Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΛΙΟΓΝΩΜΗ-Ξένη Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΛΙΟΓΝΩΜΗ-Ξένη Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ: ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, Η ΤΑΙΝΙΑ ΚΑΙ Η ΣΚΑΡΛΕΤ

   Η θεματική του έργου είναι παρμένη από την καθημερινότητα της Αμερικής του 1860, αναπαριστά γεγονότα και καταστάσεις σύγκρουσης (Βόρειοι και Νότιοι, λευκοί και μαύροι, εγωισμός και αλτρουισμός, έρωτας και αδιαφορία, καλό και κακό).

Το θέμα της ταινίας είναι ο πόλεμος και ο έρωτας.

Μέσα από πραγματικά γεγονότα που παρέχουν δυνατές συγκινήσεις, παρουσιάζεται το ξέσπασμα του Αμερικανικού εμφυλίου πολέμου και τα επακόλουθά του, ιδωμένα από την πλευρά των λευκών Νοτίων.  Η ταινία δείχνει με ιδιαίτερα δραματικούς τόνους την καταστροφή που υπέστησαν οι πλούσιοι κτηματίες από τον πόλεμο και την απελευθέρωση των δούλων, που άλλαξε άρδην τα δεδομένα για την οικονομία του Νότου. Περιγράφεται ο χωρισμός των ανθρώπων σε Βόρειους και Νότιους, και ο ανηλεής αγώνας για την νίκη. 

Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, και το αποτέλεσμα είναι ο ηττημένος να τα χάνει όλα, ενώ ο κερδισμένος – τυπικά, γιατί ουσιαστικά όλοι χαμένοι είναι από τον πόλεμο, πολύ περισσότερο μάλιστα από έναν εμφύλιο, όπου αδέρφια μάχονται εναντίον αδερφών – παρασύρεται από την αλαζονεία της νίκης, λεηλατεί, καταστρέφει. Οι ανθρώπινες αξίες καταπατώνται, κυρίως η αξιοπρέπεια, ενώ πραγματικά δοκιμάζεται η αντοχή όλων, η δύναμη του ενστίκτου αυτοσυντήρησης και η επινοητικότητα για εξεύρεση λύσεων. Περιγράφεται ο αγώνας των απλών ανθρώπων να διατηρήσουν κάτι έστω από τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής, να επιβιώσουν, να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να κάνουν μια καινούργια αρχή.

Εκ παραλλήλου η ταινία παρουσιάζει την αγάπη στις διάφορες μορφές της και μέσα από την ερωτική ιστορία της Σκάρλετ και του Ρετ, παρουσιάζει ιδιαιτέρως την ερωτική εμμονή και τις συνέπειες αυτής. Όσοι άνθρωποι και αν βρεθούν στο δρόμο αυτού που υποφέρει από την εμμονή, εκείνος παραμένει προσκολλημένος στην ιδέα  - γιατί περί ιδέας πρόκειται – της μεγάλης αγάπης, του ενός και μοναδικού ιδανικού συντρόφου με τον οποίο θα επιτύχαινε την τέλεια σχέση και την απόλυτη ευτυχία. Τυφλωμένος από την προσκόλληση, αγνοεί την πραγματικότητα και ωθείται σε λανθασμένες παρορμητικές επιλογές, ενώ ακόμα και αν προχωρήσει σε σωστές επιλογές, είτε δεν το αντιλαμβάνεται, είτε δεν το παραδέχεται, με αποτέλεσμα να χάσει την ευτυχία που του αναλογούσε. 





Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι γυναικείος και είναι η όμορφη Σκάρλετ Ο’ Χάρα, (Βίβιαν Λι), κόρη ιδιοκτήτη βαμβακοφυτείας, της Τάρα, στον Αμερικανικό Νότο.

