ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Διλογία
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Διλογία
της
Βέρα Μουταφτσίεβα
Μετάφραση:
Πάνος Σταθόγιαννης
Εκδόσεις: "ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ"-Α. Α. Λιβάνη, 1977
Σελίδες: 432
Ο Αλκιβιάδης Κλεινίου
Σκαμβωνίδης, είναι η πλέον μυθιστορηματική προσωπικότητα της Κλασικής Αθήνας
και έχει προκαλέσει θυελλώδεις και αντιφατικές αντιδράσεις στους μελετητές της
αρχαιότητας. Σύμφωνα με τα γραπτά του Πλούταρχου και του Πλάτωνα, ο Αλκιβιάδης
είχε μια πολύ εντυπωσιακή εμφάνιση, ήταν πανέμορφος και γοητευτικός, και άρεσε
εξίσου σε γυναίκες και άντρες.
Όσον αφορά στον χαρακτήρα του, του έχουν δοθεί πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως νάρκισσος, εγωπαθής, προδότης, φιλόδοξος, διψασμένος για εξουσία, πανούργος, ευρηματικός, στρατηγικός νους, αμοραλιστής. Ακόμα και σήμερα όμως μας απασχολεί το ερώτημα: «Ποιος ήταν πραγματικά ο Αλκιβιάδης; Τι υπήρχε μέσα του που τον έσπρωχνε διαρκώς να κάνει κινήσεις που άλλαζαν το πολιτικό σκηνικό, να σκηνοθετεί και να προκαλεί γεγονότα, να σχεδιάζει τη ροή τους, να προβλέπει τις εξελίξεις και να επωφελείται; Υπήρξε ποτέ χώρος στην καρδιά του και για κάτι άλλο ή για κάποιον άλλον πέρα από την πολιτική και το παιχνίδι;"
Όσον αφορά στον χαρακτήρα του, του έχουν δοθεί πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως νάρκισσος, εγωπαθής, προδότης, φιλόδοξος, διψασμένος για εξουσία, πανούργος, ευρηματικός, στρατηγικός νους, αμοραλιστής. Ακόμα και σήμερα όμως μας απασχολεί το ερώτημα: «Ποιος ήταν πραγματικά ο Αλκιβιάδης; Τι υπήρχε μέσα του που τον έσπρωχνε διαρκώς να κάνει κινήσεις που άλλαζαν το πολιτικό σκηνικό, να σκηνοθετεί και να προκαλεί γεγονότα, να σχεδιάζει τη ροή τους, να προβλέπει τις εξελίξεις και να επωφελείται; Υπήρξε ποτέ χώρος στην καρδιά του και για κάτι άλλο ή για κάποιον άλλον πέρα από την πολιτική και το παιχνίδι;"
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, τα οποία μπορούν να διαβαστούν ως δύο διαφορετικές ιστορίες, με όποια σειρά επιθυμεί ο αναγνώστης.
Στο πρώτο μέρος διαβάζουμε την ιστορία του Αλκιβιάδη του Μικρού, ενός περίπου σύγχρονου επιστήμονα που εργάζεται σε ένα αυταρχικό καθεστώς, ενώ στο δεύτερο μέρος διαβάζουμε την ιστορία του Έλληνα Αλκιβιάδη της αρχαιότητας, του Μεγάλου.
Η συγγραφέας δεν επέλεξε τυχαία να αφηγηθεί μαζί τις ιστορίες τους.
Τους ήρωες ενώνουν πολλά στοιχεία, με κυρίαρχα την φιλοδοξία, την ευφυία και το ανήσυχο
πνεύμα. Η αφήγηση είναι γλαφυρή, η πλοκή συναρπαστική, κάποια ερωτήματα απαντώνται και άλλα εγείρονται σχετικά με την προσωπικότητα των ηρώων, τη δική τους ηθική, αλλά και τις ηθικές αξίες γενικότερα και το νόημα της
ζωής.
Να σημειώσουμε ότι το δεύτερο μέρος το οποίο αναφέρεται στον Έλληνα Αλκιβιάδη υπερτερεί σε όλα τα σημεία έναντι του πρώτου και η Βέρα Μουταφτσίεβα καταφέρνει να φωτίσει την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του Αλκιβιάδη, αφηγούμενη, με συναρπαστική γραφή -η εξαιρετική μετάφραση του Πάνου Σταθόγιαννη συμβάλλει τα μέγιστα- που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μας και μας συγκινεί, όλα τα ιστορικά γεγονότα της εποχής και περιγράφοντας τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι τύχες τους διασταυρώθηκαν μ' εκείνην του Αλκιβιάδη και αλληλεπέδρασαν, όλη τη συγκλονιστική πορεία του και το άδοξο τέλος.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
[Σωκράτης] "Ζηλεύεις τον Αλκιβιάδη για την αναισχυντία του, Κριτία. Για την τόλμη του, δηλαδή. Έχετε και οι δύο ευγενική καταγωγή, κάτι που φτάνει για να σας θεωρήσουν εχθρούς του δήμου και να σας εξορίσουν. Όμως εσύ ντρέπεσαι για το αριστοκρατικό αίμα που κυλάει στις φλέβες σου, ντύνεσαι όσο πιο φτωχικά και γκρίζα μπορείς και κάθεσαι ανάμεσα σε υφαντές και κανατάδες στο Συμβούλιο, μπας και μπερδευτούν και σε θεωρήσουν δικό τους. Όμως, το μόνο πράγμα που εκείνοι διακρίνουν πάνω σου είναι ντροπή και φόβος - την ενοχή για την αριστοκρατική καταγωγή σου. Κι αυτό είναι κάτι που τους κάνει επιφυλακτικούς απέναντί σου: αφού ο Κριτίας νιώθει ένοχος, σίγουρα έχει κάποιο λόγο. Ο Αλκιβιάδης, όμως, απέναντι στον ίδιο δήμο, δεν εμφανίζει καμία ενοχή, επειδή απλούστατα δεν αισθάνεται καμία τύψη για την καταγωγή του. Αντίθετα, την υπερβαίνει γιατί την θεωρεί έναν από τους αμέτρητους ρόλους του. ... Με άλλα λόγια τον ζηλεύεις όχι μόνο γι' αυτά που έχει αλλά και γι' αυτά που δεν έχει..."
"Η πρόταση του Αλκιβιάδη ήταν τόσο αιφνίδια, που ο Τισσαφέρνης πάγωσε. Προσπάθησε να βρει κάποιο ψεγάδι στο σχέδιο του Αλκιβιάδη, αλλά δεν τα κατάφερε. Κι αυτό ήταν κάτι που έφερε και πάλι στην επιφάνεια τις υποψίες του.
"Μόλις πριν από λίγο, είπες, ξένε, ότι εγώ δεν έχω το δικαίωμα να πράξω κάτι τέτοιο χωρίς την άδεια του Μεγάλου Βασιλέως!"
"Γι' αυτό κι εσύ δεν θα δράσεις", τον καθησύχασε ο Αλκιβιάδης. "Το εκστρατευτικό σώμα που θα μου παραχωρήσεις θα είναι μόνο δικό μου. Του στρατηγού Αλκιβιάδη".
"Κι αυτός ο στρατηγός σε ποια χώρα, σε ποια πόλη θα ανήκει;" έσμιξε κι άλλο τα φρύδια του ο Τισσαφέρνης.
"Σε καμία... Θα ανήκει μόνο στον εαυτό του: στο στρατηγό Αλκιβιάδη! Μεγάλε σατράπη, με το παιχνίδι που σου προτείνω, κερδίζεις έτσι κι αλλιώς. Πρέπει να συνηθίσουμε και με τα εύκολα κέρδη έτσι όπως συνηθίσαμε με τα δύσκολα. Μου δωρίζεις δύο χιλιάδες πολεμιστές κι από κει και πέρα εσύ δε φέρεις καμία ευθύνη. Ο Μεγάλος Βασιλέας δεν μπορεί να σε τιμωρήσει για ξένες πράξεις. Έτσι, στα παράλια της Ιωνίας, όπου σαπίζουν και πεινούν οι δύο ελληνικοί στόλοι, εγώ μαζεύω τους καρπούς της αδυναμίας τους για δικό σου όφελος και θέτω τα μικρασιάτικα λιμάνια υπό την κυριαρχία του Μεγάλου Βασιλέως. Είναι τόσο απλό."
