Έφυγε από το τραπέζι χωρίς να πει λέξη και πήγε στο δωμάτιό της. Όταν μπήκε η Δωροθέα, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω της, τη βρήκε καθιστή στην άκρη του κρεβατιού, να κοιτάζει αφηρημένα το είδωλό της στον καθρέφτη της ντουλάπας απέναντί της.
"Τι έγινε;" ρώτησε χαμηλόφωνα. "Δεν σ' αρέσει ο Αργύρης, για... για... μπαμπάς σου;" κατάφερε τελικά να ψελλίσει.
Η Άνθια τινάχτηκε όρθια, ξαφνιασμένη. Για... 'μπαμπάς' της! Κοίταξε τη μητέρα της κι έβαλε τα γέλια, νευρικά, σχεδόν υστερικά. Μετά σώπασε απότομα.
Στάθηκε στην άκρη της μπαλκονόπορτας, το μισό προφίλ στο φως αλλά αθέατο, το άλλο μισό ορατό μα στο σκοτάδι. Το βλέμμα της είχε περάσει το τζάμι, τα δέντρα του ακάλυπτου χώρου, τον γκρίζο τοίχο της πολυκατοικίας, την κάθετη στήλη με τα παραθυράκια του φωταγωγού στη σειρά.
Και η ίδια, αβαρής και άυλη, είχε διαβεί την πόρτα και είχε φύγει τρέχοντας χωρίς αποσκευές στο άγνωστο μέλλον, μια άγνωστη κι αυτή χωρίς παρελθόν. Πίσω της, πρόσωπα, πράγματα, σώματα, μέχρι κι ο παλιός εαυτός της, και μπροστά της μια καινούργια αρχή, κάπου αλλού...
Εκεί που οι άνθρωποι θα σε δέχονται όπως είσαι, δεν θα σε πεθαίνουν στις ερωτήσεις - τίνος είσαι, κοπέλα μου; δεν έχεις πατέρα; - δεν θα απαιτούν απαντήσεις, κατά προτίμηση ψεύτικες, θα σέβονται τη σιωπή σου και θα αρκούνται σε όση αλήθεια τους δίνεις.
Εκεί που θα σε θέλουν γι' αυτό που είσαι και δεν θα σε αποδιώχνουν γι' αυτά που αθέλητα κουβαλάς.
Το βλέμμα επιστρέφει, χαζεύει τα πολυπληθή φυτά της Δωροθέας. Τα περιποιείται με φανατική λατρεία, που όμοιά της δεν έχει δείξει ποτέ σε άνθρωπο. Ολόκληρη η βεράντα έχει μετατραπεί σε μια μικρή ζούγκλα από πρασινάδες, λουλούδια, δεντράκια, σ' όλων των ειδών τις γλάστρες, πήλινες, πλαστικές, τενεκεδένιες.
Ήθελα μόνο τη φροντίδα μιας τυχαίας γλάστρας στο μπαλκόνι σου, τίποτα παραπάνω.
Η Δωροθέα την κοιτάζει, περιμένοντας μιαν απάντηση. Μοιάζει στενοχωρημένη, πληγωμένη.
"Δεν είναι γελοίο;" ρωτάει η Άνθια. Η φωνή της ανεπαίσθητα αλλοιωμένη, η μικρή βραχνάδα κουβαλάει μια μεγαλύτερη σκληρότητα. "Τώρα πια χρειάζομαι έναν άντρα κι όχι έναν πατέρα".
"Μα τι φταίω εγώ; Τώρα βρέθηκε ένας άντρας που να θέλει να με παντρευτεί. Μήπως κι εγώ δεν ήθελα κάτι, νωρίτερα, όλα αυτά τα χρόνια", τραυλίζει η Δωροθέα. "Το ξέρεις πως δεν έφταιγα εγώ", καταλήγει.
"Δεν είπα κάτι τέτοιο. Αλλά γιατί να τον παντρευτείς; Αυτό δεν καταλαβαίνω. Τι παραπάνω θα σου δώσει ο γάμος; Δεν είστε καλά έτσι;"
Η Δωροθέα μένει για λίγο βουβή, ύστερα το ξεστομίζει. "Είμαι έγκυος, πρώτη φορά μετά από σένα, κι αυτός θέλει και το παιδί και μένα..."
Η Άνθια στέκεται ακίνητη, κεραυνοβολημένη. Τι να προσέξει πρώτο σ' αυτή τη φράση; Το πώς τόνισε το 'και' δύο φορές ή... 'έγκυος'! Μα, όπου να ΄ναι κλείνει τα σαράντα κι έχει μια κόρη που θα μπορούσε να την κάνει γιαγιά!
Πώς είναι δυνατό να θέλει να το κρατήσει; Πώς είναι δυνατό να θέλει τώρα, σ' αυτήν την ηλικία, με καθυστέρηση τόσων χρόνων, να ξεκινήσει μια άλλη ζωή; Αν δεν είχε δοκιμάσει τη λεγόμενη 'χαρά της μητρότητας', θα το καταλάβαινε. Και πώς θα λέει η ίδια σε λίγο καιρό ότι έχει ένα αδερφάκι που θα μπορούσε να είναι παιδί της; Πόσες εκπλήξεις θα χωρέσουν σε μια μέρα;
Η Άνθια γυρίζει προς το μέρος της Δωροθέας. Χαμογελάει, είναι πειστική, ξέρει τι πρέπει να πει.
"Χαίρομαι για σένα, ειλικρινά! Κι αυτό κάνει τα πράγματα ευκολότερα για μένα. Είχα σκεφτεί να ενοικιάσω δικό μου διαμέρισμα κοντά στη δουλειά μου. Βλέπεις, αυτή η καθημερινή ταλαιπωρία με τη συγκοινωνία με εξοντώνει. Σήμερα θα στο έλεγα, αλλά με πρόλαβες. Θα είμαι ήσυχη τώρα, ξέροντας πως θα έχεις σύντροφο και... παιδί..."
Αγκαλιάζει τη μητέρα της απαλά. Ποτέ δεν έσφιξε η μία την άλλη δυνατά στην αγκαλιά της. Τα σώματα δεν ακουμπούσαν τελείως, πάντα έμενε ένα μικρό κενό.
Το αγκάλιασμα αβέβαιο και λειψό, αυτό που τις απομάκρυνε, νικούσε...
Απόσπασμα από το βιβλίο:
"Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ"Βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος
21ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης και Πεζογραφίας
Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/poihsh/nostalgia.html