Βρισκόμαστε στο έτος 1861, παραμονές του εμφυλίου πολέμου, και η νεαρή κακομαθημένη καλλονή Σκάρλετ, είναι καλεσμένη στο μπάρμπεκιου που διοργανώνει η οικογένεια του Άσλεϊ Γουίλκς, (Λέσλι Χάουαρντ), του άνδρα με τον οποίο είναι ερωτευμένη, χωρίς ωστόσο να του έχει ποτέ φανερώσει τα συναισθήματά της.  Τη λαχτάρα της να τον δει, όμως, σύντομα διαδέχεται η απογοήτευση, καθώς στη διάρκεια της γιορτής ακούει ότι ο Άσλεϊ θα παντρευτεί την εξαδέρφη του Μέλανι, (Ολίβια Ντε Χάβιλαντ).
Παρόλα αυτά,  θεωρεί ότι είναι η καταλληλότερη στιγμή ώστε να του αποκαλύψει τα αισθήματα που τρέφει γι’ αυτόν. Εκείνος την απορρίπτει, υποστηρίζοντας ότι οι δυο τους είναι πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες και ότι γάμος μεταξύ τους πρόκειται να επιφέρει μόνο δυστυχία. Τη συζήτηση μεταξύ του Άσλεϊ και της Σκάρλετ, κρυφακούει ένας μυστηριώδης επισκέπτης, ο Ρετ Μπάτλερ (Κλαρκ Γκέιμπλ) από την Ατλάντα, ο οποίος εμφανίζεται και εξοργίζει την οξύθυμη Σκάρλετ με την αδιακρισία του.
Στο μεταξύ ο εμφύλιος μεταξύ του Βορρά και του Νότου ξεσπάει, και ο Άσλεϊ, όπως και ο Ρετ αναχωρούν για το μέτωπο. Πριν την αναχώρηση των ανδρών, ο Άσλεϊ παντρεύεται τη Μέλανι, και η Σκάρλετ παντρεύεται τον αδελφό της Μέλανι, τον Τσαρλς, για να κάνει τον Άσλεϊ να ζηλέψει. Ο Τσαρλς πεθαίνει στον πόλεμο και η Σκάρλετ ταξιδεύει μέχρι την Ατλάντα για να μείνει με τη θεία του Τσαρλς και τη Μέλανι. Εκεί βλέπει τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, ενώ ο δρόμος της διασταυρώνεται για μια ακόμη φορά με εκείνον του Ρετ, όταν εκείνος τη βοηθάει να διαφύγει από την Ατλάντα την ημέρα της καταστροφής της πόλης από τους Βόρειους.
Χήρα πλέον, ακόμη καρδιοχτυπά για τον Άσλεϊ και ονειρεύεται την επιστροφή του. Ο πόλεμος χάνεται, κι εκείνη επιστρέφει στην φυτεία Τάρα, αντιμέτωπη με τις δυσκολίες, καθώς προσπαθεί να κρατήσει την οικογένεια ενωμένη και να εμποδίσει να ξεπουληθεί η φυτεία σε δημοπρασία για να πληρωθούν οι φόροι. Έχει γίνει σκληρή, έχει πικραθεί, και θα κάνει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και ενός δεύτερου γάμου με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής της, για να μην ξαναδοκιμάσει τη φτώχια και την πείνα. Αφού γίνει χήρα για δεύτερη φορά, τελικά παντρεύεται τον επιβλητικό Ρετ, όμως στο μυαλό της κυριαρχεί πάντα η αγάπη της για τον Άσλεϊ, με αποτέλεσμα σύντομα η σχέση τους να βουλιάξει στις διαφωνίες και την ασυνεννοησία, φαινομενικά καταδικασμένη εξαρχής.
Προς το τέλος, βρίσκουμε την ετοιμοθάνατη Μέλανι να ζητάει από τη Σκάρλετ να φροντίσει τον Άσλεϊ. Μετά το θάνατό της, ο Άσλεϊ, ένα ράκος, εκμυστηρεύεται στην Σκάρλετ ότι η Μέλανι ήταν η μοναδική του αγάπη. Η αποκάλυψη συντρίβει τη Σκάρλετ, η οποία τότε αντιλαμβάνεται ότι ποτέ της δεν είχε αγαπήσει πραγματικά τον Άσλεϊ και εύχεται μόνο να είχε φανεί αυτός σαφής σχετικά με τα αισθήματά του απέναντί της από την αρχή.
Στην τελευταία συνάντησή τους στην Ατλάντα, ο Ρετ, έχοντας δει τη Σκάρλετ με τον Άσλεϊ στο σπίτι της Μέλανι, υποστηρίζει ότι η Σκάρλετ δεν θα πάψει ποτέ να αγαπάει τον Άσλεϊ, και επομένως ο ίδιος θα την εγκαταλείψει για τα καλά, αποφασισμένος να αρχίσει μια νέα ζωή στην πατρίδα του, στο Τσάρλεστον. Καθώς ο Ρετ ετοιμάζει τις βαλίτσες του για να φύγει, η Σκάρλετ επιμένει ότι τώρα αντιλαμβάνεται ότι τον αγαπάει ειλικρινά και ότι ποτέ της δεν αγάπησε πραγματικά τον Άσλεϊ, όμως εκείνος ισχυρίζεται ότι κάθε ελπίδα να σωθεί ο γάμος τους χάθηκε με το θάνατο της κόρης τους, της Μπόνι, και επιπλέον ανέχτηκε το δράμα της Σκάρλετ για πάρα πολύ καιρό.
Καθώς ετοιμάζεται να ανοίξει την πόρτα για να φύγει, η Σκάρλετ τον ικετεύει για τελευταία φορά, ρωτώντας τι θα απογίνει η ίδια αν εκείνος την εγκαταλείψει. Αδιάφορος ο Ρετ απαντάει: «Ειλικρινά, αγαπητή μου, δεν μου καίγεται καρφί». Και μ’ αυτή τη φράση φεύγει από το σπίτι και χάνεται στη βραδινή ομίχλη.
Η Σκάρλετ καταρρέει, όμως συνέρχεται από την απελπισία, καθώς σκέφτεται την άλλη μεγάλη αγάπη της ζωής της, τη γη, την Τάρα, μέσα από μια σειρά αναπολήσεων. Αποφασίζει να επιστρέψει στην Τάρα, να κάνει μια καινούργια αρχή, και να προσπαθήσει με κάποιο τρόπο να φέρει πίσω τον Ρετ, μονολογώντας: «Άλλωστε, αύριο είναι μια καινούργια μέρα!»
Στο τελευταίο πλάνο βλέπουμε τη σιλουέτα της Σκάρλετ να αντικρίζει την Τάρα ενώ ο ήλιος δύει πίσω από το λόφο. Έχει φτάσει πίσω στο σπίτι της παιδικής της ηλικίας και είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει ένα άγνωστο, ωστόσο καινούργιο μέλλον. Η κάποτε νεαρή κακομαθημένη και εγωίστρια κοπέλα, με την εμμονική αντίληψη της αγάπης, έχει πλέον ενηλικιωθεί μέσα από τις κακουχίες. Άλλωστε ο δρόμος προς την ωριμότητα ήταν πάντα οδυνηρός. Έχει ατσαλωθεί από τις καταστροφές που επέφερε ο πόλεμος και έχει ωριμάσει από τις δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Παραμένει πεισματάρα, δυνατή, αγωνίστρια, αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσον για να επιλύσει τα εκάστοτε προβλήματα που αναδύονται, για να σταθεί όρθια και να περιφρουρήσει τη γη της, την οικογένειά της και τη ζωή που επιθυμεί.




