Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

TOSCA - ΕΖΗΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ, ΕΖΗΣΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ


ΕΖΗΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ, ΕΖΗΣΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ


Έζησα για την τέχνη, 
έζησα για τον έρωτα.

Δεν έβλαψα ποτέ ψυχή ζώσα.

Με χέρι μυστικό
ανακούφισα όσες δυστυχίες γνώριζα.

Πάντα με πίστη αληθινή
ανέβαινε η προσευχή μου
στους ιερούς ναούς.

Πάντα με πίστη αληθινή
απόθετα λουλούδια στο βωμό.

Στης θλίψης μου την ώρα,
γιατί, γιατί, Θεέ μου,
αχ, γιατί με ανταμείβεις 
με τον τρόπο αυτό;

Έδωσα κοσμήματα για τον
μανδύα της Παναγίας,
κι έδωσα το τραγούδι μου
στα αστέρια στον ουρανό
κι εκείνα χαμογέλασαν
ακόμη πιο ωραία.


Στης θλίψης μου την ώρα,
γιατί, γιατί, Θεέ μου,
αχ, γιατί με ανταμείβεις
με τον τρόπο αυτό;




VISSI D' ARTE, VISSI D' AMORE

Vissi d’arte, vissi d’amore,
non feci mai male ad anima viva!
Con man furtiva
quante miserie conobbi aiutai.
Sempre con fè sincera
la mia preghiera
ai santi tabernacoli salì.
Sempre con fè sincera
diedi fiori agl’altar.
Nell’ora del dolore
perchè, perchè, Signore,
perchè me ne rimuneri così?
Diedi gioielli della Madonna al manto,
e diedi il canto agli astri, al ciel,
che ne ridean più belli.
Nell’ora del dolor
perchè, perchè, Signor,
ah, perchè me ne rimuneri così?





I LIVED FOR ART, I LIVED FOR LOVE

I lived for my art, I lived for love,
I never did harm to a living soul!
With a secret hand
I relieved as many misfortunes as I knew of.
Always with true faith
my prayer
rose to the holy shrines.
Always with true faith
I gave flowers to the altar.
In the hour of grief
why, why, o Lord,
why do you reward me thus?
I gave jewels for the Madonna’s mantle,
and I gave my song to the stars, to heaven,
which smiled with more beauty.
In the hour of grief
why, why, o Lord,
ah, why do you reward me thus?









Ακούστε εδώ
http://youtu.be/zXQvPwYYVBI
Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:











Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην ΜΑΙΡΗ ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ-ΓΚΙΩΝΗ με αφορμή το βιβλίο "ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ, ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ"

Από τη Μαίρη Λαρεντζάκη-Γκιώνη,

Εφημερίδα ΠΑΛΜΟΣ news,

28 Μαρτίου 2014




Η επί μία δεκαετία καριέρα της ως γραμματέας διεύθυνσης χαρακτηρίζει το οργανωτικό πνεύμα της, η 20χρονη θητεία της ως καθηγήτρια Αγγλικών στη δημόσια μέση εκπαίδευση αποδεικνύει τη μεταδοτικότητα των γνώσεών της, την αγάπη της για τη νέα γενιά και τη φιλικότητά της, και η συγγραφή δύο μυθιστορημάτων μαρτυρά την αγάπη της για τη Λογοτεχνία, το πάθος της για τα σωστά Ελληνικά και την κατάλληλη έκφραση. Ο λόγος για τη συγγραφέα Αγγελική Μπούλιαρη.

"Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ» (μυθιστόρημα, Πλατύπους Μάρτιος 2005), 

«Η αγάπη φυλαχτό» (μυθιστόρημα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, Δεκέμβριος 2005), 
«Ερωτικά πορτρέτα» (μετάφραση, λεύκωμα για τον έρωτα στην τέχνη, Κεστός 2007), συμμετοχή στη συλλεκτική έκδοση, «Αφετηρίες Μνήμης» της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών (2008), 
στην Ανθολογία Ποίησης - Διηγήματος, ΣΤ΄ Τόμος της Πολιτιστικής Συνεργασίας, 
είναι μερικά από τα πονήματά της.
Έχει γράψει ποίηση, ανέκδοτη ακόμα, έχει μεταφράσει στα αγγλικά ελληνικά παραμύθια και έχει κάνει δημοσιεύσεις στο λογοτεχνικό περιοδικό «Παρουσία» της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών. Τα ενδιαφέροντά της όμως δεν περιορίζονται εκεί. Ζωγραφίζει και φωτογραφίζει ενώ λατρεύει να ταξιδεύει... 

Αλλά καλύτερα ας δούμε τί μας είπε η ίδια για τη ζωή της, τους προβληματισμούς της, τα σχέδιά της.

«ΠΑΛΜΟΣ»: Συγγραφέας, με το έργο σας, «Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ», να αποσπά το 2005 βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος στο 21ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποιητικής Πεζογραφίας. Ποιά ικανοποίηση σας έδωσε αυτό το βραβείο;


ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΟΥΛΙΑΡΗ: Το βραβείο αυτό για το πρώτο μου βιβλίο πραγματικά με συγκίνησε πάρα πολύ. Η ικανοποίηση που μου απέφερε ήταν ότι μ’ αυτό μπόρεσα να δείξω στην πράξη, στις κόρες μου κατ’ αρχήν αλλά και στους μαθητές μου, την αρχή που πάντα πρέσβευα, ότι «ποτέ δεν είναι αργά για να κάνεις μια καινούργια αρχή».

«Π»: Ως πτυχιούχος της Αγγλικής και Ελληνικής Φιλολογίας, ήταν μπορούμε να πούμε μια συνέχεια των σπουδών σας η συγγραφή; Ή η αγάπη σας, το μεράκι σας προς αυτήν;


Α.ΜΠ.: Το δεύτερο. Η αγάπη για τη συγγραφή προϋπήρχε από την εφηβεία.


«Π»: Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;


Α.ΜΠ.: Μεγάλωσα με δυσκολίες και χωρίς ανέσεις σ’ ένα περιβάλλον όπου σίγουρα τα βιβλία ήταν πολυτέλεια και η αποκλειστική ενασχόληση με τη συγγραφή ουτοπικό θράσος. Όμως η οικογένειά μου και κυρίως η μητέρα μου με δίδαξε την αγάπη για τη μάθηση, την επιμονή και την αγωνιστικότητα.

«Π»: Ήσαστε αυτό που λέμε καλή μαθήτρια, επιμελής, με προδιαγεγραμμένη πορεία στα γράμματα;


Α.ΜΠ.: Ναι, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή φιλοδοξίες. Το αστείο είναι πως σε κάποια στιγμή της μαθητικής μου ζωής δεν ήξερα ποια καθηγήτριά μου να ακούσω ως προς τις μελλοντικές σπουδές μου, τη φιλόλογό μου ή τη μαθηματικό μου, μια που η καθεμιά της με προέτρεπε προς τη δική της κατεύθυνση. Νομίζω ότι τελικά υπερίσχυσε αυτό που αγαπούσα πιο πολύ και στο οποίο ήμουν όντως καλύτερη.

«Π»: Ως μητέρα τριών θυγατέρων, πώς διαχειριστήκατε την ευτυχία της μητρότητας με τις απαιτήσεις της και την αγάπη σας για την συγγραφή; Υπήρξε χρόνος; Τι στερηθήκατε;


Α.ΜΠ.: Μέχρι το 2001, οπότε παραιτήθηκα από τη θέση μου ως καθηγήτρια, δεν υπήρχε καθόλου χρόνος για τη συγγραφή, οι καταστάσεις ήταν από μόνες τους απαιτητικές και χωρίς τη συγγραφή. Από τη μια, τρία παιδιά στο σπίτι, για τα οποία ήθελα και θέλω να είμαι πάντα παρούσα, με την ακλόνητη άποψη ότι η μητρότητα είναι υποχρέωση αλλά και δικαίωμα που δεν θα εκχωρούσα σε κανένα, και από την άλλη τριακόσιοι μαθητές στο σχολείο για τους οποίους ήθελα να είμαι πάντα καλοδιάθετη, εργατική, σωστή και υποστηρικτική.
Όλα αυτά τα καθήκοντα επέτρεπαν μόνο ένα αλλοπρόσαλλο πλήθος χειρόγραφων σημειώσεων για μελλοντική χρήση. Γενικά, για χάρη της συγγραφής, στερούμαι προσωπική διασκέδαση και ύπνο.


«Π»: «Εγώ αγαπώ αυτή καπνίζει». Κρατώ το βιβλίο σας και ομολογώ ότι το διάβασα απνευστί. Μπορούν να μείνουν κρυμμένα ανομολόγητα τα μυστικά μας ολόκληρης ζωής;


Α.ΜΠ.: Φυσικά και μπορούν, αν πραγματικά το θέλουμε. Όμως, φαίνεται ότι μέσα στην ανθρώπινη ψυχή υπάρχει πάντα αυτή η παρόρμηση, η επιθυμία για εξομολόγηση των μυστικών μας και για παραδοχή της ενδότερης αλήθειας. Πάντως ο καλλιτέχνης τρέφεται από τα μυστικά του.

«Π»: Στη συγγραφή σας τι προσέχετε πολύ; Τι δεν σας αρέσει να κάνετε;


Α.ΜΠ.: Προσέχω πολύ τη γλώσσα, τη σύνταξη και τη γραμματική. Επιμελούμαι η ίδια τα γραπτά μου ως προς αυτόν τον τομέα, προτού τα δώσω για αξιολόγηση. Δεν μου αρέσουν οι αναλυτικές σκηνές σεξ, οι περιγραφές βίας και οι βωμολοχίες. Στα δικά μου γραπτά βρίσκω έναν τρόπο να τα αποδώσω όταν πρέπει, έχω όμως ένα προβληματάκι όταν καλούμαι να τα μεταφράσω. Κάτι άλλο που δεν μου αρέσει ιδιαίτερα να κάνω είναι να περικόπτω μια παράγραφο ή αντίθετα να την αναλύω, όπως ζητάει ο επιμελητής. 

«Π»: Είναι βιωματικά τα έργα σας;


Α.ΜΠ.: Και ναι και όχι. Προέρχονται από μένα αλλά προορίζονται για τον αναγνώστη. Έτσι, λοιπόν, ως χειρόγραφα υφίστανται επεξεργασία τέτοια που ακόμα και ένα πραγματικό γεγονός είναι πλέον αλλοιωμένο όταν συμπεριληφθεί στο βιβλίο. 

«Π»: Ποιοί χαρακτήρες σάς κεντρίζουν την προσοχή;


Α.ΜΠ.: Δεν με ελκύουν οι εξεζητημένοι χαρακτήρες, αλλά οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, της διπλανής πόρτας. Οι κύριοι χαρακτήρες των βιβλίων μου είναι γυναικείοι, και γύρω τους, όπως συμβαίνει και στη ζωή, περιστρέφονται και οι ανδρικοί, με πρωταγωνιστικό ρόλο, τουλάχιστον στα δύο προηγούμενα βιβλία μου. Μόνο στο «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» οι άντρες βρίσκονται στο περιθώριο, σκιαγραφημένοι αχνά, και είναι του συζύγου, του κατά φαντασίαν εραστή και του φίλου. 

«Π»: Μένετε στο Λουτράκι. Ο χώρος αυτός της διαμονής σας πώς σας επηρεάζει στις εικόνες, στο εύρος των σκέψεων;


Α.ΜΠ.: Είμαι τυχερή γιατί ζω σ’ έναν υπέροχο τόπο που συνδυάζει θάλασσα και βουνό και μου προσφέρει ανελλιπώς ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα που υπάρχουν. Μια βόλτα στην παραλία ή λίγη περισυλλογή σ’ ένα απόμερο σημείο πλάι στο κύμα, είναι αρκετά για να αναζωογονήσουν το πνεύμα και να προσφέρουν απαντήσεις.

«Π»: Έχετε κάποιο σύστημα που ακολουθείτε για την συγγραφή ενός βιβλίου; Ποιά είναι η πρώτη σας σκέψη; Το έναυσμα;


Α.ΜΠ.: Όχι, δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο σύστημα. Κάποια στιγμή, εκεί που παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου και σκέφτομαι, μου έρχεται μια ιδέα, μια εικόνα και ξεκινάω να γράφω. Όμως από την πρώτη στιγμή, ξέρω ποιο είναι το θέμα του βιβλίου, ποιοι οι ήρωες και συνήθως ξέρω επίσης το τέλος.

«Π»: Όταν κρατήσατε στα χέρια σας το πρώτο αντίτυπο του έργου σας, ποιά τα συναισθήματά σας;


Α.ΜΠ.: Αν υποθέσουμε ότι η Λογοτεχνία είναι μια υπέροχη, τεράστια έπαυλη, στα ψηλότερα δώματα της οποίας κατοικούν οι Μεγάλοι Συγγραφείς και Ποιητές, αισθάνθηκα σαν να μου άνοιξαν την εξώπορτα και μου επέτρεψαν να μπω στον κήπο και να φυτέψω μια μαργαρίτα σε πέντε εκατοστά χώμα.

«Π»: Είναι χρέος, ευθύνη του συγγραφέα να δίνει μηνύματα, μέσω των έργων του;


Α.ΜΠ.: Είναι χρέος του να αντιμετωπίζει με σεβασμό τον αναγνώστη.

«Π»: Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι αυτό που σας απασχολεί; Πώς τις αποτυπώνετε;


Α.ΜΠ.: Ναι, αυτές με απασχολούν περισσότερο και αυτές αποτελούν το θέμα των βιβλίων μου. Εστιάζω στις ανθρώπινες σχέσεις, ιδιαίτερα μέσα στην οικογένεια, και σε θέματα χωρίς φύλο, όπως πατρική απουσία - απόρριψη, συζυγική αποξένωση, βία, μοναξιά, φόβος, φιλία, ματαιωμένα όνειρα. Είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητη στο θέμα της παιδικής κακομεταχείρισης, της σεξουαλικής κακοποίησης, της ατομικής ελευθερίας.

«Π»: Ποιούς συγγραφείς θεωρείτε αξεπέραστους;


Α.ΜΠ.: Αξεπέραστοι είναι πάρα πολλοί και από την ελληνική και από τη διεθνή λογοτεχνία, αλλά ο χώρος δεν επαρκεί για να τους αναφέρω όλους! Ενδεικτικά θα αναφέρω τους αρχαίους έλληνες τραγωδούς, τον Σαίξπηρ, τον Έρνεστ Χεμινγουαίη, τον Αλμπέρ Καμύ, τον Τένεσι Γουίλιαμς, τον Άρθουρ Μίλλερ, την Ιζαμπέλ Αλλιέντε, την Μάργκαρετ Άτγουντ και την Άλις Μανρό. 

«Π»: Πώς λαμβάνετε την κατάσταση που επικρατεί γύρω μας και πως αυτή επηρεάζει την σκέψη σας;


Α.ΜΠ.: Στην αρχή ένιωσα θυμό, απογοήτευση και μια τάση φυγής. Αλλά σύντομα κατάλαβα το χρέος μου να είμαι αισιόδοξη, να  ανασκουμπωθώ και να φανώ καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα. Άλλωστε η τύχη το έφερε να γεννηθώ σ’ έναν ευλογημένο τόπο με τεράστια πολιτιστική κληρονομιά, και επιπλέον η πείρα με δίδαξε ότι τα πιο σημαντικά στη ζωή δεν αγοράζονται. 

«Π»: Ποιά η αλλαγή συνθηκών στην καθημερινότητα στην πόλη που ζείτε στο Λουτράκι που παλαιότερα ήκμαζε;


Α.ΜΠ.: Στο Λουτράκι ήρθα για να μείνω μόνιμα το 1981 λίγο μετά το μεγάλο σεισμό, οπότε και πάλι ήταν δύσκολη η κατάσταση. Στη σημερινή καθημερινότητα με θλίβουν τα ατέλειωτα «ενοικιάζεται» ή «πωλείται» και η ανεργία των νέων.

«Π»: Η συγγραφή είναι επάγγελμα; Μπορεί να αποφέρει κέρδος οικονομικό;


Α.ΜΠ.: Ίσως για άλλους, όχι για μένα. Ούτε τόσο παραγωγική είμαι, ούτε έχω τόσο μεγάλο αναγνωστικό κοινό.

«Π»: Τα όνειρά σας χωρούν στις σελίδες που γράφετε;
Α.ΜΠ.: Μπορεί και να χωρέσουν…


«Π»: Τι ετοιμάζετε τώρα;


Α.ΜΠ.: Έχω ήδη τελειώσει ένα μυθιστόρημα το οποίο βρίσκεται «σε αναζήτηση του χαμένου εκδότη», και έχω μόλις ξεκινήσει ένα καινούργιο.

28/03/2014






Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε εδώ: http://www.palmosnews.gr στις 28 Μαρτίου 2014


Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:
http://www.biblionet.gr/main.asp?page=results&person=x&person_id=55327
http://www.goodreads.com/author/show/6448557


















Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

RELEASED MEMORY – by Angeliki Bouliari

What if... 

I didn’t sleep well. I woke up several times during the night only to find out in desperation that I had tight teeth and fists and it would still take long for the dawn. So about an hour before the alarm clock would sound, I decided to end this torture myself. I got up, had breakfast and got ready to go. It would be my first day at work.
I followed my friend’s, Ismini’s, instructions and went to the gas station, opposite the General Clinic and waited for Tony, her friend and my colleague in the near future, to pick me up and get me to School. It was very early in the morning and an unfamiliar chill made me think that I should have put on warmer clothes than this simple, grey, woolen suit. Few people and cars were on the street. I felt strangely cut off from the rest of the world, wrapped in a dreary, familiar silence.
What if nobody ever came to pick me up?

Sunday morning, after the Church. Four years old. I have well brushed brown, curly hair, decorated with a big, white bow tie, I am wearing a grey coat, black glossy leather shoes and white knee socks. I am outside a huge, shut door of a house. “Now, I’ll ring the bell and the door will open after a moment and Grandpa will come and take you inside. I’ll come back in the afternoon outside here to get you”, says Mum. 
Me and Mum live elsewhere, far from here. Alone. Dad is always away. He visits us sometimes, but he doesn’t stay with us, as it happens with the other children. Mum says he travels a lot for his business and that one day we’ll live altogether and I’ll have a baby sister. And Grandpa is very angry with Mum, but he loves his only little girl. 
Mum is very beautiful, with her dark long hair and the white-pearl necklace. As she bends to give me a kiss, her hair touches my cool face, tickling tenderly my cheek. I reach up and idly caress for a while the all round and shiny white pearls.Then, she takes her warm hand from mine, she rings the door-bell and flees, the street corner swallows her up. Grandpa delays, the huge shut door scares me and I start biting my nails.


Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

THE HAMSTER - A monologue, by Angeliki Bouliari


A teenager of about eighteen years old is sitting on the sofa and looking at a cage with a hamster riding on a wheel, set on the table in front of him. His mother a little farther is quietly washing the dishes.
“Mother, this must come to an end. Really, it’s high time it stopped. I can’t take it anymore. Ok, I know, you are worried, you are anxious, you are afraid. But I am young, I want to live, I want to feel alive. This isn’t living. Can’t you see? I am worse than this stupid hamster you brought me as a present! At least, this silly thing doesn’t think, doesn’t feel, has absolutely no idea what the world outside is about. Its universe is just this cage, it is happy with a little food and with this spinning wheel, which, I tell you, is driving me crazy!
It’s not my fault if you see enemies and dangers everywhere, if you’re afraid of your very shadow, if you dare not live. Look at your miserable life. Do you call this a life? Cleaning stairs and washing clothes and dishes. No man, no friend, no laugh. Tell me honestly are you pleased? No, I don’t care what you think, I just don’t want to end up like you!”
His mother stops for a moment what she is doing, her hands in the air, her back tense, eyes staring the white wall tiles above the sink, but she doesn’t turn or say a word. Then she gets back to her work.
“Listen to me, Mother! The illness is over. I am not an ill person anymore. Ok, I have to take some medicine for the rest of my life and follow a certain way of living, but no doctor said not to live at all. I was there, mum, with you - remember? - when they told us about the illness and the treatment and what to do and all this stuff. Normal life, they said. Go out with friends, go to a party, on a date, on a trip. Yes, normal life. Look around you, mother! Do you think this life, this prison, is normal?
Mother! I’m talking to you! Can’t you just stop washing these damned dishes and look at me? Why do you keep ignoring what I say, how I feel?”
As there is still no reaction from her part, the teenager gets up, goes to the kitchen, opens a kitchen drawer and takes a meat knife. His mother hears the sounds, stays motionless, but still doesn’t turn.
“Mother, look at me! You don’t want to lose this sight, I swear! Guess what! I am going to start by stabbing your pretty little hamster right in the heart!”