Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Παράξενα, Ξεχωριστά Κοχύλια


Αυτό ήταν, λοιπόν, σκέφτηκε η Άνθια. Έτσι έκλεισε κι αυτό το κεφάλαιο μιας συνεργασίας τριών ετών, χωρίς μια λέξη. Ουδείς αναντικατάστατος, επαληθεύτηκε ακόμα μια φορά, άλλωστε, τώρα, το πιο πιθανό ήταν να μην χρειάζονταν καν βοηθό γραμματέα, αφού η Τζούλια είχε ξεμπερδέψει με γέννες και μπιμπερό και πάνες, και η παραίτηση να τους ήρθε κουτί.
Όσο σε χρειάζονται, σε ξεζουμίζουν. Θυμήθηκε τις αμέτρητες φορές που είχε βγάλει δουλειά δυο και τριών υπαλλήλων, αν είσαι τυχερός, σου πετάνε το κόκαλο του μπόνους και καθαρίζουν. Όταν εσύ έχεις ανάγκη, δεν σε ρωτάνε, οι παροχές δίνονται με το σταγονόμετρο, κι όταν πάψεις να προσφέρεις όσα συνήθιζες στο παρελθόν, αν δεν σε πετάξουν, πάντως ξέρουν να σου δείχνουν με τρόπο την πόρτα.


 Ο Μαθιόπουλος, ας πούμε, ποτέ δεν της είχε παραχωρήσει ούτε μια μέρα άδεια για να δώσει εξετάσεις, ούτε καν χωρίς αποδοχές. "Μόλις τελειώσεις το γράψιμο, γύρνα στο γραφείο, έχουμε πολλή δουλειά", ήταν το μοτίβο του, η άδεια που της έδινε ήταν για λίγες ώρες μονάχα.  Αναρωτήθηκε, αν η τόση προσφορά της, ως εργαζόμενης, άξιζε τον κόπο, και ψάχνοντας για την απάντηση, ένιωσε μπερδεμένη, διχασμένη, όσον αφορούσε στη θέση της εργασίας, γενικά, στη ζωή της. Παλιά, ήταν σίγουρη ότι άξιζε η δουλειά να είναι πρώτος στόχος στη ζωή, μετά ήρθε στη ζωή της ο Άλκης και ανέτρεψε την ισορροπία, έβαλε στην πρώτη θέση την καρδιά, και να πού κατέληξε, στην ανατροπή της ανατροπής...
Και τώρα, σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή, αυτή η δουλειά την έδιωχνε, μια άλλη, όμως, θα της άπλωνε σανίδα σωτηρίας, θα της έδινε ένα λόγο να ξυπνάει το πρωί, έναν τρόπο να ζει και να ξεχνάει... 
Παραδόξως, όλα αυτά τα εξέταζε με μια δόση ψυχρής απάθειας, σαν να είχαν νεκρωθεί πολλά από τα συναισθήματά της. Σαν να είχε ξαναγυρίσει στη ζωή το μυαλό της, αλλά όχι ολόκληρο, σαν να είχε παροπλισθεί κάποιο μέρος του.



Τέσσερις ακριβώς, βγήκε στο δρόμο. Δεν έριξε ούτε μια ματιά πίσω της, ούτε μια φορά δεν σήκωσε το κεφάλι προς το παράθυρο των γραφείων του τέταρτου ορόφου, εκεί που μόλις είχε αφήσει τρία χρόνια από τη μικρή ζωή της.
Ο ήλιος του απογεύματος, μιας από τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, της φάνηκε διαφορετικός. Ζεστός, γλυκός, σαν χάδι πάνω στα μάγουλα, στο λαιμό και στα μπράτσα της. Της έκανε εντύπωση που σκέφτηκε έτσι, αλλά από τη μέρα που πήρε εξιτήριο από τον 'Ευαγγελισμό', μ' έναν περίεργο τρόπο, είχαν οξυνθεί οι αισθήσεις της, είχε αρχίσει να βλέπει πράγματα, κοντινά, καθημερινά, που πριν αγνοούσε. Ο ήλιος ήταν ένα, και το πρώτο-πρώτο, από αυτά. Ήταν πάντα εκεί, μα δεν είχε προσέξει ποτέ τη ζέστα του πάνω στο δέρμα της!

Όπως τότε...


 Καλοκαιριάτικο απόγευμα, σε κάποιες ολιγοήμερες διακοπές με τον Κοσμά, σε μια παραλία στα Κύθηρα, κοντά στην Αγία Πελαγία πρέπει να ήταν, δυσκολευόταν να θυμηθεί, υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν θυμόταν τώρα, ύστερα από την απόπειρα, "δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς", είχε πει ο γιατρός, "θυμάσαι όλα τα βασικά, αυτά που λείπουν είναι λεπτομέρειες, δεν θέλω να πιέζεσαι", έψαχνε για κοχύλια και δεν έβρισκε τίποτα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, τέτοιες ακτές, χωρίς κοχύλια!
Στο τελευταίο τους μπάνιο, την ώρα που μάζευε τα πράγματά της, ξεκουμπώθηκε το ένα της σκουλαρίκι κι έπεσε στην άμμο ανάμεσα στα βοτσαλάκια. Άρχισε να ψάχνει με προσοχή, προσέχοντας να μην μετακινηθεί καθόλου και το σπρώξει με το πάτημα προς τα κάτω, και τότε τα είδε.