Δεν μπορεί κανείς να κατατάξει τη Σκάρλετ στους καλούς ή τους κακούς χαρακτήρες.  Δεν είναι ένας καλός χαρακτήρας, πρότυπο προς μίμηση, ούτε ένας κακός χαρακτήρας παράδειγμα προς αποφυγή. Έχει χαρακτηριστικά που απωθούν το θεατή και άλλα τα οποία θαυμάζει. Ο χαρακτήρας της ξετυλίγεται σταδιακά μέσα στο σενάριο, αντικατοπτρίζοντας τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής μέσα στην οποία δρα. Είναι ένας χαρακτήρας περίπλοκος, πολυδιάστατος, τολμηρός, ευθύς και παρορμητικός, με ‘αντρικά’ χαρακτηριστικά ατομικισμού και τυχοδιωκτισμού σε μια εποχή που οι γυναίκες όφειλαν να μένουν στο παρασκήνιο. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντι-ηρωίδα.


Η ταινία «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», (πρωτότυπος τίτλος: Gone with the Wind), είναι κινηματογραφικό έργο του 1939, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ του 1936, και αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών. 

Η ταινία έλαβε 13 υποψηφιότητες για τα βραβεία της ακαδημίας του αμερικανικού κινηματογράφου, σπάζοντας το ρεκόρ για τις περισσότερες υποψηφιότητες (το "Όλα για την Εύα" και ο "Τιτανικός" είναι οι μόνες ταινίες που κατάφεραν να ξεπεράσουν το "Όσα παίρνει ο άνεμος", αποσπώντας 14 υποψηφιότητες), και βραβεύτηκε με 10 βραβεία Όσκαρ, ένα ρεκόρ που διατήρησε για είκοσι χρόνια. Το 1998 κατατάχθηκε τέταρτη στη λίστα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου με τις 100 καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών, αν και το 2007 μετακινήθηκε στην έκτη θέση.
Η παραγωγή της έγινε από τον τιτάνα του Χόλιγουντ Ντέιβιντ Ο'Σέλζνικ, ο οποίος έδρασε καταλυτικά στην επιτυχία της ταινίας. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με σκηνοθέτη τον Τζορτζ Κιούκορ και με βάση το ατελές ακόμη σενάριο του Λέσλι Χάουαρντ, το οποίο είχε περικόψει και ξαναγράψει ο Σέλζνικ. Ο Κιούκορ σύντομα απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Βίκτορ Φλέμινγκ, με τον οποίο η Βίβιαν Λι καυγάδιζε συνεχώς. Η ίδια μαζί με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ συναντούσαν κρυφά τον Κιούκορ για να τους δώσει συμβουλές πάνω στους ρόλους τους. Κάποια στιγμή ο Φλέμινγκ αποσύρθηκε λόγω υπερκόπωσης και αντικαταστάθηκε για δυο βδομάδες από τον Σαμ Γουντ. Ο διευθυντής φωτογραφίας Λι Γκαρμς αντικαταστάθηκε επίσης από τον Έρνεστ Χάλερ, μετά από ένα μήνα εργασίας. Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν συνολικά έξι μήνες και η πρεμιέρα που έγινε στην Ατλάντα στις 15 Δεκεμβρίου, συνοδεύτηκε από διθυράμβους.
Η ταινία πούλησε περισσότερα εισιτήρια στις ΗΠΑ σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου και αποτελεί μέχρι και σήμερα έμβλημα της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Θεωρείται το πρότυπο της Χολιγουντιανής εμπορικής ταινίας, γνωστής στα αγγλικά ως «blockbuster». Σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή και σημαντικά κινηματογραφικά έργα όλων των εποχών. Χαρακτηρίζεται επική ταινία, διότι πρόκειται για έργο μεγαλειώδες, σε έκταση, σε θεματογραφία, υποκριτικά και εκφραστικά μέσα.






Πηγές:












Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΓΚΡΙΜ, ΦΙΛΙΠ ΠΟΥΛΜΑΝ

GRIMM TALES FOR YOUNG AND OLD, PHILIP PULLMAN


Διάβασα, λοιπόν, ξανά παραμύθια της παιδικής μου ηλικίας, μεταξύ των οποίων τα γνωστά Ραπουνζέλ, Σταχτοπούτα, Κοκκινοσκουφίτσα, Χιονάτη, Χάνσελ και Γκρέτελ, Γενναίος Ραφτάκος, Χηνοκόριτσο στην Πηγή, Νεράιδα της Λίμνης και πολλά άλλα, πενήντα συνολικά. Πρίγκιπες και πριγκίπισσες, βασιλιάδες και βασίλισσες, παλάτια και φτωχόσπιτα, κάστρα και σπηλιές, στρατιώτες και τεχνίτες, φτωχοκόριτσα, παραμελημένα παιδιά, αδύναμοι πατεράδες και κακές μητριές, μάγισσες, νεράιδες και ξωτικά, όλα με τράβηξαν πίσω στο μακρινό παρελθόν, μέσα από ένα κείμενο, ευχάριστο, ενδιαφέρον και με αβίαστη ροή.

