τη σκέψη αυτή, τη φίλησε στο μέτωπο.

«Γιατί με φιλάς, πατέρα;» απόρησε το κορίτσι.
«Αντίο, παιδί μου», είπε εκείνος μονάχα, κοιτάζοντας προσεχτικά το όμορφο πρόσωπο της μικρότερης κόρης του, θέλοντας να κρατήσει κι αυτή την εικόνα μαζί με τις άλλες δύο, της γυναίκας του  και της μεγαλύτερης κόρης, σαν φυλαχτό, ζωντανό και αόρατο, στα βάθη της ψυχής του.

Κι απότομα έκανε μεταβολή και με ταχύ βήμα απομακρύνθηκε.
«Γιατί με φιλάς, πατέρα;» του φώναξε δυνατά, μα δεν πήρε απάντηση. Έμεινε να τον κοιτάζει, μέχρι που χάθηκε στο βάθος, κι ύστερα, σκεφτική, πήρε το δρόμο για το σπίτι της βάβως.

Τέλος Φλεβάρη του 1941, μεσημεράκι, μ’ έναν ήλιο κυρίαρχο σ’ έναν καταγάλανο ουρανό, να σπάει την παγωνιά του απερχόμενου χειμώνα, και στο σοκάκι, δεξιά κι αριστερά, αντικριστές οι δύο αμυγδαλιές, στις άκρες του φράχτη, ένωναν σε φωτεινή αψίδα τ’ ανθισμένα τους κλαδιά, όταν οι έξαλλες φωνές και τα ποδοβολητά των μικρών γειτονόπουλων αναστάτωσαν τη μάνα, που όρμησε έξω στη λότζα.

«Τα συχαρίκια μας!» ούρλιαζαν λαχανιασμένα. «Ήρθε! Ήρθε!»
Ένας κόμπος της έφραξε το λαιμό κι ένιωσε για μια στιγμή τα γόνατά της να λύνονται.

Δυσκολευόταν να πιστέψει σε τόση ευτυχία!
Φίλησε τα παιδιά, τα φίλεψε και τα έστειλε πίσω στα σπίτια τους. Ύστερα φώναξε τις δυο θυγατέρες κι άρχισαν να ετοιμάζονται με βιάση για την υποδοχή.

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε εκείνος, καθώς ανηφόριζε το σοκάκι, λίγο πριν το σπίτι, ήταν η φωτεινή αψίδα από τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Ήρθε και στάθηκε στη μέση από κάτω, σκονισμένος, κουρελιασμένος, με ψειριασμένα μακριά μαλλιά και βρώμικα γένια, με την πληγή από τη σφαίρα στη δεξιά ωμοπλάτη να τον τραβάει, να τον τρώει, να τον τυραννάει.

Ύστερα στύλωσε το βλέμμα στο βάθος, και η συγκίνηση βούρκωσε τα μάτια του, κι όλα τ’ άλλα έσβησαν, κι έμεινε μόνο εκείνο το αστραφτερό κάδρο στο κέντρο…
Δυσκολευόταν να πιστέψει σε τόσο φως, σε τόση ομορφιά!

Η γυναίκα του στη μέση, με τα χέρια της στους ώμους των δυο θυγατέρων τους, που τον κοιτούσαν με μάτια γυαλιστερά σαν χάντρες κι ένα χαμόγελο που τον θάμπωνε πιο πολύ από τις ηλιαχτίδες, και που κρατούσαν από ένα μωρό η καθεμιά στην αγκαλιά της!
«Πατέρα!» του φώναξαν, σηκώνοντας ταυτόχρονα ψηλά στον αέρα τα μωρά. «Και Νικηφόρος και Ειρήνη!»

Τέλος

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΟΥΛΙΑΡΗ-ΑΡΓΥΡΑΚΗ
Συμμετοχή  στις  Αφετηρίες Μνήμης 1940-1960
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ της ΕΝΩΣΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, Αθήνα 2008

 Βρείτε το βιβλίο εδώ:
http://www.biblionet.gr/book/140628