Να σημειώσουμε ότι το δεύτερο μέρος το οποίο αναφέρεται στον Έλληνα Αλκιβιάδη υπερτερεί σε όλα τα σημεία έναντι του πρώτου και η Βέρα Μουταφτσίεβα καταφέρνει να φωτίσει την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του Αλκιβιάδη, αφηγούμενη, με συναρπαστική γραφή -η εξαιρετική μετάφραση του Πάνου Σταθόγιαννη συμβάλλει τα μέγιστα- που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μας και μας συγκινεί, όλα τα ιστορικά γεγονότα της εποχής και περιγράφοντας τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι τύχες τους διασταυρώθηκαν μ' εκείνην του Αλκιβιάδη και αλληλεπέδρασαν, όλη τη συγκλονιστική πορεία του και το άδοξο τέλος.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
[Σωκράτης] "Ζηλεύεις τον Αλκιβιάδη για την αναισχυντία του, Κριτία. Για την τόλμη του, δηλαδή. Έχετε και οι δύο ευγενική καταγωγή, κάτι που φτάνει για να σας θεωρήσουν εχθρούς του δήμου και να σας εξορίσουν. Όμως εσύ ντρέπεσαι για το αριστοκρατικό αίμα που κυλάει στις φλέβες σου, ντύνεσαι όσο πιο φτωχικά και γκρίζα μπορείς και κάθεσαι ανάμεσα σε υφαντές και κανατάδες στο Συμβούλιο, μπας και μπερδευτούν και σε θεωρήσουν δικό τους. Όμως, το μόνο πράγμα που εκείνοι διακρίνουν πάνω σου είναι ντροπή και φόβος - την ενοχή για την αριστοκρατική καταγωγή σου. Κι αυτό είναι κάτι που τους κάνει επιφυλακτικούς απέναντί σου: αφού ο Κριτίας νιώθει ένοχος, σίγουρα έχει κάποιο λόγο. Ο Αλκιβιάδης, όμως, απέναντι στον ίδιο δήμο, δεν εμφανίζει καμία ενοχή, επειδή απλούστατα δεν αισθάνεται καμία τύψη για την καταγωγή του. Αντίθετα, την υπερβαίνει γιατί την θεωρεί έναν από τους αμέτρητους ρόλους του. ... Με άλλα λόγια τον ζηλεύεις όχι μόνο γι' αυτά που έχει αλλά και γι' αυτά που δεν έχει..."
"Η πρόταση του Αλκιβιάδη ήταν τόσο αιφνίδια, που ο Τισσαφέρνης πάγωσε. Προσπάθησε να βρει κάποιο ψεγάδι στο σχέδιο του Αλκιβιάδη, αλλά δεν τα κατάφερε. Κι αυτό ήταν κάτι που έφερε και πάλι στην επιφάνεια τις υποψίες του.
"Μόλις πριν από λίγο, είπες, ξένε, ότι εγώ δεν έχω το δικαίωμα να πράξω κάτι τέτοιο χωρίς την άδεια του Μεγάλου Βασιλέως!"
"Γι' αυτό κι εσύ δεν θα δράσεις", τον καθησύχασε ο Αλκιβιάδης. "Το εκστρατευτικό σώμα που θα μου παραχωρήσεις θα είναι μόνο δικό μου. Του στρατηγού Αλκιβιάδη".
"Κι αυτός ο στρατηγός σε ποια χώρα, σε ποια πόλη θα ανήκει;" έσμιξε κι άλλο τα φρύδια του ο Τισσαφέρνης.