Η μετάφραση της Κώστιας Κοντολέων ήταν εξαιρετική, από τις καλύτερες που έχω διαβάσει σε ξενόγλωσσα βιβλία τα τελευταία χρόνια, και η επιμέλεια της Ελένης Γεωργοστάθη, επίσης, άψογη. Μια παρατήρηση μόνο έχω να κάνω που δεν αφορά στην ελληνική έκδοση αλλά στην πρωτότυπη, και για την οποία συμφωνούν πολλοί αναγνώστες κι εδώ και στο εξωτερικό: Γιατί δεν υπήρχε εικονογράφηση; Νομίζω ότι μία εικόνα για κάθε ιστορία θα πρόσθετε γοητεία σ’ αυτή τη συλλογή και ας απευθύνεται απ’ ότι καταλαβαίνω περισσότερο σε εφήβους και ενήλικες.

Πώς μου φάνηκαν, λοιπόν, τα παραμύθια αυτά, σήμερα που απέχω «έτη φωτός» από το παιδί που υπήρξα, και που πια βρίσκομαι πολύ πιο κοντά στο ρόλο της γιαγιάς παρά στης μητέρας ή της θείας που αφηγείται ή διαβάζει ιστορίες στα μικρά παιδιά;

 Παρότι η ανάγνωση αυτή ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία, δεν μπόρεσα να μην εκπλαγώ από τη βιαιότητα και την αιματοχυσία που υπάρχει στην πλοκή τους και απόρησα πώς τα διάβαζα τότε και μάλιστα μανιωδώς! Ίσως εκεί να κρύβονται και κάποιες αιτίες για ορισμένες φοβίες, μια ατολμία ή επιφυλακτικότητα της ενήλικης ζωής. Θέλω να πω, δεν ξέρω αν θα μπορούσα σήμερα να διαβάσω σ’ ένα μικρό παιδί ιστορίες με ακρωτηριασμούς, εξορύξεις οφθαλμών και άλλα τέτοια φρικιαστικά.

Ωστόσο θα έλεγα ψέματα, αν δεν παραδεχόμουν ότι οι ιστορίες αυτές άσκησαν ξανά γοητεία πάνω μου, κέντρισαν και με το παραπάνω το ενδιαφέρον μου και φυσικά μου πρόσφεραν την αναγκαία κάθαρση του τέλους με την αποκατάσταση της δικαιοσύνης (αν και με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο σε ορισμένα παραμύθια).

Ξαναβρήκα, επίσης, μαθήματα που διδάχτηκα ως παιδί, είτε ως συμβουλές, είτε ως ανακουφιστικά συμπεράσματα: 
Ο δυνατότερος δεν κερδίζει πάντα, η αφέλεια και η ευπιστία μπορούν να σε βάλουν σε άσχημους μπελάδες, οι δασώδεις περιοχές και οι απομακρυσμένες τοποθεσίες είναι όμορφες και ρομαντικές, αλλά είναι, επίσης, σκοτεινές και επίφοβες και πρέπει να έχει κανείς το νου του πού πατά και πού πηγαίνει, ότι είναι καλύτερα να είσαι επιφυλακτικός απέναντι σε ξένους (έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν παύουν να είναι «ο άγνωστος ΄Χ’»). Τέλος, ότι η ζωή είναι μεν πολύτιμη, αλλά και πολύ εύκολα χάνεται.

Παρά τη βία, το αίμα και τη ζοφερότητά τους, τα παραμύθια αυτά μας προσφέρουν παρηγοριά: 
Η καλοσύνη από κάποιον και με κάποιον τρόπο θα ανταμειφτεί, το παραμελημένο και κακοποιημένο κορίτσι θα είναι εκείνο που θα κερδίσει τον πρίγκιπα, και η ζωή πάντα αξίζει τον κόπο, επειδή ποτέ δεν ξέρουμε τι συναρπαστικές περιπέτειες και εξαιρετικές εμπειρίες μας επιφυλάσσει!


ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΓΚΡΙΜ, ΦΙΛΙΠ ΠΟΥΛΜΑΝ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Μετάφραση: ΚΩΣΤΙΑ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
Επιμέλεια:     ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΟΣΤΑΘΗ

Αρκούν οι λέξεις "μια φορά κι έναν καιρό", και το ταξίδι ξεκινά.
Σ' αυτή την υπέροχη συλλογή, ο πολυβραβευμένος Φίλιπ Πούλμαν παρουσιάζει τα πενήντα πιο αγαπημένα του παραμύθια από τους αδελφούς Γκριμ, δίνοντάς τους νέα πνοή και φρεσκάδα με την ξεχωριστή πένα του. Από το ρομαντισμό των κλασικών όπως η Ραπουνζέλ, η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα μέχρι το μαύρο χιούμορ των λιγότερο γνωστών, όπως Τα τρία φύλλα του φιδιού, Χανς-Σκαντζοχοιράκι-μου και Ο Θάνατος νονός, ο Πούλμαν αποδίδει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τη γοητεία που ασκούν εδώ και αιώνες στους αναγνώστες τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, παραθέτοντας ύστερα από το καθένα ένα σύντομο σχόλιο για την ιστορία του. Στον δε πρόλογο εξηγεί γιατί αυτά τα παραμύθια έχουν αντέξει στο χρόνο και αποτελούν μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Μια αξέχαστη συλλογή που θα τη διαβάζετε και θα την ξαναδιαβάζετε εσείς και τα παιδιά σας για πολλά πολλά χρόνια. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΗΔΗΞΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΚΑΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ, Jonas Jonasson

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ, Jonas Jonasson


Το βιβλίο, από τον τίτλο ξεκινώντας, προκαλεί αμέσως την περιέργεια του αναγνώστη. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από έναν εκατοντάχρονο που το σκάει από τον Οίκο Ευγηρίας; Ο  συγγραφέας, Γιούνας Γιούνασον, μέσα από τις περιπέτειες του ήρωά του, δίνει την απάντηση: Πολλά! Και πραγματικά, αυτό διαπιστώνουμε και μόνοι μας από το απολαυστικό του κείμενο, όπου κυριαρχούν το χιούμορ, η πνευματώδης σάτιρα των ελαττωμάτων του ανθρωπίνου είδους, η αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης και των Μέσων ενημέρωσης, η πρωτοτυπία και η υπερβολή. Το συμπέρασμα: Τίποτα δεν κρατάει για πάντα εκτός από τη γενικότερη βλακεία, η ιστορία επαναλαμβάνεται, και η ανθρωπότητα δεν μαθαίνει από τα λάθη της. Ωστόσο, το μήνυμα του βιβλίου είναι αισιόδοξο: Ποτέ δεν είμαστε πολύ γέροι για μια περιπέτεια, μπορούμε πάντα να κάνουμε μια καινούργια αρχή, και όσο πιεσμένοι και αν είμαστε, υπάρχει πάντα ένα παράθυρο που μπορούμε να το ανοίξουμε και να αποδράσουμε!


Ένας από τους λόγους της επιτυχίας του βιβλίου που έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 35 γλώσσες, είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο ευφάνταστο και ξεκαρδιστικό που κινείται σε μια πιο ανάλαφρη κατεύθυνση, απέχει από τα σκοτεινά θρίλερ (π.χ. του Στιγκ Λάρσον) και τις ανάλογες αστυνομικές σειρές (π.χ. The Killing) που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια. Ο ήρωας του βιβλίου, ο Άλαν Κάρλσον, είναι αμοραλιστής και αλέγρος, όχι αυτοκτονικός και σκοτεινός, είναι ένα είδος Φόρεστ Γκαμπ που δεν βλέπει κακό σε κανέναν. Η ιστορία αρχίζει με την απόδραση του Άλαν από τον οίκο ευγηρίας λίγο πριν τα 100στά γενέθλια. Βρίσκεται με μια βαλίτσα γεμάτη λεφτά, την οποία αισθάνεται υποχρεωμένος να προστατεύσει, μαζεύει γύρω του ένα ετερόκλητο πλήθος από απατεώνες, μαφιόζους, αστυνομικούς, ως και μια ελεφαντίνα, ενώ μια αλυσίδα από αναδρομές στο παρελθόν μας αποκαλύπτουν την ανάμιξή του σε σημαντικά πολιτικά γεγονότα του 20ου αιώνα καθώς και πώς έγινε ο καινούργιος καλύτερος φίλος πολλών ηγετών και δικτατόρων, μερικοί από τους οποίους του όφειλαν τη ζωή τους. 

Ο συγγραφέας παραδέχεται σε συνέντευξή του προς την δημοσιογράφο Angela Levin  ότι όταν ήταν νέος έμοιαζε στον Άλαν και δεν στενοχωριόταν για τίποτα. Όμως με τον καιρό και μετά από τις δυσκολίες του γάμου του, έχασε αυτό το κομμάτι του εαυτού του, για να το χρησιμοποιήσει στη συνέχεια, με υπερβολές, φυσικά, στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Τον ήρωα τον εμπνεύστηκε από τον ίδιο τον παππού του. Παραδέχεται ακόμη, ότι χρειάζεται τον Άλαν σε διάφορες καταστάσεις και τότε αυτός εμφανίζεται πάνω από τον ώμο του και του λέει: "Έλα, τώρα. Δεν μπορεί να είναι τόσο άσχημα τα πράγματα."
Ερεύνησε τη σύγχρονη ιστορία και προσπάθησε να μπει στο μυαλό των ηγετών, αλλά δεν είχε αυτοπεποίθηση. Συχνά αναρωτιόταν: "Μπορεί να γράφει κανείς έτσι;" Ύστερα έδινε μόνος του την απάντηση: "Τώρα μόλις το έκανες εσύ." Από τους ηγέτες παρέλειψε σκόπιμα τον Χίτλερ, επειδή δεν ήταν δυνατόν να σατιρίσει το Ολοκαύτωμα.