Χιλιάδες μικροσκοπικά κοχύλια, άσπρα, ροζ, μπεζ, κεραμιδί, γκρι, στρογγυλά, μακρόστενα, χωνάκια, μισοφέγγαρα, βρίσκονταν εκεί, κοντά της, μπροστά στα πόδια της. Ήταν πάντα εκεί, αλλά εκείνη δεν τα έβλεπε. Έψαχνε για μεγάλα, παράξενα, ξεχωριστά κοχύλια, κι αυτά ήταν τόσο διακριτικά, τόσο ταπεινά... Ενθουσιασμένη, μάζεψε μια τσάντα. Όταν έφταναν στην Αθήνα, θα τα έβαζε σε διάφανες γυάλες με νερό. Ο Κοσμάς φώναζε, "Θα χάσουμε το πλοίο, τι τα θέλεις αυτά, πάμε σ' ένα μαγαζί με σουβενίρ, να σου αγοράσω τα καλύτερα".


Έτσι ήταν και η ζωή...  Έτσι έπρεπε να αρχίσει να βλέπει τη ζωή...
  

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Γυναικείοι χαρακτήρες, θέματα δίχως φύλλο - Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει

 
Όταν εκείνο το επιθυμητό συναίσθημα,
το εξουθενωτικό και κατακλυσμιαίο,
σε κυριεύει, και παραδίνεσαι
ολοκληρωτικά στον έρωτά σου,
παρακολουθείς τους γύρω σου
να ασχολούνται με τα απαραίτητα
μικρά καθημερινά,
αμέτοχη, σαστισμένη, έκπληκτη,
γιατί εσύ
άλλο δεν μπορείς να κάνεις
παρεκτός να αγαπάς!





Στο «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι γυναικείοι, αλλά τα θέματα που θίγει δεν έχουν φύλο.
 Είναι ένα βιβλίο για την πιεστική καθημερινότητα, τη συμβίωση, την κρίση-αλλαγή της μέσης ηλικίας, και πάνω απ’ όλα για το παιχνίδι της ζωής, τα ματαιωμένα όνειρα, την αγάπη και το χρόνο.
Οι ηρωίδες αγωνίζονται ενάντια στο χρόνο.
Πότε είναι αγκιστρωμένες στο παρελθόν και παλεύουν με κάποια εμμονή,
κάποιο γελοίο πάθος, όπως το χαρακτηρίζει η ηρωίδα μας η Λυδία. Και άλλοτε
 είναι αιχμάλωτες ενός κουραστικού παρόντος και προσπαθούν να ανακόψουν την ταχύτητα του χρόνου και την αναπόφευκτη φθορά.
Μέχρι να αντιληφθούν ότι δεν γίνεται να μετράει κανείς το χρόνο διαφορετικά από τους άλλους, ατιμώρητα, χωρίς απώλειες δηλαδή. Και τιμωρία είναι που κάποια  στιγμή δεν μπορούν να συμπέσουν η καρδιά και το σώμα στο ίδιο σημείο, στον ίδιο τόπο, στον ίδιο χρόνο.
Κι ακόμα συνειδητοποιούν το παιχνίδι της ζωής. Ότι όσα θεωρούσαν στη νιότη τους ένα παιχνίδι, ήταν η ζωή η ίδια.
Παρόλα αυτά, το «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» είναι ένα βαθύτατα συμφιλιωτικό και πολύ αισιόδοξο βιβλίο!
Μας συμφιλιώνει με τον εαυτό μας και με τα όνειρά μας.
Και αισιοδοξεί ότι
τα όνειρα μονάχα αναβάλλονται, όμως δεν ακυρώνονται ποτέ!
Πολλές ανατροπές έφερε το τριαντάφυλλο.
Και πρώτα απ' όλα,
Ποιος το είχε στείλει;


Έρχεται πάντα μια στιγμή στη ζωή κάθε γυναίκας που γυρνάει το βλέμμα προς τα πίσω,
στο δρόμο που περπάτησε ως τώρα, τον περισσότερο ή λιγότερο ταξιδεμένο. Τότε δοκιμάζει
μια παράτολμη ίσως, νοσταλγική κατάδυση στα βαθιά νερά του παρελθόντος και
έρχεται αντιμέτωπη με την αλήθεια της.

Είναι η στιγμή που παίρνει τα βυθισμένα παλιά της όνειρα απ’το χέρι, τα ανασύρει
στην επιφάνεια και τα επιστρέφει στο φως και στη ζωή.

Επειδή τα όνειρά της, απλά, τα ανέβαλε, δεν τα ακύρωσε!

Έφταιγε ο Τζόνυ!
Γιατί έτσι όπως την κοίταζε, εκείνη ξεχάστηκε
και δεν μπόρεσε να αποφύγει το μοιραίο...

Ο κεραυνοβόλος έρωτας και η εμμονή στις παλιές αγάπες, οι πρώτες ρυτίδες και τα
ινστιτούτα ομορφιάς, η αγωνία για το μέλλον και οι αστρολογικές προβλέψεις,
η συζυγική αποξένωση και η ξαφνική υπενθύμιση των παλιών ονείρων,
ξετυλίγονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου, με χιούμορ και τρυφερότητα.
Τα αντικείμενα παίζουν κι αυτά ένα σημαντικό ρόλο και αναστατώνουν
τη ζωή των προσώπων.  
Ένα γαλάζιο φούτερ κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, ένα κινητό και μια  τράπουλα,
μια βαλίτσα κι ένα άσπρο μαντίλι, η τηλεόραση και  ο υπολογιστής, φέρνουν τα πάνω
κάτω, καθώς στήνουν το δικό τους χορό μαζί με τον Τζόνι Ντεπ κι έναν μικρό δράκο!

"Αντίο!"
Κι αφού τη δίδαξε πολλά ο μικρός δράκος, την αποχαιρέτησε,
μαζί και τους αναγνώστες, στο τέλος του βιβλίου