Έγραψα τον αριθμό της
Κασσάνδρας στο κινητό μου,
για να πάρω σε κάποια στιγμή ησυχίας και υποσχέθηκα να ενημερώσω σχετικά τη φίλη μου. Ήταν απ' αυτούς που σε χρεώνουν 2,5 ευρώ το λεπτό.
Η Κασσάνδρα δεν ήταν διαθέσιμη και με συνέδεσαν με μια συνεργάτιδά της, τη Σεμέλη. Γλυκύτατη κυρία, δεν μπορώ να πω, όλο 'γλυκιά μου' και 'γλυκιά μου' μ' έλεγε, αλλά μιλούσε αργά, μάλλον με είχε περάσει για αλλοδαπή και το έκανε επίτηδες, για να την καταλαβαίνω...
«Σε θέλει, σε θαυμάζει» μου είπε με
σιγουριά. «Του αρέσεις και ως γυναίκα και ως άνθρωπος. Συγκεντρώνεις όλα όσα
ψάχνει σε μια σύντροφο, γλυκιά μου». Μου ζήτησε να της πω έναν άλλο αριθμό και
αυτοσυγκεντρώθηκε ξανά για λίγο, ενώ εγώ ήδη πετούσα στα ουράνια από τη χαρά
μου.
«Τον βλέπω πολύ κοντά σου. Συνάδερφός
σου είναι;»
«Όχι, ακριβώς, αλλά βρισκόμαστε μερικές
φορές την εβδομάδα».
«Έλαβες λουλούδια τώρα τελευταία;»
«Όχι. Μονάχα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
την ημέρα της γιορτής μου από έναν άγνωστο», μουρμούρισα.
«Αυτός στο έστειλε! Σε σκέφτεται
συνέχεια, γλυκιά μου. Σε ζηλεύει. Ζηλεύει τον άντρα σου που σ’ αγκαλιάζει. Δεν
είναι σίγουρος για σένα, για τα αισθήματά σου, και διστάζει. Φοβάται. Με τη
μητέρα του μένει;»
«Δεν έχω ιδέα», απάντησα.
«Τον επηρεάζει αρνητικά για τέτοια
σχέση», συνέχισε η Σεμέλη, αγνοώντας με. «Βλέπω κάποιες δυσκολίες, γλυκιά μου»,
μουρμούρισε σκεφτική, κι εγώ προσγειώθηκα απότομα σε ανώμαλο έδαφος. Μου ζήτησε
ακόμα έναν αριθμό και σώπασε για να συγκεντρωθεί. Ενώ περίμενα με αγωνία, κόπηκε
ξανά η γραμμή!
Ξανακοίταξα το ρολόι του τοίχου. Ναι, δεν χωρούσε αμφιβολία, ακόμα ένα τέταρτο της ώρας είχε περάσει! Ο λογαριασμός του κινητού θα έπεφτε ως χαράτσι επί της κεφαλής μου, αλλά έπρεπε να μάθω…
«Λοιπόν, Σεμέλη, τι βλέπεις για το Νίκο;
Υπάρχει άλλη; Τι θα γίνει; Τι να κάνω;» μπήκα κατευθείαν στο θέμα, μόλις με
συνέδεσαν.
Η Σεμέλη αυτή τη φορά ακούστηκε κάπως
παραξενεμένη που με άκουσε πάλι, κάπως κουρασμένη, δεν ξέρω κι εγώ τι να πω.
Μάλλον είχε εξαντληθεί από την πολλή αυτοσυγκέντρωση, η καημένη…
«Δεν υπάρχει άλλη. Υπήρχε μια σχέση και
τέλειωσε», είπε η Σεμέλη και σώπασε για λίγο. «Θα κάνεις κάποιο ταξίδι»,
συνέχισε. «Έχεις προγραμματίσει κάτι;»
Σκέφτηκα γρήγορα. Δεν είχα κανονίσει
τίποτα ακόμα, αλλά πιθανόν να ταξίδευα σε δυο-τρεις μεγάλες πόλεις της
επαρχίας, για τις ανάγκες της έρευνας σχετικά με τις προβλέψεις.
«Κάτι είναι στα σκαριά», απάντησα
δισταχτικά.
«Θα πάτε μαζί! Θα σε συνοδεύσει. Με
αυτοκίνητο. Θα είστε με παρέα, ίσως σε μέρος κοντά σε θάλασσα. Θα κουβεντιάσετε
πολύ. Θα τα πάτε πολύ καλά στο τέλος! Τα ζώδιά σας ταιριάζουν, γλυκιά μου.
Φαίνεται καθαρά στα χαρτιά μου. Ένας ψηλός, μελαχρινός σε σκέφτεται και μπαίνει
στη ζωή σου. Αυτός θέλει να βεβαιωθεί για τα αισθήματά σου, ότι τον βλέπεις
σοβαρά. Δεν θέλει κάτι επιπόλαιο, περαστικό…»
Κανένα πρόβλημα, σκέφτηκα, θα τον
βεβαίωνα εγώ και με το παραπάνω!
Ήμουν πολύ χαρούμενη τώρα κι ένιωθα ότι βάδιζα σε στέρεο έδαφος. Ήξερα τι συνέβαινε κι επομένως αισθανόμουν μια σιγουριά για το αίσθημά μου και για τις μελλοντικές κινήσεις μου. Είχα ξεχάσει ολότελα την οικογενειακή μου κατάσταση, και ο λογαριασμός του κινητού μου, που πέρασε στιγμιαία από το μυαλό μου, ήταν μονάχα μια σύντομη και έμμεση υπενθύμιση. Έπρεπε να έχω το νου μου να
τον παραλάβω εγώ η ίδια και να τσακιστώ να τον εξοφλήσω αμέσως, από φόβο μήπως
τον έβλεπε ο γιος μου ή ο άντρας μου. Όχι, ότι θα μου έλεγαν τίποτα για το
ποσό, αλλά μήπως κοίταζαν τους αριθμούς κι έβλεπαν το περίφημο νούμερο που
άρχιζε από 9001… και μ’ άρχιζαν στην κοροϊδία και στις ερωτήσεις.
Από την ιστορία "Οι προβλέψεις" που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει": http://anemosekdotiki.gr/books/ego_agapo.html
Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ: