Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Ο ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ "ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ"

ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ, ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ 
Πρώτη παρουσίαση του βιβλίου
της Αγγελικής Μπούλιαρη, από την Άνεμος Εκδοτική
Paul's - Παραλία Λουτρακίου - 12 Ιουλίου 2012

Ο Μάριος Παπαγεωργίου μιλάει για το βιβλίο και την Αγγελική

Την  Αγγελική την γνώρισα  πριν πολλά  πολλά  χρόνια, νεοδιορισμένη   καθηγήτρια Αγγλικών. Ήταν μια μάλλον μαζεμένη νεαρή, πιθανόν και λίγο τρομοκρατημένη από τους αγριεμένους έφηβους που είχε απέναντί της, και οι οποίοι το μόνο που ήθελαν ήταν να τελειώνουν με το σχολείο όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Δεν κρατήσαμε κάποια επαφή τότε. Την γνώρισα καλύτερα, χρόνια μετά, λόγω της συζύγου μου, της Μαρίας, η οποία θεωρεί την Αγγελική σαν την αγαπημένη της καθηγήτρια. Μιλήσαμε αρκετά, έμαθα τι πίστευε για την ζωή, τη φιλία, τους ανθρώπους. Γνώριζα ότι στο παρελθόν έγραφε, αλλά δεν είχα δει δείγματα της γραφής της, έως τη στιγμή που δημοσιεύθηκε το πρώτο της βιβλίο, «Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ». Το διάβασα με ενδιαφέρον και ένοιωσα την πολύχρωμη δέσμη των συναισθημάτων που οι ήρωές της είχαν βιώσει.

Το δεύτερο βιβλίο της, « Η αγάπη φυλαχτό», ήταν το ίδιο όμορφο και ενδιαφέρον με το πρώτο, και το διάβασα μονορούφι.

Το τρίτο της βιβλίο, «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει», είναι ίσως και το ωριμότερό της. Τα διηγήματα που περιέχει αντικατοπτρίζουν σκέψεις και επιθυμίες, κρυφούς, ανομολόγητους και πιθανόν ανολοκλήρωτους έρωτες και διλήμματα ζωής, τα οποία βασανίζουν τις ηρωίδες και τους ήρωες  των ιστοριών της, ενώ ο φόβος και το πάθος είναι μερικά από τα συναισθήματα που τους διακατέχουν.

Για πρώτη φορά, ίσως, στο έργο της υπάρχει τόσο έντονο το χιούμορ, που δίνει έναν τόνο πιο ανάλαφρο, χωρίς όμως να αφαιρεί καθόλου το δραματικό στοιχείο από αυτό, και χωρίς να μετατρέπει τους ήρωές της σε καρικατούρες, απλά τους κάνει πολύ πιο ανθρώπινους , γήινους και πιο προσιτούς στον αναγνώστη.

Το μοτίβο κοινό σε όλες τις ιστορίες. Γυναίκες μέσης ηλικίας, μητέρες και σύζυγοι, παλεύουν να ξαναβρούν τον εαυτό τους, τα όνειρά τους, μια δεύτερη ευκαιρία που πιστεύουν ότι δικαιούνται. Ίσως, ένας άνδρας δεν είναι και ο καταλληλότερος να μιλήσει για αυτές. Οι άντρες σύζυγοι είτε είναι απόντες, είτε αντιπροσωπεύουν τις δυνάμεις της αντίδρασης στις αλλαγές. Μόνοι παρόντες είναι οι άντρες φίλοι ή οι άντρες εραστές.

Η πρώτη ιστορία είναι η δραματικότερη όλων, κυρίως επειδή πραγματεύεται την απώλεια, όχι μόνο ως το τέλος της ύπαρξης ενός ανθρώπου, αλλά επειδή πραγματεύεται την απώλεια δυο σχέσεων, ενός έρωτα ο οποίος ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στην ηρωίδα και τον φίλο της τον Αχιλλέα, όσο και ενός έρωτα ο οποίος δεν ολοκληρώθηκε ανάμεσα στην ηρωίδα και τον Δημήτρη. Από το ημερολόγιο που κρατά η ηρωίδα, καταλαβαίνει κανείς πόσο βασανίζεται από το δίλημμα, εάν έκανε καλά που προτίμησε το χρυσό κλουβί της εύκολης ζωής που της προσέφερε ένας γάμος συμβιβασμού -ο σύζυγός της ο Νάσος- ή εάν έπρεπε να έχει επιλέξει τον πραγματικό έρωτά της, τον Δημήτρη.

Η προσπάθειά της να ξαναζήσει αυτό που άφησε χρόνια πριν πίσω της- τον έρωτα με τον Δημήτρη- να βρει την λύτρωση ή ένα κλείσιμο, ήταν μια μάλλον απεγνωσμένη προσπάθεια να πιάσει το νήμα της ζωής της και πάλι, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να ζήσεις στα 45 αυτό που δεν θέλησες ή δεν μπόρεσες  να χαρείς στα 25. Το πραγματικό θύμα της ιστορίας, όμως, είναι ο Αχιλλέας. Αυτός που προσπάθησε να την συγκρατήσει, να της συμπαρασταθεί, να την λογικέψει, και ενώ είναι ερωτευμένος μαζί της, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να την έχει. Ίσως σε αυτόν αναφέρεται η φράση: « Η Άνοιξη έρχεται γι’ αυτόν που ξέρει να περιμένει».

Η δεύτερη ιστορία είναι και η πιο χιουμοριστική. Είναι η περίπτωση μιας γυναίκας που απλά, χωρίς, ίσως, να το θέλει, ζει έναν έρωτα ‘από σπόντα’, θα έλεγε κανείς. Όταν το αντικείμενο του ενδιαφέροντός της δεν ανταποκρίνεται στα σήματα που του στέλνει, ψάχνοντας το γιατί, καταλήγει μετά από την συμβουλή της φίλης της να ρωτά αστρολόγους για να βρει τον λόγο. Αυτό οδηγεί σε κωμικές περιπέτειες και στην αποκάλυψη ότι ο έρωτας, τελικά, έρχεται όταν και από εκεί που δεν το φαντάζεσαι.

Η τρίτη ιστορία είναι μια ιστορία που παρόμοιες έχουμε διαβάσει σαν ειδήσεις στις εφημερίδες αρκετές φορές. Η προσπάθεια μιας γυναίκας να γίνει λίγο πιο επιθυμητή, λίγο περισσότερο γυναίκα, να δει τον εαυτό της με άλλο μάτι, όχι από ματαιοδοξία, αλλά επειδή αισθάνεται ότι αξίζει ένα δώρο έστω και παροδικό, αφού κανείς  άλλος δεν φαίνεται να αναγνωρίζει έστω και λίγο τις προσπάθειές της ως συζύγου και μητέρας. Πιάνεται όμως στην παγίδα επιτήδειων απατεώνων που εκμεταλλεύονται την ανάγκη της αυτή με καταστροφικά αποτελέσματα. Μπλέκεται σε έναν ιστό ψεμάτων και εξαπάτησης από τον οποίο δεν μπορεί να βγει παρά μόνο πληγωμένη.

Η τέταρτη ιστορία αφορά τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν τα ζευγάρια, κυρίως σήμερα, τα οποία μερικές φορές εξαντλούν τις προσπάθειές τους για επικοινωνία, παλεύοντας για το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης  και το αγαπημένο τους κανάλι στον καναπέ του καθιστικού, και το πώς αφήνεται μια σχέση να φθαρεί ανεπανόρθωτα, αφού θεωρούμε πολλές φορές τον/την σύντροφό μας δεδομένο/η. Και στο τέλος αυτός/αυτή καταλήγει να αποτελεί στοιχείο της διακόσμησης ενός σπιτιού και όχι μέρος της ζωής μας.

Η τελευταία ιστορία είναι ιστορία ελπίδας. Η ηρωίδα παλεύει με τους δικούς της δαίμονες σε μια τελματωμένη σχέση, για να ανακαλύψει, μέσω μιας αλληγορίας, ότι πάντα υπάρχει χώρος και χρόνος για την πραγματοποίηση των ονείρων, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, την αδιαφορία και την επιτίμηση από τον σύντροφό της για τις ικανότητές της και την αξία της. Ένα μάθημα ζωής, ότι τα όνειρα μόνο ίσως αναβάλλονται,  δεν ακυρώνονται όμως ποτέ.

Κλείνοντας, θα ήθελα να επαναλάβω αυτό που της είχε πει ο άνδρας της, ο Γρηγόρης, όταν στην αρχή και η ίδια η Αγγελική αναρωτιόταν εάν ήταν καλή σαν συγγραφέας και αν άξιζε: Θυμάμαι ότι της είχε πει « Ότι είναι τυχερή που μπορεί να εκφραστεί γράφοντας, επειδή για κάθε άνθρωπο που εκφράζεται με τη συγγραφή, υπάρχουν χιλιάδες άλλοι οι οποίοι δεν μπορούν να αρθρώσουν λέξη».

Για την Αγγελική ελπίζω δύο πράγματα: Ότι θα συνεχίσει να γράφει, όπως έχει γράψει ως τώρα, σκύβοντας πάνω από τους ήρωες της με αγάπη, και ότι οι ιστορικοί της λογοτεχνίας του μέλλοντος θα της δώσουν την θέση που της αξίζει.

Μάριος Παπαγεωργίου

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Η ΒΙΒΙΑΝ ΦΟΡΤΗ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ Κα ΜΠΟΥΛΙΑΡΗ


ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΗ ΚΑΠΝΙΖΕΙ - Πρώτη παρουσίαση του βιβλίου 
της Αγγελικής Μπούλιαρη, από την Άνεμος Εκδοτική
Paul’s - Παραλία Λουτρακίου - 12 Ιουλίου 2012

Η Βίβιαν Φόρτη μιλάει για την Αγγελική και την Κυρία Μπούλιαρη


Σήμερα  έχω τη μεγάλη  τιμή να σας μιλήσω για την κυρία Μπούλιαρη. Όμως έχω και την τεράστια χαρά  να σας μιλήσω για την Αγγελική.
Η κυρία Μπούλιαρη…
Η κυρία Μπούλιαρη μπήκε μια ημέρα, αρχή σχολικής χρονιάς στην τάξη μας. Ήταν δεκαετία του '80. Όλες είχαμε τρελά μαλλιά και φορούσαμε μπλούζες που άφηναν ακάλυπτο τον ένα ώμο και σακάκια με μεγάλες βάτες. Εκτός σχολείου, εννοείται. Όταν βλέπω  φωτογραφίες εκείνης της εποχής, τρελαίνομαι με την άποψη που είχαμε όλες για τη μόδα. Όλες;  Χμ, αυτό δεν ίσχυε για την κυρία Μπούλιαρη. Εκείνη ακόμα και μέσα σε αυτή την τρελή, απαράδεκτη μόδα ήταν ένα fashion icon… Απλά υπέροχη!
 Τα κορίτσια λατρέψαμε το στυλ της, τα αγόρια, πάλι, επειδή ήταν φανερό το νεαρό της ηλικίας της, θεώρησαν ότι θα γινόταν ένα εύκολο θύμα για τις αθώες πλάκες της εποχής της αθωότητας. Σύντομα καταλάβαμε την πλάνη μας και οι μεν και οι δε!

Διότι, ναι, όντως, τα κορίτσια την λατρέψαμε. Όχι όμως για το υπέροχο στυλ της, αυτό δεν το προσέχαμε και τόσο πια.  Η γοητευτική προσωπικότητά της και η ακτινοβόλα καλοσύνη που εξέπεμπε,  σύντομα επισκίασαν όλα τα υπόλοιπα.
Τα αγόρια…την πάτησαν άσχημα! Γιατί κάτω από το γλυκό χαμόγελο και τα ήρεμα μάτια κρυβόταν μία δυναμική και έντονη προσωπικότητα που δεν άφηνε περιθώρια για ανοησίες μέσα στην τάξη.
Κι έτσι και οι δύο ομάδες την  λατρεύαμε. Χαιρόμασταν να κάνουμε μάθημα μαζί της, την θέλαμε να μας συνοδεύει στις εκδρομές. Επειδή ήταν δίκαιη, γλυκιά, σεμνή και αυστηρή, με τον τρόπο που μόνο οι καλοί καθηγητές μπορούν να είναι. Ποτέ δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής. Ένα βλέμμα αρκούσε.
Και πάνω από όλα ΜΑΣ ΜΑΘΑΙΝΕ ΑΓΓΛΙΚΑ. Ναι, το έζησα και αυτό. Την εποχή που κανείς δεν ήξερε για βιωματική διδασκαλία και κανείς δεν είχε ακούσει για ενδιαφέροντα υλικά διδασκαλίας, η κυρία Μπούλιαρη λάμβανε  μέρος σε κάθε σεμινάριο που αφορούσε την αγγλική γλώσσα και τη διδακτική-μεθοδολογία, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, και κάθε Σεπτέμβριο διέθετε ένα με δύο μισθούς για μια γενναία εξόρμηση στα Βιβλιοπωλεία ξενόγλωσσων βιβλίων, για να αγοράσει βιβλία και κασέτες με ασκήσεις γραμματικής, με ευχάριστες ιστορίες και τραγούδια, ενώ παράλληλα ηχογραφούσε κασέτες από την προσωπική της  δισκοθήκη.
Μιλούσαμε Αγγλικά εντός και εκτός τάξης! Ασύλληπτο για την εποχή!
Όμως δεν μας έμαθε μόνο αγγλικά. Μας έδωσε, επίσης, δύο σημαντικότατα μαθήματα ζωής:
Πρώτον: Ποτέ δεν είναι αργά για μία καινούρια αρχή.
Δεύτερον: Να εξαντλείτε τις δυνατότητές σας.
 Αυτά κράτησα σαν πολύτιμα μαθήματα από την Κα Μπούλιαρη.
 Και τα χρόνια πέρασαν, έγινα κι εγώ καθηγήτρια και κατά τη διάρκεια μιας πραγματικά κουραστικής περιόδου,  έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο που με τράβηξε αρχικά σαν τίτλος και σαν εξώφυλλο. 
«Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ», Μάρτιος 2005
Κι έπειτα πρόσεξα το όνομα της συγγραφέως: Αγγελική Μπούλιαρη-Αργυράκη
Κι έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με την Αγγελική…
 Διάβασα το βιβλίο και μαγεύτηκα. Για το αισιόδοξο μήνυμά του, για την αγάπη και τη ζεστασιά που απέπνεε. «Ποτέ δεν είναι αργά για μία καινούρια αρχή» την άκουσα σχεδόν να μας το ψιθυρίζει, μέσα σε μία φωτεινή, γεμάτη  τάξη, να μας το εμπιστεύεται σαν πολύτιμο φυλαχτό για την  μετέπειτα πορεία μας.
Το βιβλίο πήρε το βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος. Ήταν μία δικαίωση… 
Βλέπετε, η Αγγελική άρχισε να γράφει στα δέκα. Στα δώδεκα της ζητήθηκε να γράψει τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει. Αντί εκθέσεως έγραψε ένα διήγημα για μία κοπέλα που έγραφε κι έγραφε ασταμάτητα, έσκιζε τις σελίδες , τις τσαλάκωνε, τις πετούσε, και λίγο αργότερα,  περπατώντας σ’ έναν κεντρικό δρόμο είδε το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα στις προθήκες ενός βιβλιοπωλείου. Αυτό ήθελε να γίνει.
Έβλεπε όνειρα και τα παιδικά αυτά όνειρα τα έκανε ποιήματα:
«Ακόμα και στο όνειρο η χαρά βιαστική» έγραψε σε ένα χαρτί στα δώδεκα ξυπνώντας από ένα όνειρο. Ξέρω πώς είναι τα δωδεκάχρονα. Ζω με δωδεκάχρονα όλη μου τη ζωή.  ΔΕΝ γράφουν ποιήματα! Δεν γίνεται αυτό… Όμως μιλάμε για την Αγγελική.
Και μετά  ήρθε «Η αγάπη φυλαχτό», το 2006. Ένα βιβλίο δυνατό, γεμάτο εικόνες και αγάπη. Ποτέ δεν είναι αργά για μία καινούρια αρχή, μού ψιθύρισε ξανά η Κα Μπούλιαρη.
Ακόμα μία φορά πρωτοπόρος, πριν γίνει μόδα και καραμέλα η «δια βίου μάθηση»,  δεν σταμάτησε να μορφώνεται αληθινά ‘διά βίου’.
Σπούδασε λογοτεχνική μετάφραση και πήρε το δίπλωμά της από το Βρετανικό συμβούλιο, παρακολούθησε σεμινάριο δημιουργικής γραφής-μυθιστορήματος στο ΕΚΕΒΙ, σεμινάριο μετάφρασης παιδικού βιβλίου, σεμινάριο για το έντυπο και ηλεκτρονικό βιβλίο. Στη συνέχεια παρακολούθησε με επιτυχία μαθήματα για τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και σπούδασε την Ιταλική γλώσσα που λατρεύει, αποκτώντας το δίπλωμα Celi 3. Και πάει λέγοντας...
«Μη θάβετε το τάλαντο που σας έδωσε ο θεός», μας έλεγε τότε, και η ίδια το έκανε πράξη. 
Τώρα ανοίγει τα φτερά της, για να πετάξει ακόμα πιο μακριά με αυτό το βιβλίο.
«Πώς λέγεται το καινούριο σου βιβλίο;» την ρώτησα
Μου έριξε ένα παιχνιδιάρικο παιδικό βλέμμα και μου απάντησε:
«Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει».
«Με ποιον εκδότη;»
«Άνεμος», απάντησε.
Πόσο ταιριαστό!
Λάτρεψα τον τίτλο, λάτρεψα το εξώφυλλο όταν το πρωτοείδα, λάτρεψα και το βιβλίο. Το διάβασα μέσα σε μία μέρα. Έξι ιστορίες που με έκαναν να νιώσω σχεδόν τα πάντα… Έκλαψα, γέλασα, θύμωσα, ευχαριστήθηκα. Αισθάνθηκα λύπη για τις ηρωίδες αλλά και τη χαρά της δικαίωσής τους. Όλα αυτά σε διακόσιες σελίδες μόνο. Απίστευτο! Διαβάζω ασταμάτητα από τότε που έμαθα να διαβάζω. Ξέρω τι σας λέω. Δεν γίνεται αυτό, όχι τόσο έντονα, όχι σε τέτοιο μικρό αριθμό σελίδων.
Η Αγγελική όμως τα κατάφερε. Ίσως επειδή είναι ένα πλάσμα σπάνιο, όπως ο μικρός τραυματίας  δρακούλης του τελευταίου διηγήματος του βιβλίου της. Ένα πλάσμα ευαίσθητο, γλυκό και ταλαντούχο. Μοιράζει απλόχερα την αγάπη με την ίδια φυσικότητα με την οποία στην δεκαετία του ’80 μοίραζε τη γνώση. Έχει τα ίδια όμορφα μάτια, μόνο που τώρα είναι πιο σοφά, πιο συνειδητοποιημένα. Εξακολουθεί να είναι fashion icon και εμείς γύρω της εξακολουθούμε να μην το προσέχουμε πολύ, επειδή υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά να δούμε…
Τότε την λάτρευα με τον τρόπο που λατρεύουν τα κοριτσόπουλα τις όμορφες νεαρές κυρίες, ειδικά αν έχουν την τύχη να είναι καθηγήτριές τους.
Τώρα… Τώρα την αγαπώ!

Βίβιαν Φόρτη



Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Παράξενα, Ξεχωριστά Κοχύλια


Αυτό ήταν, λοιπόν, σκέφτηκε η Άνθια. Έτσι έκλεισε κι αυτό το κεφάλαιο μιας συνεργασίας τριών ετών, χωρίς μια λέξη. Ουδείς αναντικατάστατος, επαληθεύτηκε ακόμα μια φορά, άλλωστε, τώρα, το πιο πιθανό ήταν να μην χρειάζονταν καν βοηθό γραμματέα, αφού η Τζούλια είχε ξεμπερδέψει με γέννες και μπιμπερό και πάνες, και η παραίτηση να τους ήρθε κουτί.
Όσο σε χρειάζονται, σε ξεζουμίζουν. Θυμήθηκε τις αμέτρητες φορές που είχε βγάλει δουλειά δυο και τριών υπαλλήλων, αν είσαι τυχερός, σου πετάνε το κόκαλο του μπόνους και καθαρίζουν. Όταν εσύ έχεις ανάγκη, δεν σε ρωτάνε, οι παροχές δίνονται με το σταγονόμετρο, κι όταν πάψεις να προσφέρεις όσα συνήθιζες στο παρελθόν, αν δεν σε πετάξουν, πάντως ξέρουν να σου δείχνουν με τρόπο την πόρτα.


 Ο Μαθιόπουλος, ας πούμε, ποτέ δεν της είχε παραχωρήσει ούτε μια μέρα άδεια για να δώσει εξετάσεις, ούτε καν χωρίς αποδοχές. "Μόλις τελειώσεις το γράψιμο, γύρνα στο γραφείο, έχουμε πολλή δουλειά", ήταν το μοτίβο του, η άδεια που της έδινε ήταν για λίγες ώρες μονάχα.  Αναρωτήθηκε, αν η τόση προσφορά της, ως εργαζόμενης, άξιζε τον κόπο, και ψάχνοντας για την απάντηση, ένιωσε μπερδεμένη, διχασμένη, όσον αφορούσε στη θέση της εργασίας, γενικά, στη ζωή της. Παλιά, ήταν σίγουρη ότι άξιζε η δουλειά να είναι πρώτος στόχος στη ζωή, μετά ήρθε στη ζωή της ο Άλκης και ανέτρεψε την ισορροπία, έβαλε στην πρώτη θέση την καρδιά, και να πού κατέληξε, στην ανατροπή της ανατροπής...
Και τώρα, σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή, αυτή η δουλειά την έδιωχνε, μια άλλη, όμως, θα της άπλωνε σανίδα σωτηρίας, θα της έδινε ένα λόγο να ξυπνάει το πρωί, έναν τρόπο να ζει και να ξεχνάει... 
Παραδόξως, όλα αυτά τα εξέταζε με μια δόση ψυχρής απάθειας, σαν να είχαν νεκρωθεί πολλά από τα συναισθήματά της. Σαν να είχε ξαναγυρίσει στη ζωή το μυαλό της, αλλά όχι ολόκληρο, σαν να είχε παροπλισθεί κάποιο μέρος του.



Τέσσερις ακριβώς, βγήκε στο δρόμο. Δεν έριξε ούτε μια ματιά πίσω της, ούτε μια φορά δεν σήκωσε το κεφάλι προς το παράθυρο των γραφείων του τέταρτου ορόφου, εκεί που μόλις είχε αφήσει τρία χρόνια από τη μικρή ζωή της.
Ο ήλιος του απογεύματος, μιας από τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, της φάνηκε διαφορετικός. Ζεστός, γλυκός, σαν χάδι πάνω στα μάγουλα, στο λαιμό και στα μπράτσα της. Της έκανε εντύπωση που σκέφτηκε έτσι, αλλά από τη μέρα που πήρε εξιτήριο από τον 'Ευαγγελισμό', μ' έναν περίεργο τρόπο, είχαν οξυνθεί οι αισθήσεις της, είχε αρχίσει να βλέπει πράγματα, κοντινά, καθημερινά, που πριν αγνοούσε. Ο ήλιος ήταν ένα, και το πρώτο-πρώτο, από αυτά. Ήταν πάντα εκεί, μα δεν είχε προσέξει ποτέ τη ζέστα του πάνω στο δέρμα της!

Όπως τότε...


 Καλοκαιριάτικο απόγευμα, σε κάποιες ολιγοήμερες διακοπές με τον Κοσμά, σε μια παραλία στα Κύθηρα, κοντά στην Αγία Πελαγία πρέπει να ήταν, δυσκολευόταν να θυμηθεί, υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν θυμόταν τώρα, ύστερα από την απόπειρα, "δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς", είχε πει ο γιατρός, "θυμάσαι όλα τα βασικά, αυτά που λείπουν είναι λεπτομέρειες, δεν θέλω να πιέζεσαι", έψαχνε για κοχύλια και δεν έβρισκε τίποτα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, τέτοιες ακτές, χωρίς κοχύλια!
Στο τελευταίο τους μπάνιο, την ώρα που μάζευε τα πράγματά της, ξεκουμπώθηκε το ένα της σκουλαρίκι κι έπεσε στην άμμο ανάμεσα στα βοτσαλάκια. Άρχισε να ψάχνει με προσοχή, προσέχοντας να μην μετακινηθεί καθόλου και το σπρώξει με το πάτημα προς τα κάτω, και τότε τα είδε.



Χιλιάδες μικροσκοπικά κοχύλια, άσπρα, ροζ, μπεζ, κεραμιδί, γκρι, στρογγυλά, μακρόστενα, χωνάκια, μισοφέγγαρα, βρίσκονταν εκεί, κοντά της, μπροστά στα πόδια της. Ήταν πάντα εκεί, αλλά εκείνη δεν τα έβλεπε. Έψαχνε για μεγάλα, παράξενα, ξεχωριστά κοχύλια, κι αυτά ήταν τόσο διακριτικά, τόσο ταπεινά... Ενθουσιασμένη, μάζεψε μια τσάντα. Όταν έφταναν στην Αθήνα, θα τα έβαζε σε διάφανες γυάλες με νερό. Ο Κοσμάς φώναζε, "Θα χάσουμε το πλοίο, τι τα θέλεις αυτά, πάμε σ' ένα μαγαζί με σουβενίρ, να σου αγοράσω τα καλύτερα".


Έτσι ήταν και η ζωή...  Έτσι έπρεπε να αρχίσει να βλέπει τη ζωή...