Του πήρε 47 χρόνια για να γράψει αυτό το βιβλίο. Τόσο χρειάστηκε για να αποφασίσει αλλαγή πλεύσης στη ζωή του. Έχοντας πουλήσει την επιχείρησή του, με ένα "τραγικό" όπως λέει, διαζύγιο στην πλάτη του, αλλά και με έναν υπέροχο γιο του οποίου κέρδισε την κηδεμονία, σήμερα ζει σε ένα απομακρυσμένο σημείο του μεγαλύτερου νησιού της Σουηδίας αλλά και της Βαλτικής, του Gotland. Το νησί έχει έκταση περίπου 3.000 τ.χλμ.  και πληθυσμό 57.000 κατοίκους, ενώ απέχει από τη στεριά 3 ώρες με το fast ferry. Μένει σε ένα θαυμάσιο σπίτι του 1850, με το γιο του, τις γάτες του και τα πουλερικά του, τα οποία έχουν όνομα και τα αντιμετωπίζει ούτε λίγο ούτε πολύ ως οικογένεια. Έχει αγοράσει ένα ελικόπτερο για τις μετακινήσεις του και έχει βρει καινούργια σύντροφο, τη Μαρί, δημοσιογράφο της τηλεόρασης.

Ελεύθερος πλέον από οποιαδήποτε πίεση ή στενοχώρια, απολαμβάνει την τεράστια επιτυχία του Εκατοντάχρονου. 20 κινηματογραφικές εταιρείες πάλεψαν να κερδίσουν τα δικαιώματα της μεταφοράς στον κινηματογράφο. Κέρδισε η Σουηδική Nice FLX Picture. Η ταινία γυρίστηκε με σκηνοθέτη τον Felix Herngren, και στο ρόλο του Άλαν τον Ρόμπερτ Γκούσταφσον (αγνώριστο από το μέικ-απ), ενώ η Ντίσνεϊ συμμετέχει στη διανομή. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου σε μια κατάμεστη αίθουσα και καταχειροκροτήθηκε κυρίως για την ευθυμία και το γέλιο που προκάλεσε στους θεατές.


Το νέο του βιβλίο ήδη κυκλοφορεί και έχει ως ηρωίδα μια Αφρικανίδα που ζει στο Σοβέτο και αναστατώνει τον κόσμο.  Στα αγγλικά κυκλοφορεί με τον τίτλο: Το κορίτσι που έσωσε τον βασιλιά της Σουηδίας. Να του ευχηθούμε "Καλή επιτυχία"; Νομίζω, δεν χρειάζεται. Μέχρι στιγμής έχει πουλήσει 1.000.000 αντίτυπα!








Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Μ' ΑΓΑΠΑΕΙ ΔΕΝ Μ' ΑΓΑΠΑΕΙ της ALICE MUNRO









ALICE MUNRO, Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003
Μετάφραση: Σοφία Σκουλικάρη
Σελίδες: 448


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

1. Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει
2. Πλωτή γέφυρα
3. Οικογενειακά έπιπλα
4. Παρηγοριά
5. Τσουκνίδες
6. Ποστ εντ Μπιμ
7. Αυτό που μένει
8. Κουίνι
9. Πέρασε η αρκούδα το βουνό


Στο κείμενο που ακολουθεί θα αναφερθώ εν συντομία σε τρεις από τις ιστορίες της συλλογής  «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει».

Μ’ ΑΓΑΠΑΕΙ ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΕΙ, σελ.11

Είναι η πρώτη ιστορία της συλλογής η οποία δίνει και τον τίτλο του βιβλίου.

Η Τζοάνα είναι μια απλή γυναίκα, ανύπαντρη, που εργάζεται ως οικονόμος. Η ζωή της αλλάζει όταν δύο έφηβες σκαρώνουν εις βάρος της μια φάρσα, η οποία ωστόσο την σπρώχνει προς αυτό που πάντα επιθυμούσε.

Κατά την εξέλιξη της ιστορίας, ο αναγνώστης διακατέχεται από κάποιου είδους αγωνία από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι η Τζοάνα είναι «θύμα» μιας φάρσας και ενεργεί με τον τρόπο που ενεργεί, αγωνία την οποία διαδέχεται ανακούφιση στις τελευταίες σελίδες.

Ωστόσο, δεν μπορούμε να μη θαυμάσουμε το δυναμισμό και την αποφασιστικότητα της Τζοάνας στο χειρισμό της σχέσης της με τον Κεν Μπουντρό. Όσο και αν γνωρίζουμε ότι αυτές οι ιδιότητες είναι πιο έντονες επειδή βασίζονται σε μια ψευδή υπόθεση, θα πρέπει να ενυπήρχαν στο χαρακτήρα της, αλλά απλώς χρειάζονταν μια ώθηση από κάπου για να ανέλθουν στη  επιφάνεια και να χρησιμοποιηθούν.

Αυτήν ακριβώς την ώθηση στη συμπεριφορά και στη ζωή της Τζοάνας δίνει η φάρσα των δύο κοριτσιών.

Η ιστορία κλείνει με τη φράση: «Δεν πρέπει να ρωτάς, απαγορεύεται σε μας να γνωρίζουμε, τι επιφυλάσσει η μοίρα στον καθένα».


ΠΟΣΤ ΕΝΤ ΜΠΙΜ, σελ. 259

Ο αμετάφραστος τίτλος (Κολώνα και δοκάρι) υπονοεί το Σπίτι, για την αρχιτεκτονική του οποίου είναι ιδιαίτερα περήφανος ο Μπρένταν και το οποίο αντιπροσωπεύει άνοδο σε καλή θέση στην κοινωνική βαθμίδα.

Ο Μπρένταν είναι καθηγητής σε πανεπιστήμιο, στο Βόρειο Βανκούβερ, παντρεμένος με την κατά 12 χρόνια νεότερή του Λόρνα , με την οποία έχει αποκτήσει δύο παιδιά. Οι ρόλοι τους στην οικογένεια είναι ξεκάθαροι. Ο Μπρένταν εργάζεται και συντηρεί την οικογένεια. Η Λόρνα έχει αναλάβει το σπίτι και τα παιδιά και υφίσταται τον έλεγχο του Μπρένταν, ο οποίος προσπαθεί να την κρατήσει μακριά από το λαϊκό και έτσι κι αλλιώς σύντομο παρελθόν της. Έχει βελτιώσει τους τρόπους της, την ομιλία και την προφορά της, και εκτελεί τα καθήκοντά της με συνέπεια. Αν ξεχάσει, παραλείψει ή δεν κάνει κάτι σωστά, ο Μπρένταν είναι πάντα σε εγρήγορση, να της το θυμίσει ή να την επιπλήξει. 

Στην ιστορία υπάρχει και ο Λάιονελ. Για την ακρίβεια η ιστορία αρχίζει με τον Λάιονελ. Είναι παλιός φοιτητής του Μπρένταν, αντιμετώπισε κάποια ψυχολογικά προβλήματα και νοσηλεύθηκε σε ψυχιατρική κλινική. Μένει ενάμισι χιλιόμετρο από το σπίτι του ζευγαριού και τους επισκέπτεται τακτικά. Στέλνει στη Λόρνα ποιήματα τα οποία εκείνη κρατάει κρυφά. Ο Μπρένταν γνωρίζει ότι στον Λάιονελ αρέσει η Λόρνα, όμως, σίγουρος για τα κεκτημένα του, δεν ενοχλείται και το διασκεδάζει.

Έτσι έχουν τα πράγματα όταν ξαφνικά εμφανίζεται από το παρελθόν η εξαδέρφη της Λόρνα, η Πόλι, με τη λαϊκή της προφορά και συμπεριφορά για να ζητήσει φιλοξενία και βοήθεια για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Ουδόλως εντυπωσιασμένη από το καμάρι του Μπρένταν, το Σπίτι, αναστατώνει την ωραία τάξη του. Εκείνος πάλι, αντίθετα με την περίπτωση του Λάιονελ, νιώθει να απειλείται από την Πόλι και θέλει να την ξεφορτωθεί το συντομότερο.

Το ζευγάρι πηγαίνει στο Οκανάγκαν για να παραστεί σε ένα γάμο και κατ’ απαίτηση του Μπρένταν, η Πόλι δεν πηγαίνει μαζί τους.

Παρακολουθούμε την εφιαλτική για τη Λόρνα επιστροφή τους στο Σπίτι, εξαιτίας των δυσοίωνων σκέψεων και συναισθημάτων που τη διακατέχουν σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Φοβάται ότι η ξαδέρφη της, απελπισμένη που δεν βρήκε μια γωνιά στην οικογένειά τους, μια ελπίδα για να αλλάξει ζωή, θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Και τότε κάνει ένα μυστικό παζάρι, μια υπόσχεση-προσφορά-τάμα. Είναι πρόθυμη να θυσιάσει οτιδήποτε – εκτός από τα παιδιά της – αρκεί να βρει την Πόλι ζωντανή…

ΚΟΥΙΝΙ, σελ. 335

Η ιστορία αυτή είναι κάπως σαν παραλλαγή του ΠΟΣΤ ΕΝΤ ΜΠΙΜ.

Η Κρίσι πηγαίνει να βρει τη μεγαλύτερη αδερφή της, την Κουίνι, που το έχει σκάσει  εδώ και χρόνια με τον κύριο Βοργκίλα στο Τορόντο. Τώρα εκείνη λέγεται Λένα, και ο κύριος Βοργκίλα λέγεται Σταν και δεν είναι παρά ένας ηλικιωμένος που την κακομεταχειρίζεται, έστω και λεκτικά και με ηθικούς εκβιασμούς, και που καθόλου δεν χαίρεται με την εμφάνισή της Κρίσι στη ζωή του με την Κουίνι.

Η Κουίνι το σκάει ξανά,  από τον κύριο Βοργκίλα αυτή τη φορά, και εξαφανίζεται.

Η Κρίσι την αναζητάει για χρόνια, μέχρι που αποφασίζει να αποδεχτεί, ότι όποια κι αν ήταν η Κουίνι, όπου κι αν ήταν, την είχε αφήσει πίσω της, την είχε ξεχάσει σ’ ένα παρελθόν που δεν είχε καμία σχέση με τη ζωή της σήμερα.



Τι με γοήτευσε στη γραφή της Άλις Μονρό:

Επικεντρώνεται στις ανθρώπινες σχέσεις, τις οποίες αφήνει να διαφανούν μέσα από την καθημερινή πραγματικότητα.
Έχει εξαιρετική οικονομία λόγου και δομή κειμένου.
Η γλώσσα είναι μεν απλή, αλλά εκφράζει πολυσύνθετα συναισθήματα, τα οποία σπάνια περιγράφονται, κυρίως υπονοούνται. Οι λέξεις της είναι καλά διαλεγμένες.
Τα διηγήματά της έχουν την πυκνότητα μιας νουβέλας, ακριβώς επειδή επιδεικνύει εξαιρετική οικονομία στη γλώσσα. 

