Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ, της Βέρα Μουταφτσίεβα

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Διλογία της    Βέρα Μουταφτσίεβα

Μετάφραση:   Πάνος Σταθόγιαννης

Εκδόσεις:       "ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ"-Α. Α. Λιβάνη, 1977

Σελίδες:          432

 

Ο Αλκιβιάδης Κλεινίου Σκαμβωνίδης, είναι η πλέον μυθιστορηματική προσωπικότητα της Κλασικής Αθήνας και έχει προκαλέσει θυελλώδεις και αντιφατικές αντιδράσεις στους μελετητές της αρχαιότητας. Σύμφωνα με τα γραπτά του Πλούταρχου και του Πλάτωνα, ο Αλκιβιάδης είχε μια πολύ εντυπωσιακή εμφάνιση, ήταν πανέμορφος, έξυπνος και γοητευτικός, και άρεσε εξίσου σε γυναίκες και άντρες.

Όσον αφορά στον χαρακτήρα του, του έχουν δοθεί πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως νάρκισσος, εγωπαθής, προδότης, φιλόδοξος, διψασμένος για εξουσία, πανούργος, ευφυής, ευρηματικός, στρατηγικός νους, αμοραλιστής. Ακόμα και σήμερα όμως μας απασχολεί το ερώτημα: «Ποιος ήταν πραγματικά ο Αλκιβιάδης; Τι υπήρχε μέσα του που τον έσπρωχνε διαρκώς να κάνει κινήσεις που άλλαζαν το πολιτικό σκηνικό, να σκηνοθετεί και να προκαλεί γεγονότα, να σχεδιάζει τη ροή τους, να προβλέπει τις εξελίξεις και να επωφελείται; Υπήρξε ποτέ χώρος στην καρδιά του και για κάτι άλλο ή για κάποιον άλλον πέρα από την πολιτική και το παιχνίδι;"

Τις απαντήσεις επιχειρεί και καταφέρνει εν πολλοίς να δώσει η συγγραφέας με αυτή τη διλογία, καθώς πολλά ερωτήματα απαντώνται, ενώ κάποια άλλα εγείρονται σχετικά με την προσωπικότητα των ηρώων, τη δική τους ηθική, αλλά και τις ηθικές αξίες γενικότερα και το νόημα της ζωής.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, τα οποία μπορούν να διαβαστούν ως δύο αυτοτελείς ιστορίες, με όποια σειρά επιθυμεί ο αναγνώστης.

Στο πρώτο μέρος διαβάζουμε την ιστορία του Αλκιβιάδη του Μικρού, ενός περίπου σύγχρονου επιστήμονα που εργάζεται σε ένα αυταρχικό καθεστώς, το οποίο τον πιέζει και αποδεικνύεται λίγο για τις φιλοδοξίες του, πράγμα που τον ωθεί σε επικίνδυνες κινήσεις.

Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε την περιπετειώδη ζωή του ευφυούς, τολμηρού και ριψοκίνδυνου Έλληνα Αλκιβιάδη της αρχαιότητας, του Μεγάλου, όπως τον χαρακτηρίζει η συγγραφέας και ιστορικός Βέρα Μουταφτσίεβα.

Η συγγραφέας δεν επέλεξε τυχαία να αφηγηθεί μαζί τις ιστορίες τους, καθώς τους ήρωες ενώνουν πολλά στοιχεία, με κυρίαρχα την φιλοδοξία, την ευφυΐα, τον αμοραλισμό και το ανήσυχο πνεύμα. Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι το δεύτερο μέρος, το οποίο αναφέρεται στον Έλληνα Αλκιβιάδη, υπερτερεί σε όλα τα σημεία έναντι του πρώτου.

Με αφήγηση γλαφυρή, στην οποία συμβάλλει τα μέγιστα η εξαιρετική μετάφραση του Πάνου Σταθόγιαννη, και με πλοκή συναρπαστική, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και την αγωνία και μας συγκινεί, η συγγραφέας διηγείται όλα τα ιστορικά γεγονότα της εποχής και περιγράφει τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι τύχες τους διασταυρώθηκαν μ' εκείνην του Αλκιβιάδη και αλληλεπέδρασαν, και καταφέρνει να φωτίσει την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του Αλκιβιάδη, ακολουθώντας όλη τη συγκλονιστική πορεία του Αθηναίου στρατηγού μέχρι το άδοξο τέλος.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

[Σωκράτης] "Ζηλεύεις τον Αλκιβιάδη για την αναισχυντία του, Κριτία. Για την τόλμη του, δηλαδή. Έχετε και οι δύο ευγενική καταγωγή, κάτι που φτάνει για να σας θεωρήσουν εχθρούς του δήμου και να σας εξορίσουν. Όμως εσύ ντρέπεσαι για το αριστοκρατικό αίμα που κυλάει στις φλέβες σου, ντύνεσαι όσο πιο φτωχικά και γκρίζα μπορείς και κάθεσαι ανάμεσα σε υφαντές και κανατάδες στο Συμβούλιο, μπας και μπερδευτούν και σε θεωρήσουν δικό τους. Όμως, το μόνο πράγμα που εκείνοι διακρίνουν πάνω σου είναι ντροπή και φόβος - την ενοχή για την αριστοκρατική καταγωγή σου. Κι αυτό είναι κάτι που τους κάνει επιφυλακτικούς απέναντί σου: αφού ο Κριτίας νιώθει ένοχος, σίγουρα έχει κάποιο λόγο. Ο Αλκιβιάδης, όμως, απέναντι στον ίδιο δήμο, δεν εμφανίζει καμία ενοχή, επειδή απλούστατα δεν αισθάνεται καμία τύψη για την καταγωγή του. Αντίθετα, την υπερβαίνει γιατί την θεωρεί έναν από τους αμέτρητους ρόλους του. ... Με άλλα λόγια τον ζηλεύεις όχι μόνο γι' αυτά που έχει αλλά και γι' αυτά που δεν έχει..."

                                                                     ***

"Η πρόταση του Αλκιβιάδη ήταν τόσο αιφνίδια, που ο Τισσαφέρνης πάγωσε. Προσπάθησε να βρει κάποιο ψεγάδι στο σχέδιο του Αλκιβιάδη, αλλά δεν τα κατάφερε. Κι αυτό ήταν κάτι που έφερε και πάλι στην επιφάνεια τις υποψίες του.

- Μόλις πριν από λίγο, είπες, ξένε, ότι εγώ δεν έχω το δικαίωμα να πράξω κάτι τέτοιο χωρίς την άδεια του Μεγάλου Βασιλέως!

- Γι' αυτό κι εσύ δεν θα δράσεις, τον καθησύχασε ο Αλκιβιάδης. Το εκστρατευτικό σώμα που θα μου παραχωρήσεις θα είναι μόνο δικό μου. Του στρατηγού Αλκιβιάδη.

- Κι αυτός ο στρατηγός σε ποια χώρα, σε ποια πόλη θα ανήκει; έσμιξε κι άλλο τα φρύδια του ο Τισσαφέρνης.

- Σε καμία... Θα ανήκει μόνο στον εαυτό του: στο στρατηγό Αλκιβιάδη! Μεγάλε σατράπη, με το παιχνίδι που σου προτείνω, κερδίζεις έτσι κι αλλιώς. Πρέπει να συνηθίσουμε και με τα εύκολα κέρδη έτσι όπως συνηθίσαμε με τα δύσκολα. Μου δωρίζεις δύο χιλιάδες πολεμιστές κι από κει και πέρα εσύ δε φέρεις καμία ευθύνη. Ο Μεγάλος Βασιλέας δεν μπορεί να σε τιμωρήσει για ξένες πράξεις. Έτσι, στα παράλια της Ιωνίας, όπου σαπίζουν και πεινούν οι δύο ελληνικοί στόλοι, εγώ μαζεύω τους καρπούς της αδυναμίας τους για δικό σου όφελος και θέτω τα μικρασιάτικα λιμάνια υπό την κυριαρχία του Μεγάλου Βασιλέως. Είναι τόσο απλό."

                                                                     ***



Βέρα Μουταφτσίεβα (1929-2009), συγγραφέας και ιστορικός, γεννήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας και σπούδασε στο εκεί Πανεπιστήμιο. Ήταν ανώτερη ερευνήτρια σε διάφορα ιδρύματα της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών και διδάκτωρ Ιστορίας, ειδικευμένη σε θέματα Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές. Έγινε γνωστή για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών στη Βουλγαρία. Έγραψε πολλά ιστορικά μυθιστορήματα, μονογραφίες και επιστημονικές μελέτες για το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία στα Βαλκάνια ("Τζεμ, ο Ικέτης της Ανατολής", "Οι Τελευταίοι της Δυναστείας του Σισμάν", "Εγώ, η Άννα Κομνηνή"). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες. 

                                                                            ***
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 3ο Τεύχος της Εφημερίδας Α-τύπος, ΓΕΝΑΡΗΣ-ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2020




Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

ΣΑΝ ΔΙΑΒΕΙΣ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΣΟΒΕΤΟ, Μόνικα Σαβουλέσκου-Βουδούρη

Όταν η νύχτα καταφτάνει με απόλυτη ακρίβεια, τυφλή μπροστά στου καθενός τις έγνοιες…

Γράφει η Αγγελική Μπούλιαρη-Αργυράκη
Φιλόλογος-συγγραφέας 






ΣΑΝ ΔΙΑΒΕΙΣ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΣΟΒΕΤΟ

Είδος:             Σύγχρονη Μεταφρασμένη Λογοτεχνία
Σελίδες:         226
Εκδόσεις:      Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2018

Το βιβλίο ΣΑΝ ΔΙΑΒΕΙΣ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΣΟΒΕΤΟ*, της ΜΟΝΙΚΑ ΣΑΒΟΥΛΕΣΚΟΥ-ΒΟΥΔΟΥΡΗ, είναι η ιστορία της Μαρίζας, μιας γυναίκας μόνης με ένα παιδί, από τη Ρουμανία, μιας πολιτικά αυτο-εξόριστης, που από τα συναπαντήματα της τύχης, καταλήγει να γίνει διαρκής μετανάστρια. Είναι επίσης, η ιστορία της οικογένειάς της, καθώς και φίλων και συνεργατών, με τους οποίους τη συνδέει η κοινή μοίρα του πολιτικού εξόριστου, που αναγκάζεται να μεταναστεύει από τον έναν τόπο στον άλλον, μέχρι να βρει μια νέα πατρίδα.

Το σωστότερο θα ήταν να πω μέχρι να βρει μια νέα θέση στον κόσμο, μια γωνίτσα σ’ έναν τόπο, που να μπορεί να την αποκαλέσει «σπίτι» του. Γιατί πατρίδα νέα δεν θα βρει, ούτε στην παλιά θα μπορεί να γυρίσει. Κι αν γίνει κάποτε η επιστροφή αυτή, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο, και το συναίσθημα «ότι εδώ ανήκε πάντα» δεν θα υπάρχει πλέον.

Η έννοια της πατρίδας, η ανάμνηση εκείνου του γενέθλιου τόπου, δεν θα ταιριάζει μ’ αυτό που τώρα βλέπουν τα μάτια, και θα παραμείνει αυτό ακριβώς, μια ανάμνηση, μια εικόνα στη φαντασία του εξόριστου και του περιπλανώμενου. Μια εικόνα φτιαγμένη από τις όλο και πιο παλιές και ξεθωριασμένες μνήμες, αλλά και από τα στοιχεία που γεννάει η επιθυμία, η νοσταλγία, οι διαφορετικές γνώμες, εντυπώσεις και περιγραφές τρίτων προσώπων, και τέλος, η επιλεκτικότητα της μνήμης.

Η αφήγηση είναι κυρίως σε πρώτο πρόσωπο, με πολλούς αφηγητές, εκτός από έξι κεφάλαια, στα οποία η αφήγηση γίνεται μεν σε τρίτο πρόσωπο, όμως αφορά στην Μαρίζα. Την κυρίαρχη ιστορία της Μαρίζας πλαισιώνουν οι υπόλοιποι αφηγητές, οι οποίοι με τις μικρότερες ιστορίες τους, ο καθένας με τη δική του οπτική και συμμετοχή σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, εξηγούν, συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν την ιστορία της βασικής ηρωΐδας του βιβλίου.

Το βιβλίο, με τις αναδρομές στο παρελθόν, καλύπτει ένα ευρύ χρονικό διάστημα, από  το 1955 (παιδικές αναμνήσεις), έως το 2015. Αρχίζει και τελειώνει με την ίδια περίπου σκηνή, στην Αθήνα, 2014-2015. Διατρέχει τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, Ρουμανία, Ολλανδία, Γαλλία, Ελλάδα, και μία αφρικανική, Νότια Αφρική.

Η γραφή είναι σπειροειδής. Η μεγαλύτερη ιστορία, της Μαρίζας, συμπεριλαμβάνει μικρότερες ιστορίες, σαν ένας μεγάλος κύκλος που περικλείει κι άλλους μικρότερους κύκλους, ακριβώς όπως συμβαίνει και στη ζωή: Ο καθένας μας εστιάζει στην προσωπική του πορεία, ταυτοχρόνως, όμως, όπως είναι φυσικό, συναντιέται με πολλούς ανθρώπους, από τους οποίους άλλοι θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του και άλλοι όχι, οι περισσότεροι θα φύγουν και κάποιοι θα μείνουν για πάντα. Πρόκειται για τους παράλληλους κόσμους, ή για τους άλλους κόσμους πέρα από τον δικό μας, που η ίδια η συγγραφέας αναφέρει συχνά στο βιβλίο της δια στόματος των ηρώων της.

Με τις μικρότερες ιστορίες του βιβλίου, η συγγραφέας αριστοτεχνικά συνθέτει, με ευαισθησία και ανθρωπιά, μια μεγαλύτερη, γνωρίζει στον αναγνώστη το παρελθόν των ηρώων και προκαλεί την αυθόρμητη συμπάθεια, τη συγκίνηση και την αγωνία για την τύχη τους, ενώ διακρίνει την ανοχή από τη συμπόνοια.

Η συγγραφέας παρουσιάζει τους ήρωές της, όπως ήταν πριν από το σήμερα της ανάγκης, της έκκλησης για βοήθεια, της τρικυμίας της ζωής, και βοηθά τον αναγνώστη να αντιληφθεί ότι ο κάθε εξόριστος, πριν αναγκαστεί να μεταναστεύσει, ήταν κι αυτός μια ανθρώπινη ύπαρξη με σπίτι και οικογένεια, ήταν γνώστης μιας τέχνης ή επιστήμης, είχε ίσως ιδιαίτερα ταλέντα και ικανότητες. Η ζωή του κάθε μετανάστη/πρόσφυγα/εξόριστου δεν ξεκινάει τη στιγμή που στέκεται δειλός, φοβισμένος, πεινασμένος και στην ουσία άστεγος, μπροστά σε κάποιον κρατικό υπεύθυνο της χώρας που τον φιλοξενεί.

Κι ακόμη, η συγγραφέας βοηθά τον αναγνώστη να συμπεράνει πως της τύχης τα γυρίσματα δεν εξασφαλίζουν κανέναν από τις διαθέσεις της μοίρας. Με μια μικρή, ανεπαίσθητη κίνηση της τύχης, ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί στην ίδια θέση εκείνου που στέκεται μπροστά σε έναν υπάλληλο και αγωνιά για το τι θα φάει και πού θα κοιμηθεί, καθώς η νύχτα καταφτάνει με απόλυτη ακρίβεια, τυφλή μπροστά στου καθενός τις έγνοιες.

Το βιβλίο ΣΑΝ ΔΙΑΒΕΙΣ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΣΟΒΕΤΟ, της ΜΟΝΙΚΑΣ ΣΑΒΟΥΛΕΣΚΟΥ-ΒΟΥΔΟΥΡΗ, θίγει θέματα όπως ο έρωτας και η μοναξιά, η φιλία και η οικογένεια, η μητρική αγάπη, η υιοθεσία, η κοινωνική προσφορά, η πατρίδα και τα πολιτικά συστήματα, και πάνω απ’ όλα, ο αδιάκοπος αγώνας του ανθρώπου να στεριώσει κάπου με Ελευθερία, Ειρήνη, και Αγάπη.

Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Έφτασαν στο Hoog Catarijne. Ήταν το εμπορικό κέντρο της πόλης και ξεχείλιζε από κίνηση. Όλα τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά. Οι βιτρίνες ήταν κατάφωτες αυτή την ώρα του μεγάλου συνωστισμού. Σταμάτησαν μπροστά σε μια καντίνα όπου πουλούσαν χάμπουργκερ και πατάτες τηγανητές. Η Μαρίζα ψαχούλεψε στην τσάντα της. Ανακάλυψε δυο δολάρια, λαθραία νομίσματα, παράνομα, που τα είχε ανταλλάξει με φόβο και τρόμο, ενώ η καρδιά της πήγαινε να σπάσει στο στήθος, από κάποιους ξένους τουρίστες, προτού φύγει από τη Ρουμανία. Είπε του νεαρού στην καντίνα ότι δεν έχει ολλανδικά νομίσματα. Το αγόρι τις κοίταξε καλά-καλά. Δεν έμοιαζαν ζητιάνες. Τον έκαναν ωστόσο να νιώθει άβολα. Πήγε να ρωτήσει το αφεντικό του. Ένας σκουρόχρωμος άντρας, μάλλον από το Σουρινάμ, τις πλησίασε. Ήταν ο καταστηματάρχης.
«Από πού είστε;»
«Από τη Ρουμανία».
Της επέστρεψε τα δύο δολάρια και τους έδωσε μια μερίδα τηγανητές πατάτες.
Το παιδί δεν είχε φάει από το πρωί. […]
Ο Σουριναμέζος δεν τις άφηνε από τα μάτια του. Τις παρακολουθούσε σκεφτικός με μια θλίψη να του σκεπάζει το βλέμμα.
«Εδώ, πίσω από το εμπορικό αυτό κέντρο», τους είπε όταν το παιδί πέταξε το σακουλάκι σ’ ένα καλάθι, «είναι ένα μοναστήρι. Δοκιμάστε την τύχη σας εκεί. Είναι πολύ κοντά. Αμέσως μετά, αφού διαβείτε τη γέφυρα του Σοβέτο».

*Η γέφυρα του Σοβέτο βρίσκεται στην Ουτρέχτη. Το όνομά της είναι παρμένο από το γκέτο μαύρου πληθυσμού στο Γιοχάνεσμπουργκ. Αποτελεί σύμβολο της οδυνηρής συνύπαρξης δύο διαφορετικών κόσμων υπό το καθεστώς του απαρτχάιντ (1976). Για διαφόρους λόγους, συνδέεται με τις ζωές των ηρώων του βιβλίου.
Σημείωση: Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Α-τύπος #02 Δεκέμβριος 2019


Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

ΥΠΑΤΙΑ, Δημήτρη Βαρβαρήγου (2)


Η γυναίκα που πλήρωσε με τη ζωή της το δικαίωμά της να αντιστέκεται στο σκοτάδι


Γράφει η Αγγελική Μπούλιαρη-Αργυράκη
Φιλόλογος-συγγραφέας


ΥΠΑΤΙΑ
Είδος:             Ιστορικό Μυθιστόρημα
Συγγραφέας: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ
Σελίδες:         490
Εκδόσεις:      ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ, 2014


Τι ήξερα εγώ για την Υπατία; Με αιδώ, ομολογώ, τίποτα άλλο παρά ότι ήταν ένα ουσιαστικό γένους θηλυκού, που μου θύμιζε το αξίωμα του υπάτου και της θητείας του (υπατείας). Βλέπετε, η γυναίκα που αντιστάθηκε στον σκοταδισμό μέχρι και την τελευταία της πνοή, παρέμεινε επί αιώνες επιμελώς κρυμμένη στο σκοτάδι. Χρειάστηκε μια ταινία, η AGORA , με τη σπουδαία Ρέιτσελ Βάις, το 2009, για να μάθω ότι η Υπατία που έζησε στην Αλεξάνδρεια (370-416 μΧ) ήταν μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος, δίδασκε τις επιστήμες αυτές, αλλά και μελετούσε αδιάκοπα για να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα και να επεκτείνει το πεδίο της γνώσης. Ταυτοχρόνως, έμαθα και για το τραγικό και βίαιο τέλος της, τίμημα με το οποίο πλήρωσε όχι μόνο τις πεποιθήσεις της περί ανεξιθρησκείας, ελευθερίας, δικαιώματος στη γνώση και στην επιλογή ζωής, που την έφεραν σε αντίθεση με το κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής, αλλά και το ίδιο το γεγονός ότι γεννήθηκε γυναίκα και μάλιστα με πνεύμα ισάξιο ανδρών επιστημόνων της εποχής της, καθώς επίσης και την τόλμη να εισχωρήσει και να διεκδικήσει τη θέση της σ’ αυτόν τον ανδρικό κόσμο. 
Ατυχώς, αγνοούσα ότι ήδη, προτού ακόμη εισχωρήσω στον κόσμο του διαδικτύου, ένας Έλληνας συγγραφέας, ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, μετά από πολυετή έρευνα και μόχθο, είχε συγγράψει και εκδώσει βιβλίο του με τίτλο και θέμα ακριβώς αυτό: ΥΠΑΤΙΑ.
Το βιβλίο με συνεπήρε και ως αναγνώστρια ένιωσα την πληρότητα και τη χαρά που φέρνει η ανάγνωση ενός πολύ καλού βιβλίου. Με την έντιμη, συνεπή και ανθρωπιστική γραφή του ο συγγραφέας με κέρδισε, έτσι ώστε να θέλω να διαβάσω και τα επόμενα αλλά και τα προηγούμενα βιβλία του.
Με αυτό το ιστορικό μυθιστόρημά του ο κ. Βαρβαρήγος μας ξεναγεί στην περίφημη Αλεξάνδρεια, σε μια δύσκολη εποχή, όταν φθίνει ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός και κηρύσσεται παράνομη η ελληνική φιλοσοφία, υπό την πίεση φανατικών του Ιουδαϊσμού αλλά και του χριστιανισμού που πλέον αποτελεί επίσημη θρησκεία του κράτους. Η Υπατία του μας πληροφορεί, μας προβληματίζει, διευρύνει τις γνώσεις μας, την οπτική γωνία μας, τον τρόπο σκέψης μας, και μας προτρέπει να ερευνούμε αδιάκοπα την κληρονομιά μας. 
Βρήκα έξοχη την αναπαράσταση της εποχής, με τα διάφορα ρεύματα και τις τάσεις στη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την πολιτική, τις επιστήμες, και πάνω απ' όλα γοητευτική και συγκινητική τη σύνθεση της αγνής, καθαρής και δυνατής προσωπικότητας της Υπατίας, χωρίς να υπολείπονται σε πληρότητα και όλοι οι άλλοι χαρακτήρες του βιβλίου. Καταγράφονται ήθη και έθιμα της εποχής και παρουσιάζεται με αδρές πινελιές η καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Οι διάλογοι, αληθοφανείς, με λόγο που κυλάει αβίαστα, σαν να παρακολουθείς πραγματική συζήτηση, πότε ανήσυχων πνευμάτων πότε απλών ανθρώπων, χωρίς περιττά στολίδια ή πομπώδεις εκφράσεις, φωτίζουν πρόσωπα και καταστάσεις.  
Οι επικεφαλίδες, που λειτουργούν και ως μικροί, ανεξάρτητοι θησαυροί, συμπυκνώνουν είτε το βαθύτερο στοχασμό του συγγραφέα πάνω σε κάθε κεφάλαιο, είτε αποδίδουν την κατάσταση γύρω από την Υπατία, και άλλοτε τον χαρακτήρα και τα πιστεύω της φιλοσόφου.
Όλα αναδείχτηκαν όπως έπρεπε και με τον καλύτερο τρόπο μέσω της εξαιρετικής γραφής του κ. Δημήτρη Βαρβαρήγου. Γραφή ωραία, ουσιαστική, χωρίς υπερβολές, με αίσθηση οικονομίας, με αγάπη προς το κείμενο και τον αναγνώστη, με περιγραφές ακριβείς, ιδιαίτερες  και χαρισματικές, ακόμα και όταν πρόκειται για τα δύσκολα και τα βίαια, αφού ο συγγραφέας διαθέτει το δικό του μαγικό πέπλο από λέξεις, με το οποίο τυλίγει τα γεγονότα και τα προσφέρει στον αναγνώστη, έτσι ώστε εκείνος να τα μαντέψει, να τα αντέξει και να τα δεχτεί.
Στις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνονται ηθικά διλήμματα, συγκρούσεις συμφερόντων και ιδεών καθώς και οι απόψεις της Υπατίας, ενός πραγματικά ελεύθερου πνεύματος, για την πίστη, τη γνώση, την ηθική, τον έρωτα, την ελευθερία, το θάνατο, την ευτυχία, τη μεταφυσική.
Είναι πάρα πολλά τα σημεία που κέντρισαν το ενδιαφέρον μου και αποτυπώθηκαν στη μνήμη μου, αλλά επειδή ο καθένας μας βρίσκει σ' ένα βιβλίο τους δικούς του προσωπικούς θησαυρούς, αρκούμαι να αναφέρω μόνο λίγα από αυτά.
Στη σελίδα 83, βρίσκουμε μια συνοπτική αλλά πλήρη παράθεση της έννοιας του Χριστιανισμού (ισότητα, φιλαλληλία, αγάπη) καθώς και τη συγκλονιστική δήλωση της Υπατίας, "Έχω δικαίωμα να αντισταθώ στο σκοτάδι". Λέτε γι' αυτό, αιώνες μετά, να δόθηκε το όνομά της σ' ένα αστέρι; (Το 1884, όταν ανακαλύφθηκε ο αστεροειδής 238, ονομάστηκε Υπατία). Λίγο παρακάτω, ωστόσο, στη σελίδα 97, συναντάμε το υποκριτικό πρόσωπο ενός αξιωματούχου χριστιανού.
Στη σελίδα 147, η Υπατία δηλώνει: " Η αρρώστια της γης είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν να επιβάλλουν τις ιδέες και απόψεις τους πάνω σε θέματα που άλλοι είναι αντίθετοι, είτε επειδή γνωρίζουν, είτε επειδή είναι αμαθείς". Νομίζω ότι και σήμερα επίκαιρη είναι η φράση αυτή.

Στη σελίδα 192, η Υπατία αναρωτιέται: "Το να παραιτηθώ από τα πιστεύω μου είναι λήψη μέτρων;" ενώ στη σελίδα 462 ο Πέτρος συμπεραίνει για την ίδια: "Γνωρίζεις πολλά, μα όχι τη μεγαλύτερη τέχνη απ’ όλες, πώς να επιβιώσεις". Ίσως και να μην ήθελε να τη γνωρίσει αυτή την τέχνη, να μην την ενδιέφερε. Παρακαλάει μόνο μυστικά στη σελίδα 464, να προλάβει να ελευθερωθεί (δηλαδή, το πνεύμα της  να εγκαταλείψει το σώμα της) πριν τη συντριβή της.

Το βιβλίο κλείνει υπέροχα με το 19ο κεφάλαιο, μεστό σε ιδέες και νοήματα, και πρωταγωνιστή αυτόν που έμεινε πίσω για να βαστάξει το φορτίο της θλιβερής απώλειας και να αποδώσει την τέφρα της αγαπημένης του στο σύμπαν: τον Ορέστη.
 Στη σελίδα 470, ο Ορέστης σκέφτεται τα ατέλειωτα και αναπόφευκτα πάρε-δώσε των θνητών με τη μοίρα, που "ποτέ δεν χαρίζεται απόλυτα, αλλά με την πρώτη ευκαιρία παίρνει πίσω περισσότερα απ' όσα πρόσφερε", και στη σελίδα 474, ο ίδιος, μέσα στο ξέσπασμα της οδύνης του, αναφωνεί: "Πόλη μου, μαζί με την αγαπημένη μου σβήνει η ιερή σου φλόγα", μαντεύοντας έτσι το τέλος του ελληνιστικού κόσμου και την αρχή του σκοταδισμού-μεσαίωνα.

Τα λόγια του Ορέστη, στις δύο τελευταίες σελίδες του βιβλίου, προτρέπουν και καλούν όλους όσοι αγαπούν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τη γνώση και το πνεύμα, σε ένωση με το παρελθόν και συνέχεια:
 "Αίολε, δείξε μου τη μάνητά σου, να φουσκώσει τα πανιά των αποφάσεών μας, να ταξιδέψουμε στα πέρατα της γης. Ναύτες, λάμνετε τα κουπιά να βρεθούμε στα όνειρα που χάθηκαν, μέσα στο λαμπρό παρελθόν που αγάπησε... Κι όλοι εσείς, που κηλιδώσατε με το αίμα της τ' όνομά Του, μάθετε πως δεν θα μπορέσετε να αποφύγετε μέσα στο πανίσχυρο σύμπαν το παρελθόν που στέκει ζωντανό εμπρός μας και μας καλεί να ενωθούμε μαζί του, για να μη χαθεί η αρχαία γνώση, το κάλλος και το ιερό του πνεύμα. Είμαστε οι επίγονοι των πρωτοπόρων του μέλλοντος."

Η «Υπατία» αναδεικνύει έξοχα το μεγαλείο μιας γυναίκας υπεύθυνης, σοβαρής και αφιερωμένης στα ελληνικά ιδεώδη, της φιλοσόφου και επιστήμονος Υπατίας, και
 με αφορμή την τραγική κατάληξή της, επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία μόνο κακά σπέρνουν και θερίζουν, ενώ παράλληλα θίγει ένα θέμα ταμπού, ότι θύματα δεν υπήρχαν μόνο ανάμεσα στους οπαδούς του χριστιανισμού, αλλά και ανάμεσα σε όσους δεν είχαν ασπασθεί τη νέα θρησκεία.

Εν κατακλείδι, Η ΥΠΑΤΙΑ του Δημήτρη Βαρβαρήγου, είναι ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει!

Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: 4ος αιώνας, μ.Χ. Η φημισμένη Αλεξάνδρεια πνίγεται στο κρασί των καπηλειών, στις ηδονές των γυναικών του δρόμου, στις δεισιδαιμονίες, στις φιλοσοφικές διαφορές, στις διαμάχες των θρησκευτικών φανατισμών και στους φονικούς διωγμούς των εθνικών. Μέσα σε αυτή τη διαφθορά, η Υπατία, αφοσιωμένη στα ελληνικά ιδεώδη διδάσκει στο πανεπιστήμιο, στους δρόμους και στο σπίτι της το αστείρευτο ελληνικό πνεύμα. Αυτή η σοβαρή ευθύνη δεν της στερεί το γυναικείο ένστικτο και στο πρόσωπο του χριστιανού έπαρχου Ορέστη, βρίσκει τον έμπιστο φίλο και άντρα. Η φιλία και ο πλατωνικός δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσά τους ενοχλεί τον κλήρο που δεν αργεί να στραφεί εναντίον της, να της προσάψει κατηγορίες ως μάγισσας και υποκινήτριας εχθρικών ενεργειών εναντίον του. Συλλαμβάνεται, οδηγείται στην εκκλησία και δολοφονείται... Ο αγώνας δύο ανθρώπων γεμάτος ηθικό χρέος απέναντι στις ηγετικές θέσεις που κατέχουν και στις κοινωνικές συνθήκες της θρησκόληπτης φανατικής εποχής προσπαθούν, κρυφά, να ζήσουν την απλή ζωή να γευτούν τα πάθη της και τις μεγάλες στιγμές μιας ανομολόγητης αγάπης, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να την εκφράσουν...


Σημείωση: Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Α-τύπος, τεύχος 01, Οκτώβριος 2019








Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

ΚΑΡΜΠΟΝ, Γιώργος Κούβας


ΚΑΡΜΠΟΝ, Γιώργος Κούβας 

Μυθιστόρημα - Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ, 2017 - Σελίδες 245 






Ο Άρης Κοντός, ένας άτολμος, εσωστρεφής αντιήρωας, προικίζεται ξαφνικά με οξύτατη ακοή· ένα σπάνιο χάρισμα που του δίνει τη δυνατότητα να συλλαμβάνει ήχους από γειτονικά διαμερίσματα αλλά και θορύβους της πόλης. Κι ενώ αρχικά ενοχλείται από το ηχητικό πανδαιμόνιο, οι απόηχοι που προέρχονται από το ρετιρέ τον δελεάζουν, με αποτέλεσμα να εθιστεί στην κρυφακοή και τη μίμηση της καθημερινής ζωής του ζωγράφου Φίλιππου Ροδόπουλου. Μια παρεκκλίνουσα πορεία στο βασίλειο των ήχων αρχίζει. Ο ήρωας στήνει ηχοπαγίδες κι απλώνει ηχονήματα, επιθυμώντας να πραγματοποιήσει ένα κρυφό του όνειρο: να κατακτήσει τις κορυφές της Τέχνης. Οδηγείται όμως σε εξύψωση ή μήπως σε ελεύθερη πτώση; 

Στο αδιέξοδο όπου θα βρεθεί ο ήρωας, όταν θα αποκαλυφθεί το σχέδιό του και εκείνος θα ξεγυμνωθεί, οι στοχασμοί του θα επιφέρουν την κάθαρση της ψυχής του, και τότε, με οδηγό τα χελιδόνια της Αλεξάνδρειας του παππού του, θα αναζητήσει νέες αυθεντικές διαδρομές, λιγότερο περίπλοκες και επικίνδυνες: «Παγωμένος αέρας θα με φυσήξει στο πρόσωπο. Μπροστά θα υπάρχει μονάχα η ελπίδα. Ελπίδα βαμμένη στα χρώματα της θάλασσας. Χελιδόνια της Αλεξάνδρειας θα μου δείξουν τον δρόμο. Θα τα ακολουθήσω έχοντας για ταυτότητα μια αγάπη που ριζώνει στην καρδιά και για αποσκευή το ζωγραφισμένο με παράνομες ζωές σεντόνι». 

Ακροβατώντας ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό στοιχείο, το Καρμπόν, είτε μιλά για την ηρωική έξοδο από τη μετριότητα της καθημερινής ζωής, είτε για την αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας, είτε για τη σχέση αυθεντικού και αντιγράφου, παραμένει ανοιχτό σε διαφορετικές αναγνώσεις. 

Το ΚΑΡΜΠΟΝ* είναι έξυπνο, πρωτότυπο, ενδιαφέρον, εντυπωσιακά καλογραμμένο. Δεν θυμίζει σε τίποτα πρώτη συγγραφική εμφάνιση, αντιθέτως, το επιδέξιο ξεδίπλωμα της πλοκής, η τέλεια σκιαγράφηση της προσωπικότητας του ήρωά του, ενός καθημερινού ήρωα της απλής ζωής, με τις αδυναμίες και τα τρωτά σημεία του, η περιγραφή του φιλόδοξου σχεδίου που συλλαμβάνει ο ήρωας και της εκτέλεσης από τον ίδιο – να αντιγράψει, σαν με καρμπόν, ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια, τη ζωή του ζωγράφου στο ρετιρέ, μέχρι του σημείου να μεταλλαχθεί σε κάποιον άλλο - όλα δηλώνουν έναν έμπειρο τεχνίτη του λόγου, του οποίου περιμένουμε ανυπόμονα το επόμενο έργο! 

*Το ΚΑΡΜΠΟΝ υπήρξε φιναλίστ στη βραχεία λίστα τριών λογοτεχνικών βραβείων. 

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Γιώργος Κούβας γεννήθηκε το 1974 στην Κόρινθο. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έκανε μεταπτυχιακά στη διοίκηση επιχειρήσεων. Από το 2011 ζει στην Ελβετία, όπου εργάζεται ως σχεδιαστής καινοτόμων ιατρικών συσκευών. Το 2017 εντάχθηκε στην επιστημονική ομάδα του κέντρου Wyss στη Γενεύη, που υποστηρίζει την ανάπτυξη εφαρμογών νευροτεχνολογίας για ασθενείς με νευρολογικές δυσλειτουργίες. Ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα με τεχνικά κείμενα. Δημοσίευσε επιστημονικά άρθρα σε διεθνείς εκδόσεις. Το ΚΑΡΜΠΟΝ είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.