ΣΥΝΤΟΜΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Και πολλές φορές απορώ και εκπλήσσομαι, αλλά και γοητεύομαι και συναρπάζομαι με το πόσο ανυποψίαστοι για το ρόλο που παίζουμε στη ζωή κάποιου άλλου, περνάμε ανέμελα, αδιάφορα, ίσως ανεύθυνα, απαλά ή σκληρά από τη δική του ζωή.
Γι' αυτό, λοιπόν, θα 'θελα να σας μιλήσω τώρα, για το γοητευτικό, σύντομο πέρασμα ενός περαστικού από τη δική μου ζωή. Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ θα μας πάει πολύ μακριά στο παρελθόν, σ' ένα κεφάλαιο ιδιαίτερης προσοχής για τον καθένα, θα μας ταξιδέψει στην ομίχλη της παιδικής ηλικίας...
Ήμουν κοντά έντεκα χρόνων τότε. Κι ήταν το πρωινό μιας συνηθισμένης μέρας. Ο πατέρας έλειπε στη δουλειά, η μητέρα μαγείρευε, κι εγώ έπαιζα στην αυλή, περιμένοντας να έρθει η ώρα για να πάω απογευματινή στο σχολείο. Αυτοί ήταν οι ρόλοι μας τότε, κι εμείς ένα ακόμα αντίγραφο του παραδοσιακού πρότυπου, έτσι κι εγώ έπαιζα, ξέροντας πως θα ερχόταν η μέρα να κάνω με τη σειρά μου δουλειές μέχρι να βαρεθεί η ψυχή μου. Βρισκόμουνα στον παιχνιδένιο μου κόσμο, όταν άκουσα τη βαριά, σιδερένια εξώπορτα να τρίζει, σημάδι πως κάποιος έμπαινε. Στάθηκα κοιτώντας προς τα κει, και είδα να εμφανίζεται ένας άντρας ψηλός και μεγάλος στην ηλικία, για μένα που ήμουν μικρή και κοντή και με κούραζε πολύ να τεντώνω το κεφάλι μου προς τα πάνω και πίσω για να κοιτάζω κατάματα τους μεγάλους. Κρατούσε ένα χαρτοκιβώτιο κάτω από τη μασχάλη του. Δεν τον ήξερα. Ήταν γελαστός και με ρώτησε που ήταν η μαμά μου. Έβαλα μια φωνή, "μαμά", χωρίς να κουνηθώ από τη θέση μου. Πράγματι, βγήκε η μητέρα και μόλις αντικρυστήκανε, ευχαρίστηση, χαιρετισμοί και γέλια, και ακολούθησε διάλογος. "Εδώ μένεις;" "Ναι. Και συ πότε ήρθες στην Αθήνα;" "Τώρα τελευταία. Παντρεύτηκα και κάνω τον πλασιέ βιβλίων προσωρινά." "Κάθισε να σε κεράσω!" Και άλλα τέτοια.
Του έφερε καρέκλα και κάθισε πλάι στο τραπεζάκι της αυλής μας, ακουμπώντας το χαρτοκιβώτιο κάτω. Ήρθε το καφεδάκι, έπιασαν την κουβέντα με τη μητέρα, κι εγώ άκουγα με κρυμμένη περιέργεια ασχολούμενη με τα σοσόνια μου. Μιλούσαν για πράγματα δικά τους που δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον για μένα, κι απ' όλα όσα λέγανε δυο πράγματα μου μείνανε, ένα που κατάλαβα κι ένα που δεν κατάλαβα. Το πρώτο ότι ήταν συγγενής της μητέρας και το δεύτερο ότι ήταν πλασιέ, λέξη που δεν είχα ιδέα τι σήμαινε.
Τέλος, έφτασε η ώρα να φύγει, οπότε ανοίγει το κουτί και βγάζει ένα βιβλίο με πράσινο δερμάτινο εξώφυλλο. Μου το χάριζε, έτσι για τη χαρά που ένιωσε απ' αυτό το τυχαίο συναπάντημα.
Μόλις ο άντρας έφυγε, έτρεξα, άρπαξα το βιβλίο κι άρχισα να το ξεφυλλίζω με βιασύνη, περιέργεια, μα και χαρά! Μέχρι τότε το διάβασμά μου ήταν τα παραμύθια του Δαρεμά και του Παπαδημητρίου, παραμύθια του Άντερσεν και των αδερφών Γκριμ, τα Κλασικά Εικονογραφημένα και τα φωτορομάντζα εβδομαδιαίου περιοδικού που μου είχαν γνωρίσει τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα καθώς και την Κυρία με τις Καμέλιες. Δεν είχε καθόλου φωτογραφίες, γι' αυτό στην αρχή δεν μ' άρεσε. Φαίνεται όμως πως είχα αρχίσει να ωριμάζω κι έτσι ξεπέρασα το εμπόδιο κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμά του.
Μ' άρεσε πολύ ο τρόπος που μιλούσαν οι ήρωες του βιβλίου με κοφτές σύντομες φράσεις, μ' άρεσε ο έρωτας που ωρίμασε στις καρδιές τους μέσα στον πόλεμο, δεν μ' άρεσε μόνο το ότι η ηρωίδα πέθαινε στην προτελευταία σελίδα, αλλά και πάλι βρήκα γοητευτικό το τέλος του: Η ηρωίδα έχει πεθάνει, κι ο ήρωας, αφού τους διώχνει όλους και μένει για λίγο μαζί της, νιώθει σαν να λέει 'αντίο' σ' ένα άγαλμα. Τότε φεύγει από το νοσοκομείο για να γυρίσει στο ξενοδοχείο του περπατώντας μέσα στη βροχή. Τέλος.
Μ' άρεσε τόσο πολύ εκείνο το βιβλίο, ώστε μετά συνέχισα με άλλα και με άλλα βιβλία, και μια από τις μεγάλες μου απολαύσεις της εποχής εκείνης ήταν όταν έφευγαν όλοι από το σπίτι κι εγώ έμενα μόνη και ήσυχη για να διαβάσω ό,τι και όσο ήθελα, χωρίς συμβουλές του τύπου "πρώτα το σχολείο!"
Το ευγνωμονώ και του έχω δώσει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, επειδή άνοιξε για μένα "ένα θαυμαστό, καινούργιο κόσμο", τον κόσμο των βιβλίων. Έναν κόσμο που υπάρχει ακόμα για να με συντροφεύει, να με γαληνεύει, να με παρηγορεί, να με ενθαρρύνει, να μου χαρίζει γνώση και να με κάνει να μη νιώθω μόνη και χαμένη ...στο διάστημα.
Με αίσθημα ευγνωμοσύνης θυμάμαι, επίσης, εκείνον τον μακρινό συγγενή, τον αγράμματο συγχωριανό, που κατέβηκε στην πόλη, για να κάνει την τύχη του κάνοντας τον πλασιέ, πέφτοντας πάνω μας και χαρίζοντάς μας αυτό το βιβλίο, του οποίου θα σας πω τον τίτλο, έτσι, για να σας φύγει η περιέργεια, αν δεν το έχετε κιόλας καταλάβει. Ήταν ο "Αποχαιρετισμός στα Όπλα", του Έρνεστ Χεμινγουέη.
Γι' αυτό, λοιπόν, μια που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή επίδρασή μας πάνω στους άλλους, ας μιλάμε κι ας φερόμαστε με αγάπη και υπευθυνότητα σε κάθε περίσταση, κι επειδή αυτό ίσως είναι κάπως δύσκολο, τουλάχιστον ας χαρίζουμε κάποιο βιβλίο. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να προκύψει. Ακόμα κι ένα ταλέντο... σαν το δικό μου!
Υ.Γ. Σας ευχαριστώ που μοιραστήκατε αυτό το κείμενο μαζί μου!