Συχνά μια μικρή παράγραφος δίνει πλήθος πληροφοριών. (π.χ.  σελ. 263 – Ποστ εντ μπιμ - η επίσκεψη του Λάιονελ και η περιγραφή της ατμόσφαιρας στο σπίτι με τα δικά του μάτια, μας δίνει όλη την εικόνα της έγγαμης ζωής του ζευγαριού και των ρόλων του καθενός – η σύζυγος υπεύθυνη για το σπίτι και τα παιδιά, ο σύζυγος για το εισόδημα και την κοινωνική θέση).

Οι ιστορίες της Άλις Μονρό δονούν τα συναισθήματά μας καθώς περιγράφουν μέσα από διάφορα περιστατικά μια τραγική καθημερινότητα, η σημασία της οποίας μάλλον έχει υποτιμηθεί, αν και είναι αυτές οι καθημερινότητες που συνθέτουν τη ζωή μας. Η έλλειψη ευγένειας και καλοσύνης, υποχωρήσεις και συμβιβασμοί, απογοητεύσεις και πικρίες, που μαζεύονται στην ανθρώπινη ψυχή με το πέρασμα του χρόνου και την θλίβουν. Συχνά η Άλις Μονρό ισορροπεί αυτή τη θλίψη με την απόλαυση κάποιων απροσδόκητων χαρούμενων στιγμών στη ζωή των χαρακτήρων της.






Η Άλις Μονρό είναι αριστοτέχνης της γραφής και ειδικότερα του διηγήματος. Έχει εκδώσει έντεκα συλλογές διηγημάτων. Προσωπικά χάρηκα αφάνταστα, ως λάτρης των μικρών ιστοριών, που της δόθηκε το βραβείο Νομπέλ, και γι’ αυτό το λόγο.  Είναι η απάντηση σε όσους πιστεύουν ότι η μικρή ιστορία είναι εύκολη ή ημιτελής, επειδή η έκτασή της δεν επιτρέπει να παρουσιαστούν ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, σχέσεις και καταστάσεις. Είναι η ζωντανή απόδειξη ότι τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει.

Ο τρόπος που αρχίζει τις ιστορίες της η Άλις Μονρό, καθώς και το χρονικό σημείο που διαλέγει κινεί το ενδιαφέρον αμέσως.  Δεξιοτέχνης και απόλυτος κυρίαρχος του κειμένου της, γνωρίζει καλά πώς να αποσπάσει την προσοχή σου από την πρώτη κιόλας φράση, πώς να σε καθηλώσει και να σε συγκινήσει. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία της θα εξελιχθεί κάθε άλλο προς την κατεύθυνση που  πιθανότατα έτρεξε η φαντασία σου.

Εκείνη κινεί τα νήματα με δεξιοτεχνία, εισάγει απροσδόκητα κι άλλους χαρακτήρες, αφηγείται παλιά περιστατικά, μπλέκει τις αναμνήσεις με τη δράση στο παρόν, σε ταξιδεύει με άνεση μπρος-πίσω στο χρόνο. Και πάνω απ’ όλα, πάντα υπάρχει ένα μυστήριο γύρω από τα πρόσωπα, τις σχέσεις τους, τα γεγονότα, παρόμοιο μ’ εκείνο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Μερικές φορές, μια σύντομη φράση, ή ακόμα και μια-δυο λέξεις είναι αρκετές για να προκαλέσουν ένα δυσοίωνο προαίσθημα, μιαν ανησυχία, μια υποψία που μπορεί να διαψευστεί την τελευταία μόλις στιγμή, γεννώντας το αίσθημα ανακούφισης κάποιου που μόλις γλίτωσε από του χάρου τα δόντια.

Κατά την ανάγνωση των ιστοριών «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει» και αφού είχα κάπως εξοικειωθεί με την τεχνοτροπία της, αναρωτήθηκα αρκετές φορές: «Τι μας κρύβει πάλι σ’ αυτή την ιστορία; Ποιαν αποκάλυψη μας επιφυλάσσει;» Από την άποψη αυτή, η Άλις Μονρό με ενθουσίασε σε όλες τις ιστορίες της, αν και φυσικά, όπως όλοι μας, προτιμώ κάποιες ιδιαιτέρως.

Βρήκα το τέλος των ιστοριών της εξίσου ενδιαφέρον με την αρχή τους. Κλείνει τις ιστορίες της, σαν να μην τις τελειώνει ακριβώς, κατά κάποιον τρόπο, με μια μικρή ασάφεια. Βάζει σε σκέψεις τον αναγνώστη, τον προβληματίζει, και το σίγουρο είναι πως συχνά και μετά το κλείσιμο του βιβλίου θα στριφογυρνούν στο μυαλό του οι χαρακτήρες και τα περιστατικά και πάνω απ’ όλα οι ανθρώπινες σχέσεις, τις οποίες η Άλις Μονρό, πραγματική ανατόμος της ψυχής, παρουσιάζει με εκπληκτική ακρίβεια στις σελίδες του βιβλίου της.

Μια Μεγάλη Συγγραφέας του καιρού μας!