"Σε καμία... Θα ανήκει μόνο στον εαυτό του: στο στρατηγό Αλκιβιάδη! Μεγάλε σατράπη, με το παιχνίδι που σου προτείνω, κερδίζεις έτσι κι αλλιώς. Πρέπει να συνηθίσουμε και με τα εύκολα κέρδη έτσι όπως συνηθίσαμε με τα δύσκολα. Μου δωρίζεις δύο χιλιάδες πολεμιστές κι από κει και πέρα εσύ δε φέρεις καμία ευθύνη. Ο Μεγάλος Βασιλέας δεν μπορεί να σε τιμωρήσει για ξένες πράξεις. Έτσι, στα παράλια της Ιωνίας, όπου σαπίζουν και πεινούν οι δύο ελληνικοί στόλοι, εγώ μαζεύω τους καρπούς της αδυναμίας τους για δικό σου όφελος και θέτω τα μικρασιάτικα λιμάνια υπό την κυριαρχία του Μεγάλου Βασιλέως. Είναι τόσο απλό."
"Η ροδοδάκτυλος αυγή αφύπνιζε το Αιγαίο για μια καινούργια, γεμάτη γεγονότα ημέρα. Το μεγάλο θέατρο της Ελλάδας σήμερα θα γέμιζε θεατές. Θα μαζεύονταν σε αγορές, πλατείες, δρόμους και παζάρια για να συζητήσουν τα τεκταινόμενα. Τα νέα διαδίδονταν ταχύτατα με φωτιές, κάτοπτρα, περιστέρια, καράβια, γοργοπόδαρα άλογα... Σε λίγο το όνομά του θα βρισκόταν στο στόμα του Πανελληνίου.
"Λένε ότι τα όνειρα εκφράζουν τις κρυφές επιθυμίες των ανθρώπων. Τότε γιατί ο Αλκιβιάδης ονειρευόταν την Αθήνα; Γιατί στα χείλη του στρατηγού των Περσών αργοταξίδευε ένα παιδικό χαμόγελο;
"Ένας μοναχικός καβαλάρης βγήκε από την πόλη της Μιλήτου και κατευθύνθηκε απρόθυμα προς το εχθρικό στρατόπεδο. Έτσι πηγαίνει κάποιος σε μια συνάντηση που κρύβει πολλούς κινδύνους, αλλά που δεν μπορεί και να μην πάει, και τον τραβάει προς τα εκεί η αίσθηση του χρέους, ίσως, η αντρεία ή η ανάγκη. Ο Έλληνας πήγαινε άοπλος - ούτε περικεφαλαία δεν φορούσε." (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
"Ένας μοναχικός καβαλάρης βγήκε από την πόλη της Μιλήτου και κατευθύνθηκε απρόθυμα προς το εχθρικό στρατόπεδο. Έτσι πηγαίνει κάποιος σε μια συνάντηση που κρύβει πολλούς κινδύνους, αλλά που δεν μπορεί και να μην πάει, και τον τραβάει προς τα εκεί η αίσθηση του χρέους, ίσως, η αντρεία ή η ανάγκη. Ο Έλληνας πήγαινε άοπλος - ούτε περικεφαλαία δεν φορούσε." (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
H Βέρα Μουταφτσίεβα (1929-2009),
συγγραφέας και ιστορικός, υπήρξε κόρη ιστορικού, γεννήθηκε στη Σόφια της
Βουλγαρίας και σπούδασε στο εκεί Πανεπιστήμιο. Ήταν ανώτερη ερευνήτρια σε
διάφορα ιδρύματα της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών και διδάκτωρ Ιστορίας, ειδικευμένη σε θέματα Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές. Έγινε γνωστή για την
υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών στη Βουλγαρία. Έγραψε πολλά ιστορικά μυθιστορήματα, μονογραφίες και επιστημονικές μελέτες για το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία στα Βαλκάνια ("Τζεμ, ο Ικέτης της Ανατολής", "Οι Τελευταίοι της Δυναστείας του Σισμάν", "Εγώ, η Άννα Κομνηνή"). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες.