Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ, Ιζαμπέλ Αλιέντε -ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ Η ΤΑΙΝΙΑ


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ, Ιζαμπέλ Αλιέντε

Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ, 2001

Μετάφραση ΚΛΑΙΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ-ΜΠΑΡΑΧΑΣ

Σελίδες 432






Ο ταπεινής καταγωγής Εστέμπαν Τρουέμπα παντρεύεται την Κλάρα, μια υπερευαίσθητη γυναίκα, με πολύ ανεπτυγμένη διορατικότητα και με απόλυτη πίστη στα πνεύματα που πλανιούνται στο μεγάλο αρχοντικό τους, πριν το στοιχειώσει και η ίδια με τη σειρά της. Αποκτούν μια κόρη, την Μπλάνκα. Με σκληρή εργασία ο Εστέμπαν γίνεται τελικά ζάπλουτος γαιοκτήμονας και δυναμικός γερουσιαστής, ένας οικογενειακός δυνάστης αλλά και ένας πολύ συντηρητικός τοπικός πατριάρχης, που φοβάται τους εργάτες του. Οι τρομεροί θυμοί του, που συνταράζουν όλους γύρω του, οι άγριες επιθυμίες και οι πολιτικές μηχανορραφίες του μετριάζονται μόνο από την αγάπη του για την αιθέρια σύζυγό του, την Κλάρα.

Η κόρη του, Μπλάνκα, μεγαλωμένη μέσα σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον, με ταυτόχρονες επιρροές από τις συναναστροφές με τα παιδιά των εργατών, ερωτεύεται έναν νεαρό επαναστάτη, τον Πέδρο, με ιδέες για την ταξική πάλη, την αναδιανομή πλούτου και το σοσιαλισμό. Ο Εστέμπαν θεωρεί ανάξιο τον Πέδρο και εξοργίζεται με αυτή τη σχέση αγάπης, την οποία προσπαθεί με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο να σταματήσει. Αναπόφευκτα, Πέδρο και Εστέμπαν βρίσκονται αντιμέτωποι. Σύντομα η Μπλάνκα θα μείνει έγκυος και θα αποκτήσει μια κόρη, την Άλμπα. Το κενό ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη φαίνεται αγεφύρωτο, ενώ η εγγονή του Άλμπα, που αποτελεί την ξεχωριστή χαρά του, είναι ένα όμορφο και φιλόδοξο κορίτσι που θα επηρεάσει το μέλλον της οικογένειας και της χώρα τους.

Ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, ανάμεσα στους αφεντάδες και στα αποπαίδια, ανάμεσα στον πατριάρχη, στις γυναίκες του σπιτιού, στους υπηρέτες, στους κολίγους, δημιουργούνται και ξετυλίγονται σχέσεις σημαδεμένες από τον απόλυτο έρωτα, τα παράνομα πάθη, τις κρυφές φιλοδοξίες και την εξοικείωση με το θάνατο. Και τέλος, καθώς όλοι εμπλέκονται στη δίνη της εξέγερσης, περιγράφεται ο τρόμος του πολέμου μιας χώρας που μάχεται τον εαυτό της, μιας χώρας που αντιμετωπίζει τη φρίκη ενός ολοκληρωτικού πραξικοπήματος, με τις άκριτες εκτελέσεις, τα βασανιστήρια και την ανελευθερία του λόγου.

Ένα από τα σπουδαιότερα και πιο αγαπημένα έργα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, «Το Σπίτι των Πνευμάτων» είναι ένα συναρπαστικό έπος που εκτείνεται επί δεκαετίες, υφαίνοντας το προσωπικό και το πολιτικό, μέσα από θριάμβους και τραγωδίες, σε ένα επικό μυθιστόρημα αγάπης, μαγείας και πεπρωμένου. Εν μέρει αυτοβιογραφικό, «Το Σπίτι των Πνευμάτων» καθιέρωσε ως συγγραφέα την Ιζαμπέλ Αλιέντε και έγινε παγκόσμια εκδοτική επιτυχία. Ξετυλίγει την ιστορία μιας οικογένειας από τις αρχές μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, και μαζί την ιστορία μιας ταραγμένης πολιτικά χώρας, που ταυτίζεται χωρίς να καθορίζεται μέσα στο έργο, με τη γενέτειρα της συγγραφέως, τη Χιλή, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.





Η  Ιζαμπέλ Αλιέντε είναι Χιλιανή μυθιστοριογράφος. Γράφει ακολουθώντας την παράδοση του "μαγικού ρεαλισμού" και θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες μυθιστοριογράφους της Λατινικής Αμερικής. Τα μυθιστορήματά της βασίζονται εν μέρει στις εμπειρίες της, συχνά εστιάζοντας στις εμπειρίες των γυναικών, ζευγαρώνοντας τον μύθο με τον ρεαλισμό.  Έργα της έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και έχουν πουλήσει περισσότερα από 51 εκατομμύρια αντίτυπα. Το 2010 της απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της χώρας της, και το 2012 της απονεμήθηκε το Λογοτεχνικό Βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Σήμερα κατοικεί στην Καλιφόρνια με τον σύζυγό της. Έγινε Αμερικανίδα υπήκοος το 2003. Δίνει διαλέξεις, ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο για να προωθήσει τα βιβλία της και έχει διδάξει λογοτεχνία σε πολλά κολέγια των ΗΠΑ.


Στον παρακάτω σύνδεσμο, μπορείτε να διαβάσετε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη της Ιζαμπέλ Αλιέντε που δημοσιεύθηκε στο BHMagazino τα Χριστούγεννα του 2011:


Η συγγραφέας:  https://www.goodreads.com/author/show/2238.Isabel_Allende

Η ταινίαhttp://www.imdb.com/title/tt0107151/?ref_=fn_al_tt_1










Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ (BRAVE CITY), Άγγελος Χαριάτης


Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ (BRAVE CITY)
Άγγελος Χαριάτης
Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, 2018
Σελίδες 192



Ο Άγγελος Χαριάτης που με τα προηγούμενα έργα του μας έχει δείξει ότι του αρέσει να πειραματίζεται με διάφορα λογοτεχνικά είδη, διήγημα, μυθιστόρημα, με αυτό το νέο του βιβλίο, προχωράει με τόλμη αλλά και με τη γνωστή του άνεση στο λόγο και δεξιοτεχνία  σε έναν καινούργιο χώρο, το χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας και μας καλεί να γνωρίσουμε την πόλη που δημιούργησε σε μια εποχή κοντινού μέλλοντος.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην Πόλη των Γενναίων, μια πόλη που προέκυψε όταν οι πάγοι έλιωσαν και ένα νέο κομμάτι ξηράς εμφανίστηκε, κάπου στα βόρεια του Πλανήτη Γη. Κοινό κτήμα όλων των κρατών, η νέα πόλη εποικίστηκε από μετανάστες και ξεκίνησε να διοικείται με τις αρχές της ισονομίας, της ισότητας, των ίσων ευκαιριών. Φάνταζε ως Γη της Επαγγελίας, όμως, όπως σημειώνει μελαγχολικά ο συγγραφέας μέσω του ήρωά του, του αστυνομικού Κόνερι, «όλα είχαν προβλεφτεί, το μόνο που δεν είχε προβλεφτεί ήταν η στόφα του ανθρώπου που όπου και αν βρεθεί, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να φέρει την καταστροφή».

Στο αστυνομικό Τμήμα της Πόλης, ο αστυνομικός Κόνερι μαζί με τον συνάδελφό του Κάλαχαν, κατά τη διάρκεια της νυχτερινής τους βάρδιας, λαμβάνουν μια κλήση, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει σαν απλή διατάραξη κοινής ησυχίας. Η πραγματικότητα τους διαψεύδει, με αποτέλεσμα ο Κάλαχαν, παρά το ένδοξο όνομά του, να φύγει νωρίς από την ιστορία, ο δε Κόνερυ να αντικρίσει την αποτρόπαια εικόνα ενός τεμαχισμένου πτώματος. *

Ενώ, λοιπόν, ο Κόνερι περιμένει στο πεζοδρόμιο να έρθουν οι αστυνομικές ενισχύσεις, τον πλευρίζει μαύρο όχημα με φιμέ τζάμια, ένα γυναικείο χέρι με μαύρο γάντι προβάλει από το μισάνοιχτο παράθυρο κρατώντας ένα μυστηριώδες κουτάκι με κορδέλα, σαν δώρο, ενώ μια γυναικεία μπάσα και αυταρχική φωνή τον διατάζει να το πάρει.

Ο Κόνερι κάνει τη μοιραία κίνηση, δέχεται το κουτί και αποκρύπτει το γεγονός από την υπηρεσία του. Μετά από αυτό, παγιδεύεται, τα λάθη του συνεχίζονται, οι δολοφονίες διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ ο ίδιος προσπαθεί να κρατηθεί από το γαϊτανάκι των γεγονότων και να εξιχνιάσει το μυστήριο. Η μυστηριώδης φωνή δίνει τις εντολές, ο Κινέζος Λι παρακολουθεί και τρομοκρατεί. Παίζεται ένα ολέθριο παιχνίδι κυριαρχίας που θα έχει νικητές και ηττημένους, όπως άλλωστε, κάθε αστυνομική ιστορία πρέπει να έχει κάποιον νικητή, ακόμα κι αν αυτός ο νικητής είναι έστω μια ιδέα.

Για μια στιγμή ο Κόνερι σκέφτεται να τα πει όλα στο Διοικητή του, αλλά ο φόβος τον ακινητοποιεί. Αναρωτιέται μήπως θα είναι αυτός το επόμενο θύμα, ωστόσο, άβουλος ξανά, περίπου απλός θεατής, περιμένει τις επόμενες κινήσεις των άλλων, δηλαδή της άλλης, της φωνής. Τελικά, όντας σε αδιέξοδο, ο Κόνερι ζητάει τη βοήθεια του ιδιωτικού ντετέκτιβ Καρόλου Λούμπενμπαϊχ. Βεβαίως το όνομα Κάρολος ακούγεται μεγαλοπρεπές, το πρώτο συνθετικό όμως του επωνύμου, ‘Λούμπεν’, μας προϊδεάζει για την κοινωνική τάξη, αλλά ίσως δεν ακούγεται ιδιαίτερα ευοίωνο. Μετά την επιλογή του Κόνερι από τη φωνή για να συμμετάσχει σ’ αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, έχουμε ακόμα μια επιλογή, τυχαία, από τον Κόνερι αυτή τη φορά, του Λούμπενμπαϊχ, που θα αλλάξει τη ζωή των χαρακτήρων.

Ο ντετέκτιβ μας αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή ότι η επιλογή του ίδιου από τη φωνή κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν και σπάει το κεφάλι του να ανακαλύψει γιατί επέλεξαν αυτόν, ποιος είναι ο σκοπός τους και πάνω απ’ όλα ποιο πρόσωπο κρύβεται πίσω από τη βραχνή μυστηριώδη φωνή. Μπορεί να τους σταματήσει, μόνο αν καταφέρει να παραμείνει ζωντανός και τους αποκαλύψει, και για να γίνει αυτό θα πρέπει να επιδείξει μια γενναιότητα ανάλογη της ονομασίας της Πόλης και του Αστυνομικού Τμήματος όπου υπηρετεί. Μαζί του ψάχνουμε και αγωνιούμε κι εμείς.

Από τις πρώτες σελίδες, ο συγγραφέας μας στην ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ του, μέσα από διάφορες λεπτομέρειες, διεσπαρμένες εντέχνως, μας γνωρίζει τον ήρωα ή μάλλον τον (κλασικό) αντί-ήρωα της ιστορίας του, τον Κόνερι. Καπνίζει φτηνό χύμα τσιγάρο, μένει σε μια κακόφημη συνοικία, έχει τιμωρηθεί με δύο μήνες διαθεσιμότητα επειδή πυροβόλησε από λανθασμένο υπολογισμό έναν μετανάστη, ιδρώνουν τα χέρια του, δεν είναι ψύχραιμος και πανικοβάλλεται, υποφέρει από πονοκεφάλους και από κάποιο είδος νεύρωσης που τον κάνει να μετράει και να ξαναμετράει τα σκαλιά, είναι χήρος και δεν φαίνεται να έχει ξεπεράσει το πένθος, και τέλος δεν είναι αποφασιστικός, αλλά αντίθετα πηγαίνει όπου τον οδηγούν οι καταστάσεις ή οι άλλοι.

Ο συγγραφέας  αναπτύσσοντας ευθύγραμμα την ιστορία του, με σποραδική χρήση φλας μπακ, εισάγει με δεξιοτεχνία στα κεφάλαια κάθε φορά και έναν νέο χαρακτήρα, για τον οποίο μας δίνει πληροφορίες μέσα από μικρές λεπτομέρειες και καθημερινές συνήθειες. Έτσι, σταδιακά, γνωρίζουμε, επίσης, τον Κράβιτς, τον Νίλσεν, τον Διοικητή. Ποια θα είναι η τύχη τους; Ποιος θα είναι ο ρόλος τους σε σχέση με τον Κόνερι;

Με τον ίδιο τρόπο μας δίνει διάσπαρτες πληροφορίες για την Πόλη των Γενναίων και την κοινωνία της, ενώ συνηθισμένα πράγματα από τη δική μας σημερινή κοινωνία παρουσιάζονται επιδέξια σε διάφορα σημεία της ιστορίας, προσδίδουν αληθοφάνεια και δημιουργούν ένα ρεαλιστικό πλαίσιο για την εξέλιξη της πλοκής. Ταυτοχρόνως δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον κύριο χαρακτήρα, τον αντί-ήρωα Κόνερι και τα λοιπά πρόσωπα. Τέτοια στοιχεία είναι για παράδειγμα το Γραφείο Μετανάστευσης, η αίτηση για εργασία μακριά από την πατρίδα, η Νέα Γη της Επαγγελίας, ο καφές Starbucks, το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο της Coca Cola, τα κακόφημα μπαρ, η μεροληψία κατά κάποιων εθνικοτήτων, η αγωνία για μια σταθερή δουλειά και το όνειρο για μια συνταξιοδότηση σε ένα όμορφο εξοχικό περιβάλλον, και πολλά άλλα.

Η αφήγηση διανθίζεται με χιουμοριστικά στοιχεία, ίσως κυνικά, ζωντανές μεταφορές και με άφθονες απολαυστικές συγκρίσεις και παρομοιώσεις, πότε υπερβολικές, πότε αστείες. Π.χ. "ο Κόνερι έμοιαζε σαν κέρινη κούκλα έτοιμη να λιώσει", "τα μάτια του έκλεισαν γρήγορα όπως κλείνουν οι βαριές βελούδινες κουρτίνες σε μια παράσταση", "φωνή σαν σοπράνο που είχε χάσει το μεγαλείο της", "πήρε βαθιά ανάσα λες κι έπαιζε ρώσικη ρουλέτα με τον εαυτό του", "μια μπερδεμένη πετονιά 100 μέτρων έμοιαζε η υπόθεση", και πλήθος άλλων που θα ανακαλύψει ο κάθε αναγνώστης μόνος του.

Γενικά, όσον αφορά στη γλώσσα της αφήγησης, ο συγγραφέας δανείζεται δημιουργικά και εύστοχα εκφράσεις από την λαϊκή γλώσσα και την αργκό.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι όλοι επιδέξια σκιαγραφημένοι, ενώ καταγράφονται ή υπονοούνται, σε διάφορες περιστάσεις, ανθρώπινα συναισθήματα, πάθη και προβληματισμοί, όπως η αγάπη και το μίσος, η ματαιοδοξία και η φιλοδοξία, η συμπάθεια και η αντιπάθεια, η παραίτηση, η πλήξη, η διεκδικητικότητα, η απογοήτευση αλλά και το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο. 

Επιπλέον, ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο στην αφήγηση του Άγγελου είναι ότι σε κάποια σημεία δεν είναι σαφής η διαχωριστική γραμμή του κόσμου της παρανομίας από τον κόσμο των ντετέκτιβ, καθώς οι δεύτεροι περπατούν στα χωράφια των πρώτων και χρησιμοποιούν τις δικές τους μεθόδους.


Μερικοί αναγνώστες ίσως εξακολουθούν να θεωρούν το αστυνομικό μυθιστόρημα ένα εύκολο είδος. Τους διαβεβαιώνω πως όχι, κάθε άλλο. Όπως και στα άλλα είδη αφήγησης, και εδώ χρειάζεται ίδια ή ακόμα και μεγαλύτερη δεξιοτεχνία και μαστοριά για να ξετυλίξει ο συγγραφέας την ιστορία του, να σκιαγραφήσει μέσα από λόγια και πράξεις, συνήθειες και αντιδράσεις, τον ψυχισμό των χαρακτήρων του. Να διασπείρει μέσα στο κείμενο λεπτομέρειες που θα αποδειχθούν σημαντικές και θα παίξουν έναν ρόλο αποκαλυπτικό, είτε αποκαλύπτοντας οι ίδιες, είτε βοηθώντας στην τελική αποκάλυψη και λύση του προβλήματος.

Η ιστορία πρέπει να ξετυλίγεται με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλεί, ενδιαφέρον, περιέργεια, αγωνία, ίσως ακόμα, τρόμο και φρίκη και να ωθεί τους αναγνώστες να βρουν το δράστη ή τους δράστες. Το έγκλημα πρέπει να είναι «δικαιολογημένο», να εξηγείται δηλαδή το γιατί και το πώς και να συνδέεται λογικά με τον ψυχισμό του δράστη. Να υπάρχει συνοχή, ταίριασμα γεγονότων και προσώπων, ώστε να γεννιέται μια πειστική πλοκή και να δίνεται ένα πειστικό τέλος.

Όλα τα παραπάνω, ο Άγγελος  μας τα δίνει απλόχερα στην ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ του. Μέσω της σωστής «αρχιτεκτονικής» μελέτης της ιστορίας του, και με στοιχεία από διάφορα είδη αστυνομικού μυθιστορήματος, (εκτός του παραδοσιακού), όπως το σκληρό και το αγωνιώδες, καθώς και στοιχεία από τους αγγλόφωνους συγγραφείς (π.χ. Raymond Chandler), μας δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα, επιτυχημένη, μοντέρνα και απολαυστική αστυνομική ιστορία, με την οποία αποδεικνύει ότι έχει το χάρισμα να γράψει όποιο είδος επιθυμεί η καρδιά του ή το χέρι του.

Τον συγχαίρω μέσα από την καρδιά μου για την ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ, τον καλωσορίζω στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας και περιμένω το επόμενο γενναίο βήμα του στην συγγραφή!


*Στο διήγημα «Τα τρία μήλα», ένα από τα διηγήματα των Αραβικών ιστοριών «Χίλιες και μια νύχτες», ένα κομματιασμένο πτώμα ανακαλύπτεται τυχαία, και ο χαλίφης Χαρούν αλ-Ρασίντ διατάζει τον βεζίρη του, να ανακαλύψει τον ένοχο μέσα σε τρεις μέρες.



Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να ακούσετε όλα όσα ειπώθηκαν τη βραδιά της παρουσίασης:
Την παρουσίαση του βιβλίου από Αγγελική Μπούλιαρη: από 04:50 έως 25:50
Την παρουσίαση του βιβλίου από τη Γιούλη Χρονοπούλου: από 27:00 έως 46:00
Ακολουθεί συζήτηση του συγγραφέα Άγγελου Χαριάτη με το κοινό
https://www.mixcloud.com/panagiotis-sidiropoulos/%CE%AC%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B7-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BD/

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ, Μάργκαρετ Άτγουντ

Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ, Μάργκαρετ Άτγουντ

(The heart goes last, Margaret Atwood)


Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2016
Μετάφραση Έφη Τσιρώνη
Σελίδες 480





Η υπόθεση
Στο εγγύς μέλλον, μετά την τεράστια οικονομική κατάρρευση, ο Σταν και η Σαρμέιν, ένα νέο ζευγάρι, έχουν χάσει και οι δυο τις δουλειές τους. Ο Σταν εργαζόταν στη «Χαμογελορομποτική», στον έλεγχο ποιότητας για τις δομές ενσυναίσθησης των ρομπότ, και η Σαρμέιν εργαζόταν ως οργανώτρια ψυχαγωγίας ηλικιωμένων στην αλυσίδα των Οίκων Ευγηρίας και Κλινικών «Τα Κόκκινα Παπούτσια»*. Τώρα ζουν στο αυτοκίνητό τους, με το φόβο μήπως πέσουν θύματα βιασμού και ληστείας από εκείνους που είναι πιο άποροι και απελπισμένοι από αυτούς, και επιβιώνουν με το μισθό και τα φιλοδωρήματα από την δουλειά της Σαρμέιν ως σερβιτόρας σε ένα μπαρ.
Στη συνέχεια, μαθαίνουν για το Πρόγραμμα Ποσιτρόνιο, στην πόλη της Χρονοκράτησης. Όσοι συμμετέχουν, απολαμβάνουν εγγυημένη κατοικία και εργασία. Το πρόβλημα είναι ότι θα περνούν εναλλάξ ένα μήνα στη φυλακή και ένα μήνα έξω στην πόλη. Επίσης, δεσμεύονται με την υπογραφή τους για όλη τους τη ζωή και δεν θα έχουν τη δυνατότητα να φύγουν ή να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο. Κατά το διάστημα που βρίσκονται στη φυλακή, το σπίτι τους κατοικείται από ένα άλλο ζευγάρι, το οποίο δεν γνωρίζουν ούτε συναντούν ποτέ. Το πρόγραμμα θυμίζει την επιστημονική φαντασία του Τζορτζ Όργουελ, φαίνεται να λύνει την εγκληματικότητα, την ανεργία, σχεδόν όλα τα προβλήματα και εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει κάτι αρνητικό.
Πρόκειται για ένα πείραμα, να μετατραπεί η φυλακή σε μια κερδοφόρα οικονομική μονάδα, τα οφέλη της οποίας αρχικά θα παρέχονται στους κατοίκους της πόλης. Υπάρχει, βέβαια, περιορισμός ατομικών ελευθεριών, κοινωνικός έλεγχος, πράγματα σημαντικά, αλλά από την άλλη η ελεύθερη ζωή έξω από το Ποζιτρόνιο είναι φοβερά επικίνδυνη. Σύντομα η Σαρμέιν και ο Σταν θα ανακαλύψουν, ξεχωριστά ο καθένας, τι συμβαίνει πραγματικά πίσω από τις θωρακισμένες πύλες της φυλακής, ενώ τα πράγματα περιπλέκονται δραματικά, όταν η Σαρμέιν εμπλέκεται ερωτικά με τον άνδρα που μένει στο σπίτι τους κατά το διάστημα που εκείνη και ο Σταν βρίσκονται στη φυλακή. Τότε τα πράγματα αλλάζουν και ξεδιπλώνεται μια σειρά από ανησυχητικά γεγονότα, που βάζουν σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή του Σταν. 
*Πιθανή αναφορά στην ταινία μιούζικαλ  της MGM, «Ο μάγος του Οζ», όπου η Ντόροθυ, την οποία υποδυόταν η Τζούντι Γκάρλαντ, φορούσε τα κόκκινα μαγικά παπούτσια, τα οποία σήμερα θεωρούνται από τα πιο πολύτιμα αντικείμενα-ενθύμια από ταινίες (film memorabilia).


Το βιβλίο 
"Η καρδιά πεθαίνει τελευταία" ξεκινάει ως μυθοπλασία επιστημονικής φαντασίας και καταλήγει σε δυστοπική φάρσα. Αναφέρεται σε ένα δυσοίωνο μέλλον, όμως θα αναγνωρίσουμε πολλά στοιχεία του στο παρόν που ήδη ζούμε. Θα μπορούσε να είναι η περιγραφή μιας σύγχρονης δυστοπικής πραγματικότητας, η περιγραφή μιας κοινωνίας ενός φανταστικού μέλλοντος όπου επικρατεί ένας είδος ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Εύκολα διακρίνει κανείς ιδέες της συγγραφέως σχετικά με το δυστοπικό εγγύς μέλλον που η ίδια μας έχει παρουσιάσει καλύτερα στο παρελθόν, σε άλλα έργα της που κινούνται στον χώρο της δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας, όπως «Η ιστορία της πορφυρής δούλης», και η τριλογία των βιβλίων «Όρυξ και Κρέικ», «Η χρονιά της πλημμύρας» και «Το τέλος του κόσμου», μόνο που αυτό το βιβλίο, «Η καρδιά πεθαίνει τελευταία», είναι περισσότερο ανάλαφρο.
Σ’ αυτό το βιβλίο, λοιπόν, θίγονται: Οικονομική κατάρρευση, ανεργία, εγκληματικότητα, παρανομία, βία, ανασφάλεια, εμπορία οργάνων, το κυνήγι της ηδονής, εμπορία του σεξ, ο ρόλος των ρομπότ του σεξ και η δεοντολογία βιοτεχνολογίας και απρόσωπης ιατρικής, καθώς και ο περιορισμός της ατομικής ελευθερίας και ο κοινωνικός έλεγχος. Όλα αυτά είναι το «περιβάλλον» μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το κύριο θέμα της σχέσης ενός ζευγαριού ακριβώς μέσα στις δύσκολες, παράξενες και συχνά εξωφρενικές συνθήκες αυτού του μέλλοντος. 
Μέσα από την εξέλιξη της σχέσης τους σ' αυτές τις συνθήκες, πέρα από το δίλημμα «ελευθερία και ανασφάλεια ή ασφάλεια και υποταγή στο καθεστώς», δημιουργούνται πολλά ερωτήματα στον αναγνώστη, σχετικά με την Δύναμη της Αγάπης και τα Όρια της Συγχώρεσης:
Μπορεί κανείς να συγχωρήσει την απιστία μιας νύχτας, έναν μακροχρόνιο ερωτικό δεσμό, την απλή επιθυμία του συντρόφου να τον δει νεκρή/ό, ή ακόμα περισσότερο μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του; Συγχωρείται μια εμμονική ηδονοβλεψία, ή η φαντασίωση για κάποιον τρίτο;

Η αγάπη κάνει την συγχώρεση ευκολότερη ή ο πόνος της προδοσίας δυσκολεύει περισσότερο την συγχώρεση; Επίσης, η τυχόν δική μας ενοχή για κάτι παρόμοιο ενισχύει ή αποδυναμώνει την ικανότητά μας για συγχώρεση; Και βεβαίως, τι γίνεται μετά την συγχώρεση; Υπάρχει η δυνατότητα μιας ευτυχισμένης συμβίωσης;

Όπως αναφέρεται στην παρουσίαση στο οπισθόφυλλο της έκδοσης στα αγγλικά, "Η Μάργκαρετ Άτγουντ θέτει την ανθρώπινη καρδιά στην απόλυτη δοκιμασία σε ένα λαμπρό νέο μυθιστόρημα, που είναι τόσο διορατικό όσο "Η ιστορία της πορφυρής δούλης", και τόσο ευφάνταστο όπως "Ο τυφλός δολοφόνος"... Η Μάργκαρετ Άτγουντ στην καλύτερη στιγμή της! "


Εν κατακλείδι
Η Μάργκαρετ Άτγουντ, πολυβραβευμένη Καναδή συγγραφέας,  μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της εποχής μας, με το βιβλίο της "Η καρδιά πεθαίνει τελευταία", αποδεικνύει ότι είναι μια ισχυρή φωνή της σύγχρονης λογοτεχνίας, η οποία ισορροπεί το φως και τη σκιά, τη φρίκη και το χιούμορ, δεν διστάζει να σοκάρει με τα γραφόμενά της, αλλά ποτέ δεν αποθαρρύνει τους αναγνώστες της με ένα εντελώς απαισιόδοξο τέλος, αφήνοντας πάντα μια νότα αισιοδοξίας που βασίζεται στην ανθρώπινη δύναμη και την ανθρώπινη καρδιά που, όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου, «πεθαίνει τελευταία». Αφηγηματική δεινότητα, ενδιαφέρουσα πλοκή, ανατροπές και αγωνία, στιγμές εφιαλτικές και άλλες τόσες διασκεδαστικές ή σουρεαλιστικές, καθιστούν αυτό το βιβλίο συναρπαστικό και ευχάριστο. 





Προσωπικά, λατρεύω την Μάργκαρετ Άτγουντ, έχω σχεδόν όλα τα βιβλία της και διαβάζω οτιδήποτε και αν γράφει. Μπορεί να μη θεωρώ αυτό το βιβλίο το καλύτερό της (προτιμώ την Ιστορία της Πορφυρής Δούλης, τον Τυφλό Δολοφόνο ή το Όρυξ και Κρέικ), ωστόσο θαυμάζω απεριόριστα το πνεύμα της, την ευφυΐα, τη φαντασία, την τόλμη, γενικά το συγγραφικό ταλέντο της, αλλά και εκτιμώ τη φεμινιστική και οικολογική της στάση. Χάρηκα αφάνταστα που την συνάντησα τον Σεπτέμβρη  (νομίζω) του 2014 και απόκτησα την ιδιόχειρη αφιέρωσή της, και εύχομαι με όλη μου την καρδιά να εξακολουθήσει να γράφει για πολλά-πολλά χρόνια ακόμη!






Πηγές-Περισσότερα για την Μάργκαρετ Άτγουντ και το βιβλίο της:
https://www.psichogios.gr/site/Authors/show/630/margkaret-atgoynt
https://www.goodreads.com/book/show/24388326-the-heart-goes-last








Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Η ΚΑΣΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ Η ΤΑΙΝΙΑ "ΤΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ" (THE SUARE)

ΤΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ (THE SUARE)

Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ των Καννών 2017





"Πρόκειται για ένα αιχμηρό σατιρικό δράμα που αντικατοπτρίζει την εποχή μας, για το αίσθημα της κοινότητας, της ηθικής δύναμης και την ανάγκη του ευπόρου ατόμου για εγωκεντρισμό, σε έναν αυξανόμενα αβέβαιο κόσμο."



Υπόθεση του έργου

"Ο Κρίστιαν είναι ο ευυπόληπτος επιμελητής ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης, ένας διαζευγμένος αλλά αφοσιωμένος πατέρας δύο παιδιών, ο οποίος οδηγεί ηλεκτρικό αυτοκίνητο και υποστηρίζει καλούς σκοπούς. Η επόμενη έκθεση είναι «Το Τετράγωνο», μια εγκατάσταση που προσκαλεί τους περαστικούς στον αλτρουισμό, υπενθυμίζοντας τον ρόλο τους ως υπεύθυνων συνανθρώπων. Αλλά μερικές φορές, είναι δύσκολο να σταθείς στο ύψος των ιδανικών σου: η ανόητη αντίδραση του Κρίστιαν στην κλοπή του κινητού τηλεφώνου του τον σέρνει σε επαίσχυντες καταστάσεις. Εν τω μεταξύ, η υπηρεσία Δημοσίων Σχέσεων του Μουσείου έχει δημιουργήσει μια απροσδόκητη διαφημιστική εκστρατεία για «Το Τετράγωνο». Οι υπερβολικές αντιδράσεις όμως οδηγούν τον Κρίστιαν, καθώς και το Μουσείο, σε μια υπαρξιακή κρίση."


Κατά τη γνώμη μου, δίκαια η ταινία απέσπασε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών 2017. Τα είχε όλα: πρωτότυπο σενάριο, εκπληκτική σκηνοθεσία, ηθοποιούς άψογους και διαλεγμένους με άλλα κριτήρια πλην της τέλειας εμφάνισης, πραγματικούς, σαν αυτούς, είτε υπαλλήλους είτε επισκέπτες, που συναντάμε σε μια επίσκεψη σε χώρους τέχνης, σε μια συνέντευξη τύπου για ένα πολιτιστικό γεγονός, ή και απλώς καθοδόν προς το γραφείο στην πόλη.

Ολόκληρη η κάστα των διανοουμένων, αλλά και γενικά όσων με οποιοδήποτε τρόπο εμπλέκονται στον χώρο της Τέχνης, περνάει από κόσκινο. Καλλιτέχνες/Δημιουργοί έργων, Διευθυντές πολιτιστικών χώρων, Δημόσιες σχέσεις, υπεύθυνοι μάρκετινγκ έργων τέχνης, διαφημιστές ως προωθητές έργων τέχνης και ταυτοχρόνως ως δημιουργοί τέχνης, και γενικά όλοι αυτοί οι επινοητές ιδεών που μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια επηρεάζουν τις προτιμήσεις και αντιλήψεις του κοινού, ωστόσο, συχνά φιλοδοξούν και επιχειρούν με τη σιγουριά ενός αυταρχικού ‘αλάθητου’ να καθορίσουν το ‘πολιτικά ορθό’ σε όλες τις περιστάσεις.

Ωραία, λοιπόν, τα λόγια, οι αναλύσεις, οι φανφάρες, οι μεγαλεπήβολες ιδέες, οι προσπάθειες εντυπωσιασμού, υπέρ της Τέχνης πάντοτε, αλλά τι θα συμβεί στην πραγματικότητα, όταν ένας διανοητής έρθει ο ίδιος αντιμέτωπος με συνηθισμένα φαινόμενα της σημερινής κοινωνίας, όπως η βία, η κλοπή, ο ρατσισμός; Πώς θα αντιδράσει όταν απειληθεί ευθέως ή όταν βρεθεί σε συνθήκες που προσομοιάζουν εκείνες μιας ζούγκλας; Θα ταιριάξουν οι ιδέες και τα λόγια του περί καλοσύνης, εμπιστοσύνης, αλληλεγγύης και ανεκτικότητας με τις πράξεις του; Μήπως τότε αναδειχτεί ένας κούφιος ψυχικός κόσμος; Το μέγα του κενό; (Παρόμοια θέματα, φόβου και ενστίκτου αυτοσυντήρησης, είχε θίξει ο σκηνοθέτης και στην ταινία του Ανωτέρα Βία/Force Majeure/Turist, 2014, Φεστιβάλ των Καννών).

Πέρα από αυτά τα βασικά ερωτήματα, η ταινία θέτει και πλήθος άλλων προβληματισμών: 

Ανεκτικότητα, όρια και δικαίωμα γνώμης και πληροφόρησης. 
Καθετί πρωτοποριακό αποτελεί, εξ ορισμού, Τέχνη; 
Είναι αρκετή η απλή παράθεση υλικών από τη Φύση και το περιβάλλον, για να δημιουργηθεί Τέχνη; 
Υπάρχουν όρια στην προώθηση της Τέχνης; 
Πρέπει τα όρια να καθορίζονται από την κοινωνική ευαισθησία; 
Μήπως τα όρια στην Τέχνη εμποδίζουν την ελευθερία έκφρασης, δημιουργίας, σκέψης και διακίνησης ιδεών και αποτελούν λογοκρισία, η οποία δεν έχει θέση σε μια ελεύθερη κοινωνία;


Σενάριο-Σκηνοθεσία:  
Ruben Östlund (Ρούμπεν Έστλουντ, Σουηδός, γεννήθηκε Απρίλιο 1974)









Ηθοποιοί:
Claes Bang ως Christian




Elisabeth Moss ως Anne




Dominic West ως Julian





Terry Notary ως Oleg




και άλλοι (εξίσου καλοί)


ΥΓ. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, κάποιος δίπλα μου μουρμούριζε δυσαρεστημένος, αυτά που λένε ορισμένοι όταν κάτι δεν τους αρέσει, ή δεν το καταλαβαίνουν, ή το πιθανότερο τους σοκάρει, γιατί, όπως και να το κάνουμε, η αλήθεια είναι πικρή, πικρότατη... Καταλαβαίνω, λοιπόν, ότι κάποιοι θεατές σαν τον διπλανό μου ίσως υποστηρίξουν ότι πρόκειται για ταινία που αφορά σε περιορισμένο κοινό. Σ’ αυτό θα αντιτάξω, ότι η Τέχνη, όπως άλλωστε και η Ζωή, μάς αφορά όλους.